Tης Ελένης Πορτάλιου
Η άνοδος της Aκροδεξιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ήττα της Aριστεράς. Σηματοδοτεί την ηχηρή της απουσία όχι μόνο ως ισχυρής πολιτικής δύναμης αλλά και ως χώρου που υπονομεύει την κυρίαρχη ενιαία συντηρητική σκέψη. Ως χώρου που βλέπει την πολιτική εναντίωση στο σημερινό ακραίο νεοφιλελευθερισμό, μέσα από διαδικασίες κοινωνικής πρωτοβουλίας και χειραφέτησης.
Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για τον φασισμό στα έντυπα που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ. Πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων δεν υπάρχει σχέδιο σταθερής και συνεπούς αντιφασιστικής δράσης. Αντίθετα, υπήρξαν επικίνδυνοι τακτικισμοί στις Ευρωεκλογές. Η διαβρωτική λειτουργία της Χρυσής Αυγής είναι κάτι σοβαρότερο από τα ποσοστά της. Οφείλουμε να ξανασκεφτούμε τα πράγματα και κυρίως να δράσουμε.
Κατ’ αρχήν οι βασικοί πόλοι, Χριστιανοδημοκράτες (29,43%) και Σοσιαλιστές (25,43%) παραμένουν συμπαγή και ισχυρά μπλοκ και η συνολική δύναμη των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, αν προσθέσουμε και τους Φιλελεύθερους (7,86%), ανέρχεται στο 62,72%. Χωρίς να εξισώνουμε Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές, τα δύο ιστορικά διακριτά ρεύματα συμπίπτουν σήμερα στις βασικές στρατηγικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθώς η Αριστερά έχει ποσοστό 5,99% (συμπεριλαμβανομένων του ΚΚΕ και του Πορτογαλικού Κ.Κ.), η αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκφράστηκε από τα δεξιά. Αμφισβήτηση εκφράζει και η μικρή συμμετοχή 43,09% στις Ευρωεκλογές, που αποτυπώνει την απολύτως ορθή εντύπωση των λαών ότι η ψήφος τους δεν επηρεάζει τις ασκούμενες πολιτικές, οι οποίες αποφασίζονται σε αδιαφανή κέντρα και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις χώρες τους και τη ζωή τους
Τα ακροδεξιά κόμματα έχουν σημαντική εκλογική επιρροή σε δύο περιπτώσεις: Από τη μια σε Γαλλία, Αγγλία, Δανία, Πολωνία, όπου διεκδικούν καθοριστικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα, ακόμα και συμμετοχή στην κυβέρνηση. Από την άλλη, η δυναμική παρουσία του φασισμού αφορά πρωτίστως την Ελλάδα με τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή (9,38%) αλλά και την Ουγγαρία με το νεοναζιστικό Jobbik (14,67%). Εδώ το ίδιο το κυβερνητικό κόμμα (51,48%) πρεσβεύει ακροδεξιές αντιλήψεις. Σημαντικό στοιχείο των Ευρωεκλογών είναι τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά των συντηρητικών δυνάμεων κάθε είδους στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η Αριστερά υπάρχει μόνο στην Τσεχία (10,98%).
Όπως γράφει ο Μικαέλ Λεβύ (Ενθέματα, Αυγή 8/6/2014), στα προβλήματα δεν απαντούν μονοσήμαντες οικονομίστικες προσεγγίσεις, όπως ότι η κρίση οδηγεί στην άνοδο της Ακροδεξιάς – θέση που ελέγχεται από τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, καθώς στις χώρες αυτές ενώ ασκήθηκαν ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν υπήρξε άνοδος της Ακροδεξιάς, αλλά και της Ιταλίας όπου τα ποσοστά του Μπερλουσκόνι και της Λίγκας του Βορρά μειώθηκαν. Αντίθετα, σε Αυστρία και Δανία, παρά το ότι επλήγησαν πολύ λιγότερο από την κρίση, η Ακροδεξιά ανέβηκε. Επίσης, δεν ισχύουν ιστορικές αναλύσεις όπως αυτή του φασισμού ως εργαλείου του μεγάλου κεφαλαίου για να καταστείλει την επανάσταση καθώς σήμερα δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες στην Ευρώπη. Εντούτοις, η ιστορικότητα είναι μια διάσταση που πρέπει να συνεξετάζεται.
Θα έλεγα, συμφωνώντας με τη Νόνα Μάγιερ, υπεύθυνη έρευνας του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών (Αυγή 8/6/2014) η οποία αναφέρεται στο Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας, «ότι η δημοκρατία είναι ισχυρότερη απ’ ό,τι στη δεκαετία του ’30». Ποια, όμως, δημοκρατία; Ακριβώς αυτή η δημοκρατία, η οποία δεν κινδυνεύει από την ακροδεξιά, τροφοδοτεί μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού, του θεσμικού και ιδεολογικού ρατσισμού, την άνοδό της. Οι σύγχρονες κοινωνίες που παράγουν διαρκώς «κοινωνικά απόβλητα», «περιττούς ανθρώπους», κατά τη διατύπωση του σημαντικού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν, δημιουργούν και τις κοινωνικές/ρατσιστικές διακρίσεις μεταξύ των λαϊκών τάξεων ώστε η κυρίαρχη τάξη να κατισχύει πάνω στο διαίρει και βασίλευε των αποκάτω.
Όπως για τη σύγκρουση με τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση του κεφαλαίου, έτσι και για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς και της φασιστικής απειλής, προϋπόθεση αποτελεί η λαϊκή αυτοοργάνωση και κινητοποίηση. Χωρίς ένα ισχυρό και πλατύ αντιφασιστικό κίνημα, γειωμένο σε κάθε χώρα και συντονιζόμενο πανευρωπαϊκά, δεν υπάρχει καμία προοπτική. Ο αντιφασισμός, όμως, δεν ήταν ποτέ ξεκομμένος από άλλες βασικές διεκδικήσεις οι οποίες κινητοποίησαν ιστορικά και κινητοποιούν σήμερα τις λαϊκές τάξεις. Το «ψωμί και τα τριαντάφυλλα» που μεταφράζονται στην εποχή μας στα αιτήματα της εργασίας, των κοινωνικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, περιλαμβάνουν την ισότητα όλων των ανθρώπινων υπάρξεων χωρίς καμία απολύτως διάκριση και μπορούν να αναφέρονται στην ανοιχτή ιστορική δυνατότητα κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και άσκησης της πολιτικής με άμεση λαϊκή συμμετοχή.
Δυστυχώς, στην Ευρώπη η κρίση δεν τροφοδοτεί την ανάπτυξη ανάλογων χειραφετικών ιδεών, ούτε διαμορφώνει αριστερές αντισυστημικές ιδεολογικές ταυτότητες, που παραμένουν περιθωριακές σε σχέση με τις κυρίαρχες. Αυτό συμβαίνει γιατί το κοινωνικό έδαφος πάνω στο οποίο αναφύονται οι ιδέες μέσα από καθημερινές πρακτικές βρίσκεται σε κρίση. Οι ιστορικές μορφές του εργατικού κινήματος δοκιμάζονται γιατί δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες. Τα κινήματα των «αγανακτισμένων» υπέδειξαν σύγχρονους δρόμους που αφορούν στο περιεχόμενο, τις μορφές δράσης, την αυτονομία και τις συμμετοχικές λειτουργίες των κοινωνικών κινημάτων. Αλλά δεν εξαπλώθηκαν παντού και δεν ήταν μακρόβια, με εξαίρεση την Ισπανία, εξέλιξη για την οποία έχει ευθύνη (και) η Αριστερά, η οποία γρήγορα αναδιπλώνεται στη γραφειοκρατική κομματική της πεπατημένη. Στην πραγματικότητα δεν διανοείται να αναγνωρίσει και να στηρίξει χώρους ελευθερίας της κοινωνίας.
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά, για να συνδέσουμε το κοινωνικό με το πολιτικό, βρίσκεται η ίδια σε βαθιά κρίση. Δεν έχει σχέδιο για την Ευρώπη, σχέδιο που να βασίζεται στην αμφισβήτηση και σύγκρουση με τους θεσμούς και τις πολιτικές της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία, αν κάποτε εμπεριείχε στην πολιτική της ευρύτερους κοινωνικούς στόχους, σήμερα υπάρχει μόνο για να διασφαλίζει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την επέκταση των αγορών υπό την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού τομέα, συρρικνώνοντας και καταπατώντας τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων και ευρύτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης. Η Αριστερά μετέχει της κρίσης του πολιτικού συστήματος, η οποία δεν σημαίνει πολιτική αστάθεια αλλά κρίση αντιπροσώπευσης, από την οποία επωφελείται η Ακροδεξιά. Όσον αφορά τη δημοκρατία στο εσωτερικό της και στη σχέση της με τα κοινωνικά κινήματα και τις οργανώσεις, η Αριστερά δεν έχει να επιδείξει, πλην εξαιρέσεων, δημοκρατικούς τύπους σχέσεων που να στηρίζουν την πολιτική ως αυτοπρόσωπη πρακτική των πολλών. Αρχηγικά κόμματα, ιεραρχικές οργανώσεις, μηχανισμοί και αδιαφανή κέντρα, αναξιοκρατία και απομόνωση των διαφωνούντων, απαξίωση των μελών, όλ’ αυτά τα σύγχρονα στοιχεία ταυτότητας των αστικών κομμάτων αποτελούν χαρακτηριστικά και των αριστερών.
Τα μαζικά ακροδεξιά κόμματα αμφισβητούν ευθέως την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας που επιβάλλει και την κατίσχυση των ευρωπαϊκών έναντι των εθνικών αποφάσεων και πολιτικών. Ενστερνίζονται εθνικισμούς παλαιάς ή νέας κοπής, δεν αμφισβητούν το καπιταλιστικό σύστημα αλλά την παντοκρατορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προτείνοντας ένα εναλλακτικό εθνικό πολιτικό σχέδιο, μέρος του οποίου είναι μια λιγότερο ακραία σήμερα ξενοφοβία και ένας λιγότερο απροκάλυπτος ρατσισμός. Ο ευρωσκεπτικισμός του UKIP (Ανεξάρτητο Κόμμα, 26,77%) στο Ηνωμένο Βασίλειο και του FN (Εθνικό Μέτωπο, 24,95%) στη Γαλλία εκφράζει ευρύτατα λαϊκά στρώματα που πλήττονται από την κρίση, η οποία έχει αποδομήσει την ηγεμονία των δύο ισχυρών, εναλλασσόμενων στην εξουσία κομμάτων -χριστιανοδημοκρατικά και σοσιαλιστικά – καθώς αυτά διαμορφώνουν τις αντιλαϊκές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το UKIP οικοδομεί μια συμμαχία με τους απογοητευμένους εργάτες ψηφοφόρους των Τόρηδων και τα περιθωριοποιημένα στρώματα που ψήφιζαν Εργατικούς, δηλαδή με λαϊκά στρώματα που αισθάνονται να απειλούνται τόσο από τους μετανάστες όσο και τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και τις πολιτικές ελίτ της χώρας τους, όπως γράφει ο Matthew Goodwin (Ενθέματα, Αυγή 1/6/2014).
Το FN υπόσχεται χαμηλότερη φορολογία στους αυτοαπασχολούμενους, ισχυρό κοινωνικό κράτος, αποκλειστικά για Γάλλους εργαζόμενους, και ένα προστατευτισμό στη βάση της εθνικής καθαρότητας που αφορά στους νόμους για τη μετανάστευση και την υπηκοότητα. Ο ρατσισμός στρέφεται ειδικότερα κατά του Ισλάμ, παρ’ ότι χρησιμοποιεί τον όρο «εθνική προτεραιότητα» έναντι της «εθνικής επιλογής» για να συγκαλύψει τους φυλετικούς διαχωρισμούς.
Το ίδιο, όμως, το πολιτισμικό περιβάλλον, οι κυρίαρχες ιδέες στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελούν προνομιακό έδαφος για την Ακροδεξιά όλων των μορφών. Γιατί αυτές, ελλείψει άλλων, ισχυρών αντίδοτων, διαμορφώνουν τις συλλογικές αναπαραστάσεις και των αποκάτω.
Η βασική κινητήρια αρχή της οικονομίας είναι ο ανταγωνισμός και η κυριαρχία των ισχυρών, αρχή που στο κοινωνικό πεδίο μεταφράζεται σε στιγματισμό των αδύνατων και στην αποποίηση της στήριξης των λαϊκών τάξεων μέσα από αναδιανεμητικές δημόσιες πολιτικές. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω, λοιπόν, αλλά αυτός ο νόμος της ζούγκλας μετατρέπει τον συνάνθρωπο σε ξένο και τον πένητα σε επικίνδυνο γείτονα. Οι σύγχρονες κυβερνήσεις επιβάλλουν την πολιτική τους με τη βία. Βία των μηχανισμών καταστολής, του εγκλεισμού, του σωφρονισμού, της πειθαρχίας των σωμάτων, των γηπέδων, βία της αγοράς – όλ’ αυτά μεταδίδουν τη λεκτική και σωματική βία στον κοινωνικό χώρο, στο σχολείο, στο σπίτι, στη γειτονιά, στις διαπροσωπικές σχέσεις. Στη βία κερδίζει ο ισχυρός, η εξυμνούμενη ισχύς του οποίου μεταδίδεται ως κοινωνική αξία και πρότυπο. Ο ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής γνωρίζει ότι επιλέγει μια εγκληματική οργάνωση, αλλά η δύναμη του χρυσαυγίτη είναι το alter ego της δικής του αδυναμίας/ανυπαρξίας.
Οι σύγχρονες δημοκρατίες στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι με λίγες εξαιρέσεις ολιγαρχικά καθεστώτα. Η δημόσια ζωή είναι μια ξένη χώρα για τους πολλούς και η πολιτική μια τηλεοπτική λογομαχία που μετατρέπει τους εν δυνάμει πολίτες σε θεατές. Η πολιτική υποκαθίσταται από τις επικοινωνιακές στρατηγικές επιβολής της ενιαίας σκέψης στις λαϊκές τάξεις. Τα πολιτικά κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα διαμορφώνονται και προβάλλονται από τις ίδιες εταιρίες που προωθούν καταναλωτικά προϊόντα. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλαβε για την πρόσφατη προεκλογική του εκστρατεία τέτοιες εταιρίες. Πρόκειται για τραγική εξέλιξη. Ένα κόμμα της Αριστεράς βλέπει τον κόσμο και απευθύνεται σ’ αυτόν μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των ταυτοτήτων που έχει κατασκευάσει το σύστημα, όχι με τις ενδιάθετες δυνατότητες της απελευθέρωσής του από τα στερεότυπα, όχι με τη γλώσσα και τα μέσα που κατασκευάζουν ένα εναλλακτικό τρόπο σκέψης και ύπαρξης.
Τα συντηρητικά και ακροδεξιά πολιτισμικά πρότυπα καταργούν το πρόσωπο, τις διακριτές ανθρώπινες υπάρξεις, τα άτομα εν δράσει ως πολίτες. Γι’ αυτό και όλη η εξουσία μεταφέρεται στους αρχηγούς, δεν αναγνωρίζονται οι πολλοί αλλά ο ένας. Οι πολλοί υπάρχουν ως μάζα, ως απρόσωπα σύνολα – ας μην ξεχνάμε τις πειθαρχημένες μάζες του ναζισμού μπροστά στον Φίρερ.
Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο κοινωνικών κατακτήσεων χωρίς μαζική λαϊκή συμμετοχή. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες νοσούν, ο νεοφιλελευθερισμός και η Ακροδεξιά θριαμβεύουν γιατί οι λαϊκές αντιστάσεις είναι περιορισμένες, αν αντιστοιχηθούν με το μέγεθος της καπιταλιστικής επίθεσης. Παρ’ όλ’ αυτά, κυρίως στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία υπήρξαν ισχυρά αντισώματα, που συνέβαλαν στην κοινωνική αφύπνιση. Νέα κινήματα ανασυγκρότησαν παλιές και επινόησαν νέες μορφές δράσης με μαζικό χαρακτήρα και αυτοπρόσωπη συμμετοχή των πολλών. Πρέπει να στοχαστούμε και να χτίσουμε την ανατροπή των βάρβαρων κυβερνήσεων και πολιτικών πάνω στα διδάγματα των κινημάτων τα οποία ανέδειξε η κρίση.
Κάνοντας ένα ευρύτατο άνοιγμα στην πληττόμενη κοινωνία, η πρωτοβουλία Podemos, στηριγμένη στο κίνημα των «Αγανακτισμένων», στο κίνημα «Κατά των κατασχέσεων» και των «Πλημμύρα» – που αναφέρεται στις μαζικές διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου 2013 – επιδιώκει να κινητοποιήσει ευρύτατες δυνάμεις, όχι (μόνο) εκλογικά αλλά πρωτίστως στην καθημερινή δράση. Διεκδικώντας «να επιστρέψει η δημοκρατία στα χέρια του λαού και να σταματήσει η αντεπανάσταση της ολιγαρχίας» το Podemos ανοίγει ένα δημιουργικό πεδίο σκέψης και δράσης και για την Ελλάδα.
Συζητώντας πάνω στις σύγχρονες μορφές λαϊκής εμπλοκής και κινητοποίησης και δημιουργώντας εστιακές αντιστάσεις και χώρους αλληλεγγύης υφαίνουμε ένα πλέγμα κοινωνικών δικτύων που καταπολεμά την αδιαφορία, το φόβο, την αδυναμία της απομόνωσης και τη λογική της ανάθεσης στα κόμματα, αντιπροτείνοντας τη συλλογική δράση και την ενεργό εμπλοκή καθενός/καθεμιάς προσωπικά. Εδώ ανιχνεύεται το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να μιλήσουμε, ταυτόχρονα, για τον αντιμνημονιακό και τον αντιφασιστικό αγώνα. Αλλά αυτά τα ζητήματα χρειάζονται σοβαρό διάλογο, εξαιρετικά επίκαιρο μετά τις τριπλές εκλογές.
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Τα ανησυχητικά δεδομένα, τα ελλείμματα της Αριστεράς και η ανάγκη για ένα οργανωμένο σχέδιο
Η άνοδος της Aκροδεξιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ήττα της Aριστεράς. Σηματοδοτεί την ηχηρή της απουσία όχι μόνο ως ισχυρής πολιτικής δύναμης αλλά και ως χώρου που υπονομεύει την κυρίαρχη ενιαία συντηρητική σκέψη. Ως χώρου που βλέπει την πολιτική εναντίωση στο σημερινό ακραίο νεοφιλελευθερισμό, μέσα από διαδικασίες κοινωνικής πρωτοβουλίας και χειραφέτησης.
Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για τον φασισμό στα έντυπα που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ. Πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων δεν υπάρχει σχέδιο σταθερής και συνεπούς αντιφασιστικής δράσης. Αντίθετα, υπήρξαν επικίνδυνοι τακτικισμοί στις Ευρωεκλογές. Η διαβρωτική λειτουργία της Χρυσής Αυγής είναι κάτι σοβαρότερο από τα ποσοστά της. Οφείλουμε να ξανασκεφτούμε τα πράγματα και κυρίως να δράσουμε.
1. Η πολιτική γεωγραφία του Ευρωκοινοβουλίου στο σύνολο των 28 κρατών- μελών
Κατ’ αρχήν οι βασικοί πόλοι, Χριστιανοδημοκράτες (29,43%) και Σοσιαλιστές (25,43%) παραμένουν συμπαγή και ισχυρά μπλοκ και η συνολική δύναμη των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, αν προσθέσουμε και τους Φιλελεύθερους (7,86%), ανέρχεται στο 62,72%. Χωρίς να εξισώνουμε Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές, τα δύο ιστορικά διακριτά ρεύματα συμπίπτουν σήμερα στις βασικές στρατηγικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθώς η Αριστερά έχει ποσοστό 5,99% (συμπεριλαμβανομένων του ΚΚΕ και του Πορτογαλικού Κ.Κ.), η αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκφράστηκε από τα δεξιά. Αμφισβήτηση εκφράζει και η μικρή συμμετοχή 43,09% στις Ευρωεκλογές, που αποτυπώνει την απολύτως ορθή εντύπωση των λαών ότι η ψήφος τους δεν επηρεάζει τις ασκούμενες πολιτικές, οι οποίες αποφασίζονται σε αδιαφανή κέντρα και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις χώρες τους και τη ζωή τους
Τα ακροδεξιά κόμματα έχουν σημαντική εκλογική επιρροή σε δύο περιπτώσεις: Από τη μια σε Γαλλία, Αγγλία, Δανία, Πολωνία, όπου διεκδικούν καθοριστικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα, ακόμα και συμμετοχή στην κυβέρνηση. Από την άλλη, η δυναμική παρουσία του φασισμού αφορά πρωτίστως την Ελλάδα με τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή (9,38%) αλλά και την Ουγγαρία με το νεοναζιστικό Jobbik (14,67%). Εδώ το ίδιο το κυβερνητικό κόμμα (51,48%) πρεσβεύει ακροδεξιές αντιλήψεις. Σημαντικό στοιχείο των Ευρωεκλογών είναι τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά των συντηρητικών δυνάμεων κάθε είδους στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η Αριστερά υπάρχει μόνο στην Τσεχία (10,98%).
2. Η ερμηνεία της σημερινής επιρροής και δύναμης της Άκρας Δεξιάς πρέπει να βασιστεί σ’ ένα σύνολο παραγόντων
Όπως γράφει ο Μικαέλ Λεβύ (Ενθέματα, Αυγή 8/6/2014), στα προβλήματα δεν απαντούν μονοσήμαντες οικονομίστικες προσεγγίσεις, όπως ότι η κρίση οδηγεί στην άνοδο της Ακροδεξιάς – θέση που ελέγχεται από τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, καθώς στις χώρες αυτές ενώ ασκήθηκαν ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν υπήρξε άνοδος της Ακροδεξιάς, αλλά και της Ιταλίας όπου τα ποσοστά του Μπερλουσκόνι και της Λίγκας του Βορρά μειώθηκαν. Αντίθετα, σε Αυστρία και Δανία, παρά το ότι επλήγησαν πολύ λιγότερο από την κρίση, η Ακροδεξιά ανέβηκε. Επίσης, δεν ισχύουν ιστορικές αναλύσεις όπως αυτή του φασισμού ως εργαλείου του μεγάλου κεφαλαίου για να καταστείλει την επανάσταση καθώς σήμερα δεν υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες στην Ευρώπη. Εντούτοις, η ιστορικότητα είναι μια διάσταση που πρέπει να συνεξετάζεται.
Θα έλεγα, συμφωνώντας με τη Νόνα Μάγιερ, υπεύθυνη έρευνας του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών (Αυγή 8/6/2014) η οποία αναφέρεται στο Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας, «ότι η δημοκρατία είναι ισχυρότερη απ’ ό,τι στη δεκαετία του ’30». Ποια, όμως, δημοκρατία; Ακριβώς αυτή η δημοκρατία, η οποία δεν κινδυνεύει από την ακροδεξιά, τροφοδοτεί μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού, του θεσμικού και ιδεολογικού ρατσισμού, την άνοδό της. Οι σύγχρονες κοινωνίες που παράγουν διαρκώς «κοινωνικά απόβλητα», «περιττούς ανθρώπους», κατά τη διατύπωση του σημαντικού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν, δημιουργούν και τις κοινωνικές/ρατσιστικές διακρίσεις μεταξύ των λαϊκών τάξεων ώστε η κυρίαρχη τάξη να κατισχύει πάνω στο διαίρει και βασίλευε των αποκάτω.
Όπως για τη σύγκρουση με τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση του κεφαλαίου, έτσι και για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς και της φασιστικής απειλής, προϋπόθεση αποτελεί η λαϊκή αυτοοργάνωση και κινητοποίηση. Χωρίς ένα ισχυρό και πλατύ αντιφασιστικό κίνημα, γειωμένο σε κάθε χώρα και συντονιζόμενο πανευρωπαϊκά, δεν υπάρχει καμία προοπτική. Ο αντιφασισμός, όμως, δεν ήταν ποτέ ξεκομμένος από άλλες βασικές διεκδικήσεις οι οποίες κινητοποίησαν ιστορικά και κινητοποιούν σήμερα τις λαϊκές τάξεις. Το «ψωμί και τα τριαντάφυλλα» που μεταφράζονται στην εποχή μας στα αιτήματα της εργασίας, των κοινωνικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, περιλαμβάνουν την ισότητα όλων των ανθρώπινων υπάρξεων χωρίς καμία απολύτως διάκριση και μπορούν να αναφέρονται στην ανοιχτή ιστορική δυνατότητα κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και άσκησης της πολιτικής με άμεση λαϊκή συμμετοχή.
Δυστυχώς, στην Ευρώπη η κρίση δεν τροφοδοτεί την ανάπτυξη ανάλογων χειραφετικών ιδεών, ούτε διαμορφώνει αριστερές αντισυστημικές ιδεολογικές ταυτότητες, που παραμένουν περιθωριακές σε σχέση με τις κυρίαρχες. Αυτό συμβαίνει γιατί το κοινωνικό έδαφος πάνω στο οποίο αναφύονται οι ιδέες μέσα από καθημερινές πρακτικές βρίσκεται σε κρίση. Οι ιστορικές μορφές του εργατικού κινήματος δοκιμάζονται γιατί δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες. Τα κινήματα των «αγανακτισμένων» υπέδειξαν σύγχρονους δρόμους που αφορούν στο περιεχόμενο, τις μορφές δράσης, την αυτονομία και τις συμμετοχικές λειτουργίες των κοινωνικών κινημάτων. Αλλά δεν εξαπλώθηκαν παντού και δεν ήταν μακρόβια, με εξαίρεση την Ισπανία, εξέλιξη για την οποία έχει ευθύνη (και) η Αριστερά, η οποία γρήγορα αναδιπλώνεται στη γραφειοκρατική κομματική της πεπατημένη. Στην πραγματικότητα δεν διανοείται να αναγνωρίσει και να στηρίξει χώρους ελευθερίας της κοινωνίας.
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά, για να συνδέσουμε το κοινωνικό με το πολιτικό, βρίσκεται η ίδια σε βαθιά κρίση. Δεν έχει σχέδιο για την Ευρώπη, σχέδιο που να βασίζεται στην αμφισβήτηση και σύγκρουση με τους θεσμούς και τις πολιτικές της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία, αν κάποτε εμπεριείχε στην πολιτική της ευρύτερους κοινωνικούς στόχους, σήμερα υπάρχει μόνο για να διασφαλίζει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την επέκταση των αγορών υπό την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού τομέα, συρρικνώνοντας και καταπατώντας τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων και ευρύτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης. Η Αριστερά μετέχει της κρίσης του πολιτικού συστήματος, η οποία δεν σημαίνει πολιτική αστάθεια αλλά κρίση αντιπροσώπευσης, από την οποία επωφελείται η Ακροδεξιά. Όσον αφορά τη δημοκρατία στο εσωτερικό της και στη σχέση της με τα κοινωνικά κινήματα και τις οργανώσεις, η Αριστερά δεν έχει να επιδείξει, πλην εξαιρέσεων, δημοκρατικούς τύπους σχέσεων που να στηρίζουν την πολιτική ως αυτοπρόσωπη πρακτική των πολλών. Αρχηγικά κόμματα, ιεραρχικές οργανώσεις, μηχανισμοί και αδιαφανή κέντρα, αναξιοκρατία και απομόνωση των διαφωνούντων, απαξίωση των μελών, όλ’ αυτά τα σύγχρονα στοιχεία ταυτότητας των αστικών κομμάτων αποτελούν χαρακτηριστικά και των αριστερών.
3. Σε ποιο πολιτικό και ιδεολογικό έδαφος εδράζονται τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη
Τα μαζικά ακροδεξιά κόμματα αμφισβητούν ευθέως την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας που επιβάλλει και την κατίσχυση των ευρωπαϊκών έναντι των εθνικών αποφάσεων και πολιτικών. Ενστερνίζονται εθνικισμούς παλαιάς ή νέας κοπής, δεν αμφισβητούν το καπιταλιστικό σύστημα αλλά την παντοκρατορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προτείνοντας ένα εναλλακτικό εθνικό πολιτικό σχέδιο, μέρος του οποίου είναι μια λιγότερο ακραία σήμερα ξενοφοβία και ένας λιγότερο απροκάλυπτος ρατσισμός. Ο ευρωσκεπτικισμός του UKIP (Ανεξάρτητο Κόμμα, 26,77%) στο Ηνωμένο Βασίλειο και του FN (Εθνικό Μέτωπο, 24,95%) στη Γαλλία εκφράζει ευρύτατα λαϊκά στρώματα που πλήττονται από την κρίση, η οποία έχει αποδομήσει την ηγεμονία των δύο ισχυρών, εναλλασσόμενων στην εξουσία κομμάτων -χριστιανοδημοκρατικά και σοσιαλιστικά – καθώς αυτά διαμορφώνουν τις αντιλαϊκές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το UKIP οικοδομεί μια συμμαχία με τους απογοητευμένους εργάτες ψηφοφόρους των Τόρηδων και τα περιθωριοποιημένα στρώματα που ψήφιζαν Εργατικούς, δηλαδή με λαϊκά στρώματα που αισθάνονται να απειλούνται τόσο από τους μετανάστες όσο και τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και τις πολιτικές ελίτ της χώρας τους, όπως γράφει ο Matthew Goodwin (Ενθέματα, Αυγή 1/6/2014).
Το FN υπόσχεται χαμηλότερη φορολογία στους αυτοαπασχολούμενους, ισχυρό κοινωνικό κράτος, αποκλειστικά για Γάλλους εργαζόμενους, και ένα προστατευτισμό στη βάση της εθνικής καθαρότητας που αφορά στους νόμους για τη μετανάστευση και την υπηκοότητα. Ο ρατσισμός στρέφεται ειδικότερα κατά του Ισλάμ, παρ’ ότι χρησιμοποιεί τον όρο «εθνική προτεραιότητα» έναντι της «εθνικής επιλογής» για να συγκαλύψει τους φυλετικούς διαχωρισμούς.
Το ίδιο, όμως, το πολιτισμικό περιβάλλον, οι κυρίαρχες ιδέες στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελούν προνομιακό έδαφος για την Ακροδεξιά όλων των μορφών. Γιατί αυτές, ελλείψει άλλων, ισχυρών αντίδοτων, διαμορφώνουν τις συλλογικές αναπαραστάσεις και των αποκάτω.
Η βασική κινητήρια αρχή της οικονομίας είναι ο ανταγωνισμός και η κυριαρχία των ισχυρών, αρχή που στο κοινωνικό πεδίο μεταφράζεται σε στιγματισμό των αδύνατων και στην αποποίηση της στήριξης των λαϊκών τάξεων μέσα από αναδιανεμητικές δημόσιες πολιτικές. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω, λοιπόν, αλλά αυτός ο νόμος της ζούγκλας μετατρέπει τον συνάνθρωπο σε ξένο και τον πένητα σε επικίνδυνο γείτονα. Οι σύγχρονες κυβερνήσεις επιβάλλουν την πολιτική τους με τη βία. Βία των μηχανισμών καταστολής, του εγκλεισμού, του σωφρονισμού, της πειθαρχίας των σωμάτων, των γηπέδων, βία της αγοράς – όλ’ αυτά μεταδίδουν τη λεκτική και σωματική βία στον κοινωνικό χώρο, στο σχολείο, στο σπίτι, στη γειτονιά, στις διαπροσωπικές σχέσεις. Στη βία κερδίζει ο ισχυρός, η εξυμνούμενη ισχύς του οποίου μεταδίδεται ως κοινωνική αξία και πρότυπο. Ο ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής γνωρίζει ότι επιλέγει μια εγκληματική οργάνωση, αλλά η δύναμη του χρυσαυγίτη είναι το alter ego της δικής του αδυναμίας/ανυπαρξίας.
Οι σύγχρονες δημοκρατίες στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι με λίγες εξαιρέσεις ολιγαρχικά καθεστώτα. Η δημόσια ζωή είναι μια ξένη χώρα για τους πολλούς και η πολιτική μια τηλεοπτική λογομαχία που μετατρέπει τους εν δυνάμει πολίτες σε θεατές. Η πολιτική υποκαθίσταται από τις επικοινωνιακές στρατηγικές επιβολής της ενιαίας σκέψης στις λαϊκές τάξεις. Τα πολιτικά κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα διαμορφώνονται και προβάλλονται από τις ίδιες εταιρίες που προωθούν καταναλωτικά προϊόντα. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλαβε για την πρόσφατη προεκλογική του εκστρατεία τέτοιες εταιρίες. Πρόκειται για τραγική εξέλιξη. Ένα κόμμα της Αριστεράς βλέπει τον κόσμο και απευθύνεται σ’ αυτόν μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των ταυτοτήτων που έχει κατασκευάσει το σύστημα, όχι με τις ενδιάθετες δυνατότητες της απελευθέρωσής του από τα στερεότυπα, όχι με τη γλώσσα και τα μέσα που κατασκευάζουν ένα εναλλακτικό τρόπο σκέψης και ύπαρξης.
Τα συντηρητικά και ακροδεξιά πολιτισμικά πρότυπα καταργούν το πρόσωπο, τις διακριτές ανθρώπινες υπάρξεις, τα άτομα εν δράσει ως πολίτες. Γι’ αυτό και όλη η εξουσία μεταφέρεται στους αρχηγούς, δεν αναγνωρίζονται οι πολλοί αλλά ο ένας. Οι πολλοί υπάρχουν ως μάζα, ως απρόσωπα σύνολα – ας μην ξεχνάμε τις πειθαρχημένες μάζες του ναζισμού μπροστά στον Φίρερ.
4. Διαδικασίες και χώροι αντιστάσεων και ελευθερίας
Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο κοινωνικών κατακτήσεων χωρίς μαζική λαϊκή συμμετοχή. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες νοσούν, ο νεοφιλελευθερισμός και η Ακροδεξιά θριαμβεύουν γιατί οι λαϊκές αντιστάσεις είναι περιορισμένες, αν αντιστοιχηθούν με το μέγεθος της καπιταλιστικής επίθεσης. Παρ’ όλ’ αυτά, κυρίως στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία υπήρξαν ισχυρά αντισώματα, που συνέβαλαν στην κοινωνική αφύπνιση. Νέα κινήματα ανασυγκρότησαν παλιές και επινόησαν νέες μορφές δράσης με μαζικό χαρακτήρα και αυτοπρόσωπη συμμετοχή των πολλών. Πρέπει να στοχαστούμε και να χτίσουμε την ανατροπή των βάρβαρων κυβερνήσεων και πολιτικών πάνω στα διδάγματα των κινημάτων τα οποία ανέδειξε η κρίση.
Κάνοντας ένα ευρύτατο άνοιγμα στην πληττόμενη κοινωνία, η πρωτοβουλία Podemos, στηριγμένη στο κίνημα των «Αγανακτισμένων», στο κίνημα «Κατά των κατασχέσεων» και των «Πλημμύρα» – που αναφέρεται στις μαζικές διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου 2013 – επιδιώκει να κινητοποιήσει ευρύτατες δυνάμεις, όχι (μόνο) εκλογικά αλλά πρωτίστως στην καθημερινή δράση. Διεκδικώντας «να επιστρέψει η δημοκρατία στα χέρια του λαού και να σταματήσει η αντεπανάσταση της ολιγαρχίας» το Podemos ανοίγει ένα δημιουργικό πεδίο σκέψης και δράσης και για την Ελλάδα.
Συζητώντας πάνω στις σύγχρονες μορφές λαϊκής εμπλοκής και κινητοποίησης και δημιουργώντας εστιακές αντιστάσεις και χώρους αλληλεγγύης υφαίνουμε ένα πλέγμα κοινωνικών δικτύων που καταπολεμά την αδιαφορία, το φόβο, την αδυναμία της απομόνωσης και τη λογική της ανάθεσης στα κόμματα, αντιπροτείνοντας τη συλλογική δράση και την ενεργό εμπλοκή καθενός/καθεμιάς προσωπικά. Εδώ ανιχνεύεται το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να μιλήσουμε, ταυτόχρονα, για τον αντιμνημονιακό και τον αντιφασιστικό αγώνα. Αλλά αυτά τα ζητήματα χρειάζονται σοβαρό διάλογο, εξαιρετικά επίκαιρο μετά τις τριπλές εκλογές.
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου