Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Δημήτρης Αποστολάκης "ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΥΤΕΡΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!" (Απόσπασμα από το βιβλίο)

Δημήτρης Αποστολάκης


Η μάνα μου μ' έστειλε να πάω στο ντουκιάνι να πάρω ψωμί.
Στο δρόμο βλέπω ένα ασυνήθιστο θέαμα.
Τον Βαγγέλη, τον φορτηγατζή του χωριού, να περπατεί και να πετά κατοστάρικα.
Πίσω ακολουθούσε η γυναίκα του, η Ειρήνη, έξαλλη, που τα σήκωνε από κάτω.
Αυτός συνέχιζε να προχωρεί αδιάφορα, σκορπώντας εδώ κι εκεί τα χαρτονομίσματα.
Πλησιάζουν οι χωριανοί και τόνε ρωτούνε:
- Γιατί το κάνεις αυτό στη γυναίκα σου;
Κι αυτός απαντά:
- Για να καταλάβει τον κόπο μου να τα μαζώξω.
Μπήκα στο ντουκιάνι.
Οι φρατζόλες ήτανε τακτοποιημένες πάνω σ' ένα τραπέζι.
Στην άκρη του τραπεζιού μια φλιτζάνα με γάλα σαν τη γούρνα.
Ο Γεωργαράς κάθε τόσο βουτούσε μέσα ένα ντάκο σαν τη ρόδα του τραχτεριού.
Σε λίγο, έκπληκτοι είδαμε από την τζαμαρία του καφενείου το κεφάλι ενός γαιδάρου σε αφύσικο ύψος.
Πριν προλάβομε να συνέλθομε από την έκπληξη, και αφού ήμασταν έτοιμοι να παραδεχτούμε ότι ο γάιδαρος πετά, βλέπομε τον παπα - Στάθη, τον εφημέριο του χωριού μας, που λειτουργούσε στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δέκα μέτρα από το καφενείο του Γεωργαρά, να σηκώνει στους ώμους του το ζωντανό. Είχε αρρωστήσει και το πήγαινε στου κτηνίατρου.
Ο παπα - Στάθης ήτανε ξανθογένης, κοκκινομούρης, με αφύσικη δύναμη.
Ήτανε ο ορισμός του καζαντζακικού παπά.
Τηρούσε αυστηρά το τυπικό και τις νηστείες. Χουβαρντάς.
Όταν έθαβε κανέναν, δεν είχε το περίλυπο ύφος που έπαιρναν οι υπόλοιποι παπάδες λέγοντας:
''Ο Θεός να του συγχωρέσει.''
Τουναντίον, χτυπούσε με το εξαπτέρυγο τον τάφο κι έλεγε κοφτά και αυστηρά:
''Κατά τα έργα του.''
Τον παπα - Στάθη τον αγαπούσα πολύ.
Κι αυτός με αγαπούσε.
Πάντα με συμβούλευε αγριεμένα:
- Άπεχε από τσοί πολλούς!''
Αυτή η συμβουλή αποτέλεσε πυξίδα στη ζωή μου.
Πάω το ψωμί στο σπίτι κι έφαγα γρήγορα με σκοπό να ξαναπορίσω.
Οι γονείς μου, απειλώντας με, μ' έβαλαν να ξαπλώσω.
Εξάλλου, ''περνά κι ο Μεσημεράς και παίρνει τα κοπέλια.''
Κολοκύθια!
Μόλις σφαλίζανε τα μάτια τους, σηκωνόμουνα και πηδούσα, αθόρυβα, από το ανοιχτό παραθύρι.
Περνώ απ' όξω από το κουρείο του Γιώργη του Κουτσαντώνη.
Ο Γιώργης, μαύρο μαύρο μουστάκι, μερακλής και πειραχτήρι.
Φωνάζει του παπα - Στάθη:
''Παπά, έλα να σε ξυρίσω.''
Σημειωτέον δε, ότι ο παπάς μας δεν έβαλε ποτέ ξυράφι στο πρόσωπό του καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Προς έκπληξη όλων, ο παπάς μπαίνει στο κουρείο και βγαίνει ορθός πάνω στην καρέκλα του κουρέματος.
Ο Γιώργης, ακονίζοντας τα ξυράφια του, διαμαρτύρεται:
''Μα, παπά, δε φτάνω.''
Κι ο παπάς τού αποκρίνεται απότομα.
''Ξύριζε όπου φτάνεις!''
Πήγα στην πλατεία.
Ο Βαγγέλης μάς εμάζωξε όλους και μας είπε βαθιά προβληματισμένος:
''Οι μέρες είναι σαν τσι σαρδέλες.
Βγάνεις τη μια κι είναι από κάτω η άλλη.
Μωρέ σεις, τουτονέ τον καιρό
το χωριό μας δεν έχει κουζουλό.
Να σάσομε ένα;''

Ωστόσο καταφθάνει στην πλατεία κι ο Βασίλης του Γιώργη του Βασιλάκη, ένας απίθανος τύπος, χιουμορίστας, με έντονη την ευθύνη του όλου, που δυστυχώς για το χωριό εμίσεψε νωρίς.
Μας ανακοίνωσε ότι πολύ φοβάται πως είμαστε όλοι τελείως ορνικοί και χρήζομε ιατρικής παρακολουθήσεως και άμεσου αυτοεγκλεισμού διά συνοπτικών διαδικασιών.
Σε λίγο κατέφθασε ο πατέρας μου και με πήρε με τη σκαφτικιά μηχανή, που χρησίμευε και ως μεταφορικό μέσο, να πάμε να ποτίσομε τον κήπο και να ταΐσομε τα ζωντανά μας.
Στην επιστροφή τόνε πιάνει κολικός του νεφρού.
Ο πόνος πρέπει να ήταν πολύ δυνατός, γιατί μου εμπιστεύτηκε για πρώτη και τελευταία φορά το τιμόνι.
Εγώ άνοιγα τέρμα το γκάζι παρά τις αντιρρήσεις του.
Τυχαίνει μια πέτρα στο χωματόδρομο, χάνω τον έλεγχο, τούμπα η μηχανή και βρίσκομαι στο χαντάκι
και τρία μέτρα πιο πέρα, μπρούμυτα ο πατέρας μου.
Σέρνομαι προς το μέρος του, τόνε κουνώ και σαστισμένος του φωνάζω:
''Πατέρα, εσκότωσά σε;;''
Αυτός, κλειστά τα μάτια, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.
Επαναλαμβάνω την ερώτηση και βάζω όση δύναμη είχα:
''Πατέρα, εσκότωσά σε;;;''
Τότε ανοίγει το ένα του μάτι και μου απαντά κοφτά και μανιασμένα:
''Απέτυχες!''
Γυρίσαμε κακήν κακώς στο χωριό κι εγώ πήγα στου Γεωργαρά.
Είχανε πιάσει θεολογική συζήτηση.
Ανάμεσά τους, ο Μανώλης του Γενάρη, άνθρωπος ντρέτος, ψηλός, πανέξυπνος και με χιούμορ ξυράφι:
''Επιάσανε, λέει, τον Χριστό στον κήπο της Γεσθημανής.
Καλά του κάνανε. Ίντα γύρευε στον κήπο τση ξένης γυναίκας;''

Ο γιος του ο Γιάννης τόνε διακόπτει: ''Μπαμπά θα μου πάρεις μια ηλεκτρική κιθάρα;''
Ο Μανώλης ακαριαία του απαντά:
''Λείπε από τα ρεύματα.''
Ήτανε η ώρα που ο Γεωργαράς κήρυσσε σιωπητήριο.
Η τηλεόραση, που σημειωτέον είχαν μόνο τα καφενεία, έλεγε τις ειδήσεις και τον καιρό.
Ο Κωστής ο Γιακούμης, όταν πλησίαζε η ώρα, του 'λεγε:
- Άνοιξε, μωρέ, κεινηέ, να δούμε πού βαδίζομε.
Την τηλεόραση την αντιμετωπίζανε σαν ζωντανή ύπαρξη, μιλούσανε μαζί της, κι ενίοτε τη... στολίζανε.
Πριν από λίγο καιρό, τον χειμώνα, ακούγανε τον καιρό από τα χείλη της Ευριδίκης Καραμανή, για να δούνε αν έχει καλοκαιρία, να πάνε την επαύριο στο λιομάζωμα.
Η συμπαθής μετεωρολόγος προέβλεψε καιρό αίθριο.
Πάνε την άλλη μέρα οι αθρώποι στις ελιές και γυρίζουνε παπάκια.
Το βράδυ, ακούνε πάλι το δελτίο καιρού, αλλά όχι από την ευειδή μετεωρολόγο, αλλά από τα χείλη του Γιώργου Μελανίτη.
Ο Γεωργαράς διερωτάται:
''Μωρέ, πού 'ναι η ψεσινή;''
Κι ο Γιακούμης απαντά:
''Ντα έχει μούτρα να προβάλλει;''
Μετά πορίσαμε όξω και κάτσαμε σ' ένα ξερό κορμό συκιάς, που χρησίμευε για παγκάκι, κι η γρα - Χατζησπυρίδαινα, η χαροξεχασμένη, μας έκανε ιστορίες για τους Σαρακηνούς...
Το άλλο πρωί η μάνα μου με ρώτησε ίντα όνειρο εθώρουνα και γελούσα στον ύπνο μου όλη νύχτα.
Εγώ έτρεξα έξω, μην τυχόν και χάσω τίποτε από τη σημερινή απρόβλεπτη κινηματογραφική κωμωδία
του χωριού μου.
Ίσως εξωραΐζω καταστάσεις.
Το γέλιο και το πείραγμα ήταν πολλές φορές σκληρό.
Όμως σε θωράκιζε, σου 'δειχνε κατάμουτρα τις ατέλειές σου, σου ακόνιζε το μυαλό.
Καθένας είχε το δικό του ιδιαίτερο χιούμορ.
Καθένας είχε το μερτικό του στη συνολική υπερβολή του γαλατικού χωριού μας.
Καθένας είχε τη δική του κοσμοαντίληψη.
Το γέλιο είναι ο σύντροφος του τραγικού.
Είναι η σύνδεσή μας με τον ήρωα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας.
Οι άνθρωποι παλιά στο χωριό μου ήτανε φτωχοί, αλλά χωρίς άγχος εκτελούσανε θεατρικούς αυτοσχεδιασμούς κάθε στιγμή. Είχανε όπλα χρόνου.
Σήμερα, οι Έλληνες δεν είναι υπερβολικοί, ούτε αστείοι.
Έχουνε τηλεόραση πλάσμα και άι φονς.
Η υπερβολή έδωσε τη θέση της στη νεύρωση και το γέλιο αντικαταστάθηκε από τη μοναξιά και την κατάθλιψη.
Αν με ρωτήσει κανείς ποια είναι η διαφορά μεταξύ αυτών των κατά φύσιν κοινωνιών και των σημερινών, θα απαντήσω ανεπιφύλακτα:
''Το γέλιο.''
Για να καταχτήσεις μια θέση στην κοινωνία του χωριού, έπρεπε να εφεύρεις τον δικό σου μοναδικό τρόπο να εκφράσεις το τραγικό, κάνοντας τους άλλους να γελάσουν.
Έπρεπε να κατασκευάσεις τη δική σου γλώσσα.
Άρα, κατασκευάζοντας τη δική σου μοναδική γλώσσα, κατασκευάζεις τη δική σου μοναδική σκέψη,
συνεπώς τη δική σου μοναδική ζωή.
Το σύστημα εξουσίας στηρίζεται στην ύπαρξη ομοιόμορφων καταναλωτών.
Ίσως η μεγαλύτερη επανάσταση θα προκύψει από το γέλιο.

Δημήτρης Αποστολάκης
Σκίτσο: Ρένα Ταβλαδωράκη

Πηγή: Πρόσωπα



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου