Ελλάδα
Ο Λάκης Σάντας γεννήθηκε στις 22 Φλεβάρη 1922 στη Λευκάδα. Το 1934, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τελείωσε το γυμνάσιο το 1940 και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1942, εντάχθηκε στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Βγήκε στο βουνό με τον ΕΛΑΣ και πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία. Το 1944 τραυματίστηκε.
Το 1946 εξορίστηκε στην Ικαρία. Το 1947 φυλακίστηκε στην Ψυττάλεια, απ' όπου το 1948 στάλθηκε στη Μακρόνησο. Κατάφερε να διαφύγει στην Ιταλία και στη συνέχεια ζήτησε πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου και έζησε μέχρι το 1962. Το 1963 επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα.
Το 1946 εξορίστηκε στην Ικαρία. Το 1947 φυλακίστηκε στην Ψυττάλεια, απ' όπου το 1948 στάλθηκε στη Μακρόνησο. Κατάφερε να διαφύγει στην Ιταλία και στη συνέχεια ζήτησε πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου και έζησε μέχρι το 1962. Το 1963 επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα.
Ο Λάκης Σάντας διακρινόταν για τη σεμνότητά του. Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του συνήθιζε να λέει: «Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την Αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, "ανώνυμοι"».
Σε μια από τις λιγοστές δημόσιες δηλώσεις του, ο Λάκης Σάντας είχε μιλήσει στον «Ριζοσπάστη», με αφορμή το αντικομμουνιστικό Μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στη δήλωσή του, που δημοσιεύτηκε στον «Ρ» στις 12/1/2006, έλεγε μεταξύ άλλων:
«Σχετικά με το ψήφισμα της Πολιτικής Επιτροπής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (...) δηλώνω, ως εκπρόσωπος νεκρών (συγγενών μου και συναγωνιστών μου), ότι αποτελεί το μνημόνιο αυτό κατάπτυστη αισχύνη και προσβολή στις εκατόμβες, τα εκατομμύρια των νεκρών, που έπεσαν μαχόμενοι στα πεδία των μαχών, των αιθέρων και των θαλασσών, ως και στα μπουντρούμια και στα στρατόπεδα του ναζιστικού τέρατος. Καθώς, επίσης, αποτελεί προσπάθεια παραχάραξης της σύγχρονης Ιστορίας και ιστορικής μνήμης και αισχρή συκοφάντηση του μεγάλου και θαυμαστού αντιφασιστικού αγώνα των λαών, όπου και οι κομμουνιστές μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες πατριώτες, πολέμησαν το ναζισμό - φασισμό - μιλιταρισμό (...)».
1941: «Υπεξηρέθη η γερμανική σημαία»
Ο Λάκης Σάντας σ' ένα κείμενό του, που υπάρχει στο αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου, περιγράφει αυτό το ηρωικό εγχείρημα. Αφού αναφέρει πώς αποφάσισαν με τον Γλέζο το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας, περνάει στην περιγραφή της επιχείρησης που ξεκίνησε στις εννιάμισι το βράδυ της 30ής Μάη.
Αφού πέρασαν από τις φρουρές των Προπυλαίων, χρησιμοποιώντας ένα τοπογραφικό της Ακρόπολης από μια εγκυκλοπαίδεια, έφτασαν στον κοντό. «Λύσαμε το συρματόσχοινο, συνεχίζει, και τραβήξαμε για να την κατεβάσωμε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιόμαστε και οι δυο για να την κατεβάσωμε, μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε με τη σειρά να σκαρφαλώνουμε στο σιδερένιο κοντό για να τη φτάσωμε και να την κόψωμε. Μα ήταν αδύνατο να τη φτάσωμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνωμε. Να φύγωμε χωρίς τη σημαία - λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε να σπάσωμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσωμε να τη σπάσωμε». Αρχισαν τότε «με χέρια και με δόντια» και σε λίγο το μισητό σύμβολο κατέβηκε. Εσκισαν τον αγκυλωτό σταυρό και την υπόλοιπη σημαία την έκαναν ρολό και την πέταξαν στη σπηλιά. «Ακούσαμε το γδούπο της και ησυχάσαμε», αφηγείται ο Λ. Σάντας.
Το κομμάτιασμα της χιτλερικής σημαίας κατατάραξε τους χιτλερικούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους.
Στις 31 Μάη 1941 η γερμανική Κομαντατούρ εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
«Κατά τη νύκτα της 30ής προς την 31η Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ' αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».
Η γενναία πράξη του Γλέζου και του Σάντα, με το συμβολισμό της, προκάλεσε μεγάλο πατριωτικό ενθουσιασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου