Του Τάσου Βαρούνη
«Η καλή διακυβέρνηση είναι η διακυβέρνηση εκείνων που δεν επιθυμούν να κυβερνήσουν. Αν υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που θα πρέπει να αποκλειστούν από τον κατάλογο όσων ενδείκνυται να κυβερνήσουν, σε αυτήν ανήκουν εκείνοι που μηχανορραφούν για την απόκτηση της εξουσίας».
Τι είναι αυτό που προσφέρει στους ανθρώπους το αίσθημα «σημαντικότητας»; Πού ψάχνουμε την «αναγνώριση» και πόσο αδιάφοροι είμαστε πραγματικά για το «κύρος»; Κι αν αυτά τα ερωτήματα φαντάζουν φιλοσοφικά ή διαχρονικά, ας τα τοποθετήσουμε στο πεζό περιβάλλον του προεκλογικού αγώνα. Γιατί, συχνά, πίσω από το «αδιαπραγμάτευτο» των επαναστατικών μας διακηρύξεών, κρύβονται αφετηρίες, επιδιώξεις και ψυχολογίες πιο μπερδεμένες.
Στο διά ταύτα λοιπόν: Γιατί είναι τόσοι πολλοί οι σύντροφοι που θέλουν να είναι υποψήφιοι βουλευτές; Γιατί τέτοια προσφορά; Είναι μονάχα η ανιδιοτελής συμμετοχή σ’ έναν αγώνα ή υπάρχει και κάτι ακόμα; Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για πολλά ακόμα είδη «θέσεων»: Όργανα και τίτλοι, βαθμίδες, καθοδηγήσεις και προσφωνήσεις. Πράγματα που καταγράφουν ανούσιες -έως κι επικίνδυνες- «ιδιότητες» στους ανθρώπους, αναπληρώνοντας δυστυχώς άλλες πολύ σημαντικότερες. Τις ιδιότητες που πρέπει να παραχθούν μέσα στους αγώνες και απόλυτα αναγκαίες, αν μιλάμε από τη σκοπιά της χειραφέτησης. Μπορούμε να το πούμε και πιο απλά και χωρίς κομψότητα: Μέσα στα πολλά μέτωπα που έχουμε, ας εφεύρουμε κι ένα ακόμα. Μέτωπο στο «ψώνιο» που έχει ο καθένας μέσα του ή που περιφέρεται δίπλα του. Μάλλον δεν θα νικήσουμε αλλά τουλάχιστον ας μην είμαστε και ανυποψίαστοι. Γιατί μια νέα κοινωνική συνείδηση δεν χρειάζεται μόνο για τους «άλλους», την «κοινωνία», αλλά σίγουρα και για εμάς.
Η πορεία για την αλλαγή αυτού του κόσμου χρειάζεται τη δική της αξιοκρατία. Δικά της μέτρα και σταθμά. Όχι δανεικά. Κι αν το απόσπασμα του Ζακ Ρανσιέρ -μελετώντας τον Πλάτωνα- στην αρχή του άρθρου μάς ταξιδεύει μακριά, μπορούμε να σκεφτούμε την ίδια μας την εμπειρία. Το κίνημα των πλατειών δεν είχε εκπροσώπους. Κανείς δεν μπορούσε να μιλάει εξ ονόματός του. Είχε ψηλά την ισοτιμία. Για την ακρίβεια δεν θα μπορούσε να υπάρξει δίχως αυτή. Εκεί μετρούσε η προσφορά και όχι το «ποιος ήσουν». Η πρώτη ομάδα που δημιουργήθηκε στο Σύνταγμα ήταν αυτή της καθαριότητας, γιατί έπρεπε να μαζευτούν τα σκουπίδια από την πλατεία. Δηλαδή, κάτι που γεννήθηκε από τις πραγματικές ανάγκες ενός αγώνα και όχι από κάποια τετριμμένα ήθη. Οι Podemos, πάλι, έχουν ψηλά το θέμα μιας άλλης ηθικής. Όχι μόνο ως επίκληση αλλά και ως απαίτηση για δικλείδες ασφαλείας, καθότι ο άνθρωπος είναι… «ανοιχτό πεδίο δυνατοτήτων». Θα είναι κρίμα αν όλες αυτές οι ιδέες, ο πραγματικός μας πλούτος, δεν χρωματίσουν την υπαρκτή πολιτική μας.
Τέλος. Μακάρι να είχαμε κάνει όσα έπρεπε. Τότε, χιλιάδες «συνηθισμένοι άνθρωποι» θα ήταν στα ψηφοδέλτιά μας, συμμετέχοντας σε μια μεγάλη προσπάθεια ν’ αλλάξουμε τις ζωές μας. Τότε δεν θα είχαμε ανάγκη από κριτήρια υποψηφίων γιατί ο «αγωνιζόμενος λαός» θα ήταν αρκετός. Δεν ζούμε, όμως, αυτό. Μα ακόμα κι έτσι πρέπει να δοθεί μια μάχη. Καλή τύχη, λοιπόν, σε όλους τους ανιδιοτελείς συντρόφους. Σε όσους αποτελούν κομμάτι αυτού του λαού, που στάθηκαν με αξιοπρέπεια και αγωνίστηκαν όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο, που θα αντιμετωπίσουν με ριζοσπαστική ματιά και κουράγιο την όποια επόμενη μέρα.
Δυστυχώς, βέβαια, υπάρχει ακόμα μια κατηγορία. Συζητάμε -και ανεχόμαστε- ακόμα εντός Αριστεράς για όλους αυτούς που αντιμετωπίζουν την πολιτική ως «δούναι και λαβείν». Που ορίζουν τη στάση τους απέναντι στις εξελίξεις με γνώμονα την αφεντομουτσουνάρα τους. Γι’ αυτούς που ο λαός είναι το μέσο και τα προβλήματά του το διαβατήριό τους. Ας είμαστε ειλικρινείς: Η ιδιοτέλεια δεν αφορά μονάχα τους άλλους, ούτε μετριέται αποκλειστικά με ευρώ. Η «προώθηση», η «ανέλιξη», η «εξασφάλιση» ανήκουν κι αυτές στα προσδοκώμενα προσωπικά οφέλη. Γεννούν όμως και αντίστοιχες εξαρτήσεις.
Το ένα πρόβλημα εδώ είναι το καθαρά πολιτικό: Γιατί πρέπει η πορεία της χώρας ή έστω η προσπάθεια ενός εγχειρήματος (ας πούμε του ΣΥΡΙΖΑ) να είναι όμηρος ανθρώπων που ενδιαφέρονται κυρίως για το πλασάρισμά τους στο νέο πολιτικό τοπίο αλλά και διαπιστωμένα αναξιόπιστων όπως ο Φώτης και η παρέα του; Το άλλο πρόβλημα είναι πιο κρυμμένο αλλά εξίσου σοβαρό: Τι αφήνει πάνω στο σώμα της Αριστεράς η αποδοχή τέτοιων πρακτικών; Γιατί οι επιλογές διαμορφώνουν το υποκείμενο, δεν είναι απλά παράγωγές του. Είμαστε ό,τι παλεύουμε. Κοινώς, όσο υιοθετούμε τέτοιες στάσεις, άλλο τόσο «χαλάμε». Η Ιστορία μας διδάσκει πολλά.
«Η καλή διακυβέρνηση είναι η διακυβέρνηση εκείνων που δεν επιθυμούν να κυβερνήσουν. Αν υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που θα πρέπει να αποκλειστούν από τον κατάλογο όσων ενδείκνυται να κυβερνήσουν, σε αυτήν ανήκουν εκείνοι που μηχανορραφούν για την απόκτηση της εξουσίας».
Τι είναι αυτό που προσφέρει στους ανθρώπους το αίσθημα «σημαντικότητας»; Πού ψάχνουμε την «αναγνώριση» και πόσο αδιάφοροι είμαστε πραγματικά για το «κύρος»; Κι αν αυτά τα ερωτήματα φαντάζουν φιλοσοφικά ή διαχρονικά, ας τα τοποθετήσουμε στο πεζό περιβάλλον του προεκλογικού αγώνα. Γιατί, συχνά, πίσω από το «αδιαπραγμάτευτο» των επαναστατικών μας διακηρύξεών, κρύβονται αφετηρίες, επιδιώξεις και ψυχολογίες πιο μπερδεμένες.
Στο διά ταύτα λοιπόν: Γιατί είναι τόσοι πολλοί οι σύντροφοι που θέλουν να είναι υποψήφιοι βουλευτές; Γιατί τέτοια προσφορά; Είναι μονάχα η ανιδιοτελής συμμετοχή σ’ έναν αγώνα ή υπάρχει και κάτι ακόμα; Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για πολλά ακόμα είδη «θέσεων»: Όργανα και τίτλοι, βαθμίδες, καθοδηγήσεις και προσφωνήσεις. Πράγματα που καταγράφουν ανούσιες -έως κι επικίνδυνες- «ιδιότητες» στους ανθρώπους, αναπληρώνοντας δυστυχώς άλλες πολύ σημαντικότερες. Τις ιδιότητες που πρέπει να παραχθούν μέσα στους αγώνες και απόλυτα αναγκαίες, αν μιλάμε από τη σκοπιά της χειραφέτησης. Μπορούμε να το πούμε και πιο απλά και χωρίς κομψότητα: Μέσα στα πολλά μέτωπα που έχουμε, ας εφεύρουμε κι ένα ακόμα. Μέτωπο στο «ψώνιο» που έχει ο καθένας μέσα του ή που περιφέρεται δίπλα του. Μάλλον δεν θα νικήσουμε αλλά τουλάχιστον ας μην είμαστε και ανυποψίαστοι. Γιατί μια νέα κοινωνική συνείδηση δεν χρειάζεται μόνο για τους «άλλους», την «κοινωνία», αλλά σίγουρα και για εμάς.
Περί αξιοκρατίας κι ισοτιμίας
Η πορεία για την αλλαγή αυτού του κόσμου χρειάζεται τη δική της αξιοκρατία. Δικά της μέτρα και σταθμά. Όχι δανεικά. Κι αν το απόσπασμα του Ζακ Ρανσιέρ -μελετώντας τον Πλάτωνα- στην αρχή του άρθρου μάς ταξιδεύει μακριά, μπορούμε να σκεφτούμε την ίδια μας την εμπειρία. Το κίνημα των πλατειών δεν είχε εκπροσώπους. Κανείς δεν μπορούσε να μιλάει εξ ονόματός του. Είχε ψηλά την ισοτιμία. Για την ακρίβεια δεν θα μπορούσε να υπάρξει δίχως αυτή. Εκεί μετρούσε η προσφορά και όχι το «ποιος ήσουν». Η πρώτη ομάδα που δημιουργήθηκε στο Σύνταγμα ήταν αυτή της καθαριότητας, γιατί έπρεπε να μαζευτούν τα σκουπίδια από την πλατεία. Δηλαδή, κάτι που γεννήθηκε από τις πραγματικές ανάγκες ενός αγώνα και όχι από κάποια τετριμμένα ήθη. Οι Podemos, πάλι, έχουν ψηλά το θέμα μιας άλλης ηθικής. Όχι μόνο ως επίκληση αλλά και ως απαίτηση για δικλείδες ασφαλείας, καθότι ο άνθρωπος είναι… «ανοιχτό πεδίο δυνατοτήτων». Θα είναι κρίμα αν όλες αυτές οι ιδέες, ο πραγματικός μας πλούτος, δεν χρωματίσουν την υπαρκτή πολιτική μας.
Τέλος. Μακάρι να είχαμε κάνει όσα έπρεπε. Τότε, χιλιάδες «συνηθισμένοι άνθρωποι» θα ήταν στα ψηφοδέλτιά μας, συμμετέχοντας σε μια μεγάλη προσπάθεια ν’ αλλάξουμε τις ζωές μας. Τότε δεν θα είχαμε ανάγκη από κριτήρια υποψηφίων γιατί ο «αγωνιζόμενος λαός» θα ήταν αρκετός. Δεν ζούμε, όμως, αυτό. Μα ακόμα κι έτσι πρέπει να δοθεί μια μάχη. Καλή τύχη, λοιπόν, σε όλους τους ανιδιοτελείς συντρόφους. Σε όσους αποτελούν κομμάτι αυτού του λαού, που στάθηκαν με αξιοπρέπεια και αγωνίστηκαν όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο, που θα αντιμετωπίσουν με ριζοσπαστική ματιά και κουράγιο την όποια επόμενη μέρα.
Και οι άλλοι…
Δυστυχώς, βέβαια, υπάρχει ακόμα μια κατηγορία. Συζητάμε -και ανεχόμαστε- ακόμα εντός Αριστεράς για όλους αυτούς που αντιμετωπίζουν την πολιτική ως «δούναι και λαβείν». Που ορίζουν τη στάση τους απέναντι στις εξελίξεις με γνώμονα την αφεντομουτσουνάρα τους. Γι’ αυτούς που ο λαός είναι το μέσο και τα προβλήματά του το διαβατήριό τους. Ας είμαστε ειλικρινείς: Η ιδιοτέλεια δεν αφορά μονάχα τους άλλους, ούτε μετριέται αποκλειστικά με ευρώ. Η «προώθηση», η «ανέλιξη», η «εξασφάλιση» ανήκουν κι αυτές στα προσδοκώμενα προσωπικά οφέλη. Γεννούν όμως και αντίστοιχες εξαρτήσεις.
Το ένα πρόβλημα εδώ είναι το καθαρά πολιτικό: Γιατί πρέπει η πορεία της χώρας ή έστω η προσπάθεια ενός εγχειρήματος (ας πούμε του ΣΥΡΙΖΑ) να είναι όμηρος ανθρώπων που ενδιαφέρονται κυρίως για το πλασάρισμά τους στο νέο πολιτικό τοπίο αλλά και διαπιστωμένα αναξιόπιστων όπως ο Φώτης και η παρέα του; Το άλλο πρόβλημα είναι πιο κρυμμένο αλλά εξίσου σοβαρό: Τι αφήνει πάνω στο σώμα της Αριστεράς η αποδοχή τέτοιων πρακτικών; Γιατί οι επιλογές διαμορφώνουν το υποκείμενο, δεν είναι απλά παράγωγές του. Είμαστε ό,τι παλεύουμε. Κοινώς, όσο υιοθετούμε τέτοιες στάσεις, άλλο τόσο «χαλάμε». Η Ιστορία μας διδάσκει πολλά.
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου