Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Μενέλαος Λουντέμης - ''Ποιος ορίζει τη θέση των ανθρώπων;''

Μενέλαος Λουντέμης


... Την άλλη ώρα είχαν ωδική. Ω δ ι κ ή ήταν μια ρίγα, που κουνούσε πέρα δώθε στα χέρια της η καθηγήτρια. Ναι, αλλά σήμερα η κυρία Ραούλ, αντί να κάνει την καθηγήτρια, έκανε την ταξιθέτρια.

Μόλις μπήκε, η πρώτη της δουλειά ήταν να πάει στο πρώτο θρανίο και να τους πει να κάνουν μια θέση. Κατόπι ανέβηκε στην έδρα, κοίταξε κατά τα πίσω θρανία και φώναξε τ' όνομα του φίλου του.

-Σταμίρης! του λέει. Πάρε τη σάκα σου και πέρασε έξω.

Το παιδί δεν κατάλαβε. Πήρε τα βιβλία του και σηκώθηκε.

Η καθηγήτρια, τότε, το πήρε απ' το χέρι και το τοποθέτησε στη θέση που άδειασε.

-Από σήμερα, του λέει... η θέση σου θα είναι αυτή.

-Γιατί, κυρία; της λέει... παραπονεμένος ο Σταμίρης. Εκεί ήταν η θέση μου.

-Σιωπή. Δεν ξέρεις εσύ, ποια είναι η θέση σου. Εις το εξής θα κάθεσαι μ' αυτά τα παιδιά. Κι αυτά θα είναι και οι φίλοι σου.

-Όχι. Εγώ έχω φίλο τον Καδρά.

-Είπα, σιωπή! Ο Καδράς να κάνει φίλους τους ομοίους του. Απαιτώ υπακοήν! Εξάλλου, μου το ζήτησαν οι γονείς σου...

Ο Σταμίρης στάθηκε λίγο και την κοίταξε σα χαμένος. Ύστερα σταύρωσε στο θρανίο τα χέρια του, έχωσε μέσα το πρόσωπό του κι άρχισε να κλαίει σιωπηλά κι απαρηγόρητα.

Έκλαιγε σα μικρός υπήκοος, που του εκθρονίσανε το είδωλό του. Τώρα το σκολειό θα του φαινότανε σαν ένα άδειο σπίτι.

Ο Μέλιος απ' τη θέση του έμεινε στην αρχή άφωνος. Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει...

Κάποιοι άνθρωποι, που δεν ήξερε ποιοι, ούτε για ποιο λόγο, σκάβανε ανάμεσα απ' τους ανθρώπους χαντάκια, σήκωναν αξεπέραστα βουνά. Ποιοι ήταν και γιατί το κάνανε; Ένα μόνο καταλάβαινε. Ότι σ' αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θ έ σ η του, που δεν ήταν όμοια για όλους. Τώρα, ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις;... Μήπως ο θεός; Μα οι μεγάλοι, εξόν απ' τ' άλλα κακά που κάνανε, κάνανε και τούτο: Φκιάξανε το θεό σύμφωνα με το μπόι τους και δεν περίσσευε θεός για παιδιά.

Του 'ρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει την αδικία. Ύστερα έσφιξε τα χέρια του. Και τότε, για πρώτη φορά, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται, ήταν μες στα χέρια του. 
Ήταν ο ε α υ τ ό ς του. 
Ο μικρός φτωχός εαυτός του. 
Κανένας άλλος.


Πηγή: o-klooun



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου