Της Μαρίας Στρίγκου
Εγώ πάντως από το πλοίο ετοιμαζόμουνα. Προβάριζα αναπνοές. Έπαιρνα στάσεις άμυνας. Έφτιαχνα αγωνιστικά τσιτάτα και λόγια φλογερά. Ξεσηκωτικά.
Άσε που οι καλοκαιρινές διακοπές συν τοις άλλοις ωφέλησαν τη φυσική μου κατάσταση. Κάθε μέρα κολυμπούσα τουλάχιστον τρεις ώρες. Ύστερα έπαιρνα σβάρνα τα χωράφια, τους χωματόδρομους και τα μικροσκοπικά, ανηφορικά στενάκια στη Χώρα. Με μια ανάσα. Ενίοτε τάχυνα και το βήμα μου σα να με κυνηγούσε διμοιρία ΜΑΤατζήδων. Γινόμουνα βέβαια μούσκεμα στον ιδρώτα και περίγελως τον περαστικών που θαρρούσαν πως τρέχω να ξεφύγω απ’ τον ίσκιο μου αλλά χαλάλι!
Δεν καταλάβαιναν οι ανόητοι πως όλες αυτές οι παλαβές μου συνήθειες είχαν μια πρώτης τάξεως δικαιολογία. Να βρεθώ πανέτοιμος στην επανάσταση του Σεπτέμβρη.
Να μην με τρομάζει τίποτα. Να μην με πτοεί κανένας. Να κατεβώ ξεκούραστος στο Σύνταγμα και να ρίξω μ’ ένα φου την κυβέρνηση. Μη σου πω και καναδυό – τρεις – τέσσερεις χιλιάδες παρατρεχάμενους άλλους.
Ε, ναι, το Σεπτέμβρη που θα πιάσουν οι δροσούλες θα είναι ότι πρέπει. Θα πούνε το Δεσπότη Παναγιώτη ή μπάρμπα Φώτη τα λαμόγια που μας ρουφήξαν τη ζωή τόσο καιρό. Τέρμα τα ψέμματα. Θα γίνουμε ένα μεγάλο ποτάμι που θα τους πνίξει. Ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι μαζί, νεοάνεργοι και σιτεμένοι, φοιτητές και καθηγητές, άρρωστοι και υγειονομικοί, αριστεροί και πασόκοι, όλοι μαζί μωρέ, θα κάνουμε ένα ντου και θα πάρουμε μέχρι και την Πόλη.
«Τ’ ακούς ρε; Άμα έχεις φράγκα στην τσέπη σου όλοι σε υπολείπτονται. Όλοι σε φοβούνται. Κι άσε τις μαλακίες που λένε για την κρίση και την ανεργία και τα νειάτα που φεύγουν. Ποιος χέστηκε ρε; Εμείς τα ’χουμε και τα τρώμε. Και θα τα ’χουμε και θα τα τρώμε. Γιατί κορόιδα υπάρχουν πολλά. Τ’ ακούς; Ποιος χέστηκε;»
Λίγο έκανα να κλείσω τα μάτια μου στο πλοίο, έβλεπα κι όνειρο ο αδιόρθωτος και νάτος πάλι ο Ελληναράς με τη αγριοφωνάρα του με ξύπνησε. Λες και έβαλε σκοπό σήμερα να γκαρίζει μες στ’ αυτί μου. Κι ο γιος του, ένα παλικαρόπουλο ίσαμε τα 13 τον άκουγε με βοϊδίσιο βλέμμα. Όσο δεν έπαιζε με το tablet που δεν άφηνε απ’ τα χέρια του.
«Δεν υπάρχει πολιτική ρε, ούτε ιδεολογία. Τη βλέπεις τη μάνα σου; Ήταν τάχα μου αριστερή όταν τη παντρεύτηκα. Κοίτα την τώρα! Τη χαλάει η αμαξάρα που την κυκλοφορώ, τη χαλάει η σπιταρώνα που της έχω, τη χαλάει που ταξιδεύει πρώτη θέση;»
Η μάνα επιθεωρούσε το μανικιούρ που είχε φθαρεί λιγάκι και στραβομουτσούνιαζε περιστασιακά. Κοίταξα την οικογένεια προσεχτικά όσο έπαιρνε τον καφέ της στο σαλόνι του πλοίου. Η χοληστερίνη είχε μεγάλα κέφια στο σόι τους. Κοιλιές και προγούλια ήταν σε άνθιση. Πόσα μέτρα nautica μπλουζί να παραγγείλεις για να κρύψεις το ξεχείλωμα; Δεν είναι δα και τόσο εφικτό όταν υπερβαίνεις τα ανθρώπινα.
«Κι άκου μεγάλε, ούτε στο σχολείο θέλω να ζορίζεσαι. Ούτε να σκας για τις βαθμολογίες. Να περνάς την τάξη θέλω μονάχα. Και να ’σαι καλό παιδί. Εγώ θα στα ’χω όλα στρωμένα. Έτοιμα. Τι θες; Πτυχίο; Θα σου αγοράσουμε. Τι θες; Αμάξι; Το καλύτερο θα έχεις. Μαγαζί θες; Θα στο ανοίξω στο πιτς φυτίλι. Ότι θες. Θα βγεις ωραίος και με φράγκα στη ζωή. Να τη γαμήσεις».
Η κυρία έβγαλε ένα κομψό «ααα» για την απρεπή λέξη, ο μικρός βούβαλος γέλασε γκαρίζοντας, ο πατέρας έξυσε υπερήφανα την κοιλιά του. Το απαραίτητο σκυλί που συνόδευε την οικογένεια θέλησε να συμμετάσχει στη χαρά με ένα – δυο γαυγίσματα.
Τους ξαναείδα να βολτάρουν στο κατάστρωμα λίγο πριν πιάσουμε λιμάνι. Μάλλον συνέχιζαν μια παρόμοια συζήτηση γιατί επαναλήφθηκαν γέλια, επιφωνήματα και η γνωστή πλέον φράση «ποιος χέστηκε;»
Μόνο που το σκυλί τους αποφάσισε να το κάνει και πράξη, σταματώντας στη μέση ακριβώς του καταστρώματος και αφήνοντας με νεοπλουτίστικη χάρη τα υπολλείματα της τελευταίας κονσέρβας που ’χε φάει. Η κυρία έκανε πως ρέμβαζε τη θάλασσα. Ο κύριος μιλούσε στο i-phone του. Κι ο μικρός κοίταζε χαζά μια τον ένα γονιό και μια τον άλλον. Δυο – τρεις επιβάτες τους κοιτάξανε επιτιμητικά. Ένας κιόλας μουρμούρισε για τα βρωμόσκυλα και τις ακαθαρσίες τους. Προφανώς το νεαρό της ηλικίας του, τον έκανε να αισθανθεί άσχημα κι έκανε να σκύψει να τα μαζέψει. Ο πατέρας τον σταμάτησε με μια ατσάλινη λαβή.
«Τι; Ο γιος ο δικός μου θα κάνει τέτοια δουλειά; Κι οι μούτσοι του πλοίου τι θα κάνουνε;»
Το παιδάκι προσπάθησε να του εξηγήσει δειλά πως ο κόσμος γκρίνιαζε.
«Και ποιος χέστηκε για τον κόσμο;» απάντησε ο πατέρας και τράβηξε γιο και σκύλο μακριά από το ατυχές συμβάν. Τους έβλεπα να σκύβουν να κοιτάνε τη θάλασσα και να συνεχίζουν αυτόν τον μεστό νοημάτων διάλογο για την αξία της ζωής. Ο πατέρας συνέχιζε να μιλάει παράλληλα και στο τηλέφωνο. Τους πλησίασα με τρόπο και την ώρα που το πλοίο μανουβράριζε για να δέσει «έχασα» την ισορροπία μου. Έπεσα κατά λάθος πάνω τους. Ταυτόχρονα προσπαθούσα από κάπου να κρατηθώ. Μα είχε και λίγο κυματάκι. Παλαντζάραμε άγρια. Δεν τα καταφέραμε και τόσο καλά.
Φλαπ! Πες μου ήταν i-phone αυτό που έπεφτε με φόρα στο νερό;
Ο κύριος κόλλησε το κατακόκκινο μούτρο του στο πρόσωπό μου.
«Πού πας ρε ζώον; Τι καταλαβαίνεις; Θα μας σκοτώσεις δηλαδή;»
«Συγνώμη κυριέ μου. Δεν φταίω εγώ, η μανούβρα ξέρετε...»
Κάποιοι περίεργοι, που τον είχανε και λιγάκι άχτι μαζευτήκανε γύρω μας.
«Καλά στραβός είσαι; Ολόκληρο πλοίο πάνω μου ήρθες να πέσεις; Ούτε επίτηδες να το ΄κανες.»
«Εγώ κύριε; Ήταν ατύχημα, δεν φταίω.»
Ο όχλος άρχισε να ζουζουνίζει υπερασπίζοντάς με. Ο μάγκας μάλλον τα χρειάστηκε.
«Πάει το κινητό μου γαμώτο μου! Γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα, γαμώ. Κι είχα όλα μου τα τηλέφωνα. Φτου!»
Κοίταζε μια το νερό που κατάπιε τη συσκευή, μια εμένα, μια τον κόσμο που πλήθαινε. Ο σκύλος του άρχισε να γαυγίζει νευρικά. Η γυναίκα του κάτι μουρμούρισε.
«Ξέρεις ρε πόσα κάνει το κινητό που μου ’ριξες στο νερό; Όχι, ξέρεις;»
Τον κοίταξα στοχαστικά απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Κι ύστερα ανασήκωσα τους ώμους.
«Όχι αλλά και να ’ξερα, ποιος χέστηκε;»
Το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Τι κρίμα που το παιδί του καραβιού είχε προλάβει να καθαρίσει το κατάστρωμα! Μας χάλασε την ωραία συνέχεια!
Κόντεψε βέβαια να με λυντσάρει αλλά από μακριά. Τα βάζεις με το αγριεμένο πλήθος μόνος σου; Όσα φράγκα κι αν έχεις, άμα είσαι μαλάκας το σίγουρο είναι πως θα φας ξύλο. Μη σου πω και τίποτα περισσότερο. Καλή επάνοδο στην πόλη αδέρφια!
Από το 26ο τεύχος του ηλεκτονικού περιοδικού Λόγων Παίγνια (Ένας Μπάμπης)
Εγώ πάντως από το πλοίο ετοιμαζόμουνα. Προβάριζα αναπνοές. Έπαιρνα στάσεις άμυνας. Έφτιαχνα αγωνιστικά τσιτάτα και λόγια φλογερά. Ξεσηκωτικά.
Άσε που οι καλοκαιρινές διακοπές συν τοις άλλοις ωφέλησαν τη φυσική μου κατάσταση. Κάθε μέρα κολυμπούσα τουλάχιστον τρεις ώρες. Ύστερα έπαιρνα σβάρνα τα χωράφια, τους χωματόδρομους και τα μικροσκοπικά, ανηφορικά στενάκια στη Χώρα. Με μια ανάσα. Ενίοτε τάχυνα και το βήμα μου σα να με κυνηγούσε διμοιρία ΜΑΤατζήδων. Γινόμουνα βέβαια μούσκεμα στον ιδρώτα και περίγελως τον περαστικών που θαρρούσαν πως τρέχω να ξεφύγω απ’ τον ίσκιο μου αλλά χαλάλι!
Δεν καταλάβαιναν οι ανόητοι πως όλες αυτές οι παλαβές μου συνήθειες είχαν μια πρώτης τάξεως δικαιολογία. Να βρεθώ πανέτοιμος στην επανάσταση του Σεπτέμβρη.
Να μην με τρομάζει τίποτα. Να μην με πτοεί κανένας. Να κατεβώ ξεκούραστος στο Σύνταγμα και να ρίξω μ’ ένα φου την κυβέρνηση. Μη σου πω και καναδυό – τρεις – τέσσερεις χιλιάδες παρατρεχάμενους άλλους.
Ε, ναι, το Σεπτέμβρη που θα πιάσουν οι δροσούλες θα είναι ότι πρέπει. Θα πούνε το Δεσπότη Παναγιώτη ή μπάρμπα Φώτη τα λαμόγια που μας ρουφήξαν τη ζωή τόσο καιρό. Τέρμα τα ψέμματα. Θα γίνουμε ένα μεγάλο ποτάμι που θα τους πνίξει. Ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι μαζί, νεοάνεργοι και σιτεμένοι, φοιτητές και καθηγητές, άρρωστοι και υγειονομικοί, αριστεροί και πασόκοι, όλοι μαζί μωρέ, θα κάνουμε ένα ντου και θα πάρουμε μέχρι και την Πόλη.
«Τ’ ακούς ρε; Άμα έχεις φράγκα στην τσέπη σου όλοι σε υπολείπτονται. Όλοι σε φοβούνται. Κι άσε τις μαλακίες που λένε για την κρίση και την ανεργία και τα νειάτα που φεύγουν. Ποιος χέστηκε ρε; Εμείς τα ’χουμε και τα τρώμε. Και θα τα ’χουμε και θα τα τρώμε. Γιατί κορόιδα υπάρχουν πολλά. Τ’ ακούς; Ποιος χέστηκε;»
Λίγο έκανα να κλείσω τα μάτια μου στο πλοίο, έβλεπα κι όνειρο ο αδιόρθωτος και νάτος πάλι ο Ελληναράς με τη αγριοφωνάρα του με ξύπνησε. Λες και έβαλε σκοπό σήμερα να γκαρίζει μες στ’ αυτί μου. Κι ο γιος του, ένα παλικαρόπουλο ίσαμε τα 13 τον άκουγε με βοϊδίσιο βλέμμα. Όσο δεν έπαιζε με το tablet που δεν άφηνε απ’ τα χέρια του.
«Δεν υπάρχει πολιτική ρε, ούτε ιδεολογία. Τη βλέπεις τη μάνα σου; Ήταν τάχα μου αριστερή όταν τη παντρεύτηκα. Κοίτα την τώρα! Τη χαλάει η αμαξάρα που την κυκλοφορώ, τη χαλάει η σπιταρώνα που της έχω, τη χαλάει που ταξιδεύει πρώτη θέση;»
Η μάνα επιθεωρούσε το μανικιούρ που είχε φθαρεί λιγάκι και στραβομουτσούνιαζε περιστασιακά. Κοίταξα την οικογένεια προσεχτικά όσο έπαιρνε τον καφέ της στο σαλόνι του πλοίου. Η χοληστερίνη είχε μεγάλα κέφια στο σόι τους. Κοιλιές και προγούλια ήταν σε άνθιση. Πόσα μέτρα nautica μπλουζί να παραγγείλεις για να κρύψεις το ξεχείλωμα; Δεν είναι δα και τόσο εφικτό όταν υπερβαίνεις τα ανθρώπινα.
«Κι άκου μεγάλε, ούτε στο σχολείο θέλω να ζορίζεσαι. Ούτε να σκας για τις βαθμολογίες. Να περνάς την τάξη θέλω μονάχα. Και να ’σαι καλό παιδί. Εγώ θα στα ’χω όλα στρωμένα. Έτοιμα. Τι θες; Πτυχίο; Θα σου αγοράσουμε. Τι θες; Αμάξι; Το καλύτερο θα έχεις. Μαγαζί θες; Θα στο ανοίξω στο πιτς φυτίλι. Ότι θες. Θα βγεις ωραίος και με φράγκα στη ζωή. Να τη γαμήσεις».
Η κυρία έβγαλε ένα κομψό «ααα» για την απρεπή λέξη, ο μικρός βούβαλος γέλασε γκαρίζοντας, ο πατέρας έξυσε υπερήφανα την κοιλιά του. Το απαραίτητο σκυλί που συνόδευε την οικογένεια θέλησε να συμμετάσχει στη χαρά με ένα – δυο γαυγίσματα.
Τους ξαναείδα να βολτάρουν στο κατάστρωμα λίγο πριν πιάσουμε λιμάνι. Μάλλον συνέχιζαν μια παρόμοια συζήτηση γιατί επαναλήφθηκαν γέλια, επιφωνήματα και η γνωστή πλέον φράση «ποιος χέστηκε;»
Μόνο που το σκυλί τους αποφάσισε να το κάνει και πράξη, σταματώντας στη μέση ακριβώς του καταστρώματος και αφήνοντας με νεοπλουτίστικη χάρη τα υπολλείματα της τελευταίας κονσέρβας που ’χε φάει. Η κυρία έκανε πως ρέμβαζε τη θάλασσα. Ο κύριος μιλούσε στο i-phone του. Κι ο μικρός κοίταζε χαζά μια τον ένα γονιό και μια τον άλλον. Δυο – τρεις επιβάτες τους κοιτάξανε επιτιμητικά. Ένας κιόλας μουρμούρισε για τα βρωμόσκυλα και τις ακαθαρσίες τους. Προφανώς το νεαρό της ηλικίας του, τον έκανε να αισθανθεί άσχημα κι έκανε να σκύψει να τα μαζέψει. Ο πατέρας τον σταμάτησε με μια ατσάλινη λαβή.
«Τι; Ο γιος ο δικός μου θα κάνει τέτοια δουλειά; Κι οι μούτσοι του πλοίου τι θα κάνουνε;»
Το παιδάκι προσπάθησε να του εξηγήσει δειλά πως ο κόσμος γκρίνιαζε.
«Και ποιος χέστηκε για τον κόσμο;» απάντησε ο πατέρας και τράβηξε γιο και σκύλο μακριά από το ατυχές συμβάν. Τους έβλεπα να σκύβουν να κοιτάνε τη θάλασσα και να συνεχίζουν αυτόν τον μεστό νοημάτων διάλογο για την αξία της ζωής. Ο πατέρας συνέχιζε να μιλάει παράλληλα και στο τηλέφωνο. Τους πλησίασα με τρόπο και την ώρα που το πλοίο μανουβράριζε για να δέσει «έχασα» την ισορροπία μου. Έπεσα κατά λάθος πάνω τους. Ταυτόχρονα προσπαθούσα από κάπου να κρατηθώ. Μα είχε και λίγο κυματάκι. Παλαντζάραμε άγρια. Δεν τα καταφέραμε και τόσο καλά.
Φλαπ! Πες μου ήταν i-phone αυτό που έπεφτε με φόρα στο νερό;
Ο κύριος κόλλησε το κατακόκκινο μούτρο του στο πρόσωπό μου.
«Πού πας ρε ζώον; Τι καταλαβαίνεις; Θα μας σκοτώσεις δηλαδή;»
«Συγνώμη κυριέ μου. Δεν φταίω εγώ, η μανούβρα ξέρετε...»
Κάποιοι περίεργοι, που τον είχανε και λιγάκι άχτι μαζευτήκανε γύρω μας.
«Καλά στραβός είσαι; Ολόκληρο πλοίο πάνω μου ήρθες να πέσεις; Ούτε επίτηδες να το ΄κανες.»
«Εγώ κύριε; Ήταν ατύχημα, δεν φταίω.»
Ο όχλος άρχισε να ζουζουνίζει υπερασπίζοντάς με. Ο μάγκας μάλλον τα χρειάστηκε.
«Πάει το κινητό μου γαμώτο μου! Γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα, γαμώ. Κι είχα όλα μου τα τηλέφωνα. Φτου!»
Κοίταζε μια το νερό που κατάπιε τη συσκευή, μια εμένα, μια τον κόσμο που πλήθαινε. Ο σκύλος του άρχισε να γαυγίζει νευρικά. Η γυναίκα του κάτι μουρμούρισε.
«Ξέρεις ρε πόσα κάνει το κινητό που μου ’ριξες στο νερό; Όχι, ξέρεις;»
Τον κοίταξα στοχαστικά απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Κι ύστερα ανασήκωσα τους ώμους.
«Όχι αλλά και να ’ξερα, ποιος χέστηκε;»
Το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Τι κρίμα που το παιδί του καραβιού είχε προλάβει να καθαρίσει το κατάστρωμα! Μας χάλασε την ωραία συνέχεια!
Κόντεψε βέβαια να με λυντσάρει αλλά από μακριά. Τα βάζεις με το αγριεμένο πλήθος μόνος σου; Όσα φράγκα κι αν έχεις, άμα είσαι μαλάκας το σίγουρο είναι πως θα φας ξύλο. Μη σου πω και τίποτα περισσότερο. Καλή επάνοδο στην πόλη αδέρφια!
Από το 26ο τεύχος του ηλεκτονικού περιοδικού Λόγων Παίγνια (Ένας Μπάμπης)