Κυριακή 25 Μαΐου 2014

ΘΑ ΦΑΡΜΑΚΩΘΩΩΩ

Της Σάνιας Μωραϊτου


Θεσσαλονίκη 24 Μαΐου 2014, ώρα 23.30

Ελάχιστα αυτοκίνητα διασχίζουν την Αγίου Δημητρίου, η βενζίνη κοστίζει κι οι βόλτες κομμένες από καιρό. Ακόμη και το καφενείο στη γωνία της Ηφαιστείωνος, παραμονή εκλογών κλειστό από τις δέκα. Ο κόσμος, απολαμβάνει την ανοιξιάτικη βραδιά, όσοι τουλάχιστον προέβλεψαν και είχαν τα χρήματα για εντομοαπωθητικά, αφού τα κουνούπια, καλοθρεμμένα αιμοχαρή κουνούπια, κάνουν εφορμήσεις κατά σμήνη. Κι όμως οι τοπικοί μας άρχοντες,που για ακόμη μια χρονιά δεν μερίμνησαν για αεροψεκασμούς, έχουν το θράσος να μας ζητούν αύριο την ψήφο μας. Σιγά μην την πάρουν…

Τυλιγμένη ολόκληρη με μια αυτοσχέδια κουνουπιέρα, διαβάζω την «Ισταμπούλ» του Ορχάν Παμούκ. Κι εκεί που με έχει συνεπάρει η μελαγχολική ατμόσφαιρα της Πόλης στα μέσα του περασμένου αιώνα με τα ερειπωμένα αρχοντικά στις ακτές του Βοσπόρου και τους γείτονες μας να σέρνουν βαριά τα βήματα στα σκοτεινά δρομάκια της,με το κεφάλι σκυφτό από την ήττα της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την οποία δεν συνήρθαν ποτέ–δεν έχουμε μόνο εμείς το προνόμιο των περασμένων μεγαλείων – έντονες φωνές από το απέναντι ρετιρέ, με ξαναφέρνουν στο σήμερα.

Στο σπίτι κατοικεί ένα ζευγάρι γύρω στα εξήντα, ο Γιάννης καιη Μαρία και πρόσφατα, λόγω ανεργίας, ο γιος τους με την έγκυο νύφη τους

«Αν το κάνεις αυτό, χωρίζουμε» η Μαρία.

«Δεν πας καθόλου καλά» ο Γιάννης.

«Κουράστηκα, κατάλαβε το. Δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση.Έλα εσύ με τα τετρακόσια ευρώ που μένουν από τη σύνταξή σου μετά τους λογαριασμούς, να ταΐσεις τέσσερα στόματα, να χαρτζιλικώσεις το παιδί, να πληρώσεις το γιατρό της νύφης μας,τα φάρμακά μας, τις εξετάσεις μας»

«Ας μην το έκλεινες το μαγαζί. Άρχισαν και φτιάχνουν τα πράγματα»

«Είσαι τρελοοός; Πιστεύεις τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο; Θεέ μου τι βλάκα παντρεύτηκα!»

«Για πρόσεξε τα λόγια σου και κλείσε την μπαλκονόπορτα, μας ακούει ο κόσμος»

«Να μας ακούσει. Να μάθει πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πιστεύουν στα παραμύθια»

Ακούγεται θόρυβος πόρτας που κλείνει κι αμέσως μετά πόρτας που ανοίγει και πάλι που κλείνει και πάλι που ανοίγει.

«Μαρία λογικέψου, σε λίγο θα γίνεις γιαγιά»

«Γιαγιά χωρίς εγγόνι. Δεν στα είπα τα μαντάτα. Τα παιδιά ψάχνουν δουλειά στη Γερμανία»

«Σιγά μη φύγουν! Έτσι το λένε για να σε κρατάνε στην τσίτα»

«Πάρτα!»

«Τι είναι αυτά;»

«Η αλληλογραφία του γιού μας με λογιστικό γραφείο της Φρανκφούρτης,μετά τη γέννα μην τον είδατε τον Παναή»

«Μέχρι να γεννήσει θα έχουν ανοίξει οι δουλειές. Θα πουλήσουμε το εξοχικό στην Χαλκιδική και θα ξεκινήσουν εδώ μια δουλειά»

«Γιάννη, είσαι ηλίθιος»

«Μαρία σκάσε, γιατί…»

«Γιατί τι; Τώρα στα γεράματα θα σηκώσεις χέρι επάνω μου;»

«Μαρία σύνελθε»

«Εσύ να συνέρθεις! Άκου θα τους ξαναψηφίσει! Θα ψηφίσει τους δολοφόνους μας»

«Όχι να ψηφίσω το κωλοπαίδι, που νομίζει πως είναι η Ελλάδα μαθητικό συμβούλιο»

«Το κωλοπαίδι είναι σαράντα χρονών και ο μόνος που μπορεί να μας σώσει. Και δεν είναι μόνος του, έχει επιστήμονες δίπλα του, καθηγητάδες, δεν τα βγάζει αυτά που λέει από το μυαλό του»

«Καλά! Αν εσύ τρελάθηκες, δεν θα σ΄ακολουθήσω κι εγώ. Κάνε ότι καταλαβαίνεις, εγώ θα ψηφίσω Πασόκ, για να μην πέσει η κυβέρνηση»

«Εσύ θα ψηφίσεις Σύριζα γιατί αλλιώς…»

«Θα με χωρίσεις»

«Όχι θα φαρμακωθωωώ, να το έχεις κρίμα στο λαιμό σου. Μην γελάς,θα το κάνω, σου είπα δεν αντέχω άλλοοο. Κι εγώ τον λόγο μου, το ξέρεις, τον κρατώ πάντα»…

"Ηρέμησε κορίτσι μου, έρχονται τα παιδιά, θα στο κάνω το χατήρι"

Κλαίγοντας:

Θα σε περιμένω έξω από την πόρτα του εκλογικού με τα χάπια στο χέρι. Θα φέρεις πίσω και τα σαράντα επτά ψηφοδέλτια, μαζί με το λευκό, να δω ποιο λείπει.

Ή τον Βενιζέλο ή εμένα, διάλεξε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου