Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ένας καλύτερος ΣΥΡΙΖΑ είναι εφικτός!

Του Στέλιου Ελληνιάδη 

«Όσο δεν μπορείτε να δημιουργήσετε κίνημα με βάση το 27% και να αυξήσετε το τεράστιο νούμερο του 1.650.000 ψηφοφόρων, τόσο περισσότερο θα διολισθαίνετε στον Βουδούρη ή τον Κουβέλη και τον κάθε Βουδούρη ή Κουβέλη.»


Αυτή η κριτική επισήμανση που γράφτηκε στο facebook θέτει τρία καίρια ζητήματα: Πρώτον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέχθηκε από ένα πραγματικά πολύ μεγάλο, πρωτόγνωρο και αναπάντεχο, αριθμό πολιτών για να τραβήξει μπροστά και να διαχειριστεί τις τύχες τους, το 2012. Δεύτερον, ότι δεν κατάφερε για τον ένα ή τον άλλο λόγο να αξιοποιήσει/κινητοποιήσει αυτό τον κόσμο. Και τρίτον, ότι προσπαθεί, σαν συνέπεια, να υποκαταστήσει το κίνημα, το οποίο δεν δημιουργήθηκε, με δάνεια και μεταγραφές από τα πανέρια της πολιτικής.

Εάν αυτή η διαπίστωση ισχύει κατά γράμμα, τα τρία αυτά στοιχεία υπονομεύουν τη φερεγγυότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι τόσο γιατί δείχνουν τις αδυναμίες του όσο γιατί δείχνουν την αδυναμία του να ξεπεράσει τις αδυναμίες του.

Η κοινωνία χρειάζεται και θέλει ένα φορέα ικανό και αποφασισμένο να υπερβαίνει τον εαυτό του. Να είναι καλύτερος όχι μόνο από τους πολιτικούς αντιπάλους του, αλλά και από την ίδια την κοινωνία που καλείται να εκπροσωπήσει και να υπερασπιστεί.

Στις παρούσες συνθήκες, δεν είναι εύκολο να ικανοποιήσει κανείς την κοινωνία όπως διαμορφώνεται σε συνθήκες κρίσης και καταστροφής. Κατ’ αρχήν, γιατί η κοινωνία είναι ανομοιογενής. Ένα κομμάτι της θέλει να ανατραπεί, ακόμα και να εξαφανιστεί η παλιά πολιτική νομενκλατούρα. Ένα άλλο θέλει να μεταρρυθμιστεί και ένα τρίτο να παραμείνει ως έχει. Μέσα σε κάθε κατηγορία υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες. Π.χ., στην πρώτη, οι λιγότεροι θέλουν μία ριζική ανατροπή και οι περισσότεροι μία ανατροπή που θα τείνει να επαναφέρει την καλύτερη εκδοχή του συστήματος. Ενώ, στην τρίτη, ένα μέρος θέλει διατήρηση του στάτους κβο από συμφέρον και ένα μέρος επειδή φοβάται, σε περίπτωση ανατροπής, τα χειρότερα. Και έπονται πολλές ανθυποκατηγορίες.

Η Αριστερά, μέσα σ’ αυτή την κοινωνική πολυπλοκότητα πρέπει να αναζητήσει τα κοινά σημεία, τουλάχιστον στις κατηγορίες που αποτελούν την πλειονότητα, προκειμένου να διαμορφώσει μια πολιτική που θα υπηρετεί τα συμφέροντα του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας χωρίς να χάσει τη φυσιογνωμία, χάρη στην οποία στρέφεται η κοινωνία προς αυτήν και την ωθεί να επωμισθεί αυτό το δύσκολο ρόλο.

Άλλα λέει ο ένας, άλλα λέει ο άλλος


Στα δύο χρόνια από το εκλογικό αποτέλεσμα του 2012, αναμφίβολα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε αξιοσημείωτα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, θεωρώντας ότι οι εκλογές αποτελούν ένα σοβαρό, αν και όχι αποκλειστικό, δείκτη, επιβεβαιώνει αυτή τη βίαιη αναβάθμιση του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα σχεδόν του πολιτικού περιθωρίου σε κόμμα της πρώτης γραμμής. Η αντοχή και ανταπόκριση του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτό το σεισμό που υπέστη στις απανωτές εκλογές του 2012 είναι πράγματι αξιέπαινες, με δεδομένο ότι, σε χρόνο μηδέν, από βαρκάρης ανακηρύχτηκε, χωρίς ποτέ να έχει προβλέψει ή προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο, καπετάνιος τάνκερ.

Επειδή, όμως, η κοινωνία, όπως κι ο χρόνος, είναι αμείλικτη, οι ανάγκες και οι απαιτήσεις αυξάνονται καθώς ο ρόλος αναβαθμίζεται και το βάρος που καλείται να σηκώσει ο επιλεγμένος πρωταγωνιστής γίνεται ασήκωτο. Η δε υποστήριξη της κοινωνίας δεν είναι άνευ όρων. Τα περιθώρια λάθους που αποδέχεται είναι πολύ μικρά και ο χρόνος προσαρμογής σχεδόν ληγμένος από το ξεκίνημά του. Γιατί το πλοίο έχει πάρει μεγάλη κλίση, μπάζει νερά από παντού και βυθίζεται. Και η κοινωνία, στην πλειονότητά της, δεν έχει ούτε σωσίβια ούτε βάρκες σωτηρίας.

Σ’ αυτό το διάστημα, λοιπόν, η κοινωνία στέλνει αγωνιώδη μηνύματα. Έδειξε ότι αναζητάει και μπορεί να εμπιστευτεί ένα νέο καπετάνιο, ο οποίος, όμως, πρέπει συνεχώς να αποδεικνύει ότι είναι σοβαρός, στιβαρός, αποφασισμένος, προσανατολισμένος σωστά και, πάνω απ’ όλα, καθαρός και διαφορετικός από τους προηγούμενους που έριξαν το σκάφος πάνω στον ύφαλο. Ακόμα και «αντικοινωνικός», με την έννοια ότι η ίδια η κοινωνία εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζει ότι, όντας εφησυχασμένη για αρκετά χρόνια, παρασύρθηκε σε δρόμους παγιδευμένους και καταστροφικούς.

Σ’ αυτή την κρίσιμη φάση, η κοινωνία εκδηλώνει σημεία συγκράτησης της εμπιστοσύνης της. Η στήριξη της στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αίρεται, αλλά εμφανίζει στασιμότητα, αστάθεια και διαρροές. Η «στασιμότητα» σε ένα ποσοστό 25% θα αποτελούσε ένα όνειρο σε μια άλλη εποχή. Σήμερα, όμως, όσο κι αν δείχνει μια τάση σταθεροποίησης του ενός τετάρτου των ψηφοφόρων, πράγμα καθόλου αμελητέο, δείχνει και μια τάση αναμονής και επανεξέτασης. Είναι ανησυχητική η μικρή υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄ Αθήνας και στις νεότερες ηλικίες.

«Άλλα λέει ο ένας, άλλα λέει ο άλλος.» Όταν κινείσαι μέσα στον κόσμο, είναι τόσο εκκωφαντικό το σχόλιο αυτό από την κοινωνία, που δεν μπορεί να μην φτάνει στ’ αφτιά όλων των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Πολυγλωσσία, διγλωσσία, αντιφάσεις, αναιρέσεις, αυτοσχεδιασμοί και αοριστίες θέσεων είναι μερικά από τα παράγωγα της δημόσιας κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι των θέσεων που καταγράφονται στα πολυσέλιδα κείμενα των διακηρύξεων που δεν διαβάζονται από τους πολίτες, αλλά των τοποθετήσεων που αποτελούν «κλειδιά», που αποκωδικοποιούν την πολιτική πλατφόρμα, που επικεντρώνουν και επεξηγούν στον πολίτη τι μέλλει γενέσθαι.

Αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες, είτε εκφράζουν μεγάλες ομάδες μέσα στον οργανωμένο ΣΥΡΙΖΑ, όπως το θέμα «ευρώ ή δραχμή», είτε εκφράζουν μεμονωμένα στελέχη που υπερβαίνουν τα εσκαμμένα βγαίνοντας έξω από τα κοινώς αποδεκτά και συμφωνημένα, όπως στο θέμα του ύψους του επαχθούς χρέους, τροφοδοτούν τη συμπολίτευση και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα δημοσιογραφικά φερέφωνα των εργολάβων, προκαλώντας σύγχυση, αμφιβολίες και ανασφάλεια στο εκλογικό σώμα που έχει ανάγκη από ξεκάθαρες γραμμές από τον μέλλοντα κυβερνήτη.

«Τα προβλήματα ανακύπτουν από την ύπαρξη πολλές φορές ενός αμφίσημου λόγου, από τον παραγοντισμό, τις ιδιοτελείς πρακτικές και την αυτονόμηση στελεχών από συλλογικές αποφάσεις. Η πρόσφατη εκλογική μάχη κατέδειξε επίσης συμπεριφορές που εισάγουν έναν ανταγωνισμό μεταξύ των στελεχών μακριά από τα κεκτημένα και τις αρχές της αριστεράς.» (Απόφαση Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ, 21-22/6/14)

Εσείς, πώς;


Συναφές με το παραπάνω πρόβλημα, αλλά ακόμα σοβαρότερο, είναι το ερώτημα «εσείς τι θα κάνετε εάν αναλάβετε τη διακυβέρνηση; Ποιο είναι το σχέδιό σας; Πού θα βρείτε λεφτά;» και άλλα παρόμοια.

Σ’ αυτά τα ερωτήματα, καθώς η οικονομία, η δημοκρατία και οι θεσμοί ξεχαρβαλώνονται και μετατρέπονται σε ερείπια, είναι όλο και πιο δύσκολο να δοθούν επαρκείς απαντήσεις. Η κοινωνία αντιλαμβάνεται τη δυσχέρεια, αλλά δεν απαλλάσσει εντελώς τον ΣΥΡΙΖΑ από την υποχρέωση να επεξεργαστεί και να δώσει όχι συνολικές απαντήσεις, αλλά σε αδρές γραμμές ένα στοιχειώδες πρόγραμμα με εφικτές λύσεις και δράσεις. Όσο περνάει ο καιρός, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να καταλήγει σε κάποιες ρεαλιστικές κατευθύνσεις, αλλά σ’ αυτό το σημείο υπεισέρχεται ο παράγοντας της επικοινωνίας στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να υστερεί σοβαρά. Σπάνια οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ περνούν ξεκάθαρες και αλώβητες στην κοινωνία.

Με δεδομένη την περιορισμένη εμβέλεια των αριστερών Μέσων, αλλά και την ανεπάρκεια των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, το βάρος της επικοινωνίας με τον πολίτη έχει αναληφθεί από ένα περιορισμένο αριθμό στελεχών, που μονοπωλούν την ενημέρωση-επικοινωνία, μέσα από εκατοντάδες (ο καθένας) εμφανίσεις στα τηλεοπτικά κανάλια. Όμως, τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι αυτό το «σύστημα» δεν αποδίδει. Το μήνυμα δεν περνάει. Μπορεί να προβάλλονται τα συγκεκριμένα στελέχη, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν δεν βλάπτεται, σίγουρα δεν ωφελείται. Η τηλεόραση των εργολάβων-εφοπλιστών είναι έτσι δομημένη που κωδικοποιεί και καναλιζάρει τον πολιτικό λόγο με τον τρόπο που αυτό υπηρετεί την εξουσία.

Ακόμα και οι ορθές τοποθετήσεις χάνονται μέσα στον τεχνητό κυκεώνα, τον φαινομενικό πλουραλισμό, τις στημένες αντιπαραθέσεις και τις ακατάσχετες διαστρεβλώσεις. Οι διαφοροποιήσεις απενεργοποιούνται μέσα από τα πολλαπλά φίλτρα, σε σημείο που πολλοί πολίτες-τηλεθεατές αποκομίζουν την εντύπωση ότι όλοι, συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι, βράζουν στο ίδιο καζάνι. Μια ισοπέδωση που για την Αριστερά μπορεί να αποβεί μοιραία. Μια ισοπέδωση που τα στελέχη που ξημεροβραδιάζονται στα κανάλια δεν παραδέχονται, γιατί έχουν πλέον αποκτήσει εθισμό. Ειδικά εκείνα που εξαρτούν τη «σταύρωσή» τους στις εκλογές από το πλήθος των τηλεοπτικών τους εμφανίσεων.

«Η υπερ-έκθεση στελεχών “πρώτης γραμμής” δεν μας ωφέλησε, αλλ’ απεναντίας ζημίωσε τον κοινό μας λόγο», επισημαίνουν οι Μητρόπουλος-Τεμπονέρας στο κείμενο που υπέβαλαν στην Κεντρική Επιτροπή.

Κι αυτό το πρόβλημα οδηγεί σε ένα άλλο πρόβλημα, το σημαντικότερο ίσως όλων. Τη σχέση των αριστερών με την κοινωνία, τους μαζικούς χώρους και τα κινήματα.

Από μέσα ή απ’ έξω;


«Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αφήσει τη μνημονιακή παράταξη να σαπίζει μόνη της, χωρίς να παρασύρεται σε μια ανούσια μιντιακή αντιπαράθεση μαζί της. Η κοινοβουλευτική του δραστηριότητα πρέπει να ανατεθεί σε ένα “προσωπικό ασφαλείας” και να μεταβιβάσει πόρους και ανθρώπινο δυναμικό στις γειτονιές που έχουν πληγεί από την κρίση», γράφει ο Αντρέας Καρίτζης, μέλος Π.Γ. ΣΥΡΙΖΑ, στην Αυγή (2/6/14)

Εάν δεν είσαι βιδωμένος μέσα στο κοινωνικό σώμα, τη γειτονιά και τον εμπορικό κόσμο της, το χώρο δουλειάς και το συνδικάτο, τη νεολαία και τους μαζικούς της χώρους (πολιτιστικούς, καλλιτεχνικούς, εκπαιδευτικούς, αθλητικούς κ.λπ.), όχι σαν επισκέπτης-καθοδηγητής, αλλά σαν ίνα, κύτταρο ή νεύρο από το σώμα της, ούτε θα την καταλάβεις ούτε θα σε καταλάβει και ούτε θα σε εμπιστευτεί. Κι όσο συντηρείται αυτό το χάσμα, τόσο θα καταφεύγεις σαν φορέας και σαν ηγετική ομάδα στις διαβουλεύσεις κορυφής, στις προσεγγίσεις παραγόντων, στην αναπαραγωγή των ίδιων και των ίδιων σχέσεων που έχουν χρεοκοπήσει στη συνείδηση των πολιτών, πολιτικοποιημένων και μη.

Δυστυχώς, μετά από χρόνια απομόνωσης από το ενεργό κομμάτι της κοινωνίας, την εσωστρέφεια και την αυτοσυντήρηση που συμβαδίζει με το 3%, η Αριστερά σπρώχτηκε να βγει στο κεντρικό πεδίο της μάχης όντας ελάχιστα ενταγμένη στους κοινωνικούς πυρήνες που συναποτελούν το κοινωνικό σώμα. Και για να ξεπεραστεί αυτό το έλλειμμα χρειάζεται νέος σαφής προσανατολισμός. Όχι, όμως, στα λόγια, όπως συχνά αναφέρεται στα επίσημα κείμενα, αλλά με πολύ συγκεκριμένα μέτρα και αποφάσεις, που θα εφαρμοστούν με μεγάλη επιμονή και αυστηρότητα, κάτι που λείπει και από την τελευταία απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής.

Απ’ αυτό τον προσανατολισμό κι αυτή τη σχέση με την κοινωνία εξαρτάται και η πολιτική των συμμαχιών.

Με βάση το παλιό «στυλ» της Αριστεράς, είναι πιο εύκολο να συνομιλεί το παραδοσιακό στέλεχος και να διαπραγματεύεται με στελέχη της απαξιωμένης ΔΗΜΑΡ ή του εκφυλισμένου ΠΑΣΟΚ, παρά να είναι στο χαράκωμα και να σκάβει δίπλα στους πολίτες που αγκομαχούν προσπαθώντας να τους κερδίσει με τη συμμετοχή του στο κοινό σκάψιμο και όχι με συναλλαγές, κατασκευές και τερτίπια ψηφοθηρικού χαρακτήρα. Με αυτή την αντίληψη και πρακτική, δεν μικραίνει το χάσμα, δεν εμπλουτίζεται η Αριστερά και δεν χτίζεται ένας φορέας λαϊκός και μαχητικός με βαθιές ρίζες στην κοινωνία.

Διαιωνίζονται οι επιδερμικές σχέσεις και κάθεται η Αριστερά πάνω σε ένα σαθρό υπόβαθρο. Μ’ αυτή την έννοια, η κουβέντα περί Κεντροαριστεράς είναι έκκεντρη και το αποτέλεσμα παράφωνο. Οι εύκολες συμμαχίες δεν είναι απαραιτήτως και οι καλύτερες. Όχι μόνο γιατί είναι ηθικά και πολιτικά τρωτές και εφήμερες, αλλά και γιατί αποκλείουν τις ουσιαστικές συμμαχίες με πολίτες άξιους που δεν παλεύουν για οφίτσια και δεν αναγνωρίζουν το εξωθεσμικό προνόμιο μερικών ομάδων που ελέγχουν τους ιμάντες ανάδειξης των στελεχών του αύριο.

«Δεν ζητάμε πιστοποιητικό ιδεολογικής και πολιτικής καθαρότητας από κανέναν. Δεν κρατάμε πολιτικό μητρώο για το παρελθόν», τονίζει ο Αλέξης Τσίπρας στην Εφημερίδα των Συντακτών (23/6/14).

Άραγε, η κοινωνία βλέπει θετικά συμμαχίες τύπου Μπίστη, Οικονόμου, Κουβέλη, Αποστολάκη, Τζάκρη κ.ά.; Το πιθανότερο είναι να θεωρεί ότι η ανακύκλωση και το ξέπλυμα φθαρμένων πολιτικών προσώπων, που αποτελεί συνηθισμένη πρακτική των κομμάτων εξουσίας, δεν πρέπει να υιοθετείται και να επαναλαμβάνεται από την Αριστερά. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλοι πρέπει να αποκλειστούν δια ροπάλου. Αλλά οι εξαιρέσεις πρέπει να στηρίζονται σε αιτιολογίες που είναι προφανείς στην κοινωνία. Να μην χρειάζονται δικαιολογίες και εξωραϊσμούς.

Μια συμμαχία πλατιά και ανοιχτόκαρδη, δεν ενισχύεται περιλαμβάνοντας πρόσωπα στιγματισμένα από προηγούμενους, και μάλιστα πολύ πρόσφατους, αρνητικούς ρόλους. Άνοιγμα στην κοινωνία δεν μπορεί να σημαίνει μεταγραφές φθαρμένων και μετακινούμενων παραγόντων και παραγοντίσκων. Ούτε οι πολιτικές μετακινήσεις μπορεί να εξομοιώνονται με τις ποδοσφαιρικές μεταγραφές. Η κατακρήμνιση της ΔΗΜΑΡ και η άνοδος του ΠΟΤΑΜΙΟΥ αποτελούν ηχηρά μηνύματα της κοινωνίας προς την κατεύθυνση της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού και της απόρριψης αυτών που έχουν μαγαρίσει την ψήφο τους.

Μηχανισμοί εναντίον δημοκρατίας


Εάν πραγματικά θέλουμε τον ΣΥΡΙΖΑ των μελών, θα πρέπει να επιζητούμε τις συμμαχίες των πολιτών. Αλλά και τα δύο προσκρούουν όχι μόνο σε αντικειμενικούς παράγοντες, που δεν είναι λίγοι, αλλά και σε υποκειμενικούς, στους οποίους μπορείς να παρέμβεις πιο άμεσα και αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, το έλλειμμα δημοκρατίας στον ΣΥΡΙΖΑ δυσχεραίνει πάρα πολύ τη λειτουργία του. Γιατί το ανεχόμαστε;

«Δυναμικά νέα στρώματα που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ βλέποντας την ελάχιστα δημοκρατική οργάνωσή του, τις φατρίες και ένα διαμορφωμένο κομματικό κατεστημένο, όχι και πολύ φιλικό σε πολλές-πολλές αλλαγές, απλώς στάθηκαν στη γωνία», αναφέρουν στο κοινό κείμενό τους οι Σπύρος Λαπατσιώρας και Γιάννης Μηλιός (9/6/14).

Το έλλειμμα δημοκρατίας δυσχεραίνει την ελεύθερη ζύμωση των απόψεων, την ανεμπόδιστη κυκλοφορία των ιδεών, την ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας των μελών, την ανάπτυξη της εποικοδομητικής κριτικής-αυτοκριτικής, την προσέλκυση νέων μελών με υψηλά πνευματικά, επαγγελματικά κ.λπ. προσόντα, την ανάδειξη των πραγματικά πιο άξιων μελών και την ανανέωση του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, υποσκάπτει τη φυσιογνωμία του φορέα, τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία και υπονομεύει τον τρόπο διακυβέρνησης σε περίπτωση ανάληψης αυτού του τόσο δύσκολου έργου.

«Στο διάστημα της προεκλογικής περιόδου παροξύνθηκαν φαινόμενα που υπονομεύουν τη συλλογικότητα και τραυματίζουν την “ψυχή” της Αριστεράς. Τόσο η αδρανοποίηση των εκλεγμένων οργάνων κι η ενίσχυση εξωθεσμικών κέντρων αποφάσεων, όσο και η αποχαλίνωση του παραγοντισμού και της διγλωσσίας, έπληξαν τη δημοκρατία κι έφθειραν την αποτελεσματικότητα.» (Απόφαση τελευταίας Κ.Ε.)

Δυστυχώς, όλες οι γραπτές και προφορικές αναφορές στη δημοκρατία δεν έχουν το απαραίτητο αντίκρισμα στην πράξη. Ούτε οι κριτικές για την έλλειψή της αντιστοιχούν σε ανάλογες στάσεις. Παραδείγματος χάριν, είναι χαρακτηριστική η αναφορά στη δημοκρατία στο κείμενο των «53». Όμως, στην πλειονότητά τους, οι υπογράφοντες, δεν αντιστάθηκαν στις αλλεπάλληλες μεθοδεύσεις, στα παζάρια και τις λίστες, που αποτελούν καθεστώς, παρασκηνιακό και κυρίαρχο, στις εκλογικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ και, μάλιστα, μερικοί πρωτοστατούν στις μεθοδεύσεις των μηχανισμών για την αδιαφανή κατανομή των πόστων και την επιβολή των επιλογών των πιο ισχυρών ομάδων.

Θυμίζω, από τα πολύ πρόσφατα, την υπερψήφιση της ενιαίας λίστας των 13 περιφερειαρχών, που συμπεριλάμβανε τον Βουδούρη, τον Καρυπίδη και τη Σουλεϊμάν χωρίς δικαίωμα αξιολόγησης των υποψηφίων κατ’ άτομο, ή την παρασκηνιακή διανομή και πριμοδότηση από τις τάσεις των κομματικών υποψηφίων στο ευρωψηφοδέλτιο. Για να μην πάω στα συνέδρια, τις συνδιασκέψεις, τα καθοδηγητικά όργανα, τους υποψήφιους στους δήμους κ.ά. Οπότε…

«Κατηγορούν (τον Αλέξη Τσίπρα) ότι δεν λειτουργεί συλλογικά. Η κατηγορία δεν είναι αβάσιμη, αλλά την επιστρατεύουν τώρα, επειδή θεωρούν ότι δεν τους λαμβάνει τόσο καθοριστικά υπόψη όσο παλαιότερα… Οι εσωκομματικοί συσχετισμοί, όμως, αντανακλούν την εκλογική βάση του 3-5% κι όχι του 27%», γράφει ο Σταύρος Λυγερός στη Realnews (19/6/14) σχολιάζοντας το κείμενο των «53».

Η αναφορά στη δημοκρατία δεν μπορεί να γίνεται επιλεκτικά, ούτε αόριστα, σαν να υπάρχει κάποιος αόρατος δαίμων της δημοκρατίας που ευθύνεται για την έλλειψή της. Η ευθύνη συνδέεται με άτομα και με μηχανισμούς. Η ενίσχυση της δημοκρατίας προϋποθέτει αυτοκριτική και ριζική αλλαγή νοοτροπιών, πρακτικών και στάσεων, ιδίως αυτών που την επικαλούνται, αλλιώς είναι κούφια.

Με ή χωρίς νέους;


Το έλλειμμα δημοκρατίας επηρεάζει καθοριστικά και την προσέλκυση της νεολαίας στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί ειδικά οι ευαισθητοποιημένοι νέοι θέλουν κάτι καλύτερο, κάτι ανώτερο απ’ αυτό που γνώρισαν και το οποίο χρεοκόπησε όχι μόνο οικονομικά, αλλά και ηθικά. Αυτό το καλύτερο, το ηθικά και πολιτισμικά ανώτερο, καθιστά ένα ρεύμα, ένα κίνημα, ένα φορέα, ελκυστικό στους νέους που έχουν διάθεση για συμμετοχή και αγώνα.

Ένας νέος με κοινωνική συνείδηση θέλει από την Αριστερά ένα διαφορετικό ανθρωποπεριβάλλον, ποιοτικά διαφορετικό από το δοκιμασμένο και φτυσμένο των αστικών κομμάτων. Θέλει ειλικρίνεια και διαφάνεια. Δεν θέλει μηχανισμούς και παράκεντρα εξουσίας. Και θέλει να συμμετέχει σε κάτι που τρέχει γρήγορα, που είναι σύγχρονο, φρέσκο και πρωτότυπο, πρόπλασμα ενός αλλιώτικου κόσμου.

Το έδειξε με τα πολύμορφα κινήματα των πόλεων, με τις καταλήψεις και τις πλατείες. Το δείχνει, εμμέσως πλην σαφώς, στις κάλπες. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει το μεγαλύτερο ποσοστό στους νέους, η συμμετοχή των νέων που τον ψήφισαν στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο μικρή που σχεδόν δεν καταγράφεται στατιστικά. Αυτό, όμως, δεν αντιμετωπίζεται με σύντομες αναφορές, ευχές και εξαγγελίες στις αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής. Ούτε, απ’ ό,τι φάνηκε στις φοιτητικές εκλογές, με μια οργάνωση νεολαίας που πιέζεται άνωθεν να λειτουργεί με τα μέτρα και τα σταθμά του παλιού μοντέλου.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ανησυχητική πτώση στις μικρές ηλικίες, οι οποίες κερδήθηκαν από το Ποτάμι.» (τελευταία απόφαση Κ.Ε.)

Το πρόβλημα των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με τη νεολαία δεν είναι πρωτίστως οργανωτικό. Είναι πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό. Είναι δημοκρατικό, ηθικό, αισθητικό και οραματικό. Είναι επαγγελματικό, επικοινωνιακό, τεχνολογικό και ηλικιακό. Ένας νέος σε μια οργάνωση μελών του ΣΥΡΙΖΑ αισθάνεται άβολα. Ούτε οι ηλικίες, ούτε οι αντιλήψεις, ούτε οι μεθοδεύσεις, ούτε το περιεχόμενο τον προσελκύουν. Οι κώδικες του φαίνονται ξεπερασμένοι, οι προτεραιότητες άκαιρες, οι ηλικιακές διαφορές αγεφύρωτες, τα ενδιαφέροντα και ο ακτιβισμός πολύ αναχρονιστικά και η τάση για καπέλωμα έντονη. Στον 21ο αιώνα, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με γκαζοζέν. Οι νέοι μάς ψηφίζουνε μαζικά, αλλά δεν θέλουν πολλά-πολλά μαζί μας. Το επισημαίνει η απόφαση, αλλά φτάνει η επισήμανση; Είναι, μήπως, κάτι καινούργιο, που το καταλάβαμε τώρα;

Κάθε φορά χρειαζόμαστε ψύχραιμη εκτίμηση των γεγονότων. Ούτε μηδενισμοί ούτε θριαμβολογίες. Η συνεχιζόμενη κατάρρευση των πάσης φύσεως μνημονιακών, η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η αποχή 535 χιλιάδων πολιτών που ψήφισαν το 2012 (Γ. Μαυρής, Εφημερίδα των Συντακτών, 21/6/14), η μετακίνηση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ σε άλλα κόμματα (απόφαση Κ.Ε.) και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να προσελκύσει έστω κάποιους από τους 855 χιλιάδες ψηφοφόρους που έχασαν Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, πρέπει να αξιολογηθούν σωστά, άμεσα και εποικοδομητικά.

Δεν θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει κιόλας κηρύξει συναγερμό; Δεν θα έπρεπε να δει σοβαρά και σε βάθος τη συνολική πολιτική του στόχευση και την οργανωτική του κατάσταση; Γιατί, πώς θα δημιουργήσει ή πώς θα ενισχύσει κινήματα όταν χωλαίνει εσωτερικά; Πώς θα δημιουργήσει συνθήκες πραγματικής ανατροπής και όχι υπό τη μορφή προεκλογικού πυροτεχνήματος; Ήδη το πληρώσαμε ακριβά αυτό στις δημοτικές εκλογές κι ας το υποβαθμίζουμε προτάσσοντας τις λίγες, αλλά σημαντικές επιτυχίες μας. Και χωρίς μια γερή βάση κι ένα ισχυρό κίνημα παντού, πού θα στηριχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ για να συγκρουστεί με τα μεγάλα συμφέροντα και να εφαρμόσει τα φιλολαϊκά του μέτρα εάν σχηματίσει κυβέρνηση;

Εντάξει, όλα τα έχουμε επισημάνει. Αλλά δεν θα κριθούμε απ’ αυτό. Θα κριθούμε από το βαθμό ανταπόκρισης στις επισημάνσεις τις δικές μας και του κόσμου. Θα κριθούμε από το αποτέλεσμα των ενεργειών μας και από το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών μας θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η νίκη στον αγώνα ζωής και θανάτου που είναι σε εξέλιξη.

Ο Στέλιος Ελληνιάδης, είναι μέλος της κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ

Από το Δρόμο της Αριστεράς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου