Πριν από ένα μήνα, θα γκρίνιαζε αν είχε αναγκαστεί να κατέβει στο κέντρο με τόση ζέστη. Σήμερα, όμως, περπατούσε χαμογελαστός ανάμεσα στους τουρίστες που έκαναν βόλτα στην Αθήνα, αφήνοντας τον ήλιο να πέφτει πάνω στο λιγοστό χνούδι που είχε κάτω από τις φαβορίτες του. Στο χέρι του κρατούσε μία λίστα με όλα τα απαραίτητα: μπλούζες και κάλτσες, όλα σε χακί, ταλκ για τα πόδια, λουκέτα, μπογιά για τα άρβυλα και ούτω καθεξής.
«Μην αγχώνεσαι. Δεν είναι τίποτα ο στρατός. Σαν κατασκήνωση είναι. Διακοπές θα κάνεις», του είπε ένας ψηλός ξερακιανός άνδρας από τον οποίο αγόρασε το σλίπινγκ μπαγκ.
«Διακοπές θα κάνουν οι άλλοι. Εγώ έχω βάλει μέσο για να μείνω στην Αθήνα και να μπορώ να δουλεύω στις εξόδους μου», του απάντησε ο Ανδρέας.
Παρότι στον ουρανό είχαν εμφανιστεί κάτι πελώρια σύννεφα που είχαν κρύψει τον ήλιο και είχαν προσδώσει μια μουντή νότα στην πρωτεύουσα, η ζέστη παρέμενε αφόρητη. Ο Ανδρέας, με μία πελώρια στάμπα από ιδρώτα στο πίσω μέρος της μπλούζας του, έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής με δύο μεγάλες σακούλες σε κάθε χέρι.
«Όλα την τελευταία στιγμή τα κάνεις. Πότε θα προλάβω να τα πλύνω;» τον ρώτησε αγχωμένη η μητέρα του βγάζοντας βιαστικά από τις τσάντες τα πράγματα.
Ο Ανδρέας τής έδωσε ένα φιλί και προχώρησε προς το δωμάτιό του, όπου τον περίμενε η κοπέλα του.
Ήταν μουτρωμένη. Στεκόταν στη γωνία, χαζεύοντας στο κινητό της.
«Αύριο μπαίνεις στο στρατόπεδο. Δεν μπορούσες σήμερα να μη δουλέψεις; Να μείνουμε και λίγο μαζί;» τον ρώτησε.
«Ο στρατός έχει έξοδα. Ποιος θα μου τα πληρώσει;» αποκρίθηκε ο Ανδρέας.
Εκείνη είχε κουραστεί να τον ακούει να μιλάει συνεχώς για δουλειές και να διαμαρτύρεται για τα χρήματα. Λόγια όπως αυτά έμοιαζαν να ασκούν κριτική στον δικό της τρόπο ζωής. Αυτή έκανε το διδακτορικό της, ζώντας μέσα σε μία οικογένεια που φρόντιζε για όλα τα υπόλοιπα. Δεν είχε χρειαστεί να δουλέψει ακόμα, ούτε καν στο συνοικιακό κατάστημα με ρούχα που διέθεταν οι γονείς της.
«Λίγη υπομονή θα κάνεις κάποιους μήνες μέχρι να τελειώσω. Δεν λες πάλι καλά που θα μείνω στην Αθήνα και θα βλεπόμαστε;» της είπε αγκαλιάζοντάς την. «Αν κάτι εκμηδενίζει τον χρόνο, αυτός είναι ο έρωτας», πρόσθεσε.
«Να ‘ναι καλά ο πατέρας μου που το κανόνισε με εκείνον τον γνωστό βουλευτή που έχει», είπε εκείνη για να τον πειράξει.
Η μητέρα του είχε ήδη βάλει ένα πλυντήριο κι έπλενε στο χέρι τα υπόλοιπα για να προλάβει. Με μία μόνιμη ένταση κι ένα τρέμουλο στο βλέμμα της, έψαχνε ακόμα τα πατήματά της. Δέκα χρόνια έκλειναν φέτος από τότε που ο άνδρας της έφυγε από το σπίτι με μία γυναίκα είκοσι χρόνια μικρότερή του, σχεδόν ανήλικη. Ήταν σίγουρα πολύ καλύτερα, χρειαζόταν όμως κι άλλος χρόνος. Ο ψυχολόγος την είχε βοηθήσει.
Όταν ο Ανδρέας ήταν μικρότερος έλεγε: «Αυτή είναι η δουλειά των ψυχολόγων, να βοηθάνε τη μάνα μου και όλες τις μανούλες του κόσμου».
«Μάνα, θα τα καταφέρεις μόνη σου όσο καιρό θα είμαι στο στρατό;» τη ρώτησε πριν βγει για δουλειά.
«Θα τα καταφέρω. Πρέπει να τα καταφέρω», είπε εκείνη κι έτρεξε να βγάλει τα ρούχα από το πλυντήριο.
Εκείνος ξεκίνησε για το σουβλατζίδικο. Είχε αργήσει. Ήταν Πέμπτη και είχε αγώνα στην τηλεόραση. Θα είχε πλακώσει δουλειά.
Η πρώτη παραγγελία ήταν σε ένα σπίτι όπου δεν είχε ξαναπάει. Του άρεσε να πηγαίνει σε καινούργια σπίτια. Περιεργαζόταν τις πυλωτές, τα κουδούνια, ανέβαινε με το ασανσέρ και κατέβαινε με τις σκάλες για να έχει ολοκληρωμένη εικόνα του χώρου. Δεν ξεχνούσε πρόσωπα. Αν είχε πάει παραγγελία μια φορά σε κάποιον, θα τον θυμόταν σίγουρα την επόμενη φορά.
Του άνοιξε ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, με λίγα μαλλιά, μεγάλη κοιλιά και σκουλαρίκι στο αυτί.
«Ορίστε το σουβλάκι και η κόκα κόλα σας», του είπε ο Ανδρέας.
«Μάνα, έχεις πέντε ευρώ;» φώναξε εκείνος δυνατά και τον άφησε για λίγο μόνο του.
Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Στο σαλόνι υπήρχε ένας καναπές με ένα μεγάλο βαθούλωμα στο κέντρο, ένα τζάκι με ένα λούτρινο ψαράκι Νέμο και μια γκραβούρα του Μάικλ Τζάκσον τοποθετημένα στο χώρο από πάνω του. Τα πλακάκια ήταν γεμάτα τρίχες – κάποιο κατοικίδιο υπήρχε σίγουρα στο σπίτι.
Ο άνδρας γύρισε, κρατώντας σφικτά μερικά νομίσματα στην παλάμη του.
Τα μέτρησε δύο φορές και μετά τα έδωσε στον Ανδρέα λέγοντας: «Βγαίνουν και είκοσι λεπτά πουρμπουάρ».
Ο Ανδρέας έβαλε τα χρήματα στο τσαντάκι στη μέση του –το πουρμπουάρ το έβαλε στην τσέπη του–, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στον δρόμο. Στο κεφάλι του στριφογυρνούσαν τα λόγια του πενηντάχρονου προς τη γριά μητέρα του: «Μάνα, έχεις πέντε ευρώ;»
(*) Ο Παναγιώτη Κολέλης γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα, όπου κατοικεί μέχρι σήμερα. Είναι συγγραφέας και Δημοτικός Σύμβουλος Πετρούπολης. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Κομμένες γλώσσες» (εκδ. ΚΨΜ, 2022). Περισσότερα μπορείτε να βρείτε στην προσωπική του ιστοσελίδα εδώ.
Πηγή: oanagnostis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου