Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Τη μέρα που η ζωή ανασηκώθηκε και ζήτησε το λόγο

Του Νικόλαου Παιζάνη

Σ’ ένα θλιβερό λιμάνι, ένα πρωινό τραχύ,
ένας ξεχασμένος φτάνει, για να κάμει ταραχή.
Πως τον έκλεψαν φωνάζει και κατέληξε τρελός
και πως πια δεν τον τρομάζει ούτ’ ο ίδιος ο Θεός.

Μεσ’ τις φλέβες του χτυπάει των αιώνων ο σκοπός,
άγριο θεριό ξυπνάει και τον οδηγεί εμπρός.
Δεν γυρίζει να κοιτάξει, δεν τον σταματά κανείς,
έχει πίσω του πετάξει τα βαρίδια της ντροπής.

Απ’ τα μάτια στάζει δίψα, απ’ τα χείλη του φωτιά,
τρέμουνε σοφοί, σπουδαίοι, από τη περπατησιά.
Δε λυγίζουνε τα πόδια, δε δειλιάζει η καρδιά,
καταπίνει τα εμπόδια και γεννιέται λευτεριά.

Στα μαλλιά έχει μπλεγμένα το φεγγάρι και τ’ αστέρια
και την άνοιξη στο στήθος, στην ανάσα καλοκαίρια.
Ξεσηκώθηκ’ η ζωή του και το λόγο θα ζητήσει
κι απ’ τη φωτεινή ψυχή του το σκοτάδι θα σιωπήσει.

Σας ανέχτηκα και φτάνει, μου σωθήκαν οι αλυσίδες,
έγιναν χρυσός, μελάνι, στου θριάμβου τις αψίδες.
Ένα πρωινό θλιμμένο, ένα πρωινό βαρύ...
Τ' όνειρο, απασφαλισμένο, μονομιάς θ’ αναστηθεί!