Κωστής Ανετάκης
17 Νοέμβρη του ’73
Ξημέρωμα φριχτό σαν πιστολιά
Χ. & Π. Κατσιμίχας
Κείνο το βράδυ κάτι πήγαινε στραβά, μα κανείς δεν μου εξηγούσε τι γινόταν. Από νωρίς τ’ απόγεμα, ένταση πλανιότανε στην ατμόσφαιρα. Οι μεγάλοι ανάστατοι, αλλοπαρμένοι. Το τηλέφωνο χτυπούσε μανιασμένο, νέα ψιθυριστά, αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια.
Η μάνα με φρόντιζε αφηρημένη, με το μυαλό στο επόμενο τηλεφώνημα και σ’ όσα θα μαντάτευε. Ο πατέρας πάσκιζε να δείχνει ήρεμος, μα δε με γελούσε μένα. Σαν ρωτούσα τι συμβαίνει, μου ’διναν απαντήσεις καθησυχαστικές, που διόλου δε με καθησύχαζαν.
Την επόμενη στιγμή το τηλέφωνο έσκουζε, η κουβέντα απόμενε μισή, ένας ορμούσε στ’ ακουστικό κι άλλος στύλωνε τ’ αφτί ν’ αρπάξει ό,τι προλάβαινε.
Παραφύλαξα δυο τρεις φορές, να το σηκώσω εγώ. Στην άλλη άκρη της γραμμής οικείες φωνές· συγγενείς από την Αθήνα, που ’χα καιρό ν’ ανταμώσω. Βιαστικοί, ζητούσαν τους γονείς μου. Τα λόγια αποδώ μεριά μετρημένα, συνθηματικά, κοφτά. Μονάχα κάθε τόσο κάποια «πω πω, Θε’ μου», σαμποτάριζαν τα «τίποτα» κι «όλα καλά» που μου ψέλλιζαν.
Είχε πάει αργά και κάτι, μα πού όρεξη για ύπνο. Δεν ήξερα ακόμα να διαβάζω το ρολόι, αλλά η ώρα βραδυπόρησε και νυσταγμός δεν έπεφτε στα βλέφαρα. Έπιασα να παίζω παιχνίδια φαντασίας, που μου κρατούσαν παρέα στην πλήξη και στη μοναξιά. Όμως οι σύντροφοι των ονειρόκοσμων ήταν ανόρεχτοι κι αυτοί, δεν είχανε κουράγιο να με συνεπάρουν στα ταξίδια τους.
Τ’ ονειροπόλημα περισπούσαν τα τηλέφωνα, τ’ αφτί κι ο νους μου στραμμένα στο χολ. Κάποτε πια έπαψαν να χτυπούν, μα αφήσανε ξοπίσω τους σιγή τσιτωμένη. Οι γονείς μου ήρθαν στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσαν στο διπλό κρεβάτι, που μου φάνταζε μεγάλο σα γήπεδο. Το παλάτι μας δεν είχε άλλο υπνοδωμάτιο.
Μα ο Μορφέας σχόλαζε απόψε. Απόμειναν να μουρμουράνε στο σκοτάδι. Εγώ καμωνόμουν τον κοιμισμένο, μπας και ξεγελαστούνε να μιλήσουν δυνατότερα. Μα ένα νεαρό ζευγάρι, που αναγκάζονταν να κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο μ’ ένα μικρό παιδί, κατείχανε πώς να τα κάνουν όλα στα μουλωχτά.
Καθώς τ’ αφτί συνήθιζε, έπιανα ένα παράξενο μουρμουρητό απέξω. Τ’ άκουσε κι η μάνα. Κάτι γίνεται, έχει κόσμο στα μπαλκόνια, ύψωσε λιγάκι τη φωνή. Το τηλέφωνο αστραποβρόντηξε, σμπαράλιασε την κάλπικη ησυχία.
Πετάχτηκαν μέχρι το ταβάνι, μαζί κι εγώ. Ο πατέρας κοίταξε το ρολόι, ήταν είπε τέσσερις τα χαράματα. Η μάνα χίμηξε στο τηλέφωνο. Δεν κράτησε πολύ η συνομιλία. Γύρισε αγγελοκρουσμένη στο δωμάτιο, άναψε το φως και φώναξε «Θε’ μου, τα σκότωσαν τα παιδιά, τα καθάρματα, τα σκότωσαν τα παιδιά».
Το σιγοτερέτισμα της γειτονιάς είχε αυγατίσει. Ο πατέρας πέταξε ένα «σας τα ’λεγα ’γω», άνοιξε την μπαλκονόπορτα και ξεμαντάλωσε το παντζούρι. Σηκώθηκα στο κρεβάτι μου και πιάστηκα απ’ τα ξύλινα κάγκελα. Στις μύτες των ποδιών, πάσκιζα να δω τι γινόταν. Το μπαλκόνι έβλεπε σ’ έναν ακάλυπτο, που τον τοιχογύριζαν τέσσερις πολυκατοικίες.
Κοντά χαράματα, κανείς δεν κοιμόταν· κάθε Έλληνας έχει κάποιον συγγενή στην Αθήνα, απ’ τον καιρό της εσωτερικής μετανάστευσης. Όλη η γειτονιά είχε βγει στα μπαλκόνια κι ο ένας μιλούσε με τον άλλον, κάποιοι είχαν ανάψει τα φώτα. Το ακαθόριστο φουρφουρητό, που όλο και δυνάμωνε, έμοιαζε στ’ αφτιά μου να επαναλαμβάνει αδιάκοπα την εφιαλτική επωδό· «τα σκοτώσανε τα παιδιά, τα σκοτώσανε τα παιδιά».
Δε θυμάμαι στη ζωή μου κάτι να με σοκάρισε πιο πολύ. Πρώτη μου φορά άκουγα πως κάποιοι σκότωναν παιδιά. Μες στο μυαλό μου, τα παιδιά ήμουν εγώ, γίνηκε άξαφνα υπόθεση προσωπική. Ο φόβος του θανάτου κοντοζύγωσε ανυπόφερτα.
Η σιγομουρμούριστη μυσταγωγία της συνοικίας μού θύμισε μιαν άλλη πένθιμη σκηνή που μ’ είχε συνταράξει. Ένας νεαρός από τη γειτονιά της γιαγιάς μου, ο Φοίβος, κίνησε να υπηρετήσει στο στρατό και τον φέραν πίσω τέσσερις. Κάποια αλλεργία, δεν ξέρω ακριβώς. Όλη η γειτονιά τον ξενύχτησε, με τα φώτα αναμμένα ως την αυγή και νεκροκέρια να καίνε στα παράθυρα. Οι δυο σκηνές στο νου μου μπλεχτήκαν αξεδιάλυτα· άξαφνα βρέθηκα καταμεσής σε κάποια θλιβερή ολονυχτία, στο ξόδι των παιδιών που τα σκότωσαν τα καθάρματα.
Ήμουνα έξι χρονών. Πολύ καιρό αργότερα, έμαθα πως αυτό ήταν το ξημέρωμα της 17 Νοέμβρη 1973.
Πηγή:otto-great-chaos
17 Νοέμβρη του ’73
Ξημέρωμα φριχτό σαν πιστολιά
Χ. & Π. Κατσιμίχας
Κείνο το βράδυ κάτι πήγαινε στραβά, μα κανείς δεν μου εξηγούσε τι γινόταν. Από νωρίς τ’ απόγεμα, ένταση πλανιότανε στην ατμόσφαιρα. Οι μεγάλοι ανάστατοι, αλλοπαρμένοι. Το τηλέφωνο χτυπούσε μανιασμένο, νέα ψιθυριστά, αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια.
Η μάνα με φρόντιζε αφηρημένη, με το μυαλό στο επόμενο τηλεφώνημα και σ’ όσα θα μαντάτευε. Ο πατέρας πάσκιζε να δείχνει ήρεμος, μα δε με γελούσε μένα. Σαν ρωτούσα τι συμβαίνει, μου ’διναν απαντήσεις καθησυχαστικές, που διόλου δε με καθησύχαζαν.
Την επόμενη στιγμή το τηλέφωνο έσκουζε, η κουβέντα απόμενε μισή, ένας ορμούσε στ’ ακουστικό κι άλλος στύλωνε τ’ αφτί ν’ αρπάξει ό,τι προλάβαινε.
Παραφύλαξα δυο τρεις φορές, να το σηκώσω εγώ. Στην άλλη άκρη της γραμμής οικείες φωνές· συγγενείς από την Αθήνα, που ’χα καιρό ν’ ανταμώσω. Βιαστικοί, ζητούσαν τους γονείς μου. Τα λόγια αποδώ μεριά μετρημένα, συνθηματικά, κοφτά. Μονάχα κάθε τόσο κάποια «πω πω, Θε’ μου», σαμποτάριζαν τα «τίποτα» κι «όλα καλά» που μου ψέλλιζαν.
Είχε πάει αργά και κάτι, μα πού όρεξη για ύπνο. Δεν ήξερα ακόμα να διαβάζω το ρολόι, αλλά η ώρα βραδυπόρησε και νυσταγμός δεν έπεφτε στα βλέφαρα. Έπιασα να παίζω παιχνίδια φαντασίας, που μου κρατούσαν παρέα στην πλήξη και στη μοναξιά. Όμως οι σύντροφοι των ονειρόκοσμων ήταν ανόρεχτοι κι αυτοί, δεν είχανε κουράγιο να με συνεπάρουν στα ταξίδια τους.
Τ’ ονειροπόλημα περισπούσαν τα τηλέφωνα, τ’ αφτί κι ο νους μου στραμμένα στο χολ. Κάποτε πια έπαψαν να χτυπούν, μα αφήσανε ξοπίσω τους σιγή τσιτωμένη. Οι γονείς μου ήρθαν στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσαν στο διπλό κρεβάτι, που μου φάνταζε μεγάλο σα γήπεδο. Το παλάτι μας δεν είχε άλλο υπνοδωμάτιο.
Μα ο Μορφέας σχόλαζε απόψε. Απόμειναν να μουρμουράνε στο σκοτάδι. Εγώ καμωνόμουν τον κοιμισμένο, μπας και ξεγελαστούνε να μιλήσουν δυνατότερα. Μα ένα νεαρό ζευγάρι, που αναγκάζονταν να κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο μ’ ένα μικρό παιδί, κατείχανε πώς να τα κάνουν όλα στα μουλωχτά.
Καθώς τ’ αφτί συνήθιζε, έπιανα ένα παράξενο μουρμουρητό απέξω. Τ’ άκουσε κι η μάνα. Κάτι γίνεται, έχει κόσμο στα μπαλκόνια, ύψωσε λιγάκι τη φωνή. Το τηλέφωνο αστραποβρόντηξε, σμπαράλιασε την κάλπικη ησυχία.
Πετάχτηκαν μέχρι το ταβάνι, μαζί κι εγώ. Ο πατέρας κοίταξε το ρολόι, ήταν είπε τέσσερις τα χαράματα. Η μάνα χίμηξε στο τηλέφωνο. Δεν κράτησε πολύ η συνομιλία. Γύρισε αγγελοκρουσμένη στο δωμάτιο, άναψε το φως και φώναξε «Θε’ μου, τα σκότωσαν τα παιδιά, τα καθάρματα, τα σκότωσαν τα παιδιά».
Το σιγοτερέτισμα της γειτονιάς είχε αυγατίσει. Ο πατέρας πέταξε ένα «σας τα ’λεγα ’γω», άνοιξε την μπαλκονόπορτα και ξεμαντάλωσε το παντζούρι. Σηκώθηκα στο κρεβάτι μου και πιάστηκα απ’ τα ξύλινα κάγκελα. Στις μύτες των ποδιών, πάσκιζα να δω τι γινόταν. Το μπαλκόνι έβλεπε σ’ έναν ακάλυπτο, που τον τοιχογύριζαν τέσσερις πολυκατοικίες.
Κοντά χαράματα, κανείς δεν κοιμόταν· κάθε Έλληνας έχει κάποιον συγγενή στην Αθήνα, απ’ τον καιρό της εσωτερικής μετανάστευσης. Όλη η γειτονιά είχε βγει στα μπαλκόνια κι ο ένας μιλούσε με τον άλλον, κάποιοι είχαν ανάψει τα φώτα. Το ακαθόριστο φουρφουρητό, που όλο και δυνάμωνε, έμοιαζε στ’ αφτιά μου να επαναλαμβάνει αδιάκοπα την εφιαλτική επωδό· «τα σκοτώσανε τα παιδιά, τα σκοτώσανε τα παιδιά».
Δε θυμάμαι στη ζωή μου κάτι να με σοκάρισε πιο πολύ. Πρώτη μου φορά άκουγα πως κάποιοι σκότωναν παιδιά. Μες στο μυαλό μου, τα παιδιά ήμουν εγώ, γίνηκε άξαφνα υπόθεση προσωπική. Ο φόβος του θανάτου κοντοζύγωσε ανυπόφερτα.
Η σιγομουρμούριστη μυσταγωγία της συνοικίας μού θύμισε μιαν άλλη πένθιμη σκηνή που μ’ είχε συνταράξει. Ένας νεαρός από τη γειτονιά της γιαγιάς μου, ο Φοίβος, κίνησε να υπηρετήσει στο στρατό και τον φέραν πίσω τέσσερις. Κάποια αλλεργία, δεν ξέρω ακριβώς. Όλη η γειτονιά τον ξενύχτησε, με τα φώτα αναμμένα ως την αυγή και νεκροκέρια να καίνε στα παράθυρα. Οι δυο σκηνές στο νου μου μπλεχτήκαν αξεδιάλυτα· άξαφνα βρέθηκα καταμεσής σε κάποια θλιβερή ολονυχτία, στο ξόδι των παιδιών που τα σκότωσαν τα καθάρματα.
Ήμουνα έξι χρονών. Πολύ καιρό αργότερα, έμαθα πως αυτό ήταν το ξημέρωμα της 17 Νοέμβρη 1973.
Πηγή:otto-great-chaos
ΚΩΣΤΉΣ ΑΝΕΤΑΚΗΣ: Αναρτήσεις στην Σφήκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου