Του Λευτέρη Καπώνη
Είμαι συνταξιούχος δημοδιδάσκαλος. Σε όλη μου τη ζωή μάθαινα στα παιδιά την αλφαβήτα. Τα μάθαινα ιστορία, γεωγραφία, αριθμητική και γεωμετρία. Αλλά, προπαντός, τα μάθαινα ν' αγαπούν τα γράμματα. Να γίνουν καλοί πολίτες και με τη μόρφωσή τους να προσφέρουν στην κοινωνία. Αυτά με είχαν μάθει ο πατέρας μου και ο δάσκαλός μου κι αυτά μάθαινα με τη σειρά μου τα παιδιά.
Δούλεψα σε χωριά στην επαρχία και, λίγο πριν βγω στη σύνταξη, ήρθα στην Αθήνα. Για μένα δεν άλλαξε τίποτε που ήρθα στη μεγάλη πόλη. Τα ίδια έλεγα πάντα, αυτά που ήξερα. Άλλαξαν, όμως, οι μαθητές μου κι έπαψαν να μ' ακούν. Και άλλαξαν οι μαθητές γιατί άλλαξαν οι γονείς και μαζί τους όλη η κοινωνία. Τα παιδιά δεν με πίστευαν πια και το μάθημα ήταν γι' αυτά αγγαρεία. Προσπαθούσα να τους μιλήσω για τον Σολωμό, αλλά το μόνο που ήξεραν ήταν το ψάρι, επειδή άρεσε στη μαμά και τη φίλη της.
Διαισθανόμουν πως από κάπου ερχόταν τυφώνας, που ξερίζωνε όλα τα δέντρα που είχαν φυτέψει μεγάλοι δάσκαλοι, από τον Διονύσιο Σολωμό μέχρι τον Δημήτρη Γληνό. Δάσκαλοι που κοινωνούσαν το πρόταγμα του ελεύθερου ανθρώπου. Μετά ανακάλυψα πως ο τυφώνας ερχόταν από την τηλεόραση κι όλα τα περιοδικά του life style. Η προβολή μιας ανέμελης ασημαντότητας. Υπάρχω γιατί βλέπω τηλεόραση και είμαι σημαντικός γιατί με δείχνει η τηλεόραση.
Αυτοί που κυβερνούσαν, οι ταγοί, η ελίτ, ήταν στο κέντρο του παιχνιδιού. Ένα μεγάλο κομμάτι, μαζί με εφήμερους τραγουδιστές και τηλεπερσόνες του τυφώνα της ασημαντότητας. Σιγά-σιγά, όποιος είχε λόγο έμοιαζε γραφικός κι ενοχλητικός. Ένας παρείσακτος επαίτης από άλλες εποχές, ένας σκελετός που παρεισέφρησε στον χαρούμενο κόσμο της γκλαμουριάς.
Η κοινωνία είχε αποκοιμηθεί και δεν ήθελε να την ενοχλήσει κανείς... Μια μικρή μειοψηφία προσπαθούσε να κρατήσει αναμμένο το καντήλι εκείνης της Αριστεράς, που μετά την ήττα κατέφυγε στην τέχνη για να γλείψει και να επουλώσει τις πληγές της... Μετά ήρθε η κρίση και οι ζωές των ανθρώπων έγιναν κομμάτια και πολλοί έτρεξαν γύρω απ' το αναμμένο καντήλι και το έκαναν φλόγα. Και τώρα προχωράει, για να γίνει πυρκαγιά.
Όμως, Κυριακή των Βαΐων σήμερα, ανήμερα της εξόδου του Μεσολογγίου, μού 'ρχονται στο μυαλό οι στίχοι του Σολωμού: "Στα μάτια η πείνα μνέει, στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει. Έρμο ντουφέκι, σκοτεινό, τι σ' έχω εγώ στο χέρι, όπου εσύ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει". Μου ήρθαν οι στίχοι του Σολωμού διότι βλέπω πως σε πολλούς κατεστραμμένους από την κρίση ανθρώπους η ζωή έγινε βάρος. Την κουβαλάνε χωρίς να ελπίζουν σε κάποια έξοδο. Κι εκείνοι που κυβερνούν το ξέρουν. Ποντάρουν στην απελπισία τους. Τους καλλιεργούν την ιδέα πως τίποτε δεν θ' αλλάξει, πως όλοι είναι ίδιοι.
Εγώ, όμως, που είμαι δάσκαλος κι αγαπάω τη γλώσσα μας και τις λέξεις, που διαβάζω την ιστορία μας, ένα έχω να πω. Πάντα στην Ιστορία μας υπήρχαν Πρετεντέρηδες και Πορτοσάλτες. Πάντα ο σουλτάνος είχε τους δικούς του. Πάντα υπήρχε Σαμαράς και Βενιζέλος. Και πάντα η ίδια προπαγάνδα... Του φόβου... Εμείς θα τα βάλουμε με τους Τούρκους; Εμείς θα τα βάλουμε με τους Γερμανούς; Ευτυχώς όμως -και γι' αυτό υπάρχουμε ακόμα- πάντα υπήρχε κάποιος που σήκωνε την παντιέρα και έδιωχνε τον φόβο. Ευτυχώς!
Από την ΑΥΓΗ
Είμαι συνταξιούχος δημοδιδάσκαλος. Σε όλη μου τη ζωή μάθαινα στα παιδιά την αλφαβήτα. Τα μάθαινα ιστορία, γεωγραφία, αριθμητική και γεωμετρία. Αλλά, προπαντός, τα μάθαινα ν' αγαπούν τα γράμματα. Να γίνουν καλοί πολίτες και με τη μόρφωσή τους να προσφέρουν στην κοινωνία. Αυτά με είχαν μάθει ο πατέρας μου και ο δάσκαλός μου κι αυτά μάθαινα με τη σειρά μου τα παιδιά.
Δούλεψα σε χωριά στην επαρχία και, λίγο πριν βγω στη σύνταξη, ήρθα στην Αθήνα. Για μένα δεν άλλαξε τίποτε που ήρθα στη μεγάλη πόλη. Τα ίδια έλεγα πάντα, αυτά που ήξερα. Άλλαξαν, όμως, οι μαθητές μου κι έπαψαν να μ' ακούν. Και άλλαξαν οι μαθητές γιατί άλλαξαν οι γονείς και μαζί τους όλη η κοινωνία. Τα παιδιά δεν με πίστευαν πια και το μάθημα ήταν γι' αυτά αγγαρεία. Προσπαθούσα να τους μιλήσω για τον Σολωμό, αλλά το μόνο που ήξεραν ήταν το ψάρι, επειδή άρεσε στη μαμά και τη φίλη της.
Διαισθανόμουν πως από κάπου ερχόταν τυφώνας, που ξερίζωνε όλα τα δέντρα που είχαν φυτέψει μεγάλοι δάσκαλοι, από τον Διονύσιο Σολωμό μέχρι τον Δημήτρη Γληνό. Δάσκαλοι που κοινωνούσαν το πρόταγμα του ελεύθερου ανθρώπου. Μετά ανακάλυψα πως ο τυφώνας ερχόταν από την τηλεόραση κι όλα τα περιοδικά του life style. Η προβολή μιας ανέμελης ασημαντότητας. Υπάρχω γιατί βλέπω τηλεόραση και είμαι σημαντικός γιατί με δείχνει η τηλεόραση.
Αυτοί που κυβερνούσαν, οι ταγοί, η ελίτ, ήταν στο κέντρο του παιχνιδιού. Ένα μεγάλο κομμάτι, μαζί με εφήμερους τραγουδιστές και τηλεπερσόνες του τυφώνα της ασημαντότητας. Σιγά-σιγά, όποιος είχε λόγο έμοιαζε γραφικός κι ενοχλητικός. Ένας παρείσακτος επαίτης από άλλες εποχές, ένας σκελετός που παρεισέφρησε στον χαρούμενο κόσμο της γκλαμουριάς.
Η κοινωνία είχε αποκοιμηθεί και δεν ήθελε να την ενοχλήσει κανείς... Μια μικρή μειοψηφία προσπαθούσε να κρατήσει αναμμένο το καντήλι εκείνης της Αριστεράς, που μετά την ήττα κατέφυγε στην τέχνη για να γλείψει και να επουλώσει τις πληγές της... Μετά ήρθε η κρίση και οι ζωές των ανθρώπων έγιναν κομμάτια και πολλοί έτρεξαν γύρω απ' το αναμμένο καντήλι και το έκαναν φλόγα. Και τώρα προχωράει, για να γίνει πυρκαγιά.
Όμως, Κυριακή των Βαΐων σήμερα, ανήμερα της εξόδου του Μεσολογγίου, μού 'ρχονται στο μυαλό οι στίχοι του Σολωμού: "Στα μάτια η πείνα μνέει, στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει. Έρμο ντουφέκι, σκοτεινό, τι σ' έχω εγώ στο χέρι, όπου εσύ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει". Μου ήρθαν οι στίχοι του Σολωμού διότι βλέπω πως σε πολλούς κατεστραμμένους από την κρίση ανθρώπους η ζωή έγινε βάρος. Την κουβαλάνε χωρίς να ελπίζουν σε κάποια έξοδο. Κι εκείνοι που κυβερνούν το ξέρουν. Ποντάρουν στην απελπισία τους. Τους καλλιεργούν την ιδέα πως τίποτε δεν θ' αλλάξει, πως όλοι είναι ίδιοι.
Εγώ, όμως, που είμαι δάσκαλος κι αγαπάω τη γλώσσα μας και τις λέξεις, που διαβάζω την ιστορία μας, ένα έχω να πω. Πάντα στην Ιστορία μας υπήρχαν Πρετεντέρηδες και Πορτοσάλτες. Πάντα ο σουλτάνος είχε τους δικούς του. Πάντα υπήρχε Σαμαράς και Βενιζέλος. Και πάντα η ίδια προπαγάνδα... Του φόβου... Εμείς θα τα βάλουμε με τους Τούρκους; Εμείς θα τα βάλουμε με τους Γερμανούς; Ευτυχώς όμως -και γι' αυτό υπάρχουμε ακόμα- πάντα υπήρχε κάποιος που σήκωνε την παντιέρα και έδιωχνε τον φόβο. Ευτυχώς!
Από την ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου