Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Η «κατάρα του Τουταγχαμών» και το τέλος του ασυμβίβαστου Νικόλα Άσιμου



Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Μαρτίου 1988, ο «μπαγάσας», Νικόλας Άσιμος, βαθιά πικραμένος και χαμένος σε έναν σκοτεινό, δικό του, κόσμο, έβαλε τέλος στη ζωή του.

«Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια, θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια». Αυτό τραγουδούσε και αυτό τελικά έκανε. Άφησε τις «αγορές» και τα «παζάρια». Το αν βρήκε «καλαμιές» και «λιβάδια» για να τρέξει, δεν το ξέρει κανείς αλλά είναι δεδομένο πως αν υπάρχουν, τότε ο Νικόλας Άσιμος αυτό θα κάνει.

Θα τρέχει και θα συνεχίζει ακόμα και σήμερα αυτή την αέναη προσπάθειά του να ανακαλύψει τους κροκανθρώπους.

«Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με», έγραψε ο Νικόλας Άσιμος και λίγες στιγμές μετά κρεμάστηκε. Μία ημέρα σαν σήμερα. Στις 17 Μαρτίου 1988. Την «έκανε». Όπως την «έκανε» δύο χρόνια αργότερα ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Όπως την «έκανε» πέντε χρόνια αργότερα η Κατερίνα Γώγου.

Περίεργος τύπος ο Άσιμος. Αγνός. Ανόθευτος. Σύγχρονος κυνικός. Διογένης που έψαχνε με το δικό του φανάρι, τι άραγε; Ποιος ξέρει. Ότι και αν έψαχνε πάντως δεν το βρήκε. Και για αυτό τραγούδησε για το φαλιμέντο αυτού του κόσμου.

«Εγώ με τις ιδέες μου»



Γεννήθηκε ως Νικόλαος Ασημόπουλος στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου του 1949. Το Άσιμος προέκυψε όταν κάποια στιγμή στα φοιτητικά του χρόνια αποφάσισε να προσπαθήσει να το «παίξει» δημοσιογράφος. «Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το ''Άσιμος'' με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το ''Άσιμος'' με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε ''ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής'', η λέξη ''άσημος'' παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη ''τραγουδιστής'' και γράφεται με ήτα. Ενώ το ''Άσιμος'' είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου» έλεγε ο ίδιος.



Το 1966 έστειλε για δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», στη στήλη για νέους που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους του γαλλικού «Monsieur Cannibal». Ο Μαστοράκης τον ειρωνεύτηκε και ο Άσιμος του απάντησε με μία χειμαρρώδη τετρασέλιδη επιστολή. Αυτή είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Άσιμος, με το οποίο δηλώνει καθαρά ότι δεν «ασημώνεται». Αυτός, δηλαδή, που δεν εξαγοράζεται.

Το έβαλε ως ψευδώνυμο και από τότε του κόλλησε και δεν το άλλαξε ποτέ ξανά. Αλλά η δημοσιογραφία δεν του ταίριαξε. Όπως δεν του ταίριαξε και ο αθλητισμός όπου είχε διακριθεί σαν μαθητής στο άλμα εις ύψος. Όπως δεν του ταίριαξε και το να είναι ηθοποιός. Και τελικά «έπεσε» πάνω σε μια κιθάρα η οποία «συνάντησε» τα στιχάκια και τα ποιήματα που έγραφε από την εποχή που ήταν μαθητής γυμνασίου ακόμα.



Άρχισε να «γρατζουνάει» την κιθάρα και προσπαθούσε μόνος του να μάθει να παίζει. Όταν έμαθε και «σκάρωσε» και τα πρώτα του τραγούδια έπιασε δουλειά σε κάποιες μπουάτ. Και τότε άρχισαν τα προβλήματα με το κράτος. Αυτό όλο τον κυνηγούσε και εκείνος δεν το αναγνώρισε ποτέ. Η λογοκρισία τον κυνήγησε αλλά εκείνος τον...χαβά του. Μέχρι που μια νύχτα κατέληξε στο κρατητήριο. Και εκεί έχασε την ταυτότητά του. Και πέρασαν 18 χρόνια μέχρι να βγάλει άλλη και αυτό επειδή πέτυχε να αναγράφει «άνευ θρησκεύματος».

Συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Πάνος Τζαβέλας, ο Γιάννης Ζουγανέλης και ο Σάκης Μπουλάς. Κατέγραψε την πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία, με έναν δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά). Τις δημιουργίες του μπορούσε κανείς να τις βρει στα δισκοπωλεία, αλλά στα ραδιόφωνα δεν έπαιζαν πουθενά για «ευνόητους» λόγους.

Το 1976 έρχεται στον κόσμο η κορούλα του, η Νιουνιού, καρπός της εκτός γάμου σχέσης του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη. Τον Οκτώβριο του 1977 προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας, μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων, γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία ως «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων διαμαρτυρίας για τους θανάτους μελών της «RAF», στα διαβόητα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ. Όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στην αεροπορία πήρε απαλλαγή, προσποιούμενος τον ψυχοπαθή, καθώς κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι έπασχε από σχιζοειδή ψύχωση.

Τον Νοέμβριο του 1982 κυκλοφόρησε τον μοναδικό του δίσκο 33 στροφών (LP) που έβγαλε όσο ζούσε με τίτλο «Ο Ξαναπές». Σε αυτόν συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Αθηναϊκή Κομπανία. Τον Απρίλιο του 1987, περίπου έναν χρόνο πριν την αυτοκτονία του, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε στον δίσκο του «Χαιρετίσματα» πέντε τραγούδια του.



«Στο φαλιμέντο του κόσμου»

Το 1987 οδηγήθηκε βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και λίγο αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού, με την κατηγορία του βιασμού. Όλα ξεκίνησαν στις 7 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς. Σε ένα διαμέρισμα στην οδό Ζαΐμη, πίσω από το Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια. Εκεί διοργανώνει μια «τελετή μύησης» παρουσία μιας νεαρής κοπέλας η οποία τρόμαξε απ' όσα είδε και άκουσε. Πήγε στην αστυνομία. Ίσως τα «φούσκωσε» λίγο η ίδια, ίσως της τα «φούσκωσαν». Το θέμα είναι πως όλα αυτά θα οδηγήσουν στη σύλληψη και την προφυλάκισή του Άσιμου με τις κατηγορίες του βιασμού κατ` εξακολούθηση.

Στη διάρκεια της προφυλάκισης του Άσιμου η κοπέλα απέσυρε τη μήνυση (κάτι που δυστυχώς δε γράφεται στα αφιερώματα για εκείνον) αλλά ο εισαγγελέας επέμεινε στις κατηγορίες! Ο Άσιμος αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση που κατέβαλαν οι συγγενείς του, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι' αυτή την αβάσιμη κατηγορία, που δεν τεκμηριώθηκε ποτέ.

Όταν πια βγήκε ήταν άλλος άνθρωπος. Είχε βυθιστεί σε έναν δικό του, σκοτεινό κόσμο. Επιπλέον, δεν μπορεί πια να παίξει κιθάρα λόγω προβλήματος στο χέρι που προκλήθηκε από τα ψυχοφάρμακα. Η εκκρεμούσα δίκη, μαζί με τ' άλλα προβλήματα που ήταν πολλά, συσσωρεύτηκαν μέσα του...



Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του (τις πιο σκοτεινές σύμφωνα με όσους τον έζησαν) ο Άσιμος είχε πάθει μια εμμονή με το έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου και συγγραφέα Κάρλος Καστανιέδα. Πίστευε πως διέθετε ικανότητες σαμάνου πραγματοποιώντας πειράματα αθανασίας και σκοτώνοντας άτυχα κατοικίδια ζώα τα οποία μετά προσπαθούσε να αναστήσει.

Ο Νικόλας Άσιμος φαίνεται πως τις τελευταίες δυο εβδομάδες της ζωής του κρατούσε ημερολόγιο. Απ' όσα χειρόγραφα διασώθηκαν πως ο Νικόλας έψαχνε απεγνωσμένα κάτι για να πιαστεί. Γι' αυτό και στην τελευταία σελίδα έγραψε ένα απλό «Χ». Σαν να διέγραφε τα πάντα, αφού όλοι τον είχαν διαγράψει. Βρέθηκαν συνολικά οκτώ χειρόγραφα. Τα έξι άνηκαν σίγουρα σε αυτόν. Σε ένα από αυτά τα κείμενα ζητούσε συγχώρεση από τα ζώα τα οποία βασάνισε. Δε ζήτησε συγχώρεση από τους ανθρώπους.

Λίγο πριν το τέλος, με εντολή του πατέρα του, ο Άσιμος οδηγήθηκε στην ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη». Τα ψυχοφάρμακα τον διέλυσαν. Βυθίστηκε στην κατάθλιψη, πάθαινε κρίσεις μελαγχολίας. Έψαχνε από κάπου να πιαστεί αλλά και οι τελευταίοι φίλοι του είχαν απομακρυνθεί εξαιτίας της συμπεριφοράς του.

Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του. Πριν προχωρήσει στο απονενοημένο, τηλεφώνησε στον φίλο του, Νίκο Ζερβό. Ο δημοφιλής σκηνοθέτης και παραγωγός, είχε περιγράψει εκείνη την τελευταία τους επικοινωνία: «Μου είπε: ''Ζερβέ, η κατάρα του Τουταγχαμών έχει πέσει επάνω μας''. Και εγώ του είπα: ''Άσε μας ρε Νικόλα να κοιμηθώ'', γιατί με πήρε τηλέφωνο στις 03:00».

Κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης. Ήταν μόλις 38 ετών. Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο οποίος φρόντισε αργότερα να τοποθετηθεί και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με τους στίχους του «Μπαγάσα».
  


Πηγή: reader


Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου