Editorial του Δρόμου
Η ΔΕΗ είναι η μεγαλύτερη δημόσια επιχείρηση της χώρας που περνά προς ιδιωτική «εκκαθάριση», και οδεύει στο τελικό στάδιο της μεταμόρφωσης από μια επιχείρηση υπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος σε μια ιδιωτική εταιρία που «υπηρετεί» πελάτες. Για το ΣΥΡΙΖΑ το τι θα κάνει ειδικά με την ΔΕΗ αν και όταν έρθει στην κυβέρνηση θα αποτελέσει λυδία λίθο της όλης πολιτικής του απέναντι στο ζήτημα ιδιωτικό-δημόσιο, ιδιωτικοποιήσεις, επανεθνικοποιήσεις κ.λπ.
Το νομοσχέδιο ψηφίζεται σε μια περίοδο όπου, διεθνώς, σίγουρα δεν βρισκόμαστε στο απόγειο της ορμής του θατσερισμού, το οποίο έχει παρέλθει. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων σε μια σειρά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ήταν τέτοια ώστε, ανεξάρτητα του τι θα πουν οι ορκισμένοι, πληρωμένοι και λοιποί απολογητές του θατσερισμού, πολύς κόσμος σε όλο τον πλανήτη συνειδητοποιεί, τρεις δεκαετίες τώρα, ότι η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων στην καλύτερη περίπτωση δεν φέρνει τα αποτελέσματα που διαφήμιζαν οι εμπνευστές τους, ενώ επιφέρει πολλά που δεν τους είχαν πει. Τέλος, σε χώρες όπως η Βολιβία ή η Αργεντινή επιχειρούνται ξανά εθνικοποιήσεις μετά από πολλά χρόνια, σε μια προσπάθεια ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας.
Μοιάζει, λοιπόν, να εισερχόμαστε διεθνώς από τον αστερισμό του θατσερισμού σε έναν νέο αστερισμό. Παρ’ όλα αυτά, η ιδεολογική ηγεμονία και υπεροχή του νεοφιλελευθερισμού είναι ακόμη παρούσα και ειδικά στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων πολλά βιώματα και η εικόνα που παρουσιάζει συνολικά το (καπιταλιστικό – για να μην ξεχνιόμαστε) Δημόσιο στη χώρα μας εγγυάται πως η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα γίνεται από δυσμενείς αρχικούς όρους.
Το μειονέκτημα αυτό επιτείνεται από δυο αντιφατικές, μεταξύ τους, αμαρτίες της Αριστεράς. Η μια αμαρτία μοιάζει σχεδόν να αδιαφορεί για τις υπαρκτές παθογένειες του Δημόσιου, ειδικά στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας όχι έναν άλλο δημόσιο τομέα, μακριά από αυτόν που κυριαρχεί και βιώνουμε σήμερα, αλλά το Δημόσιο γενικά. Η δεύτερη, εξίσου… αμαρτωλή, προσχωρεί σε μια διάθεση διαπραγμάτευσης για λιγότερο δημόσιο και περισσότερο ιδιωτικό χώρο και αρκετή αγορά, μοιάζοντας να αποτελεί περισσότερο μια εξ αριστερών ντροπαλή αποδοχή των ιδεολογημάτων του θατσερισμού, παρά ένα εναλλακτικό και αντίπαλο στον νεοφιλελευθερισμό όραμα.
Το αν θα ξανακερδίσει η Αριστερά την ηγεμονία και υπεροχή από το νεοφιλελευθερισμό στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων και αλλού, είναι κρίσιμο ζήτημα. Αλλά γα να κερδίσει θα πρέπει να μην υποπίπτει σε καμιά από τις παραπάνω αμαρτίες. Η περίπτωση της ΔΕΗ ήταν και είναι κλασική, καραμπινάτη περίπτωση που και μόνο η ύπαρξή της αποδεικνύει την ανωτερότητα μιας τέτοιας δημόσιας επιχείρησης έναντι οιασδήποτε άλλης λύσης στις δεκαετίες που πέρασαν, σε επίπεδο κάλυψης κοινωνικών αναγκών, δημοσίου συμφέροντος και ανάπτυξης. Και εξίσου προδιαγράφει δύο εντελώς διαφορετικές προοπτικές ανάμεσα σε μια ΔΕΗ δημόσια και μια πολυδιασπασμένη, κυρίαρχα ιδιωτική ΔΕΗ.
Το ότι με δυσκολία φτάνουμε να πείθουμε για το υπό άλλες συνθήκες αυτονόητο, σχετίζεται με την έλλειψη ενός συνολικότερου οράματος κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης και της επικοινώνησής του σε πλατύτερα στρώματα.
Η ΔΕΗ είναι η μεγαλύτερη δημόσια επιχείρηση της χώρας που περνά προς ιδιωτική «εκκαθάριση», και οδεύει στο τελικό στάδιο της μεταμόρφωσης από μια επιχείρηση υπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος σε μια ιδιωτική εταιρία που «υπηρετεί» πελάτες. Για το ΣΥΡΙΖΑ το τι θα κάνει ειδικά με την ΔΕΗ αν και όταν έρθει στην κυβέρνηση θα αποτελέσει λυδία λίθο της όλης πολιτικής του απέναντι στο ζήτημα ιδιωτικό-δημόσιο, ιδιωτικοποιήσεις, επανεθνικοποιήσεις κ.λπ.
Το νομοσχέδιο ψηφίζεται σε μια περίοδο όπου, διεθνώς, σίγουρα δεν βρισκόμαστε στο απόγειο της ορμής του θατσερισμού, το οποίο έχει παρέλθει. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων σε μια σειρά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ήταν τέτοια ώστε, ανεξάρτητα του τι θα πουν οι ορκισμένοι, πληρωμένοι και λοιποί απολογητές του θατσερισμού, πολύς κόσμος σε όλο τον πλανήτη συνειδητοποιεί, τρεις δεκαετίες τώρα, ότι η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων στην καλύτερη περίπτωση δεν φέρνει τα αποτελέσματα που διαφήμιζαν οι εμπνευστές τους, ενώ επιφέρει πολλά που δεν τους είχαν πει. Τέλος, σε χώρες όπως η Βολιβία ή η Αργεντινή επιχειρούνται ξανά εθνικοποιήσεις μετά από πολλά χρόνια, σε μια προσπάθεια ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας.
Μοιάζει, λοιπόν, να εισερχόμαστε διεθνώς από τον αστερισμό του θατσερισμού σε έναν νέο αστερισμό. Παρ’ όλα αυτά, η ιδεολογική ηγεμονία και υπεροχή του νεοφιλελευθερισμού είναι ακόμη παρούσα και ειδικά στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων πολλά βιώματα και η εικόνα που παρουσιάζει συνολικά το (καπιταλιστικό – για να μην ξεχνιόμαστε) Δημόσιο στη χώρα μας εγγυάται πως η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα γίνεται από δυσμενείς αρχικούς όρους.
Το μειονέκτημα αυτό επιτείνεται από δυο αντιφατικές, μεταξύ τους, αμαρτίες της Αριστεράς. Η μια αμαρτία μοιάζει σχεδόν να αδιαφορεί για τις υπαρκτές παθογένειες του Δημόσιου, ειδικά στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας όχι έναν άλλο δημόσιο τομέα, μακριά από αυτόν που κυριαρχεί και βιώνουμε σήμερα, αλλά το Δημόσιο γενικά. Η δεύτερη, εξίσου… αμαρτωλή, προσχωρεί σε μια διάθεση διαπραγμάτευσης για λιγότερο δημόσιο και περισσότερο ιδιωτικό χώρο και αρκετή αγορά, μοιάζοντας να αποτελεί περισσότερο μια εξ αριστερών ντροπαλή αποδοχή των ιδεολογημάτων του θατσερισμού, παρά ένα εναλλακτικό και αντίπαλο στον νεοφιλελευθερισμό όραμα.
Το αν θα ξανακερδίσει η Αριστερά την ηγεμονία και υπεροχή από το νεοφιλελευθερισμό στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων και αλλού, είναι κρίσιμο ζήτημα. Αλλά γα να κερδίσει θα πρέπει να μην υποπίπτει σε καμιά από τις παραπάνω αμαρτίες. Η περίπτωση της ΔΕΗ ήταν και είναι κλασική, καραμπινάτη περίπτωση που και μόνο η ύπαρξή της αποδεικνύει την ανωτερότητα μιας τέτοιας δημόσιας επιχείρησης έναντι οιασδήποτε άλλης λύσης στις δεκαετίες που πέρασαν, σε επίπεδο κάλυψης κοινωνικών αναγκών, δημοσίου συμφέροντος και ανάπτυξης. Και εξίσου προδιαγράφει δύο εντελώς διαφορετικές προοπτικές ανάμεσα σε μια ΔΕΗ δημόσια και μια πολυδιασπασμένη, κυρίαρχα ιδιωτική ΔΕΗ.
Το ότι με δυσκολία φτάνουμε να πείθουμε για το υπό άλλες συνθήκες αυτονόητο, σχετίζεται με την έλλειψη ενός συνολικότερου οράματος κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης και της επικοινώνησής του σε πλατύτερα στρώματα.
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου