Ελλάδα
Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να γελάσει, να κλάψει ή να φωνάξει με περιστατικά σαν αυτό με την απόπειρα διακοπής της παράστασης του Χριστόφορου Ζαραλίκου. Δε μπορεί σίγουρα όμως να αποφύγει τον τραγικό συνειρμό με μια άλλη παράσταση εν καιρώ πραγματικής στρατιωτικής δικτατορίας. Ο λόγος για “Το Μεγάλο μας Τσίρκο” από το θίασο Καρέζη-Καζάκου που έκανε την πρεμιέρα του τον Ιούνη του 1973 (σ.σ. η παράσταση του Ζαραλίκου ανεβαίνει στο θέατρο Τζένη Καρέζη). Η παράσταση αυτή που πολιτογραφήθηκε ως κωμωδία, εμπεριείχε και στοιχεία σάτιρας, αλληγορίας και δράματος. Το κείμενο της ήταν γραμμένο από τον Ι. Καμπανέλλη και μουσικά τη συνόδευαν έργα του Σταύρου Ξαρχάκου. Η ίδια η Τζένη Καρέζη για το έργο είχε πει:
«Έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θα ’πρεπε να ειπωθούν ρωμαίικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν»
Για το στόχο αυτό ο θίασος “επιστράτευσε” και τοn Νίκο Ξυλούρη ο οποίος ερμήνευε επί σκηνής τη μουσική του Ξαρχάκου.
«Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες,
ξυρίστηκαν οι Έλληνες μεσίτες.
Εφτά ο τόκος πέντε το φτιασίδι,
σαράντα με το λάδι και το ξύδι»
(απόσπασμα από το ομώνυμο τραγούδι)
Χαρακτηριστικό είναι ότι το έργο αυτό, ξεγελώντας τις επιτροπές και τη λογοκρισία της εποχής, ντυμένο με εθνικά ιδεώδη και σταθερές για την πορεία του ελληνικού λαού από την Επανάσταση έως την Κατοχή, λατρεύτηκε από το κοινό και καταγράφηκε συλλογικά ως ανάσα και σιωπηλό ξέσπασμα εναντίον της χούντας.
Ο κόσμος συνέρρεε καθημερινά στο θέατρο “Αθήναιον” της οδού Πατησίων, απέναντι από το Πολυτεχνείο, ενώ το καθεστώς έστελνε ανθρώπους να καταγράφουν τις αντιδράσεις που πυροδοτούσαν στο κοινό οι αναφορές και αναπαραστάσεις της παράστασης στους ιστορικούς λαϊκούς αγώνες, που αναπόφευκτα έθιγαν τη Χούντα των Συνταγματαρχών, ως άλλους δυνάστες. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι παραστάσεις διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα, τον Οκτώβριο, λίγο πριν από το Πολυτεχνείο. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η σύνδεση της ιστορίας αυτής με το σημερινό “τσίρκο” που εκτυλίχθηκε στο Θέατρο Καρέζη δε συνιστά ταύτιση της σημερινής πραγματικότητας με την επταετία. Με κάτι τέτοιο άλλωστε θα αθωώναμε και τις δύο μορφές της νοσηρής τάξης των πραγμάτων. Διότι σήμερα δεν υπάρχουν επιτροπές λογοκρισίας, ούτε ξερονήσια. Επομένως το να λέμε ότι “η χούντα δεν τελείωσε το 73” συνιστά “φτύσιμο” σε όσους και όσες βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν από το τότε καθεστώς, παλεύοντας για την αποτίναξη του. Από την άλλη μια τέτοια ταύτιση αθωώνει και τη σημερινή πολιτικο-οικονομική μιζέρια που μπορεί κάλλιστα να φιμώνει, να εξαθλιώνει μάζες και να “ξερνάει” δυστυχία χωρίς να χρειάζεται τανκς και εξορίες. Η καταπίεση και η αδικία δεν επιβάλλεται πάντοτε τανκς. Με τη μιντιακή και προπαγανδιστική υπεροπλία ξέρει να ξεγλιστρά, να δημιουργεί πρόθυμους και πληρωμένους πραιτοριανούς είτε ένστολους ή αυτοπαρουσιαζόμενους ως σταρ-δημοσιογράφους.
Η Σάσα Σταμάτη δεν έκανε τίποτα άλλο πέρα από το να μας εμπεδώσει το πόσο χρειαζούμενη είναι η σάτιρα στην πραγματική και γνήσια μορφή της. Ως όπλο των “από κάτω” και με στόχο τους “από πάνω”. Εκεί ξεχωρίζουν οι Ζαραλίκοι που στις παραστάσεις τους θίγουν πρωθυπουργούς, κόμματα και εφοπλιστές, από τους Σεφερλήδες που κανιβαλίζουν πούστηδες, ζαβούς, κοντούς, χοντρές και ξανθιές. Αν υπάρχει λοιπόν το “σατυρόμετρο”, μονάδες μέτρησής του είναι το πόσες θλιβερές απόπειρες φίμωσης υφίστανται οι καλλιτέχνες που μιλάνε για τις δικές μας αγωνίες, ανησυχίες και όνειρα.
Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να γελάσει, να κλάψει ή να φωνάξει με περιστατικά σαν αυτό με την απόπειρα διακοπής της παράστασης του Χριστόφορου Ζαραλίκου. Δε μπορεί σίγουρα όμως να αποφύγει τον τραγικό συνειρμό με μια άλλη παράσταση εν καιρώ πραγματικής στρατιωτικής δικτατορίας. Ο λόγος για “Το Μεγάλο μας Τσίρκο” από το θίασο Καρέζη-Καζάκου που έκανε την πρεμιέρα του τον Ιούνη του 1973 (σ.σ. η παράσταση του Ζαραλίκου ανεβαίνει στο θέατρο Τζένη Καρέζη). Η παράσταση αυτή που πολιτογραφήθηκε ως κωμωδία, εμπεριείχε και στοιχεία σάτιρας, αλληγορίας και δράματος. Το κείμενο της ήταν γραμμένο από τον Ι. Καμπανέλλη και μουσικά τη συνόδευαν έργα του Σταύρου Ξαρχάκου. Η ίδια η Τζένη Καρέζη για το έργο είχε πει:
«Έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θα ’πρεπε να ειπωθούν ρωμαίικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν»
Για το στόχο αυτό ο θίασος “επιστράτευσε” και τοn Νίκο Ξυλούρη ο οποίος ερμήνευε επί σκηνής τη μουσική του Ξαρχάκου.
«Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες,
ξυρίστηκαν οι Έλληνες μεσίτες.
Εφτά ο τόκος πέντε το φτιασίδι,
σαράντα με το λάδι και το ξύδι»
(απόσπασμα από το ομώνυμο τραγούδι)
Χαρακτηριστικό είναι ότι το έργο αυτό, ξεγελώντας τις επιτροπές και τη λογοκρισία της εποχής, ντυμένο με εθνικά ιδεώδη και σταθερές για την πορεία του ελληνικού λαού από την Επανάσταση έως την Κατοχή, λατρεύτηκε από το κοινό και καταγράφηκε συλλογικά ως ανάσα και σιωπηλό ξέσπασμα εναντίον της χούντας.
Ο κόσμος συνέρρεε καθημερινά στο θέατρο “Αθήναιον” της οδού Πατησίων, απέναντι από το Πολυτεχνείο, ενώ το καθεστώς έστελνε ανθρώπους να καταγράφουν τις αντιδράσεις που πυροδοτούσαν στο κοινό οι αναφορές και αναπαραστάσεις της παράστασης στους ιστορικούς λαϊκούς αγώνες, που αναπόφευκτα έθιγαν τη Χούντα των Συνταγματαρχών, ως άλλους δυνάστες. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι παραστάσεις διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα, τον Οκτώβριο, λίγο πριν από το Πολυτεχνείο. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η σύνδεση της ιστορίας αυτής με το σημερινό “τσίρκο” που εκτυλίχθηκε στο Θέατρο Καρέζη δε συνιστά ταύτιση της σημερινής πραγματικότητας με την επταετία. Με κάτι τέτοιο άλλωστε θα αθωώναμε και τις δύο μορφές της νοσηρής τάξης των πραγμάτων. Διότι σήμερα δεν υπάρχουν επιτροπές λογοκρισίας, ούτε ξερονήσια. Επομένως το να λέμε ότι “η χούντα δεν τελείωσε το 73” συνιστά “φτύσιμο” σε όσους και όσες βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν από το τότε καθεστώς, παλεύοντας για την αποτίναξη του. Από την άλλη μια τέτοια ταύτιση αθωώνει και τη σημερινή πολιτικο-οικονομική μιζέρια που μπορεί κάλλιστα να φιμώνει, να εξαθλιώνει μάζες και να “ξερνάει” δυστυχία χωρίς να χρειάζεται τανκς και εξορίες. Η καταπίεση και η αδικία δεν επιβάλλεται πάντοτε τανκς. Με τη μιντιακή και προπαγανδιστική υπεροπλία ξέρει να ξεγλιστρά, να δημιουργεί πρόθυμους και πληρωμένους πραιτοριανούς είτε ένστολους ή αυτοπαρουσιαζόμενους ως σταρ-δημοσιογράφους.
Η Σάσα Σταμάτη δεν έκανε τίποτα άλλο πέρα από το να μας εμπεδώσει το πόσο χρειαζούμενη είναι η σάτιρα στην πραγματική και γνήσια μορφή της. Ως όπλο των “από κάτω” και με στόχο τους “από πάνω”. Εκεί ξεχωρίζουν οι Ζαραλίκοι που στις παραστάσεις τους θίγουν πρωθυπουργούς, κόμματα και εφοπλιστές, από τους Σεφερλήδες που κανιβαλίζουν πούστηδες, ζαβούς, κοντούς, χοντρές και ξανθιές. Αν υπάρχει λοιπόν το “σατυρόμετρο”, μονάδες μέτρησής του είναι το πόσες θλιβερές απόπειρες φίμωσης υφίστανται οι καλλιτέχνες που μιλάνε για τις δικές μας αγωνίες, ανησυχίες και όνειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου