Eλλάδα
Σχεδόν τρεις φορές πάνω από την τιμή που ένα φρούτο ή λαχανικό φεύγει από το χωράφι καταλήγει να το πληρώσει ο καταναλωτής στην Ελλάδα, χωρίς μάλιστα το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτή τη διαφορά να καταλήγει στον παραγωγό. Ο τελευταίος βάζει στην τσέπη του, υπό τη μορφή κέρδους και όχι εσόδων, ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 8%-9% της τιμής που τελικά πληρώνει ο καταναλωτής. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Πέρα από τους απαραίτητους ενδιάμεσους κρίκους στην εφοδιαστική αλυσίδα, απαραίτητοι βάσει του τρόπου που σήμερα διακινούνται τα οπωροκηπευτικά, δεν λείπουν οι «γκρίζες ζώνες»: παραγωγοί που αποφεύγουν να μιλήσουν επώνυμα καταγγέλλουν ότι συχνά είναι δέσμιοι των «εργολάβων» που διαχειρίζονται τα συνεργεία με τους εργάτες γης, «εργολάβοι» που δεν αποκλείεται να είναι αυτοί που κρατούν το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής αντί για τους εργάτες γης, στη συντριπτική τους πλειονότητα αλλοδαποί.
Ενα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι ίσως αυτό της διαδρομής που κάνει το μαρούλι iceberg από ένα χωράφι στην Πελοπόννησο μέχρι το πιάτο μας. Το κόστος παραγωγής για ένα κιλό του δημοφιλούς και στην Ελλάδα λαχανικού είναι 0,50 ευρώ/κιλό, με την έννοια του κόστους να περιλαμβάνει τα λιπάσματα, το νερό, την ενέργεια. Τα μεταφορικά και η συσκευασία είναι περίπου 0,20 ευρώ/κιλό κι έτσι, κατά συνέπεια, όταν ο παραγωγός πωλεί το προϊόν στον χονδρέμπορο προς 0,90 ευρώ/κιλό, το κέρδος του είναι μόλις 0,20 ευρώ/κιλό. Στη συνέχεια ο χονδρέμπορος πωλεί το προϊόν στον λιανέμπορο προς 1,25 ευρώ/κιλό, με το περιθώριο του πρώτου να είναι στην ουσία 0,35 ευρώ/κιλό.
Η λιανική τιμή προ ΦΠΑ διαμορφώνεται σε 2,09 ευρώ/κιλό, με το κέρδος του λιανεμπόρου να είναι περίπου 0,84 ευρώ, αν και έχει κάποιο κόστος και ο ίδιος για τη μεταφορά από τις κεντρικές αποθήκες στα καταστήματα, καθώς και για τη συντήρηση, με το τελευταίο να αφορά λιγότερο τα κηπευτικά, που έχουν μικρότερο χρόνο ζωής σε σύγκριση με τα φρούτα. Τι πληρώνει ο καταναλωτής; 2,36-2,40 ευρώ το κιλό.
Αντιστοίχως, ένα κιλό πορτοκάλια για φαγητό που φτάνει να πωλείται στο ράφι του σούπερ μάρκετ προς 1,40 ευρώ/κιλό, όταν έφευγε από το χωράφι για να περάσει από το συσκευαστήριο κόστιζε περίπου 0,30-0,40 ευρώ, με το κέρδος για τον παραγωγό να είναι το πολύ 0,14 ευρώ/κιλό, καθώς το κόστος παραγωγής είναι 0,20 ευρώ και το κόστος συγκομιδής 0,06 ευρώ/κιλό. Ο λιανέμπορος αγοράζει από τον χονδρέμπορο προς 0,73 ευρώ/κιλό και διαθέτει το προϊόν προς 1,22 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ).
Να σημειωθεί σε όλα τα παραπάνω ότι ουκ ολίγες φορές οι παραγωγοί είναι δέσμιοι «συμφωνιών» που έχουν γίνει ανάμεσα στους εργολάβους με τα συνεργεία εργατών γης και στα συσκευαστήρια, αλλά και θύματα πρακτικών όπως η χρέωση μεγαλύτερης φύρας από την πραγματική ή η αφαίρεση μεγαλύτερου απόβαρου από το πραγματικό.
Πώς θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί όλα τα παραπάνω; Εάν, για παράδειγμα, οι παραγωγοί ήταν οργανωμένοι σε συνεταιρισμούς που είχαν τα δικά τους συσκευαστήρια και προμήθευαν οι ίδιοι απευθείας το λιανεμπόριο. Τέτοια παραδείγματα συνεταιρισμών υπάρχουν στην Ελλάδα, όπως ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου, γνωστός από τα μήλα με την ονομασία «Ζαγορίν», ο οποίος έχει απευθείας συμφωνίες με τα σούπερ μάρκετ, καθώς διαθέτει τις δικές του εγκαταστάσεις, διαλογητήρια, αποθήκες, ψυκτικούς θαλάμους.
Λύση, η οποία είχε υποδειχθεί και από την Επιτροπή Ανταγωνισμού το 2013, είναι τα δημοπρατήρια, εκεί όπου θα μπορούσαν οι παραγωγοί μέσω των συνεταιρισμών ή μέσω των ομάδων παραγωγών να διαπραγματευτούν απευθείας με τους αγοραστές (κυρίως αλυσίδες σούπερ μάρκετ) τις τιμές των προϊόντων. Οι χώρες που αξιοποιούν στον μέγιστο βαθμό τον θεσμό των δημοπρατηρίων είναι το Βέλγιο και η Ολλανδία, κάτι μάλιστα που το κάνουν με επιτυχία για πάνω από 70 χρόνια.
Τα πορτοκάλια πάνε βόλτα
Στην Ελλάδα, επίσης, λείπουν τα κατά τόπους εφοδιαστικά κέντρα, με συνέπεια συχνά να επιβαρύνεται η τιμή ενός προϊόντος με άσκοπο κόστος μεταφορικών. Μοιάζει ακραίο, παράδοξο, αλλά συμβαίνει: πορτοκάλια που παράγονται στη Σκάλα Λακωνίας είναι πολύ πιθανό ότι, για να τροφοδοτήσουν το υποκατάστημα μιας μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ, υποκατάστημα που βρίσκεται σε μια κοντινή πόλη της Πελοποννήσου, θα ταξιδέψουν πρώτα στην Αθήνα, στις κεντρικές αποθήκες της αλυσίδας, για να ξαναφύγουν από την πρωτεύουσα και να επιστρέψουν στην Πελοπόννησο, στο υποκατάστημα της αλυσίδας.
Σχεδόν τρεις φορές πάνω από την τιμή που ένα φρούτο ή λαχανικό φεύγει από το χωράφι καταλήγει να το πληρώσει ο καταναλωτής στην Ελλάδα, χωρίς μάλιστα το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτή τη διαφορά να καταλήγει στον παραγωγό. Ο τελευταίος βάζει στην τσέπη του, υπό τη μορφή κέρδους και όχι εσόδων, ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 8%-9% της τιμής που τελικά πληρώνει ο καταναλωτής. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Πέρα από τους απαραίτητους ενδιάμεσους κρίκους στην εφοδιαστική αλυσίδα, απαραίτητοι βάσει του τρόπου που σήμερα διακινούνται τα οπωροκηπευτικά, δεν λείπουν οι «γκρίζες ζώνες»: παραγωγοί που αποφεύγουν να μιλήσουν επώνυμα καταγγέλλουν ότι συχνά είναι δέσμιοι των «εργολάβων» που διαχειρίζονται τα συνεργεία με τους εργάτες γης, «εργολάβοι» που δεν αποκλείεται να είναι αυτοί που κρατούν το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής αντί για τους εργάτες γης, στη συντριπτική τους πλειονότητα αλλοδαποί.
Ενα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι ίσως αυτό της διαδρομής που κάνει το μαρούλι iceberg από ένα χωράφι στην Πελοπόννησο μέχρι το πιάτο μας. Το κόστος παραγωγής για ένα κιλό του δημοφιλούς και στην Ελλάδα λαχανικού είναι 0,50 ευρώ/κιλό, με την έννοια του κόστους να περιλαμβάνει τα λιπάσματα, το νερό, την ενέργεια. Τα μεταφορικά και η συσκευασία είναι περίπου 0,20 ευρώ/κιλό κι έτσι, κατά συνέπεια, όταν ο παραγωγός πωλεί το προϊόν στον χονδρέμπορο προς 0,90 ευρώ/κιλό, το κέρδος του είναι μόλις 0,20 ευρώ/κιλό. Στη συνέχεια ο χονδρέμπορος πωλεί το προϊόν στον λιανέμπορο προς 1,25 ευρώ/κιλό, με το περιθώριο του πρώτου να είναι στην ουσία 0,35 ευρώ/κιλό.
Η λιανική τιμή προ ΦΠΑ διαμορφώνεται σε 2,09 ευρώ/κιλό, με το κέρδος του λιανεμπόρου να είναι περίπου 0,84 ευρώ, αν και έχει κάποιο κόστος και ο ίδιος για τη μεταφορά από τις κεντρικές αποθήκες στα καταστήματα, καθώς και για τη συντήρηση, με το τελευταίο να αφορά λιγότερο τα κηπευτικά, που έχουν μικρότερο χρόνο ζωής σε σύγκριση με τα φρούτα. Τι πληρώνει ο καταναλωτής; 2,36-2,40 ευρώ το κιλό.
Αντιστοίχως, ένα κιλό πορτοκάλια για φαγητό που φτάνει να πωλείται στο ράφι του σούπερ μάρκετ προς 1,40 ευρώ/κιλό, όταν έφευγε από το χωράφι για να περάσει από το συσκευαστήριο κόστιζε περίπου 0,30-0,40 ευρώ, με το κέρδος για τον παραγωγό να είναι το πολύ 0,14 ευρώ/κιλό, καθώς το κόστος παραγωγής είναι 0,20 ευρώ και το κόστος συγκομιδής 0,06 ευρώ/κιλό. Ο λιανέμπορος αγοράζει από τον χονδρέμπορο προς 0,73 ευρώ/κιλό και διαθέτει το προϊόν προς 1,22 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ).
Να σημειωθεί σε όλα τα παραπάνω ότι ουκ ολίγες φορές οι παραγωγοί είναι δέσμιοι «συμφωνιών» που έχουν γίνει ανάμεσα στους εργολάβους με τα συνεργεία εργατών γης και στα συσκευαστήρια, αλλά και θύματα πρακτικών όπως η χρέωση μεγαλύτερης φύρας από την πραγματική ή η αφαίρεση μεγαλύτερου απόβαρου από το πραγματικό.
Πώς θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί όλα τα παραπάνω; Εάν, για παράδειγμα, οι παραγωγοί ήταν οργανωμένοι σε συνεταιρισμούς που είχαν τα δικά τους συσκευαστήρια και προμήθευαν οι ίδιοι απευθείας το λιανεμπόριο. Τέτοια παραδείγματα συνεταιρισμών υπάρχουν στην Ελλάδα, όπως ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου, γνωστός από τα μήλα με την ονομασία «Ζαγορίν», ο οποίος έχει απευθείας συμφωνίες με τα σούπερ μάρκετ, καθώς διαθέτει τις δικές του εγκαταστάσεις, διαλογητήρια, αποθήκες, ψυκτικούς θαλάμους.
Λύση, η οποία είχε υποδειχθεί και από την Επιτροπή Ανταγωνισμού το 2013, είναι τα δημοπρατήρια, εκεί όπου θα μπορούσαν οι παραγωγοί μέσω των συνεταιρισμών ή μέσω των ομάδων παραγωγών να διαπραγματευτούν απευθείας με τους αγοραστές (κυρίως αλυσίδες σούπερ μάρκετ) τις τιμές των προϊόντων. Οι χώρες που αξιοποιούν στον μέγιστο βαθμό τον θεσμό των δημοπρατηρίων είναι το Βέλγιο και η Ολλανδία, κάτι μάλιστα που το κάνουν με επιτυχία για πάνω από 70 χρόνια.
Τα πορτοκάλια πάνε βόλτα
Στην Ελλάδα, επίσης, λείπουν τα κατά τόπους εφοδιαστικά κέντρα, με συνέπεια συχνά να επιβαρύνεται η τιμή ενός προϊόντος με άσκοπο κόστος μεταφορικών. Μοιάζει ακραίο, παράδοξο, αλλά συμβαίνει: πορτοκάλια που παράγονται στη Σκάλα Λακωνίας είναι πολύ πιθανό ότι, για να τροφοδοτήσουν το υποκατάστημα μιας μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ, υποκατάστημα που βρίσκεται σε μια κοντινή πόλη της Πελοποννήσου, θα ταξιδέψουν πρώτα στην Αθήνα, στις κεντρικές αποθήκες της αλυσίδας, για να ξαναφύγουν από την πρωτεύουσα και να επιστρέψουν στην Πελοπόννησο, στο υποκατάστημα της αλυσίδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου