(Συνέχεια από το 1ο μέρος)
Ήδη από τα τέλη του 1909 και τις αρχές του 1910 οι κινητοποιήσεις των κολίγων είχαν δυναμικό χαρακτήρα. Το πρώτο μήνυμα της εξέγερσης ήρθε από την Καρδίτσα. Σε συλλαλητήριο που οργανώθηκε εκεί από το «Γεωργικό Πεδινό Σύλλογο» στις 27 Φεβρουαρίου 1910 συμμετείχαν πάνω από 10.000 αγρότες. Την 1η Μαρτίου ανάλογες αγροτικές κινητοποιήσεις έγιναν στο χωριό Ορφανά Καρδίτσας και στα χωριά Τσαχμάκ, Κόντου και Κρύα Βρύση Φαρσάλων, όπου οι κολίγοι έκαψαν κάποιες αχυραποθήκες των τσιφλικάδων.
Οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της τσαρικής Ρωσίας και της Τουρκίας ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να προστατεύσει τους γαιοκτήμονες. Οι κολίγοι, με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή του αγροτικού νομοσχεδίου, είχαν προγραμματίσει για το Σάββατο 6 Μαρτίου 1910 τη διοργάνωση πανθεσσαλικού παναγροτικού συλλαλητηρίου στη Λάρισα. Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Στέφανος Δραγούμης είχε δώσει εντολή στον τότε νομάρχη Περικλή Αργυρόπουλο να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την τήρηση της «τάξεως». Ανάλογες εντολές είχαν δοθεί και στον μέραρχο Ψαροδήμο.
Από νωρίς το πρωί άρχισαν να συρρέουν στην πόλη διαδηλωτές από τα γύρω χωριά κρατώντας μαύρες σημαίες. Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ περίπου 200 αγρότες θέλησαν να επιβιβαστούν στο τρένο, για να μεταβούν γρηγορότερα στη θεσσαλική πρωτεύουσα. Όμως ο διευθυντής των θεσσαλικών σιδηροδρόμων, κάποιος ονόματι Πολίτης, δεν τους το επέτρεψε. Οι χωρικοί οργίστηκαν και άρχισαν να λιθοβολούν τον συρμό. Το τρένο απομακρύνθηκε, αλλά σε απόσταση ενός χιλιομέτρου επαναλήφθηκαν οι ίδιες σκηνές. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν στην αμαξοστοιχία και μετέβαιναν στη Λάρισα για το συλλαλητήριο διατάχθηκαν από τον επικεφαλής τους να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι εξαγριωμένοι κολίγοι «απάντησαν» με πέτρες και ξύλα. Τότε οι στρατιώτες πυροβόλησαν «στο ψαχνό», με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δυο αγρότες, ο Αθανάσιος Νταφούλης και ο Αθανάσιος Μπόκας, και να τραυματιστούν πολλοί. Ανάλογα επεισόδια έγιναν και στο σταθμό του χωριού Τσουλάρ (σήμερα Μελία Λάρισας) με δυο νεκρούς και περίπου 15 τραυματίες (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 11ης Απριλίου 1965).
Στο μεταξύ στην Πύλη των Φαρσάλων, λίγο έξω από τη Λάρισα, είχαν συγκεντρωθεί κολίγοι από το Νεμπεγλέρ (τη σημερινή Νίκαια), το Τζορμακλί (το σημερινό χωριό Άγιοι Ανάργυροι) και το Χασάν – Τατάρ (τη σημερινή Μεσορράχη). Οι στρατιωτικές μονάδες που είχαν παραταχθεί εκεί τους εμπόδιζαν να πορευτούν προς το κέντρο της πόλης. Οι χωρικοί αντέδρασαν πετώντας πέτρες και τότε ο υπίλαρχος Πηχεών διέταξε το ιππικό να τους επιτεθεί. Σκοτώθηκαν οι αγρότες Στέφανος Ακριβούσης και ο Απόστολος Μπατάλας, ένα παλικάρι 18 – 19 χρονών από το Νεμπεγλέρ (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 21ης Μαρτίου 1982, μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, εφήβου τότε).
Τελικά το συλλαλητήριο έγινε στις τρεις το απόγευμα στην πλατεία της Θέμιδος. Ο φοιτητής της Νομικής Γεώργιος Σχοινάς από την Αργαλαστή του Πηλίου (κατά τη διετία 1909 – 1910 περιερχόταν τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου αφυπνίζοντας τους κολίγους) διάβασε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, το οποίο απεστάλη στην κυβέρνηση και στη Βουλή. Με αυτό οι Θεσσαλοί αγρότες ζητούσαν άμεσα την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και παράλληλα εξέφραζαν την οδύνη τους για τα αθώα θύματα.
Τα αιματηρά γεγονότα που συνέβησαν στο Κιλελέρ αναστάτωσαν την Ελλάδα. Στη Βουλή έγινε ευρεία συζήτηση για το αγροτικό ζήτημα και ο Στέφανος Δραγούμης χαρακτηρίστηκε ως «πρωθυπουργός του αίματος». Επακολούθησαν συλλήψεις και διώξεις εκατοντάδων αγροτών. Απ’ αυτούς όσοι θεωρήθηκαν «πρωταίτιοι» των επεισοδίων δικάστηκαν· οι προερχόμενοι από την περιοχή της Καρδίτσας στο Κακουργιοδικείο της Χαλκίδας και οι προερχόμενοι από τη Λάρισα στο Κακουργιοδικείο της Λαμίας. Και οι δυο δίκες άρχισαν στις 19 Ιουνίου 1910 και διήρκεσαν τέσσερις μέρες.
Στη δίκη της Λαμίας ο εισαγγελέας Χαλκιόπουλος αγορεύοντας την 22α Ιουνίου χαρακτήρισε το αίτημα των κολίγων για αναγκαστική απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και για διανομή τους στους ακτήμονες ως «άδικον και παράνομον πράξιν, αφού ούτω διασαλεύεται το απαραβίαστον της ιδιοκτησίας» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 23ης Ιουνίου 1910). Περισσότερο λάβρος κατά των κατηγορουμένων ήταν ο εισαγγελέας Γεωργιάδης στη δίκη της Χαλκίδας. Επικαλέστηκε όλους τους «νόμους και τους προφήτες» θέλοντας να αποδείξει πως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι ιερό και ότι οι αγρότες έπρεπε να δουλεύουν και να μη σηκώνουν κεφάλι. Μεταξύ των άλλων, απειλώντας και φωνάζοντας, είπε: «[…]. Αγροτικόν ζήτημα δεν υφίσταται και συνεπώς οι κατηγορούμενοι δεν εδικαιούντο να δημιουργήσωσι ταραχάς […]» ( Γιάννης Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος, XIII, σ. 193). Συνέχισε εκστομίζοντας ένα υβρεολόγιο για το χαρακτήρα γενικά των Θεσσαλών αγροτών.
Σε αντίθεση με πολλούς πολιτικούς και λειτουργούς της Θέμιδος που προστάτευαν το τότε γαιοκτητικό καθεστώς οι άνθρωποι του πνεύματος στάθηκαν στο πλευρό των κολίγων. Την 22α Ιουνίου καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης στο Κακουργιοδικείο της Λαμίας ο Ιούλιος Βιανέλης, πρόξενος της Ιταλίας στη Λάρισα, αναφέρθηκε στα δυσβάστακτα μέτρα που λαμβάνονταν σε βάρος των αγροτών από τους τσιφλικάδες και στις αυθαιρεσίες των επιστατών τους κατά το ζύγισμα της σοδειάς. Επιπρόσθετα ο μάρτυρας κατέθεσε ότι επισκέφτηκε τα τσιφλίκια μαζί με τον κ. Μπάουτσερ, «όστις απεκόμισε την εντύπωσιν ότι η ζωή των κολίγων είναι αίσχος διά τον σημερινόν πολιτισμόν. Περί του ζητήματος τούτου έγραψεν εκτενώς εις τους Times» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 23ης Ιουνίου 1910). Τελικά οι δικαζόμενοι αγρότες αθωώθηκαν στις 23 Ιουνίου 1910.
Κατά τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 οι Θεσσαλοί αγρότες εξέλεξαν ανεξάρτητους βουλευτές, οι οποίοι θα προωθούσαν το αίτημά τους για απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Κατά τις νέες εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 στήριξαν υποψήφιους του νεοϊδρυθέντος τότε κόμματος των «Φιλελευθέρων» του Ε. Βενιζέλου. Πράγματι η βενιζελικής πλειοψηφίας Β΄ Αναθεωρητική Βουλή με νόμους που ψήφισε το 1911 έδινε μια προσωρινή λύση στο αγροτικό πρόβλημα της Θεσσαλίας με τη διανομή ορισμένων τσιφλικιών σε ακτήμονες. Έχουν μείνει ιστορικά τα λόγια του Βενιζέλου, όταν αντιμετώπιζε τις αντιδράσεις των τσιφλικάδων για τις επιχειρούμενες απαλλοτριώσεις: «Πώς ήτανε δυνατόν να βλέπω τον πόλεμο να έρχεται (= τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913) και να πιστεύω πως με δούλους θα πολεμούσα για την ελευθερία των υποδούλων;» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 11ης Απριλίου 1965).
Τελικά το αγροτικό ζήτημα ρυθμίστηκε συνολικά μετά το Μικρασιατικό πόλεμο. Το 1923 αναδιανεμήθηκε το 68% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της Θεσσαλίας κι έτσι δικαιώθηκαν οι θυσίες των κολίγων στο Κιλελέρ, στην Καρδίτσα και σε άλλες περιοχές του θεσσαλικού κάμπου.
Ήδη από τα τέλη του 1909 και τις αρχές του 1910 οι κινητοποιήσεις των κολίγων είχαν δυναμικό χαρακτήρα. Το πρώτο μήνυμα της εξέγερσης ήρθε από την Καρδίτσα. Σε συλλαλητήριο που οργανώθηκε εκεί από το «Γεωργικό Πεδινό Σύλλογο» στις 27 Φεβρουαρίου 1910 συμμετείχαν πάνω από 10.000 αγρότες. Την 1η Μαρτίου ανάλογες αγροτικές κινητοποιήσεις έγιναν στο χωριό Ορφανά Καρδίτσας και στα χωριά Τσαχμάκ, Κόντου και Κρύα Βρύση Φαρσάλων, όπου οι κολίγοι έκαψαν κάποιες αχυραποθήκες των τσιφλικάδων.
Οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της τσαρικής Ρωσίας και της Τουρκίας ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να προστατεύσει τους γαιοκτήμονες. Οι κολίγοι, με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή του αγροτικού νομοσχεδίου, είχαν προγραμματίσει για το Σάββατο 6 Μαρτίου 1910 τη διοργάνωση πανθεσσαλικού παναγροτικού συλλαλητηρίου στη Λάρισα. Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Στέφανος Δραγούμης είχε δώσει εντολή στον τότε νομάρχη Περικλή Αργυρόπουλο να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την τήρηση της «τάξεως». Ανάλογες εντολές είχαν δοθεί και στον μέραρχο Ψαροδήμο.
Από νωρίς το πρωί άρχισαν να συρρέουν στην πόλη διαδηλωτές από τα γύρω χωριά κρατώντας μαύρες σημαίες. Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ περίπου 200 αγρότες θέλησαν να επιβιβαστούν στο τρένο, για να μεταβούν γρηγορότερα στη θεσσαλική πρωτεύουσα. Όμως ο διευθυντής των θεσσαλικών σιδηροδρόμων, κάποιος ονόματι Πολίτης, δεν τους το επέτρεψε. Οι χωρικοί οργίστηκαν και άρχισαν να λιθοβολούν τον συρμό. Το τρένο απομακρύνθηκε, αλλά σε απόσταση ενός χιλιομέτρου επαναλήφθηκαν οι ίδιες σκηνές. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν στην αμαξοστοιχία και μετέβαιναν στη Λάρισα για το συλλαλητήριο διατάχθηκαν από τον επικεφαλής τους να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι εξαγριωμένοι κολίγοι «απάντησαν» με πέτρες και ξύλα. Τότε οι στρατιώτες πυροβόλησαν «στο ψαχνό», με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δυο αγρότες, ο Αθανάσιος Νταφούλης και ο Αθανάσιος Μπόκας, και να τραυματιστούν πολλοί. Ανάλογα επεισόδια έγιναν και στο σταθμό του χωριού Τσουλάρ (σήμερα Μελία Λάρισας) με δυο νεκρούς και περίπου 15 τραυματίες (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 11ης Απριλίου 1965).
Στο μεταξύ στην Πύλη των Φαρσάλων, λίγο έξω από τη Λάρισα, είχαν συγκεντρωθεί κολίγοι από το Νεμπεγλέρ (τη σημερινή Νίκαια), το Τζορμακλί (το σημερινό χωριό Άγιοι Ανάργυροι) και το Χασάν – Τατάρ (τη σημερινή Μεσορράχη). Οι στρατιωτικές μονάδες που είχαν παραταχθεί εκεί τους εμπόδιζαν να πορευτούν προς το κέντρο της πόλης. Οι χωρικοί αντέδρασαν πετώντας πέτρες και τότε ο υπίλαρχος Πηχεών διέταξε το ιππικό να τους επιτεθεί. Σκοτώθηκαν οι αγρότες Στέφανος Ακριβούσης και ο Απόστολος Μπατάλας, ένα παλικάρι 18 – 19 χρονών από το Νεμπεγλέρ (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 21ης Μαρτίου 1982, μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, εφήβου τότε).
Τελικά το συλλαλητήριο έγινε στις τρεις το απόγευμα στην πλατεία της Θέμιδος. Ο φοιτητής της Νομικής Γεώργιος Σχοινάς από την Αργαλαστή του Πηλίου (κατά τη διετία 1909 – 1910 περιερχόταν τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου αφυπνίζοντας τους κολίγους) διάβασε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, το οποίο απεστάλη στην κυβέρνηση και στη Βουλή. Με αυτό οι Θεσσαλοί αγρότες ζητούσαν άμεσα την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και παράλληλα εξέφραζαν την οδύνη τους για τα αθώα θύματα.
Τα αιματηρά γεγονότα που συνέβησαν στο Κιλελέρ αναστάτωσαν την Ελλάδα. Στη Βουλή έγινε ευρεία συζήτηση για το αγροτικό ζήτημα και ο Στέφανος Δραγούμης χαρακτηρίστηκε ως «πρωθυπουργός του αίματος». Επακολούθησαν συλλήψεις και διώξεις εκατοντάδων αγροτών. Απ’ αυτούς όσοι θεωρήθηκαν «πρωταίτιοι» των επεισοδίων δικάστηκαν· οι προερχόμενοι από την περιοχή της Καρδίτσας στο Κακουργιοδικείο της Χαλκίδας και οι προερχόμενοι από τη Λάρισα στο Κακουργιοδικείο της Λαμίας. Και οι δυο δίκες άρχισαν στις 19 Ιουνίου 1910 και διήρκεσαν τέσσερις μέρες.
Στη δίκη της Λαμίας ο εισαγγελέας Χαλκιόπουλος αγορεύοντας την 22α Ιουνίου χαρακτήρισε το αίτημα των κολίγων για αναγκαστική απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και για διανομή τους στους ακτήμονες ως «άδικον και παράνομον πράξιν, αφού ούτω διασαλεύεται το απαραβίαστον της ιδιοκτησίας» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 23ης Ιουνίου 1910). Περισσότερο λάβρος κατά των κατηγορουμένων ήταν ο εισαγγελέας Γεωργιάδης στη δίκη της Χαλκίδας. Επικαλέστηκε όλους τους «νόμους και τους προφήτες» θέλοντας να αποδείξει πως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι ιερό και ότι οι αγρότες έπρεπε να δουλεύουν και να μη σηκώνουν κεφάλι. Μεταξύ των άλλων, απειλώντας και φωνάζοντας, είπε: «[…]. Αγροτικόν ζήτημα δεν υφίσταται και συνεπώς οι κατηγορούμενοι δεν εδικαιούντο να δημιουργήσωσι ταραχάς […]» ( Γιάννης Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος, XIII, σ. 193). Συνέχισε εκστομίζοντας ένα υβρεολόγιο για το χαρακτήρα γενικά των Θεσσαλών αγροτών.
Σε αντίθεση με πολλούς πολιτικούς και λειτουργούς της Θέμιδος που προστάτευαν το τότε γαιοκτητικό καθεστώς οι άνθρωποι του πνεύματος στάθηκαν στο πλευρό των κολίγων. Την 22α Ιουνίου καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης στο Κακουργιοδικείο της Λαμίας ο Ιούλιος Βιανέλης, πρόξενος της Ιταλίας στη Λάρισα, αναφέρθηκε στα δυσβάστακτα μέτρα που λαμβάνονταν σε βάρος των αγροτών από τους τσιφλικάδες και στις αυθαιρεσίες των επιστατών τους κατά το ζύγισμα της σοδειάς. Επιπρόσθετα ο μάρτυρας κατέθεσε ότι επισκέφτηκε τα τσιφλίκια μαζί με τον κ. Μπάουτσερ, «όστις απεκόμισε την εντύπωσιν ότι η ζωή των κολίγων είναι αίσχος διά τον σημερινόν πολιτισμόν. Περί του ζητήματος τούτου έγραψεν εκτενώς εις τους Times» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 23ης Ιουνίου 1910). Τελικά οι δικαζόμενοι αγρότες αθωώθηκαν στις 23 Ιουνίου 1910.
Κατά τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 οι Θεσσαλοί αγρότες εξέλεξαν ανεξάρτητους βουλευτές, οι οποίοι θα προωθούσαν το αίτημά τους για απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Κατά τις νέες εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 στήριξαν υποψήφιους του νεοϊδρυθέντος τότε κόμματος των «Φιλελευθέρων» του Ε. Βενιζέλου. Πράγματι η βενιζελικής πλειοψηφίας Β΄ Αναθεωρητική Βουλή με νόμους που ψήφισε το 1911 έδινε μια προσωρινή λύση στο αγροτικό πρόβλημα της Θεσσαλίας με τη διανομή ορισμένων τσιφλικιών σε ακτήμονες. Έχουν μείνει ιστορικά τα λόγια του Βενιζέλου, όταν αντιμετώπιζε τις αντιδράσεις των τσιφλικάδων για τις επιχειρούμενες απαλλοτριώσεις: «Πώς ήτανε δυνατόν να βλέπω τον πόλεμο να έρχεται (= τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913) και να πιστεύω πως με δούλους θα πολεμούσα για την ελευθερία των υποδούλων;» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 11ης Απριλίου 1965).
Τελικά το αγροτικό ζήτημα ρυθμίστηκε συνολικά μετά το Μικρασιατικό πόλεμο. Το 1923 αναδιανεμήθηκε το 68% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της Θεσσαλίας κι έτσι δικαιώθηκαν οι θυσίες των κολίγων στο Κιλελέρ, στην Καρδίτσα και σε άλλες περιοχές του θεσσαλικού κάμπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου