Λεκτική βία. Η πιο υποτιμημένη και ξεχασμένη μορφή βίας. Όταν ακούμε βία συνήθως μας έρχεται στο μυαλό η σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση κάποιου. Ξύλο, μπουνιές, σφαλιάρες, ασέλγεια, κατ’οίκον περιορισμός και παρεμπόδιση του άλλου από το να βγει από το σπίτι, χρήση οποιουδήποτε μέσου για τον τραυματισμό του σώματος κάποιου που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, γιατί είναι πιο αδύναμος και απροστάτευτος απέναντι στο θύτη του, επειδή είναι παιδί ή γυναίκα ή ηλικιωμένος ή οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος που ανήκει σε κάποια ευπαθή ομάδα.
Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι με τους οποίους μπορεί να βλάψεις σωματικά και σεξουαλικά έναν άνθρωπο και το χειρότερο είναι ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το θύμα γνωρίζει το θύτη του. Μπορεί να είναι ο πατέρας του, η μητέρα του, ο θείος, ο παππούς, ο αδερφός, ο/η σύντροφος, ο γείτονας, ο συμμαθητής του, κάποιος φίλος ή συνάδελφος. Κάποιος «οικείος».
Αυτές οι μορφές βίας είναι οι πιο γνωστές και «απτές», συνήθως αφήνουν σημάδια πίσω τους. «Αποδεικτικά στοιχεία». Κι αυτός είναι ένας λόγος που είναι πιο διαδεδομένες. Είναι πιο προφανείς. Έχεις κάτι «χειροπιαστό» που σε διευκολύνει, όσο είναι εφικτό, γιατί ποτέ δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις μια οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης και να δικαιωθείς, ειδικά βάσει νομοθεσίας στην Ελλάδα, να αποδείξεις τη βία που υπέστης, την κακοποίηση. Οι πληγές στο σώμα σου, οι μώλωπες και τα χτυπήματα μιλάνε από μόνα τους. Τι γίνεται όμως με τη λεκτική βία;
Μέχρι πριν κάποια χρόνια ο κόσμος δεν ήξερε καν ότι υπάρχει λεκτική μορφή βίας, πόσο μάλλον τί είναι και ίσως από κάποιους δεν έχει γίνει ακόμα πλήρως αποδεκτή. Είναι δύσκολο να προσδιορίσεις τη λεκτική κακοποίηση και να την αποδείξεις, ακριβώς γιατί σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μορφές βίας δεν είναι ορατή.
Είναι ύπουλη, δεν αφήνει σημάδια και οι συνέπειές της φαίνονται πολύ αργότερα, ίσως πολλές φορές όταν είναι ήδη πολύ αργά πια. Παρόλο που και στις άλλες δύο μορφές βίας πέρα από τη σωματική κακοποίηση υπάρχει και η ψυχολογική, γιατί είναι αδύνατον κάποιος να τραυματίσει το σώμα σου χωρίς να τραυματίσει και τη ψυχή σου, η λεκτική κακοποίηση είναι καθαρά ψυχολογική, γιατί σε χτυπάει κατευθείαν στο συναίσθημα.
Κάποιες φορές ο θύτης δεν συνειδητοποιεί ότι ασκεί ψυχολογική βία σε κάποιον. Συνήθως όμως χρησιμοποιείται σαν «όπλο» για να «πείσεις» τον άλλο να κάνει ή να μην κάνει, αυτό που θες εσύ. Ο αδύναμος, ο απροστάτευτος, ο εξαρτημένος από κάποιον λόγω εξουσίας, δύναμης ή ανάγκης, εξαναγκάζεται να υποταχθεί σ’αυτό που επιβάλλει ο πιο δυνατός, γιατί αν δεν το κάνει, θα υπάρξουν συνέπειες.
Ο θύτης ποντάρει στη συναισθηματική ευαλωτότητα του θύματος για να εξασφαλίσει αυτό που θέλει. Τον απειλεί, τον τρομοκρατεί, χρησιμοποιεί κάθε μέσο ή δικαιολογία για να κερδίσει την υποταγή του άλλου στο θέλημά του. Οι περιπτώσεις της λεκτικής βίας είναι πολλές και δεν χρειάζεται να ψάξετε πολύ για να τις βρείτε. Λεκτική βία μπορεί να έχετε υποστεί εσείς οι ίδιοι, ο γείτονάς σας, ο φίλος σας, η αδερφή σας, ο συμμαθητής ή η συμμαθήτριά σας στο σχολείο.
Λεκτική βία μπορεί να έχετε ασκήσει κι εσείς οι ίδιοι, έστω και «άθελά» σας. Λεκτική βία μπορεί να ασκήσει ένας γονιός στο παιδί του, όπως κι ένα παιδί στο γονιό του. Μάλιστα είναι πολύ συνηθισμένο, κάτι που όμως δεν το καθιστά επιτρεπτό κι αποδεκτό, γονείς να ασκούν λεκτική βία στα παιδιά τους για να καταφέρουν να τους επιβάλλουν τη θέλησή τους.
Και η λεκτική κακοποίηση δεν σταματά όταν κάποιος ενηλικιώνεται. Είναι πολλοί οι γονείς που θέλουν να έχουν τα παιδιά τους υπό τον έλεγχό τους κάθε ώρα και στιγμή. Όταν παύουν τα λογικά επιχειρήματα και η όποια «εξουσία» μπορεί να είχαν στο παιδί τους όσο ήταν ανήλικο, αρχίζουν οι απειλές και οι συναισθηματικοί εκβιασμοί. Γιατί δεν συνειδητοποιούν ότι το παιδί μεγάλωσε πλέον, είναι ανεξάρτητο, έχει τις δικές του ανάγκες κι επιθυμίες, τη δική του ζωή να ορίσει και να ζήσει.
Δεν ήταν κανενός μας επιλογή το να γεννηθεί. Είναι όμως δική μας επιλογή να ζήσουμε τη ζωή που θέλουμε κι όχι τη ζωή που θέλει να μας επιβάλλει κάποιος άλλος είτε γιατί έχει απωθημένα είτε γιατί ο κόσμος είναι κακός κι επικίνδυνος και θέλει να μας (υπερ)προστατεύσει είτε γιατί απλώς θέλει να μας ελέγχει είτε γιατί αυτό που λέει είναι για το “καλό” μας.
Το παιδί σου, δεν σου ανήκει, δεν είναι κτήμα σου. Όσο και να θες να το προστατέψεις από τους εξωτερικούς κινδύνους, θα προσπαθείς πάντα για το ανέφικτο, ιδίως αν το παιδί σου είναι πλέον ενήλικας. Η υπερπροστασία μπορεί να αποβεί το ίδιο επιβλαβής με την έλλειψη προστασίας.
Η ζωή είναι απρόβλεπτη και τα πράγματα που μπορούμε να ελέγξουμε είναι πολύ λίγα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ζούμε ριψοκίνδυνα και να “προκαλούμε” την τύχη μας, αλλά ούτε κι ότι πρέπει να ζούμε με το φόβο για το τί μπορεί να συμβεί αύριο. Δεν έχει νόημα μια τέτοια ζωή μέσα σε καταναγκασμούς και περιορισμούς. Και δεν σου εγγυάται κανένας ότι μην κάνοντας τίποτα από φόβο και μένοντας κλεισμένος στο σπίτι σου θα είσαι ασφαλής.
Συνδέουμε τον κίνδυνο με κάποιον εξωτερικό παράγοντα και φοβόμαστε. Μην βγεις έξω, πρόσεχε, θα σε κλέψουν, θα σε τρακάρουν, θα σε σκοτώσουν, θα…θα…Από το συναισθηματικό τραύμα πώς προστατευόμαστε;
Γιατί όταν μια ζωή δεν κάνεις αυτά που θες επειδή φοβάσαι ή απαγορεύεις και εκβιάζεις συναισθηματικά το παιδί σου ή οποιονδήποτε άλλο να μην κάνει ελεύθερα τις επιλογές του ή ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό σου, φθείρεσαι συναισθηματικά ή φθείρεις τον άλλο. Κάνεις κακό στη ψυχή σου ή στη ψυχή κάποιου. Και δυστυχώς οι συνέπειες της κακοποίησης αυτής, δεν είναι άμεσα διακριτές.
Το άγχος, η θλίψη, ο θυμός που σε γεμίζει η λεκτική κακοποίηση που υφίστασαι ή οι ενοχές που σε πλημμυρίζουν, γιατί άφησες ή αφήνεις το θύτη να σε κακοποιεί λεκτικά και να σε εξουσιάζει, μπορεί να κάνουν πολύ μεγάλη «ζημιά» σε ψυχολογικό επίπεδο, το οποίο επειδή είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σωματικό θα έχει και άλλες προεκτάσεις. Η λεκτική βία μπορεί να «εκδηλωθεί» στο σώμα μας με διάφορους τρόπους: ταχυκαρδίες, πίεση, ζαλάδες, υπερένταση, εξανθήματα, στομαχικές κράμπες, αϋπνίες, μείωση της όρεξης για φαγητό.
Επιπλέον, η ψυχολογική βία οδηγεί σε απώλεια ενδιαφέροντος, ψυχοκοινωνική απόσυρση, άρνηση να έρθει κάποιος σε επαφή με το περιβάλλον και τους ανθρώπους που σχετίζονται με τη λεκτική κακοποίηση (π.χ. ένας μαθητής μπορεί να αρνείται να πάει στο σχολείο γιατί οι συμμαθητές του τον τραμπουκίζουν και τον κοροϊδεύουν ή κάποιος να μην θέλει να πάει στη δουλειά του γιατί το αφεντικό του ή οι συνάδελφοί του τον βρίζουν και τον εξευτελίζουν).
Η κακή ψυχολογική διάθεση λόγω της πίεσης που δέχεται το άτομο που υφίσταται λεκτική βία μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη, με ό, τι προεκτάσεις μπορεί να έχει ένα τέτοιο γεγονός. H κατάθλιψη συνδέεται στενά με την εμφάνιση πολλών σωματικών ασθενειών (καρκίνος, διαβήτης, παχυσαρκία, καρδιαγγειακές παθήσεις κ.λ.π.).
Tέλος, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ανθρώπων που αυτοκτόνησαν μη βρίσκοντας άλλη διέξοδο στη συναισθηματική τους βία. Τα λόγια κάποιου έχουν τη δύναμη να σε στραγγαλίσουν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σοφά λέμε «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».
Συνεπώς, πρέπει να αντιληφθούμε το μέγεθος των επιπτώσεων της ψυχολογικής βίας και να προσέχουμε πολύ καλά τι κάνουμε και τι λέμε. Όπως επίσης και τι δεν λέμε και δεν κάνουμε όταν πρέπει. Δεν πρέπει να στεκόμαστε θεατές στην κακοποίηση κάποιου είτε είναι σωματική είτε είναι σεξουαλική είτε λεκτική. Μη φοβάστε να μιλήσετε. Είτε είστε το θύμα της κακοποίησης είτε μάρτυρας είτε γνώστης αυτής, μιλήστε, απευθυνθείτε σε κάποιον αρμόδιο και σπάστε τον κύκλο της βίας.
Ψυχολόγος Υγείας, MSc.- Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεύτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου