Του Βαγγέλη Πισσία*
Τρία μεγάλα προβλήματα
Το αναποδογύρισμα του μαρξιανού παραδείγματος, που μόλις περιγράφτηκε (δείτε το προηγούμενο φύλλο του Δρόμου ή στο www.edromos.gr), φανερώνει έλλειψη -ή και άρνηση- κατανόησης τόσο της γενικής κίνησης του κεφαλαίου, όσο και της ειδικής του κίνησης, αυτής δηλαδή που συνδέεται με τις εκάστοτε προϋποθέσεις (γενικές και ειδικές) μετατροπής του χρηματικού κεφαλαίου σε παραγωγικό κεφάλαιο.
Χρηματικό και παραγωγικό κεφάλαιο
Το αναποδογύρισμα αυτό εξηγεί το έλλειμμα τεκμηρίωσης των πρόσφατων εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ανεργίας πάνω σε αξιόπιστα ποσοτικά και προπαντός ποιοτικά μεγέθη. Στην απουσία με άλλα λόγια εξειδικευμένης ανάλυσης της εσωτερικής σχέσης του παραγωγικού κεφαλαίου (εργασία/μέσα παραγωγής), με δεδομένη την χαμηλή δυνατότητα κινητοποίησης χρηματικού ή δανειακού κεφαλαίου. Ανάλυσης όπου η «εργασία» θα προσδιορίζεται τόσο ποσοτικά, ως το ένα τμήμα δηλαδή του παραγωγικού κεφαλαίου, και αφετέρου τεχνικά, ως ένα φάσμα μορφών-τύπων παραγωγικής εργασίας κατάλληλων για την ανάπτυξη ενός ιδιότυπου και οικονομικά αποτελεσματικού παραγωγικού μοντέλου. Όπου, παράλληλα, τα «μέσα παραγωγής» θα προσδιορίζονται και αυτά τόσο ποσοτικά, ως το έτερο τμήμα του παραγωγικού κεφαλαίου, όσο και τεχνολογικά, ως ένα κατάλληλα διαρθρωμένο φάσμα τεχνικών μέσων-εξοπλισμών, κατάλληλων επίσης για την αξιοποίηση των διαθέσιμων και δημιουργούμενων μορφών παραγωγικής εργασίας, με σκοπό την μεγιστοποίηση του οικονομικού και κοινωνικού αποτελέσματος.
Τέλος, το αναποδογύρισμα του μαρξιανού -και όχι μόνο- παραδείγματος εξηγεί την έλλειψη αξιολόγησης ή επεξεργασίας παλιών και νέων μορφών βιομηχανικού κεφαλαίου (βιομηχανικό υπό την ευρεία έννοια του αγκαλιάσματος κάθε κλάδου ή τύπου της παραγωγής, όπως αναφέρει ο Μαρξ) ή αγροτικού (καλλιεργητικού ή μεταποιητικού) κεφαλαίου.
Η εμπειρία της παραγωγής και η οικονομική-τεχνική επίλυση του προβλήματός της
«Οι οικονομικές εποχές ξεχωρίζουν η μια από την άλλη όχι από το τι φτιάχνεται, αλλά από το πώς και με τι μέσα φτιάχνεται»1.
Για τον Μαρξ το πεδίο της παραγωγής και η προτεραιότητά του έναντι του πεδίου της κυκλοφορίας δεν εξετάζεται μόνο ως ένα θεωρητικό πρόβλημα της γενικής κίνησης του κεφαλαίου, αλλά και ως ένα επιστημονικο-τεχνικό πρόβλημα του καταμερισμού (και της οργάνωσης) της εργασίας σε συγκεκριμένες μορφές καπιταλιστικής παραγωγής. Πράγματι, σε εκτεταμένα μέρη του Κεφαλαίου ο Μαρξ φαίνεται να σκέφτεται περισσότερο σαν μηχανικός παραγωγής ή σαν κοινωνιολόγος της εργασίας παρά σαν οικονομολόγος. Αν και αυτή η φαινομενική εντύπωση δεν ανταποκρίνεται στην ολιστική θεώρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από τον Μαρξ, είναι εύκολα εξηγήσιμη και μπορεί να δικαιολογηθεί καθώς ο Μαρξ προσπαθεί να κατανοήσει τον πολύπλοκο κόσμο της παραγωγής εισχωρώντας όπως ο φυσιοδίφης στους μικροκόσμους της. Με ενδελεχείς περιγραφές του προτσές εργασίας της μανιφακτούρας -που στις μέρες του έχει αρχίσει να υποχωρεί- μέσω παρομοιώσεων όπως «ο σκελετός, το μυϊκό σύστημα και τα αγγεία της παραγωγής». Με αναλυτικές αναφορές στους «παραγωγικούς μηχανισμούς», στην «ειδική παραγωγική εργασία» και στην «παραγωγικότητά» της -κατ’ αρχήν της κλωστοϋφαντουργίας όπως και δεκάδων άλλων κλάδων της τότε παραγωγής- στην τάση προς εξαφάνιση του «αυτοτελούς χειροτέχνη», στους «συνδυασμούς αυτοτελών, ομοειδών ή διαφορετικών χειροτεχνιών», στην «απλοποίηση, καλυτέρευση και διαφοροποίηση των εργαλείων», «στην προσαρμογή τους στις ειδικές λειτουργίες των μερικών εργατών», στην σημασία του «συνδυασμού της δεξιοτεχνίας και της τελειοποίησης των εργαλείων-μέσων εργασίας για την βελτίωση της παραγωγικότητας»2. Με ειδικές αναφορές στη διάκριση της μανιφακτούρας σε «ετερογενή» και «οργανική», στην «μεταβλητότητα» και στην «διαιρετότητα» (ή μη) των «τεχνικών όρων του προτσές», στον «ατελή (ποιοτικό) έλεγχο των γενικών χημικών και φυσικών όρων του», στην «ατελή τεχνική ενότητα της μανιφακτούρας έναντι της βιομηχανίας» και στην «ουσιαστική διάκριση του καταμερισμού της εργασίας μέσα στην κοινωνία και μέσα στο προτσές εργασίας».
Για να προχωρήσει σε μια ευρύτερη, βαθύτερη και σε προοπτική περιγραφή της επιστημονικής και τεχνικής βάσης του προτσές εργασίας στην βιομηχανία, που τότε δυναμικά αναδύεται. Αφιερώνοντας το μεγαλύτερο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου στις μηχανές. Εκεί μελετά τη βιομηχανική –και αγροτική- εξέλιξη, εκεί παρατηρεί το πέρασμα από την μεμονωμένη αυτοτελή μηχανή στην «συνεργασία των πολλών ομοειδών μηχανών», στο «σύστημα μηχανών», στην «αρχή της συνέχειας των ξεχωριστών προτσές», στην «κεντρική αυτοματοποίηση ενός διαρθρωμένου συστήματος μηχανών», την «προσάρτηση της επιστήμης» και στην «κεφαλαιοκρατική ή προσωπική ιδιοποίησή της». Για να φτάσει στο τότε «αυτόματο εργοστάσιο… το συνιστάμενο από αναρίθμητα μηχανικά και ενσυνείδητα όργανα…».
Δεν ήταν ενός μεμονωμένου ανθρώπου αποτέλεσμα αυτή η εξαιρετική και βαθύτατα διεισδυτική διερεύνηση του παραγωγικού μυστηρίου. Τι κι αν οι τρόποι κι οι μορφές παραγωγής στο μεταξύ άλλαξαν, ώς τις μέρες μας μετεξελίχθηκαν, ενίοτε εναλλάχθηκαν, οι κλίμακες μεταβλήθηκαν, τα μικρά ηλιακά συστήματα, οι αστερισμοί και οι γαλαξίες των στοιχείων της παραγωγής διεστάλησαν, συνεστάλησαν, γνώρισαν εκρήξεις ή αφανίστηκαν. Τι κι αν εμφανίσθηκαν και αποσύρθηκαν για να επανεμφανιστούν μορφές που παραπέμπουν στο ταιϋλορικό, φορδικό και μεταφορδικό υπόδειγμα. Σημασία έχει η παρατήρηση, η εννόηση και η εν συνεχεία γνώση που προέρχεται από αυτές.
Ο Μαρξ άντλησε την γνώση που περιέλαβε στο έργο του όχι μόνο από τους οικονομολόγους της εποχής του.. Όπως, μεταξύ των πολλών δεκάδων που αναφέρει, των Αδ. Μπλανκί3, Σ. Μπμπάτζ, Γιουρ κ.ά. Ή μηχανικών όπως ο Ελ. Ουίτνι και ο Τζ. Νάσμιθ, εργοστασιαρχών όπως ο Τζ. Φίλντεν, επιθεωρητών εργασίας, επιστατών εργοστασίων κλπ. Όλων αυτών, που μέσα από τις εξαιρετικές εκθέσεις τους, ανέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο την πραγματική οικονομία του καιρού τους.
Η πρόταση της ενδογενούς ανάπτυξης
Με το ξέσπασμα της κρίσης η μακρά περίοδος παραγωγής ιδεολογίας, ως αποκλειστικού σχεδόν σκοπού, από την Ανανεωτική Αριστερά έφτασε στο τέλος της. Την διαδέχθηκε μια νέα περίοδος παραγωγής πολιτικής, ως αποκλειστικού σχεδόν και πάλι σκοπού, από τον ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο «κυβερνώσας Αριστεράς». Στο μεταξύ πέρασαν τρία τουλάχιστον χρόνια αφ’ ότου ο ΣΥΡΙΖΑ διεύρυνε σημαντικά την επιρροή του και απέκτησε την δυνατότητα ενεργοποίησης ανθρώπων ικανών να συμβάλλουν (ειδικών σε θέματα παραγωγής και κυρίως των άμεσων συντελεστών της) στην εκπόνηση ενός πραγματικού σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Όμως δεν το έπραξε. Αντίθετα, επεξεργάστηκε φόρμουλες εικονικής διαπραγμάτευσης του χρέους και σχεδίασε προγραμματισμούς «100 πρώτων ημερών» που στη συνέχεια πήραν χροιά προγράμματος. Τα παραπάνω μέλει να αποδείξουν πόση σχέση έχουν με την πραγματικότητα μέσα στους επόμενους μήνες.
Όταν, όμως, η διαπραγμάτευση του χρέους θα αποτελεί (εκ των πραγμάτων) παρελθόν κι ανεξάρτητα από τα όποια αποτελέσματά της, η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με το θεμελιώδες ζήτημα της πραγματικής της οικονομίας και ειδικότερα της παραγωγικής της βάσης. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, όσο κι αν αναζητηθούν στις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ή στα κείμενα που καταγράφουν τα συμπεράσματα εκείνων που συμμετείχαν στην διαβούλευσή του4, αναφορές που παραπέμπουν σε συγκεκριμένες αναλύσεις του παραγωγικού προβλήματος της χώρας και σε αποσαφηνισμένες οικονομικές πολιτικές, αυτές δεν ανευρίσκονται. Έτσι οι θέσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση και η περί αυτήν διαβούλευση εξαντλούνται σε μια ιδεολογικού χαρακτήρα προσέγγιση του οικονομικού-παραγωγικού ζητήματος. Η προσέγγιση αυτή καθίσταται εξαιρετικά αδύναμη όταν αντί να αυτοκαθορίζεται ως επιλογή (του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ) ενός οικονομικο-κοινωνικού αναπτυξιακού υποδείγματος της παραγωγικής βάσης, ετεροπροσδιορίζεται ως προς τις θέσεις, τα έργα και τις ημέρες αυτών που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα την χώρα.
Άλλα κείμενα όπου ορίζεται, αναλύεται, θεμελιώνεται θεωρητικά και εμπειρικά και συνάμα υποστηρίζεται (βάσει στοιχείων που αφορούν στην ελληνική ιδιαιτερότητα) το υπόδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχουν. Έτσι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνουν πολιτικό λόγο και όχι οικονομικο-κοινωνικό σχέδιο, όπου κάθε τι το καλό εμφανίζεται κι ως ευκταίο. Ακόμη και σκοποί-στόχοι δύσκολα μεταξύ τους συμβατοί ή έστω παράλληλοι (εκτός εάν διαθέτουμε ως χώρα όλους σχεδόν τους παραγωγικούς συντελεστές σε επάρκεια…) προβάλλονται χωρίς καμία αναφορά στην πολυπλοκότητα και στο οικονομικό βάρος που συνεπάγεται η εφαρμογή τους. Έτσι, οι θέσεις αναφέρονται στην στροφή προς την εσωστρέφεια όπως και στην στροφή προς την εξωστρέφεια, στην υποκατάσταση των εισαγωγών όπως και στην ανάπτυξη των εξαγωγών, στην ένταση κεφαλαίου, με εκτενή αναφορά στην χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της «γενναίας αύξησης των δημοσίων επενδύσεων» και της δημιουργίας πολύμορφου και εκτεταμένου τραπεζικού δικτύου, όπως και στη ένταση εξειδικευμένης εργασίας, κατά κύριο λόγο επιστημονικής, στην υψηλή χρηματοδότηση της έρευνας κλπ.
Καλά όλα αυτά, εύκολα γράφονται όμως πολύ δύσκολα επιτυγχάνονται καθώς οι όροι και οι προϋποθέσεις που τα δημιουργούν δεν θα προκύψουν από ένα άξαφνο οικονομικό big bang ούτε από ένα, όχι πολύ πιθανό, «ευρωπαϊκό αναπτυξιακό Σχέδιο τύπου Μάρσαλ από το οποίο θα επωφεληθεί και η Ελλάδα…»5. Αν όμως αυτή η τελευταία ευχή -αν όχι προσευχή…- του ΣΥΡΙΖΑ δεν πιάσει (έστω κι αν σε αυτήν συμπυκνώνεται η ατυχής -τουλάχιστον…- θέση για μια μάλλον εξωγενή παραγωγική ανασυγκρότηση), τότε οι σκέψεις που οδήγησαν σε αυτήν πρέπει να αναπροσανατολιστούν προς μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση. Να προσανατολιστούν δηλαδή προς την κατεύθυνση της δημιουργίας προϋποθέσεων (για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος) μέσα στο προτσές συσσώρευσης και μέσω της εφαρμογής ενός κατάλληλου και ρεαλιστικού σχεδίου ανάπτυξης, πάει να πει διά της χρήσεως πεπερασμένων ανθρώπινων και υλικοτεχνικών πόρων σε περίοδο, μάλιστα, βαθιάς κρίσης…
Για να μην θεωρηθεί άδικη ωστόσο η πιο πάνω κριτική θα επισημανθεί εδώ η μια -και μοναδική- αναφορά σε υπόδειγμα παραγωγικής μεγέθυνσης που περιέχεται στο κείμενο διαβούλευσης του προγράμματος θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ – και όχι στο πρόγραμμα θέσεών του που δεν περιέχει καμία… Μια αναφορά που διατυπώνεται ως κριτική στο πρόγραμμα της Ν.Δ. και αναφέρεται στο υπόδειγμα της ενδογενούς μεγέθυνσης. Στην αναφορά αυτή το πρόγραμμα της Ν.Δ. υποβάλλεται σε κριτική γιατί δεν παρουσιάζει «τα εργαλεία και της προϋποθέσεις για μια πραγματική ενδογενή ανάπτυξη, που θα απαιτούσε σημαντικές δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως η παιδεία, η έρευνα και η τεχνολογία, οι υποδομές κλπ…».
Επιτέλους, «είδομεν φως αληθινόν» θα έλεγε κανείς, όμως η συνέχεια τον διαψεύδει.
Η απουσία ίχνους (έστω) συγκεκριμένου προσδιορισμού του εξαιρετικά ενδιαφέροντος και γόνιμου αυτού υποδείγματος απουσιάζει… Απουσία που το ακυρώνει και το καθιστά ανενεργό, καθώς η θεωρία της ενδογενούς μεγέθυνσης6 δεν συγκροτήθηκε ως σώμα θεωρητικό από ένα και μοναδικό υπόδειγμα αλλά από μια ακολουθία θεωρητικών υποδειγμάτων που άλλοτε -και αλλού- συγκλίνουν, ή αποκλίνουν ή και συγκρούονται μεταξύ τους ακόμη, σε θέματα που αφορούν στις βασικές τους αρχές και υποθέσεις.
Στα όρια του παρόντος άρθρου η αναφορά στα ζητήματα που εξετάζει η θεωρία της ενδογενούς μεγέθυνσης δεν είναι βέβαια εφικτή. Καθώς, όμως, τα βασικά υποδείγματα ενδογενούς μεγέθυνσης διαφοροποιούνται, υποβαλλόμενα σε έντονη εσωτερική (μεταξύ τους) και εξωτερική κριτική, σκόπιμο είναι να κατατεθούν τα ελάχιστα, ενδεικτικά σημεία που οριοθετούν ένα ωφέλιμο, συμβατό με τις γενικές ιδέες της αριστεράς, αναγκαίο και ικανό για την προκοπή της χώρας, υπόδειγμα ενδογενούς ανάπτυξης. Τα σημεία αυτά είναι:
Α) Η επεξεργασία και συγκρότηση ενός τέτοιου υποδείγματος να συντελείται σε περιοχές συνάντησης και θα λέγαμε αλληλοτομίας της μαρξιστικής και της κεϊνσιανής θεωρίας με την σουμπετεριανή θεωρία. Η συνεισφορά αυτής της τελευταίας στην δημιουργία της θεωρίας της ενδογενούς ανάπτυξης υπήρξε άλλωστε καθοριστική.
Β) Το υπόδειγμα ενδογενούς ανάπτυξης οφείλει να συντίθεται και να προσδιορίζεται ως προς δύο κύριους άξονες: Της καινοτομίας και της συσσώρευσης φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι δύο αυτοί άξονες δεν αναφέρονται σε δύο διακριτές και σχετικά ανεξάρτητες μεταξύ τους κατηγορίες αιτίων, όπου η μία υπερέχει και καθορίζει μονοσήμαντα την άλλη, αλλά σε δύο πλευρές ενός ενιαίου προτσές.
Γ) Δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που συντελούν στη συνεχή ανανέωση της παραγωγικής βάσης και στην καινοτομία, παράλληλα με την δημιουργία των μηχανισμών πολιτικού-κοινωνικού ελέγχου και ρύθμισης.
Δ) Η επεξεργασία του υποδείγματος συνεπάγεται ρήξη με υποδείγματα ενδογενούς ανάπτυξης νεοκλασικής θεωρητικής προέλευσης που θεωρούν τα προϊόντα δεδομένα, την τεχνολογία εξωγενή και την παραγωγική μονάδα απλά τόπο εφαρμογής της. Αντίθετα το υπόδειγμα θεωρεί την τεχνική πρόοδο ενδογενή, την διακρίνει σε δύο συμπληρωματικά μεταξύ τους και αλληλεπιδρώντα προτσές όπου: στο πρώτο η τεχνική πρόοδος προέρχεται από την αξιοποίηση της εμπειρίας και δια μέσου της πρακτικής, στο δεύτερο, το προτσές προόδου της βασικής καινοτομίας, συνδέεται με την έρευνα.
Σύντομο συμπέρασμα
Δεν μπορούν βέβαια να αποδοθούν ικανοποιητικά όλα όσα γράφτηκαν για την παραγωγή και τις τεχνικές και οργανωσιακές διαδικασίες της μέσα σε αυτές τις λίγες αράδες. Μπορούν ωστόσο να αποκαλύψουν μια οικονομική κουλτούρα που χάθηκε από τον ορίζοντα της Αριστεράς και που ιδιαίτερα ελλείπει από αυτήν της κυβερνώσας…
Γιατί σήμερα στη χώρα μας, οι περισσότεροι από τους υπηρετούντες την οικονομική επιστήμη πολιτικούς ταγούς, ιδιαίτερα το οικονομικό επιτελείο της προοριζόμενης να κυβερνήσει Αριστεράς, δεν δείχνει ενδιαφέρον για την παραγωγική διαδικασία, ως την συγκεκριμένη γενεσιουργό τεχνική και εργασιακή διαδικασία, την συνυφασμένη με τον κύκλο κίνησης του κεφαλαίου.
Αντίθετα, ξοδεύουν το επιστημονικό τους ενδιαφέρον στο παράπλευρο και -όπως εκθέσαμε πιο πάνω- υποδεέστερο πεδίο της κυκλοφορίας των ανταλλακτικών αξιών και του χρήματος, ασκούμενοι σε υποθετικά διαπραγματευτικά σενάρια και σε υπεραισιόδοξες (ενίοτε αυτάρεσκες) φανταστικές τεχνικές. Έτσι καταλήγουν να υποστηρίζουν την υπέρ πάντων «σκληρή» διαπραγμάτευση του χρέους με τους δανειστές, απαξιώνοντας την καθοριστική σημασία της ενδογενούς, κατά κύριο λόγο, ανάπτυξης. Υπερτερώντας έτσι σε ζήλο ακόμη και έναντι των ομολόγων τους της δεξιάς/κεντροδεξιάς κυβερνητικής παράταξης.
Το σχέδιο της παραγωγικής συγκρότησης της χώρας έπρεπε να έχει ξεκινήσει από καιρό. Η χώρα έχει ανάγκη την παραγωγή, αυτή είναι η μόνη που θα επιτρέψει στο χρηματο-οικονομικό ισοδύναμο της ζήτησης να ισοσκελιστεί από το αντίστοιχο παραγωγικό ισοδύναμό της. Ας το πάρουμε απόφαση. Μόνο αλλάζοντας οικονομικά ήθη και κοινωνικές συνήθειες, δημιουργώντας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, χαράζοντας οικονομική στρατηγική και δημιουργώντας σχέδιο, επεξεργαζόμενοι περισσότερο αδέσμευτους και ανοιχτούς γεωπολιτικούς προσανατολισμούς, η χώρα θα αποκτήσει θεμέλια και θα στερεώσει το μέλλον της.
Η παραγωγική συγκρότηση της χώρας πρέπει να στηριχτεί σε μια πολιτικά εμπνευσμένη, κοινωνικά δίκαιη, πολιτισμικά γόνιμη και περιβαλλοντικά αειφορική διαδικασία. Ένα σωστό, καλοδουλεμένο και ταυτόχρονα χτισμένο στους τόπους της παραγωγής σχέδιο ενδογενούς ανάπτυξης μπορεί να αποτελέσει τον μοχλό αυτής της προοπτικής.
Υ.Γ. Οι πρώτες εντυπώσεις από τις ανακοινώσεις Ντράγκι συμπίπτουν με την πρόβλεψη που δημοσιεύσαμε (Εφ. Συντακτών) τη Δευτέρα 19/1/2015 για χρηματοδοτική χαλάρωση μέσω αγοράς ομολόγων ύψους έως και 1,1 τρις ευρώ, δηλαδή πολύ μεγαλύτερου του ως τότε προβλεπτού (300 δις ευρώ). Η εν λόγω χαλάρωση προϋποθέτει για τους δικαιούχους, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, παραμονή σε πρόγραμμα. Βέβαια, περί διαγραφής χρέους ουδέν νεότερο διαφαίνεται από το μέτωπο…
(1) Κ.Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1ος, σ. 193, εκδ. ΚΕ.ΚΚΕ 1954.
(2) «500 ποικιλίες σφυριών παράγονται στο Μπέρμινγκχαμ όπου το καθένα χρησιμεύει μόνο για ένα ειδικό προτσές παραγωγής», Κ. τ.1, σ.357.
(3) Ετεροθαλής αδελφός του επαναστάτη Αύγουστου Μπλανκί.
(4) Πλαίσιο Κυβερνητικού Προγράμματος και κείμενo διαβούλευσης: Παραγωγική ανασυγκρότηση και οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής.
(5) Πλαίσιο Κυβερνητικού Προγράμματος
(6) Ph. Aghion et P. Howitt (2000), Theorie de la croissance endogene», ed. Dunod
* Ο Βαγγέλης Πισσίας είναι Δρ Παν. Σορβόννης (Αγροτική ανάπτυξη και προγραμματισμός) και Παν. Αμιέννης (Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις)
Τρία μεγάλα προβλήματα
Το αναποδογύρισμα του μαρξιανού παραδείγματος, που μόλις περιγράφτηκε (δείτε το προηγούμενο φύλλο του Δρόμου ή στο www.edromos.gr), φανερώνει έλλειψη -ή και άρνηση- κατανόησης τόσο της γενικής κίνησης του κεφαλαίου, όσο και της ειδικής του κίνησης, αυτής δηλαδή που συνδέεται με τις εκάστοτε προϋποθέσεις (γενικές και ειδικές) μετατροπής του χρηματικού κεφαλαίου σε παραγωγικό κεφάλαιο.
Χρηματικό και παραγωγικό κεφάλαιο
Το αναποδογύρισμα αυτό εξηγεί το έλλειμμα τεκμηρίωσης των πρόσφατων εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ανεργίας πάνω σε αξιόπιστα ποσοτικά και προπαντός ποιοτικά μεγέθη. Στην απουσία με άλλα λόγια εξειδικευμένης ανάλυσης της εσωτερικής σχέσης του παραγωγικού κεφαλαίου (εργασία/μέσα παραγωγής), με δεδομένη την χαμηλή δυνατότητα κινητοποίησης χρηματικού ή δανειακού κεφαλαίου. Ανάλυσης όπου η «εργασία» θα προσδιορίζεται τόσο ποσοτικά, ως το ένα τμήμα δηλαδή του παραγωγικού κεφαλαίου, και αφετέρου τεχνικά, ως ένα φάσμα μορφών-τύπων παραγωγικής εργασίας κατάλληλων για την ανάπτυξη ενός ιδιότυπου και οικονομικά αποτελεσματικού παραγωγικού μοντέλου. Όπου, παράλληλα, τα «μέσα παραγωγής» θα προσδιορίζονται και αυτά τόσο ποσοτικά, ως το έτερο τμήμα του παραγωγικού κεφαλαίου, όσο και τεχνολογικά, ως ένα κατάλληλα διαρθρωμένο φάσμα τεχνικών μέσων-εξοπλισμών, κατάλληλων επίσης για την αξιοποίηση των διαθέσιμων και δημιουργούμενων μορφών παραγωγικής εργασίας, με σκοπό την μεγιστοποίηση του οικονομικού και κοινωνικού αποτελέσματος.
Τέλος, το αναποδογύρισμα του μαρξιανού -και όχι μόνο- παραδείγματος εξηγεί την έλλειψη αξιολόγησης ή επεξεργασίας παλιών και νέων μορφών βιομηχανικού κεφαλαίου (βιομηχανικό υπό την ευρεία έννοια του αγκαλιάσματος κάθε κλάδου ή τύπου της παραγωγής, όπως αναφέρει ο Μαρξ) ή αγροτικού (καλλιεργητικού ή μεταποιητικού) κεφαλαίου.
Η εμπειρία της παραγωγής και η οικονομική-τεχνική επίλυση του προβλήματός της
«Οι οικονομικές εποχές ξεχωρίζουν η μια από την άλλη όχι από το τι φτιάχνεται, αλλά από το πώς και με τι μέσα φτιάχνεται»1.
Για τον Μαρξ το πεδίο της παραγωγής και η προτεραιότητά του έναντι του πεδίου της κυκλοφορίας δεν εξετάζεται μόνο ως ένα θεωρητικό πρόβλημα της γενικής κίνησης του κεφαλαίου, αλλά και ως ένα επιστημονικο-τεχνικό πρόβλημα του καταμερισμού (και της οργάνωσης) της εργασίας σε συγκεκριμένες μορφές καπιταλιστικής παραγωγής. Πράγματι, σε εκτεταμένα μέρη του Κεφαλαίου ο Μαρξ φαίνεται να σκέφτεται περισσότερο σαν μηχανικός παραγωγής ή σαν κοινωνιολόγος της εργασίας παρά σαν οικονομολόγος. Αν και αυτή η φαινομενική εντύπωση δεν ανταποκρίνεται στην ολιστική θεώρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από τον Μαρξ, είναι εύκολα εξηγήσιμη και μπορεί να δικαιολογηθεί καθώς ο Μαρξ προσπαθεί να κατανοήσει τον πολύπλοκο κόσμο της παραγωγής εισχωρώντας όπως ο φυσιοδίφης στους μικροκόσμους της. Με ενδελεχείς περιγραφές του προτσές εργασίας της μανιφακτούρας -που στις μέρες του έχει αρχίσει να υποχωρεί- μέσω παρομοιώσεων όπως «ο σκελετός, το μυϊκό σύστημα και τα αγγεία της παραγωγής». Με αναλυτικές αναφορές στους «παραγωγικούς μηχανισμούς», στην «ειδική παραγωγική εργασία» και στην «παραγωγικότητά» της -κατ’ αρχήν της κλωστοϋφαντουργίας όπως και δεκάδων άλλων κλάδων της τότε παραγωγής- στην τάση προς εξαφάνιση του «αυτοτελούς χειροτέχνη», στους «συνδυασμούς αυτοτελών, ομοειδών ή διαφορετικών χειροτεχνιών», στην «απλοποίηση, καλυτέρευση και διαφοροποίηση των εργαλείων», «στην προσαρμογή τους στις ειδικές λειτουργίες των μερικών εργατών», στην σημασία του «συνδυασμού της δεξιοτεχνίας και της τελειοποίησης των εργαλείων-μέσων εργασίας για την βελτίωση της παραγωγικότητας»2. Με ειδικές αναφορές στη διάκριση της μανιφακτούρας σε «ετερογενή» και «οργανική», στην «μεταβλητότητα» και στην «διαιρετότητα» (ή μη) των «τεχνικών όρων του προτσές», στον «ατελή (ποιοτικό) έλεγχο των γενικών χημικών και φυσικών όρων του», στην «ατελή τεχνική ενότητα της μανιφακτούρας έναντι της βιομηχανίας» και στην «ουσιαστική διάκριση του καταμερισμού της εργασίας μέσα στην κοινωνία και μέσα στο προτσές εργασίας».
Για να προχωρήσει σε μια ευρύτερη, βαθύτερη και σε προοπτική περιγραφή της επιστημονικής και τεχνικής βάσης του προτσές εργασίας στην βιομηχανία, που τότε δυναμικά αναδύεται. Αφιερώνοντας το μεγαλύτερο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου στις μηχανές. Εκεί μελετά τη βιομηχανική –και αγροτική- εξέλιξη, εκεί παρατηρεί το πέρασμα από την μεμονωμένη αυτοτελή μηχανή στην «συνεργασία των πολλών ομοειδών μηχανών», στο «σύστημα μηχανών», στην «αρχή της συνέχειας των ξεχωριστών προτσές», στην «κεντρική αυτοματοποίηση ενός διαρθρωμένου συστήματος μηχανών», την «προσάρτηση της επιστήμης» και στην «κεφαλαιοκρατική ή προσωπική ιδιοποίησή της». Για να φτάσει στο τότε «αυτόματο εργοστάσιο… το συνιστάμενο από αναρίθμητα μηχανικά και ενσυνείδητα όργανα…».
Δεν ήταν ενός μεμονωμένου ανθρώπου αποτέλεσμα αυτή η εξαιρετική και βαθύτατα διεισδυτική διερεύνηση του παραγωγικού μυστηρίου. Τι κι αν οι τρόποι κι οι μορφές παραγωγής στο μεταξύ άλλαξαν, ώς τις μέρες μας μετεξελίχθηκαν, ενίοτε εναλλάχθηκαν, οι κλίμακες μεταβλήθηκαν, τα μικρά ηλιακά συστήματα, οι αστερισμοί και οι γαλαξίες των στοιχείων της παραγωγής διεστάλησαν, συνεστάλησαν, γνώρισαν εκρήξεις ή αφανίστηκαν. Τι κι αν εμφανίσθηκαν και αποσύρθηκαν για να επανεμφανιστούν μορφές που παραπέμπουν στο ταιϋλορικό, φορδικό και μεταφορδικό υπόδειγμα. Σημασία έχει η παρατήρηση, η εννόηση και η εν συνεχεία γνώση που προέρχεται από αυτές.
Ο Μαρξ άντλησε την γνώση που περιέλαβε στο έργο του όχι μόνο από τους οικονομολόγους της εποχής του.. Όπως, μεταξύ των πολλών δεκάδων που αναφέρει, των Αδ. Μπλανκί3, Σ. Μπμπάτζ, Γιουρ κ.ά. Ή μηχανικών όπως ο Ελ. Ουίτνι και ο Τζ. Νάσμιθ, εργοστασιαρχών όπως ο Τζ. Φίλντεν, επιθεωρητών εργασίας, επιστατών εργοστασίων κλπ. Όλων αυτών, που μέσα από τις εξαιρετικές εκθέσεις τους, ανέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο την πραγματική οικονομία του καιρού τους.
Η πρόταση της ενδογενούς ανάπτυξης
Με το ξέσπασμα της κρίσης η μακρά περίοδος παραγωγής ιδεολογίας, ως αποκλειστικού σχεδόν σκοπού, από την Ανανεωτική Αριστερά έφτασε στο τέλος της. Την διαδέχθηκε μια νέα περίοδος παραγωγής πολιτικής, ως αποκλειστικού σχεδόν και πάλι σκοπού, από τον ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο «κυβερνώσας Αριστεράς». Στο μεταξύ πέρασαν τρία τουλάχιστον χρόνια αφ’ ότου ο ΣΥΡΙΖΑ διεύρυνε σημαντικά την επιρροή του και απέκτησε την δυνατότητα ενεργοποίησης ανθρώπων ικανών να συμβάλλουν (ειδικών σε θέματα παραγωγής και κυρίως των άμεσων συντελεστών της) στην εκπόνηση ενός πραγματικού σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Όμως δεν το έπραξε. Αντίθετα, επεξεργάστηκε φόρμουλες εικονικής διαπραγμάτευσης του χρέους και σχεδίασε προγραμματισμούς «100 πρώτων ημερών» που στη συνέχεια πήραν χροιά προγράμματος. Τα παραπάνω μέλει να αποδείξουν πόση σχέση έχουν με την πραγματικότητα μέσα στους επόμενους μήνες.
Όταν, όμως, η διαπραγμάτευση του χρέους θα αποτελεί (εκ των πραγμάτων) παρελθόν κι ανεξάρτητα από τα όποια αποτελέσματά της, η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με το θεμελιώδες ζήτημα της πραγματικής της οικονομίας και ειδικότερα της παραγωγικής της βάσης. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, όσο κι αν αναζητηθούν στις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ή στα κείμενα που καταγράφουν τα συμπεράσματα εκείνων που συμμετείχαν στην διαβούλευσή του4, αναφορές που παραπέμπουν σε συγκεκριμένες αναλύσεις του παραγωγικού προβλήματος της χώρας και σε αποσαφηνισμένες οικονομικές πολιτικές, αυτές δεν ανευρίσκονται. Έτσι οι θέσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση και η περί αυτήν διαβούλευση εξαντλούνται σε μια ιδεολογικού χαρακτήρα προσέγγιση του οικονομικού-παραγωγικού ζητήματος. Η προσέγγιση αυτή καθίσταται εξαιρετικά αδύναμη όταν αντί να αυτοκαθορίζεται ως επιλογή (του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ) ενός οικονομικο-κοινωνικού αναπτυξιακού υποδείγματος της παραγωγικής βάσης, ετεροπροσδιορίζεται ως προς τις θέσεις, τα έργα και τις ημέρες αυτών που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα την χώρα.
Άλλα κείμενα όπου ορίζεται, αναλύεται, θεμελιώνεται θεωρητικά και εμπειρικά και συνάμα υποστηρίζεται (βάσει στοιχείων που αφορούν στην ελληνική ιδιαιτερότητα) το υπόδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχουν. Έτσι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνουν πολιτικό λόγο και όχι οικονομικο-κοινωνικό σχέδιο, όπου κάθε τι το καλό εμφανίζεται κι ως ευκταίο. Ακόμη και σκοποί-στόχοι δύσκολα μεταξύ τους συμβατοί ή έστω παράλληλοι (εκτός εάν διαθέτουμε ως χώρα όλους σχεδόν τους παραγωγικούς συντελεστές σε επάρκεια…) προβάλλονται χωρίς καμία αναφορά στην πολυπλοκότητα και στο οικονομικό βάρος που συνεπάγεται η εφαρμογή τους. Έτσι, οι θέσεις αναφέρονται στην στροφή προς την εσωστρέφεια όπως και στην στροφή προς την εξωστρέφεια, στην υποκατάσταση των εισαγωγών όπως και στην ανάπτυξη των εξαγωγών, στην ένταση κεφαλαίου, με εκτενή αναφορά στην χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της «γενναίας αύξησης των δημοσίων επενδύσεων» και της δημιουργίας πολύμορφου και εκτεταμένου τραπεζικού δικτύου, όπως και στη ένταση εξειδικευμένης εργασίας, κατά κύριο λόγο επιστημονικής, στην υψηλή χρηματοδότηση της έρευνας κλπ.
Καλά όλα αυτά, εύκολα γράφονται όμως πολύ δύσκολα επιτυγχάνονται καθώς οι όροι και οι προϋποθέσεις που τα δημιουργούν δεν θα προκύψουν από ένα άξαφνο οικονομικό big bang ούτε από ένα, όχι πολύ πιθανό, «ευρωπαϊκό αναπτυξιακό Σχέδιο τύπου Μάρσαλ από το οποίο θα επωφεληθεί και η Ελλάδα…»5. Αν όμως αυτή η τελευταία ευχή -αν όχι προσευχή…- του ΣΥΡΙΖΑ δεν πιάσει (έστω κι αν σε αυτήν συμπυκνώνεται η ατυχής -τουλάχιστον…- θέση για μια μάλλον εξωγενή παραγωγική ανασυγκρότηση), τότε οι σκέψεις που οδήγησαν σε αυτήν πρέπει να αναπροσανατολιστούν προς μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση. Να προσανατολιστούν δηλαδή προς την κατεύθυνση της δημιουργίας προϋποθέσεων (για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος) μέσα στο προτσές συσσώρευσης και μέσω της εφαρμογής ενός κατάλληλου και ρεαλιστικού σχεδίου ανάπτυξης, πάει να πει διά της χρήσεως πεπερασμένων ανθρώπινων και υλικοτεχνικών πόρων σε περίοδο, μάλιστα, βαθιάς κρίσης…
Για να μην θεωρηθεί άδικη ωστόσο η πιο πάνω κριτική θα επισημανθεί εδώ η μια -και μοναδική- αναφορά σε υπόδειγμα παραγωγικής μεγέθυνσης που περιέχεται στο κείμενο διαβούλευσης του προγράμματος θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ – και όχι στο πρόγραμμα θέσεών του που δεν περιέχει καμία… Μια αναφορά που διατυπώνεται ως κριτική στο πρόγραμμα της Ν.Δ. και αναφέρεται στο υπόδειγμα της ενδογενούς μεγέθυνσης. Στην αναφορά αυτή το πρόγραμμα της Ν.Δ. υποβάλλεται σε κριτική γιατί δεν παρουσιάζει «τα εργαλεία και της προϋποθέσεις για μια πραγματική ενδογενή ανάπτυξη, που θα απαιτούσε σημαντικές δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως η παιδεία, η έρευνα και η τεχνολογία, οι υποδομές κλπ…».
Επιτέλους, «είδομεν φως αληθινόν» θα έλεγε κανείς, όμως η συνέχεια τον διαψεύδει.
Η απουσία ίχνους (έστω) συγκεκριμένου προσδιορισμού του εξαιρετικά ενδιαφέροντος και γόνιμου αυτού υποδείγματος απουσιάζει… Απουσία που το ακυρώνει και το καθιστά ανενεργό, καθώς η θεωρία της ενδογενούς μεγέθυνσης6 δεν συγκροτήθηκε ως σώμα θεωρητικό από ένα και μοναδικό υπόδειγμα αλλά από μια ακολουθία θεωρητικών υποδειγμάτων που άλλοτε -και αλλού- συγκλίνουν, ή αποκλίνουν ή και συγκρούονται μεταξύ τους ακόμη, σε θέματα που αφορούν στις βασικές τους αρχές και υποθέσεις.
Στα όρια του παρόντος άρθρου η αναφορά στα ζητήματα που εξετάζει η θεωρία της ενδογενούς μεγέθυνσης δεν είναι βέβαια εφικτή. Καθώς, όμως, τα βασικά υποδείγματα ενδογενούς μεγέθυνσης διαφοροποιούνται, υποβαλλόμενα σε έντονη εσωτερική (μεταξύ τους) και εξωτερική κριτική, σκόπιμο είναι να κατατεθούν τα ελάχιστα, ενδεικτικά σημεία που οριοθετούν ένα ωφέλιμο, συμβατό με τις γενικές ιδέες της αριστεράς, αναγκαίο και ικανό για την προκοπή της χώρας, υπόδειγμα ενδογενούς ανάπτυξης. Τα σημεία αυτά είναι:
Α) Η επεξεργασία και συγκρότηση ενός τέτοιου υποδείγματος να συντελείται σε περιοχές συνάντησης και θα λέγαμε αλληλοτομίας της μαρξιστικής και της κεϊνσιανής θεωρίας με την σουμπετεριανή θεωρία. Η συνεισφορά αυτής της τελευταίας στην δημιουργία της θεωρίας της ενδογενούς ανάπτυξης υπήρξε άλλωστε καθοριστική.
Β) Το υπόδειγμα ενδογενούς ανάπτυξης οφείλει να συντίθεται και να προσδιορίζεται ως προς δύο κύριους άξονες: Της καινοτομίας και της συσσώρευσης φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι δύο αυτοί άξονες δεν αναφέρονται σε δύο διακριτές και σχετικά ανεξάρτητες μεταξύ τους κατηγορίες αιτίων, όπου η μία υπερέχει και καθορίζει μονοσήμαντα την άλλη, αλλά σε δύο πλευρές ενός ενιαίου προτσές.
Γ) Δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που συντελούν στη συνεχή ανανέωση της παραγωγικής βάσης και στην καινοτομία, παράλληλα με την δημιουργία των μηχανισμών πολιτικού-κοινωνικού ελέγχου και ρύθμισης.
Δ) Η επεξεργασία του υποδείγματος συνεπάγεται ρήξη με υποδείγματα ενδογενούς ανάπτυξης νεοκλασικής θεωρητικής προέλευσης που θεωρούν τα προϊόντα δεδομένα, την τεχνολογία εξωγενή και την παραγωγική μονάδα απλά τόπο εφαρμογής της. Αντίθετα το υπόδειγμα θεωρεί την τεχνική πρόοδο ενδογενή, την διακρίνει σε δύο συμπληρωματικά μεταξύ τους και αλληλεπιδρώντα προτσές όπου: στο πρώτο η τεχνική πρόοδος προέρχεται από την αξιοποίηση της εμπειρίας και δια μέσου της πρακτικής, στο δεύτερο, το προτσές προόδου της βασικής καινοτομίας, συνδέεται με την έρευνα.
Σύντομο συμπέρασμα
Δεν μπορούν βέβαια να αποδοθούν ικανοποιητικά όλα όσα γράφτηκαν για την παραγωγή και τις τεχνικές και οργανωσιακές διαδικασίες της μέσα σε αυτές τις λίγες αράδες. Μπορούν ωστόσο να αποκαλύψουν μια οικονομική κουλτούρα που χάθηκε από τον ορίζοντα της Αριστεράς και που ιδιαίτερα ελλείπει από αυτήν της κυβερνώσας…
Γιατί σήμερα στη χώρα μας, οι περισσότεροι από τους υπηρετούντες την οικονομική επιστήμη πολιτικούς ταγούς, ιδιαίτερα το οικονομικό επιτελείο της προοριζόμενης να κυβερνήσει Αριστεράς, δεν δείχνει ενδιαφέρον για την παραγωγική διαδικασία, ως την συγκεκριμένη γενεσιουργό τεχνική και εργασιακή διαδικασία, την συνυφασμένη με τον κύκλο κίνησης του κεφαλαίου.
Αντίθετα, ξοδεύουν το επιστημονικό τους ενδιαφέρον στο παράπλευρο και -όπως εκθέσαμε πιο πάνω- υποδεέστερο πεδίο της κυκλοφορίας των ανταλλακτικών αξιών και του χρήματος, ασκούμενοι σε υποθετικά διαπραγματευτικά σενάρια και σε υπεραισιόδοξες (ενίοτε αυτάρεσκες) φανταστικές τεχνικές. Έτσι καταλήγουν να υποστηρίζουν την υπέρ πάντων «σκληρή» διαπραγμάτευση του χρέους με τους δανειστές, απαξιώνοντας την καθοριστική σημασία της ενδογενούς, κατά κύριο λόγο, ανάπτυξης. Υπερτερώντας έτσι σε ζήλο ακόμη και έναντι των ομολόγων τους της δεξιάς/κεντροδεξιάς κυβερνητικής παράταξης.
Το σχέδιο της παραγωγικής συγκρότησης της χώρας έπρεπε να έχει ξεκινήσει από καιρό. Η χώρα έχει ανάγκη την παραγωγή, αυτή είναι η μόνη που θα επιτρέψει στο χρηματο-οικονομικό ισοδύναμο της ζήτησης να ισοσκελιστεί από το αντίστοιχο παραγωγικό ισοδύναμό της. Ας το πάρουμε απόφαση. Μόνο αλλάζοντας οικονομικά ήθη και κοινωνικές συνήθειες, δημιουργώντας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, χαράζοντας οικονομική στρατηγική και δημιουργώντας σχέδιο, επεξεργαζόμενοι περισσότερο αδέσμευτους και ανοιχτούς γεωπολιτικούς προσανατολισμούς, η χώρα θα αποκτήσει θεμέλια και θα στερεώσει το μέλλον της.
Η παραγωγική συγκρότηση της χώρας πρέπει να στηριχτεί σε μια πολιτικά εμπνευσμένη, κοινωνικά δίκαιη, πολιτισμικά γόνιμη και περιβαλλοντικά αειφορική διαδικασία. Ένα σωστό, καλοδουλεμένο και ταυτόχρονα χτισμένο στους τόπους της παραγωγής σχέδιο ενδογενούς ανάπτυξης μπορεί να αποτελέσει τον μοχλό αυτής της προοπτικής.
Υ.Γ. Οι πρώτες εντυπώσεις από τις ανακοινώσεις Ντράγκι συμπίπτουν με την πρόβλεψη που δημοσιεύσαμε (Εφ. Συντακτών) τη Δευτέρα 19/1/2015 για χρηματοδοτική χαλάρωση μέσω αγοράς ομολόγων ύψους έως και 1,1 τρις ευρώ, δηλαδή πολύ μεγαλύτερου του ως τότε προβλεπτού (300 δις ευρώ). Η εν λόγω χαλάρωση προϋποθέτει για τους δικαιούχους, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, παραμονή σε πρόγραμμα. Βέβαια, περί διαγραφής χρέους ουδέν νεότερο διαφαίνεται από το μέτωπο…
(1) Κ.Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1ος, σ. 193, εκδ. ΚΕ.ΚΚΕ 1954.
(2) «500 ποικιλίες σφυριών παράγονται στο Μπέρμινγκχαμ όπου το καθένα χρησιμεύει μόνο για ένα ειδικό προτσές παραγωγής», Κ. τ.1, σ.357.
(3) Ετεροθαλής αδελφός του επαναστάτη Αύγουστου Μπλανκί.
(4) Πλαίσιο Κυβερνητικού Προγράμματος και κείμενo διαβούλευσης: Παραγωγική ανασυγκρότηση και οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής.
(5) Πλαίσιο Κυβερνητικού Προγράμματος
(6) Ph. Aghion et P. Howitt (2000), Theorie de la croissance endogene», ed. Dunod
* Ο Βαγγέλης Πισσίας είναι Δρ Παν. Σορβόννης (Αγροτική ανάπτυξη και προγραμματισμός) και Παν. Αμιέννης (Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις)
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου