Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Δεν πήγα για ψάρεμα

Τού Θάνου Αθανασιάδη


Προχθες βράδυ έπεσε η πρώτη φθινοπωρινή βροχή.

Μόλις είχα συνεννοηθεί με τους γιους μου να κάνουν το μπάνιο τους και να αρχίσουν να σκέπτονται σοβαρά την προοπτική της ξεκούρασης. Η πολλή βροχή έπεσε στα γύρω βουνά, οι αστραπές συνεχόμενες, φασματικές.

Έκανα μπάνιο τελευταίος, οι νεαροί γυρόφερναν στο καθιστικό, έκλεβαν λεπτά.

Δεν ήθελα να πάω στο γραφείο, ένιωθα πολύ κουρασμένος, όλη η ημέρα είχε περάσει στους δρόμους, αλλά έπρεπε να κλείσω τα ανοιχτά, αφημένα από το μεσημέρι, παράθυρα. Τα παιδιά είχαν αλαφιαστεί λίγο, κι άλλο τόσο ήθελαν νάζια, φυσική παρουσία, κουβέντα για το σχολείο και κανακέματα.

Έπιασα στα χέρια τη μηλοκορνίζα και έριξα μηχανικά μια ματιά στις τελευταίες δημόσιες αναρτήσεις. Έπεσα πάνω του. Ο Γελωτοποιός. "Ποιος να ´σαι;" είπα μέσα μου, για άλλη μια φορά.


Δεν τον παρακολουθούσα πριν το Μάιο, νομίζω. Τυχαία είδα ανάρτηση, φίλος φίλου και μετά κάποιος που εκτιμώ τη γνώμη του - και μετά ένας άλλος, τη γνώμη του οποίου επίσης εκτιμώ. Μου είχε αρέσει πολύ η γραφή, η μορφή και το είδος της. Ανέτρεξα στη σειρά των κειμένων και διάβασα τα περισσότερα, όχι επειδή κάποιο το έβρισκα υποδεέστερο, αλλά καθαρά λόγω χρόνου. Τον Ιούλιο που μας πέρασε είχα διαβάσει και ξεχωρίσει το Δρομέα Φιμπονάτσι.

Αυτή την πρώτη βραδιά της βροχής, χρόνος υπήρχε.

Η φύση μου με νίκησε. Για μένα τέτοια ώρα ήταν πολύ νωρίς. Και δεν ήξερα και τι να κάνω με το γραφείο.

Με τον αδερφό μου κανόνισα να πάω για ψάρεμα στις 5 το πρωί, έτσι, εις πείσμα και αντίκρουση της δυνατότητας να ξεκουραστώ.

Έμενε το αν θα διάβαζα το κείμενο εκείνη τη στιγμή ή πιο μετά.

Όπως και τον Ιούλιο, ενθυμούμενος τον τύπο και τρόπο γραφής του Γελωτοποιού, πιθανολόγησα ότι θα πέσω στη φωτιά. Κι αυτό μου άρεσε.


Αυτόν τον τίτλο έδωσε ο δημιουργός στο κείμενο. Έκανα μια υπόθεση και μου έδωσα το λόγο μου ότι θα την τηρήσω: Αν ως το μέσον του κειμένου δεν είχε γίνει μνεία στο τρίτο μέρος του τίτλου - το οποίο εμένα τουλάχιστον παρέπεμπε (και ορθά υπέθεσα) σε κάτι συγκεκριμένο, το οποίο είχα κατά νου από παλιά, θα διάβαζα το κείμενο τμηματικά, μισό και μισό.

Είχα δίκιο.

Έφτασα ως τη μέση, ως τα αποσιωπητικά, ως το ρολόι χειρός.

Έκανα χρήση του πενταλέπτου, το οποίο ο συγγραφέας υπέδειξε.

Πήγα κι επέστρεψα σε είκοσι λεπτά - παγκόσμια πρώτη για μένα.

Έμενε το δεύτερο μέρος.

Κι αυτή είναι μια άλλη ιστορία

Κι εγώ, από τη στιγμή που το πρώτο δευτερόλεπτο ξεκίνησε να μου αφαιρείται, έως το τριακοσιοστό, έμεινα με μια εικόνα, όσες κι αν πέρασαν εκ των υστέρων από το νου μου, ως μια προσωπική, άπελπις, μάταια προσπάθεια να μου φανώ άλλος, αλλαγμένος, μεγαλύτερος, αποστασιοποιημένος, αλλιώς.

Αλλά έτσι θα ήταν, πάντα έτσι θα είναι, δε μπορώ να αλλάξω. Η εικόνα είναι αυτή:


Είμαι 16 και παρακολουθώ τον πατέρα μου να διαβάζει μια απόφαση στο Νομικό Βήμα, κρατώντας σημειώσεις. Τον βλέπω αφοσιωμένο, δε θέλω να τον ενοχλήσω, αλλά θέλω να τον ρωτήσω κάτι στα Αρχαία, δε μου βγαίνει ο υποθετικός λόγος.

Έχει καταλάβει ότι τον παρακολουθώ, ότι αναμένω. Έχει δει το βιβλίο που κρατάω στα χέρια.

Αγαπάει την αρχαία ελληνική γλώσσα, τη χρησιμοποιεί στη γραφή του, συνθέτει εικόνες με αυτή.

"Ο πατέρας σου γίνεται Ντα Βίντσι, όταν κρατάει την πένα" μου είπε κάποτε ο φίλος του, ο κύριος Μάρκος. Αυτό το ξέρω, τον υποθετικό δε μπορώ να βγάλω!


-" Έλα", μου λέει, σηκώνοντας τα μάτια από το βιβλίο και αφήνοντας την πένα πάνω στο σημειωματάριο. "Τι θέλεις;"

Του δείχνω το στρυφνό σημείο, του παραπονούμαι ότι βλέπω ότι υπάρχει λύση, αλλά ότι δεν υπάρχει τρόπος να την αποκρυπτογραφήσω

- "Θέλεις να λύσουμε μαζί το σημείο ή θέλεις να μη με ξαναχρειαστείς ποτέ για κάτι τέτοιο;" με ρωτάει.

Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Έχω που γράφω για λογαριασμό του καθ' υπαγόρευσιν από τα δώδεκά μου, αλλά ποτέ δε μπήκα στον πειρασμό να γεννήσω πρόταση, να κάνω εγώ υπόδειξη σε κείνον.

Εγώ μόνο γράφω την απόφαση, δεν σκέπτομαι νομικά. Του το λέω.

- "Τότε χρειάζεσαι μάθημα Νομικών, όχι Αρχαίων", μου λέει.

- "Και η νομή είναι ένα πολύ βασικό σημείο, για να ξεκινήσεις. Αλλά η οιονεί νομή είναι το πιο ενδιαφέρον!"

Δεν αντικρούω, δέχομαι το λόγο του. Ξεκινάμε.

Εκείνες οι επόμενες δύο ώρες, από την έναρξη της διδασκαλίας υπό το κράτος της βουβής άγνοιας έως την αναλαμπή της αντίληψης, από το συνοθύλευμα έως την αποκάλυψη, από το θαμπό έως το διαυγές, εκείνες είναι οι ώρες μου στον Παράδεισο.

Η συνειδητοποίηση, μέσα από την πατρική διδασκαλία ότι ο Νόμος, φτιαγμένος από ατελείς ανθρώπους, αφορά στην κατά το δυνατόν επιτυχέστερη διευθέτηση των σχέσεων ατελών όντων, είναι συγκλονιστική.

Η συζήτηση περνάει σε άλλο επίπεδο, από τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι την έννοια της οιονεί νομής.

Τώρα εγώ παρακολουθώ και χαίρομαι το δάσκαλό μου, τώρα εγώ μπορώ να ρωτήσω κι άλλα, κι άλλα, κι ακόμη περισσότερα.

Τώρα μπορώ να μάθω, επειδή ο δάσκαλός μου μου μεταφέρει τον τρόπο να αντιληφθώ και να επεξεργαστώ άγνωστα.

Ο πατέρας μου χαίρεται. Ο ίδιος φύλαγε γελάδια στο βουνό στην ηλικία μου, σχολείο πήγε στα 11, τέσσερα χιλιόμετρα με τα πόδια, έτσι τελείωσε το Δημοτικό στα δώδεκα, απευθείας Πέμπτη με εξετάσεις, Έκτη τα Χριστούγεννα και μετά Ογδόη. Αυτοδίδακτος, με το κερί, το βράδυ, αφ' ότου είχαν τελειώσει οι αγροτικές εργασίες. Η Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, ο Καζαντζάκης, ο Παπαδιαμάντης, ο Νίτσε, ο Φρόυντ. Νομική Αθηνών το '54. Δέκατος τρίτος στη σειρά επιτυχόντων. Από το Γυμνάσιο της Παραμυθιάς στη μεγάλη πόλη. Μετά δικηγόρος, έπειτα δικαστής. 10 το βράδυ με 6 το πρωί η βάρδια του σαν φοιτητής στα χυτήρια Μποδοσάκη - Αθανασιάδη. "Μα να μην είμαστε συγγενείς!!" γελούσε. Κάποτε ο αρχιεργάτης πήγε να του πετάξει το βιβλίο στη χοάνη, επειδή διάβαζε στην αντιφεγγιά του κλιβάνου. Παραλίγο θα είχαμε φονικό. Τάβλι έμαθε από τους χασικλήδες του Βοτανικού. Αντάλλαγμα μια δραχμή. Κι εκείνοι, "οι πιο ωραίοι άνθρωποι που γνώρισα στη ζωή μου", τον κανακεύουν σαν παιδί τους, το χωριατάκι από την Αγιά. Και του ζητάνε να τους διαβάσει Τσιφόρο. Κι εκείνος τους διαβάζει και Συρέ και Νορντάου.

Όταν εγώ μπορούσα να αντιληφθώ τον κόσμο, είχαν χαθεί όλοι, αλλά ο μαθητής ήταν εφάμιλλος με τους δασκάλους του. Δεινός ταβλαδόρος, με το Μπιθικώτση το έπαιζαν στα οχτώ. Αυτό είναι και το μόνο που του ζήτησα, αλλά δε μπόρεσε να με διδάξει, επειδή είχα μεγάλο στόμα και μικρή απόδοση, όπως έλεγε.

Η παράδοση τελειώνει.

"Το μάθημα άρχισε", αυτό μου λέει.

"Είναι όλα γραμμένα, βρες τρόπο να τα διαβάσεις όλα, ξεδιαλέγοντας αυτό που αξίζει από το σωρό.

Αλλά, πάνω απ' όλα, βρες δάσκαλο, δεν αρκεί το βιβλίο".

Τον αντικρούω, η δική του ιστορία δε συμφωνεί με τη συμβουλή του.

"Η ιστορία καθενός είναι διαφορετική", μου λέει.

"Αν δεν υπήρχαν δάσκαλοι, δε θα υπήρχαν όλα αυτά που έχουν γραφεί από τους δημιουργούς τους".

Και λέει και κάτι άλλο: "Ουδείς μωρότερος των ιατρών, εάν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι".

Μα ισχύουν όλα; Εξανίσταμαι.

"Ισχύουν όλα, επειδή αυτός είναι ο κόσμος μας. Και θα το δεις".

Το είδα - κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο πατέρας μου έλεγε ότι, αν δεν κανεις για τα γράμματα, καλό είναι να ασχοληθείς με αυτό για το οποίο κάνεις. Αλλά, αν κάνεις για τα γράμματα, το σαράκι τους θα σε ακολουθεί πάντα.

Ίσως είναι περιττό να το πω, αλλά δεν ξαναρώτησα ποτέ για υποθετικό λόγο, είτε τον πατέρα μου, είτε οποιονδήποτε άλλο. Δε χρειάστηκε, τον έμαθα καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο συντακτικό ζήτημα. Δε χρειάστηκε να διαβάσω κι Εμπράγματο για τις εξετάσεις στο Δημοκρίτειο. Πήγα να δώσω Ενοχικό και είχα κάνει λάθος την ώρα, μπήκα στην αίθουσα, χωρίς να έχω ανοίξει το σύγγραμα. Ένα από τα δύο θέματα αφορούσε στην οιονεί νομή. Ήξερα και το άλλο, αλλά δε θέλησα να χαλάσω το γραπτό μου. Πήρα το πενταράκι μου και δέχτηκα και μια πρόσκληση από τον διδάσκοντα. Ήθελε να με ρωτήσει πού είχα κάνει φροντιστήριο.

Στον καλύτερο, κύριε καθηγητά, στον καλύτερο.


Δεν κοιμήθηκα προχθές το βράδυ, φίλε Γελωτοποιέ.

Δεν πήγα για ψάρεμα.

Ξενύχτησα με τη μια στιγμή που υπήρξα ευτυχισμένος.

Είμαι και τυχερός και άτυχος μαζί - κι έχεις μερίδιο σε αυτό.

Και γι' αυτό σε ευχαριστώ.