Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Μετεκλογικές διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ

Πολιτική του Δρόμου


Έντονη η συζήτηση για τις προοπτικές που ανοίγονται μετά τις εκλογές


Σύνθετα και όχι μονοσήμαντα, ανοιχτά σε αρκετές ερμηνείες, τα αποτελέσματα της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης είναι λογικό να τροφοδοτούν την πολιτική συζήτηση για τις εξελίξεις και την προοπτική της επόμενης μέρας. Στο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την πρωτιά στις ευρωεκλογές, το κλίμα δεν είναι πανηγυρικό και η συζήτηση δεν μένει στην επιφάνεια της εκλογικής νίκης. Πλήθος άρθρων και παρεμβάσεων προσπαθούν αυτές τις μέρες να αποκρυπτογραφήσουν το αποτέλεσμα και τα πολλαπλά μηνύματα της κάλπης, εξάγοντας συμπεράσματα για την από εδώ και πέρα αναγκαία πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ.

Όπως δήλωσε ο Αλ. Τσίπρας στην προχθεσινή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας, «το δράμα της Ελλάδας και του ελληνικού λαού δεν αφήνει κανένα περιθώριο ούτε για θριάμβους, ούτε για εφησυχασμό». Αυτός είναι ο ένας λόγος που δεν αφήνει έδαφος για εύκολους πανηγυρισμούς. Πέρα όμως από αυτό, οι κάλπες του Μαΐου δείχνουν ότι το πολιτικό σκηνικό είναι μπλοκαρισμένο και δεν αποτυπώνει ευθύγραμμα μια δυναμική που να σπρώχνει τα πράγματα προς τη μια ή την άλλη μεριά.

Την ίδια στιγμή, πέρα από την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, μια σειρά άλλων φαινομένων δείχνει την πολυπλοκότητα της κατάστασης και την δυσκολία εύκολης διεξόδου από αυτήν. Μερικά από αυτά είναι τα, όχι αντίστοιχα με τις ευρωεκλογές, ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία των Δήμων και των Περιφερειών, η επικράτηση, σε πολλές περιπτώσεις, «διαχειριστικών» δυνάμεων και υποψηφίων στο χώρο της αυτοδιοίκησης, το ποσοστό που ψήφισε πέρα από τα δύο πρώτα κόμματα στις ευρωεκλογές, αλλά και αυτό που έλαβαν συνολικά οι μνημονιακές δυνάμεις, οι απόπειρες κεντροαριστερής ανασύνθεσης αλλά και η άνοδος της Χρυσής Αυγής. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, είναι λογικό να αυξάνεται ο προβληματισμός για το πώς θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να αναπτύξει μια δυναμική, ικανή να δώσει μια προοπτική διεξόδου.

Κίνδυνοι και συμμαχίες


Ο Γ. Μηλιός, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνει σε πρόσφατη παρέμβασή του, από κοινού με τον Σπ. Λαπατσιώρα, ότι εάν δεν τροποποιηθούν οι σημερινοί συσχετισμοί, ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν θα έχει αυτοδυναμία. Γεγονός που σημαίνει συνεργασία με δυνάμεις της Δεξιάς όπως η ΝΔ, της νεοφιλελεύθερης δήθεν Κεντροαριστεράς όπως το Ποτάμι, ή άλλες παρόμοιες ανασχηματισμένες δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού» με συνέπεια την «ακύρωση της δυνατότητας των μετασχηματισμών που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία».

Ανάλογοι κίνδυνοι έχουν επισημανθεί και από άλλους, ενώ ο Ρ. Ρινάλντι, μέλος, επίσης, της Π.Γ. του κόμματος, σε άρθρο του την προηγούμενη βδομάδα στο Δρόμο της Αριστεράς επικεντρώνει το πρόβλημα κυρίως στην προσπάθεια να εμπλακεί άμεσα ο ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθεια κεντροαριστερής ανασύνθεσης με τελικό στόχο τον πολιτική εξημέρωσή του αλλά και την αναστήλωση συνολικά του πολιτικού συστήματος σε παλιές βάσεις.

Απέναντι σε τέτοια ενδεχόμενα που δημιουργούν έντονη ανησυχία, είναι λογικό το θέμα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών να αναδεικνύεται ως κεντρικό και να μπαίνει στο επίκεντρο των συζητήσεων. Από αρκετούς, η απάντηση που δίνεται είναι ότι μονόδρομο αποτελεί η ενδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να φτάσει σε μια εκλογική αυτοδυναμία που θα του δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσει απρόσκοπτα σε σημαντικές πολιτικές αλλαγές και ρήξεις. Σημειώνεται, όμως, αδυναμία να περιγραφτεί πώς ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί στις σημερινές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και μέσα από ποιες διαδικασίες θα αναπτυχθεί η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα παρότι ισχυρή εκλογικά, δεν μετουσιώνεται εύκολα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό ρεύμα ικανό να οδηγήσει σε μια τέτοια εξέλιξη.

Ο «αριστερός ΣΥΡΙΖΑ»


Από ορισμένες πλευρές, διακινείται η ιδέα ενός «αριστερού» ή «πιο αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ που θα αυξήσει την επιρροή του, μιλώντας με ένα πιο «καθαρό» ταξικό λόγο και επενδύοντας στην πόλωση που παράγεται σε κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Από αυτές τις πλευρές που ανήκουν στην λεγόμενη πλειοψηφία (κυρίως από την τάση «ΑΝΑΣΑ», αλλά και στελέχη της τάσης «ΑΡΕΝ»), ασκείται έντονη κριτική σε αυτό που χαρακτηρίζουν «πατριωτικό λόγο», στις αναφορές στην πατρίδα, τη «Νέα Ελλάδα» ή αυτές ενάντια στη Μέρκελ και τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη και θεωρούν αυτούς τους τονισμούς, αρνητικό σημείο της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ και της ρητορικής του Αλέξη Τσίπρα.

Ο Χ. Λάσκος, μέλος της Κ.Ε. του κόμματος, με πρόσφατη σχετική αρθρογραφία του απορρίπτει κάθε σκέψη ανοιγμάτων που να διευρύνουν την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ ή να συγκροτούν μια «μεγάλη δημοκρατική, πατριωτική παράταξη», τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Θέλουμε κυβέρνηση της Αριστεράς; Ας τα δώσουμε όλα για να πείσουμε το 80% των ανέργων και άλλο τόσο των μισθωτών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα να μας ενισχύσουν. Ας τους πείσουμε πόσο πολλά μπορεί να κάνει η κυβέρνηση της Αριστεράς γι’ αυτούς μαζί τους».

Από τη μεριά του, ο Γ. Μηλιός, χωρίς να ανήκει στον ίδιο χώρο με όσους εκφέρουν τις παραπάνω απόψεις, στην πρόσφατη παρέμβασή του καταλήγει σε ορισμένα παρόμοια συμπεράσματα. Εντοπίζει το πρόβλημα για το ΣΥΡΙΖΑ στον προσανατολισμό του προς την ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης που την βλέπει σε αντιδιαστολή με μια στρατηγική αναδιανομής του πλούτου και της εξουσίας υπέρ των υποτελών τάξεων. Ταυτόχρονα, καλεί και εκείνος το ΣΥΡΙΖΑ να αποφύγει απευθυνόμενος προς τον λαό «να του χαϊδέψει τα αυτιά με τον πατριωτισμό, με ένα λόγο δηλαδή που μετασχηματίζει τις υπαρκτές κοινωνικές συγκρούσεις σε φαντασιακές εθνικές διαμάχες (η “γερμανική κατοχή”, τα “φερέφωνα της Μέρκελ”, κλπ.) και ο οποίος συσκοτίζει αυτό που πραγματικά διακυβεύεται στην ιστορική συγκυρία».

Από τις παραπάνω αναγνώσεις προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα. Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα ο λαϊκός ριζοσπαστισμός και, αν ισχύει αυτό που οι περισσότεροι επισημαίνουν, ότι δηλαδή έχουμε μπει σε μια πιο δύσκολη περίοδο από εκείνει του 2011-12, μέσα από ποιες πολιτικές μπορεί να υπάρξει συμβολή στην ανάταξή του; Αρκεί ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, όσο και «φιλολαϊκό» ή «ταξικά μεροληπτικό» και αν είναι, για να τροποποιήσει τους συσχετισμούς και να αναδείξει μια νέα σχέση της Αριστεράς με τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα; Γιατί ένα θέμα τόσο σύνθετο όπως είναι η διαμόρφωση ενός ευρύτερου κοινωνικού πόλου ή ιστορικού μπλοκ, απαντιέται από ορισμένες αναλύσεις με έναν τόσο απλοϊκό τρόπο; Είναι δυνατόν να συσπειρωθούν οι υποτελείς τάξεις της κοινωνίας σήμερα χωρίς ένα πειστικό σχέδιο που να δίνει συνολική διέξοδο στη χώρα; Τι έδειξαν τα κινήματα και ο ριζοσπαστισμός των τελευταίων χρόνων, ποιες ανάγκες και ποια ζητήματα ανέδειξαν; Και τα ερωτήματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν.

Αστήρικτες συνεπαγωγές


Υπάρχει όμως ένα ακόμα ζήτημα. Από πού προκύπτει ότι η διαμόρφωση ενός ευρύτερου κοινωνικού ρεύματος – συμμαχίας αλλά και κάθε αναφορά στην ανάγκη για απόκρουση του ξεπουλήματος της χώρας, για ενότητα του ευρωπαϊκού Νότου ή αντιπαράθεση με τη Γερμανική Ευρώπη, συνεπάγονται μια δεξιόστροφη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ; Αντίθετα, τέτοιου είδους προτάγματα και πολιτικές είναι που τρομάζουν τα κέντρα του πολιτικού, οικονομικού και εκδοτικού συστήματος. Η απάλειψη αυτών των αναφορών είναι που θα διευκόλυνε την προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στα κεντροαριστερά του παραδοσιακού πολιτικού χάρτη, έστω και στην πιο αριστερή του εκδοχή.

Από αυτή την άποψη, έχει ενδιαφέρον και η διατύπωση του Αλ. Τσίπρα στην πρόσφατη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας, όπου δήλωσε: «Γνωρίζουμε και βλέπουμε ότι ορισμένα κέντρα, θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ κεντρώο στις πολιτικές θέσεις και αριστεριστή στις συμμαχίες. Δηλαδή θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ νερόβραστο και απομονωμένο. Τους απαντάμε: Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αριστερός στις θέσεις, αριστερός και στις συμμαχίες. Ριζοσπαστικός στις θέσεις, ηγεμονικός, πλειοψηφικός και πρωτοπόρος στις συμμαχίες μέσα στην κοινωνία και το λαό».

Δοκιμασία και ανησυχίες


Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, θα κριθεί όχι από το τι διακηρύσσει αλλά από το τι κάνει και αν θα είναι και θα δείχνει αποφασισμένος να συγκρουστεί με κατεστημένες λογικές και δυνάμεις προκειμένου να δοθεί μια διέξοδος στην ελληνική κοινωνία. Από αυτή την άποψη, υπάρχουν φαινόμενα που είναι ανησυχητικά και δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στον κόσμο που εξακολουθεί να βλέπει με ελπίδα το ΣΥΡΙΖΑ. Η διαχείριση, για παράδειγμα, του θέματος που σχετίζεται με το γήπεδο της ΑΕΚ γεννάει έντονους προβληματισμούς στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα. Αυτό ήταν και το ζήτημα που απασχόλησε τις τελευταίες συνεδριάσεις της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η συνεδρίαση της Κ.Ε. του κόμματος ορίστικε τελικά να διεξαχθεί το επόμενο σαββατοκύριακο.

Σε κάθε περίπτωση, είναι δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε μια περίοδο κρίσιμη και η εκλογική και κοινοβουλευτική του ετοιμότητα και προετοιμασία δεν αρκεί. Η συζήτηση που έχει ανοίξει μπορεί να έχει περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρον αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αντανακλά τους πραγματικούς προβληματισμούς και τις αγωνίες της βάσης και των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ.

Η πλειοψηφία τους αντιλαμβάνεται ότι χρειάζονται πολιτικές από το ΣΥΡΙΖΑ για τα μεγάλα προβλήματα και ενότητα με το λαό. Αυτή δεν μπορεί να βασιστεί σε καμία περίπτωση σε ιδεολογικά σχήματα που δεν απαντούν στη σημερινή πραγματικότητα, ούτε και σε κυβερνητικές εξαγγελίες και υποσχέσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι λιγότερο ή περισσότερο «αριστερές».

Από τον Δρόμο της Αριστεράς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου