Του Γιώργου Λιερού
«Ο Μαρξ λέει ότι οι επαναστάσεις είναι η ατμομηχανή της παγκόσμιας Iστορίας. Ίσως όμως τα πράγματα να είναι εντελώς διαφορετικά. Ίσως οι επαναστάσεις είναι η κίνηση του ανθρώπινου γένους που, ταξιδεύοντας σε αυτό το τρένο, τραβάει το φρένο κινδύνου».
Βάλτερ Μπένγιαμιν
Στην Ευρώπη η θεωρία της προόδου μεσουράνησε στο σύμπαν των ιδεών, κυρίως το 18ο αιώνα, δηλαδή για σχετικά σύντομο χρονικά διάστημα. Ήταν η εποχή του Διαφωτισμού, όταν η έννοια της προόδου ανέτρεψε την κυκλική σύλληψη του ιστορικού χρόνου την οποία πρέσβευε η προνεωτερική σκέψη αλλά και στοχαστές, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Βίκο.
Eισηγητής της θεωρίας της προόδου υπήρξε ο νεαρός Turgot με τα δοκίμιά του, το πρώτο από τα οποία ήταν ο λόγος που εκφώνησε στη Σορβόννη στις 11/12/1750 σε ηλικία μόλις 23 ετών. Υποστήριξε ότι η ιστορική κίνηση δεν είναι κυκλική αλλά ακολουθεί μια συνεχή ανοδική πορεία, κοινή σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Στo πλαίσιo αυτής της πορείας, διακρίνονται τέσσερα στάδια κοινωνικής προόδου: κυνήγι, κτηνοτροφία, γεωργία και, τέλος, αγορές και αναπτυγμένος καταμερισμός εργασίας. Ο εν λόγω δρόμος οδηγεί μέσα από αντιφάσεις, ψευδαισθήσεις, κάθε λογής ανηθικότητες, ταραχές αλλά και αίμα στην όλο και μεγαλύτερη τελειοποίηση του ανθρώπινου γένους. Η τελειοποίηση έχει να κάνει με την επικράτηση του Λόγου. Καθίσταται όμως χειροπιαστή και σχεδόν μετρήσιμη στις προόδους της τεχνικής.
Ο Fergusson, εξέχων στοχαστής του Σκωτικού Διαφωτισμού και δάσκαλος του Adam Smith, στα Essays (1767) θα ορίσει την ανθρώπινη φύση με δυναμικό τρόπο, σύμφωνα με τις νέες θεωρίες για την πρόοδο. Για το Σκωτικό Διαφωτισμό, η ανθρώπινη φύση βρίσκει το περιεχόμενό της στον τρόπο ύπαρξης και συντήρησης των ανθρώπων, στον τρόπο παραγωγής και στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Το πεδίο όπου ωριμάζουν τα σπέρματα κάθε ιστορικής μορφής, οι αιτίες που καθορίζουν την εξέλιξη και την πρόοδο των κοινωνιών πρέπει να αναζητηθούν στην οικονομία∙ εδώ εντέλει εδράζεται η ερμηνεία της Iστορίας.
Η θεωρία της προόδου θα φτάσει στο πιο υψηλό της επίπεδο με το Γερμανικό Ιδεαλισμό∙ με τον Lessing, τον Herder και προπάντων με τον Hegel, το σύστημα του οποίου θα αποτελέσει ταυτόχρονα την κορυφαία θεωρία της προόδου και το αποκορύφωμα της Ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.
Όπως επισημαίνει ο Π. Κονδύλης, δεν είναι τυχαίο ότι η συνεπής ιδέα της προόδου οδηγήθηκε ίσαμε το τέρμα της από τους Γερμανούς ιδεαλιστές, δηλαδή από διανοητές που πίστευαν σε μια ριζική θεοδικία. Ήδη ο Turgot είχε επηρεαστεί από τη φιλοσοφία της ιστορίας του επισκόπου Bossuet, η οποία στηριζόταν στη χριστιανική έννοια της Θείας Πρόνοιας.
Η θεωρία της προόδου, όπως η φιλοσοφία της ιστορίας του Bossuet, αντιλαμβάνεται την τρέχουσα εμπειρία σαν μια κατώτερη βαθμίδα της πραγματικότητας και αναγνωρίζει το ρόλο μιας άλλης ανώτερης βαθμίδας που κρύβεται πίσω της. Ό,τι συμβαίνει στην κατώτερη βαθμίδα αποκτά άλλη ή και αντίθετη σημασία, όταν αποκαλύπτεται το τι ισχύει στην ανώτερη. Τα αποτελέσματα της δράσης των ανθρώπων συχνά μπορεί να είναι άσχετα με τη θέλησή τους, ανεξάρτητα ή και ενάντια στις προθέσεις τους , αλλά ωστόσο πραγματώνουν ένα σχέδιο πίσω από την πλάτη τους. Ακόμα και με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, οι άνθρωποι εξυπηρετούν έναν εξαρχής πάγιο σκοπό της ιστορικής κίνησης. Βέβαια στη θεωρία της προόδου τη θέση της Θείας Πρόνοιας παίρνει η νομοτέλεια της Ιστορίας, την οποία κάνουν φανερή οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι. Παρ’ ότι οι καταγωγικές γραμμές στην ιστορία της προόδου φτάνουν μέχρι τον Αριστοτέλη, πρέπει να υπογραμμιστεί το ρίζωμά τους στη χριστιανική σκέψη και ειδικότερα σε κείμενα, όπως του Ιωακείμ της Φλώρας (1145-1220) o οποίος περιέγραψε την Iστορία σαν ανοδική κίνηση τριών σταδίων ασκώντας στη ευρωπαϊκή επαναστατική φιλολογία τη μεγαλύτερη επιρροή μέχρι την έλευση του εργατικού κινήματος.
Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, η θεωρία της προόδου άρχισε να παραμερίζεται. Σε αντιπαράθεση μαζί της, αλλά και στη συνέχειά της, αναπτύσσονταν οι θεωρίες της εξέλιξης. Σύμφωνα με τον Σορέλ, η θεωρία της προόδου είναι στραμμένη προς το μέλλον και δίνει έμφαση στη δημιουργία∙ διέπεται από τον καθολικό λόγο, ενοποιεί τις τοπικές ιστορίες και πολιτισμούς σε μια οικουμενική σύλληψη του ιστορικού και κοινωνικού όλου. Αντίθετα, οι θεωρίες της εξέλιξης είναι στραμμένες στο παρελθόν, δίνουν έμφαση στην προσαρμογή, ενδιαφέρονται για την παράδοση, την ιστορική αναγκαιότητα, την κάθε φορά συγκεκριμένη και άρα τοπικά και χρονικά προσδιορισμένη συγκυρία. Είναι προφανές ότι η θεωρία της προόδου αντιστοιχεί σε μια ανερχόμενη τάξη, αισιόδοξη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, διατεθειμένη να διακινδυνεύσει μείζονες αλλαγές, ενώ οι θεωρίες της εξέλιξης συνάδουν με μια κοινωνική τάξη ήδη εδραιωμένη στην εξουσία, η οποία δεν διατίθεται να επιχειρήσει παρά μόνο καλά σχεδιασμένες αλλαγές με προσεκτικά βήματα.
Στην πράξη, το 19ο αιώνα και ένα μεγάλο μέρος του 20ού επικράτησε ένας νόθος εξελικτικισμός στα πλαίσια το οποίου η έννοια της προόδου συνδέθηκε με εκείνη της εξέλιξης. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε σαν το φτασμένο πλέον τέρμα της πολιτισμικής εξέλιξης της ανθρωπότητας.
Μόνο τον ύστερο 20ο αιώνα θα κέρδιζε την πρωτοκαθεδρία και θα διαμόρφωνε το πνεύμα της εποχής ένας συνεπής εξελικτικισμός, απελευθερωμένος από διαφωτιστικές κανονιστικές και αξιολογικές κρίσεις. Σύμφωνα με αυτόν, οι όποιες αλλαγές ακολουθούν τυχαίες και χωρίς κατεύθυνση διαδικασίες και οι όποιες «αρμονίες» δεν είναι παρά το τυχαίο αποτέλεσμα του αδιάκοπου ανταγωνισμού.
Όμως, στην πραγματικότητα, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, αυτό που αμφισβητήθηκε στη θεωρία της προόδου ήταν ο «μεταφυσικός» της πυρήνας, το «υπερβατικό» της στοιχείο, η βολονταριστική της διάσταση, αυτό που την έκανε να θέλει να σταθεί έξω από την εποχή της για να την αλλάξει. Σήμερα αμφισβητείται ο όποιος χαρακτήρας της σαν μεγάλη αφήγηση. Όμως, όλη η σύγχρονη ηγεμονική ιδεολογία, η επικέντρωση στην οικονομική μεγέθυνση, ο τεχνολογικός οπτιμισμός, η Επιστήμη σαν ιδεολογία, βγαίνουν από τη γενεαλογία της προόδου. Από αυτή τη μήτρα αντλούν οι νοοτροπίες, οι στάσεις και οι συμπεριφορές που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία μιας καταναλωτικής κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα, ο άμεσος της διάδοχος της θεωρίας της προόδου της εποχής του Διαφωτισμού ήταν ο μαρξισμός. Ο τελευταίος υιοθέτησε το σχήμα της «σπειροειδούς εξέλιξης της Ιστορίας», το οποίο συνθέτει την κυκλική και τη γραμμική αντίληψη και συνδυάζει τα πολεμικά πλεονεκτήματα και των δύο τρόπων κατανόησης του ιστορικού γίγνεσθαι: το (εξιδανικευμένο) παρελθόν, η ευτυχισμένη κατάσταση της ανθρωπότητας θα ξαναβρεθεί στο μέλλον, όχι σαν επανάληψη αυτού που χάθηκε αλλά σε μια ανώτερη ποιότητα. Τον όρο «σπειροειδής ανάπτυξη» χρησιμοποίησε ο Λένιν το 1915, αλλά η διαδικασία αυτή περιγράφηκε ήδη από τον Τσερνιτσέβσκι το 1858 και προέρχεται από το χεγκελιανής καταγωγής σχήμα θέση-άρνηση-σύνθεση.
Η κριτική της θεωρίας της προόδου αυτής καθαυτής είναι προτεραιότητα μόνο των μεταμοντέρνων απολογητών της πιο σύγχρονης ηγεμονικής ιδεολογίας. Για μας, η πολεμική πρέπει να στραφεί πρωτίστως εναντίον της ιδεολογίας της οικονομικής μεγέθυνσης, της Επιστήμης (που είναι άλλο από τις επιστήμες), εναντίον του τεχνολογικού ή του άκριτου πολιτισμικού οπτιμισμού και τελικά εναντίον της χαρούμενης κατάφασης αυτού που υπάρχει. Επιπλέον, πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσουμε την κριτική μας στη θεωρία της προόδου, μετατρέποντας την εν λόγω κριτική σε αφετηρία για την εμβάθυνση στις αντιφάσεις του πολιτισμού γενικά: να πιάσουμε το νήμα που τελευταία φορά κράτησαν τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, να ακολουθήσουμε μια γραμμή που ξεκινάει τουλάχιστον από τον Ρουσό και περιλαμβάνει τον Νίτσε, τον Φρόιντ, τη Σχολή της Φραγκφούρτης, τον Λεβί Στρος, τον Πιέρ Κλαστρ κ.ά.
Σήμερα, σε ένα δυσμενέστατο συσχετισμό δυνάμεων, χωρίς σταθερές και με λίγα σημεία αναφοράς, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε ένα άλμα για να φτάσουμε από το μηδέν στο κάτι. Η μόνη μας βεβαιότητα είναι ότι οι καλοί θεσμοί κάποτε υπήρξαν, ότι το «μηδέν του κόσμου» δεν ήταν πάντα η μοίρα του ανθρώπου. Το πιο δυνατό στήριγμά μας είναι η συλλογική ασυνείδητη μνήμη της παλιάς χαμένης ελευθερίας. Για την ώρα, έτσι ή αλλιώς είμαστε αναγκασμένοι να στρέψουμε το βλέμμα προς το παρελθόν.
(Το παρόν κείμενο έχει ως βάση την εισήγηση που έγινε με θέμα Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης και το φάντασμα της προόδου στο Μικρόπολις της Θεσσαλονίκης στις 14/2/2014)
Ο Γιώργος Λιερός είναι κτηνίατρος, συγγραφέας
«Ο Μαρξ λέει ότι οι επαναστάσεις είναι η ατμομηχανή της παγκόσμιας Iστορίας. Ίσως όμως τα πράγματα να είναι εντελώς διαφορετικά. Ίσως οι επαναστάσεις είναι η κίνηση του ανθρώπινου γένους που, ταξιδεύοντας σε αυτό το τρένο, τραβάει το φρένο κινδύνου».
Βάλτερ Μπένγιαμιν
Στην Ευρώπη η θεωρία της προόδου μεσουράνησε στο σύμπαν των ιδεών, κυρίως το 18ο αιώνα, δηλαδή για σχετικά σύντομο χρονικά διάστημα. Ήταν η εποχή του Διαφωτισμού, όταν η έννοια της προόδου ανέτρεψε την κυκλική σύλληψη του ιστορικού χρόνου την οποία πρέσβευε η προνεωτερική σκέψη αλλά και στοχαστές, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Βίκο.
Eισηγητής της θεωρίας της προόδου υπήρξε ο νεαρός Turgot με τα δοκίμιά του, το πρώτο από τα οποία ήταν ο λόγος που εκφώνησε στη Σορβόννη στις 11/12/1750 σε ηλικία μόλις 23 ετών. Υποστήριξε ότι η ιστορική κίνηση δεν είναι κυκλική αλλά ακολουθεί μια συνεχή ανοδική πορεία, κοινή σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Στo πλαίσιo αυτής της πορείας, διακρίνονται τέσσερα στάδια κοινωνικής προόδου: κυνήγι, κτηνοτροφία, γεωργία και, τέλος, αγορές και αναπτυγμένος καταμερισμός εργασίας. Ο εν λόγω δρόμος οδηγεί μέσα από αντιφάσεις, ψευδαισθήσεις, κάθε λογής ανηθικότητες, ταραχές αλλά και αίμα στην όλο και μεγαλύτερη τελειοποίηση του ανθρώπινου γένους. Η τελειοποίηση έχει να κάνει με την επικράτηση του Λόγου. Καθίσταται όμως χειροπιαστή και σχεδόν μετρήσιμη στις προόδους της τεχνικής.
Ο Fergusson, εξέχων στοχαστής του Σκωτικού Διαφωτισμού και δάσκαλος του Adam Smith, στα Essays (1767) θα ορίσει την ανθρώπινη φύση με δυναμικό τρόπο, σύμφωνα με τις νέες θεωρίες για την πρόοδο. Για το Σκωτικό Διαφωτισμό, η ανθρώπινη φύση βρίσκει το περιεχόμενό της στον τρόπο ύπαρξης και συντήρησης των ανθρώπων, στον τρόπο παραγωγής και στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Το πεδίο όπου ωριμάζουν τα σπέρματα κάθε ιστορικής μορφής, οι αιτίες που καθορίζουν την εξέλιξη και την πρόοδο των κοινωνιών πρέπει να αναζητηθούν στην οικονομία∙ εδώ εντέλει εδράζεται η ερμηνεία της Iστορίας.
Η θεωρία της προόδου θα φτάσει στο πιο υψηλό της επίπεδο με το Γερμανικό Ιδεαλισμό∙ με τον Lessing, τον Herder και προπάντων με τον Hegel, το σύστημα του οποίου θα αποτελέσει ταυτόχρονα την κορυφαία θεωρία της προόδου και το αποκορύφωμα της Ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.
Όπως επισημαίνει ο Π. Κονδύλης, δεν είναι τυχαίο ότι η συνεπής ιδέα της προόδου οδηγήθηκε ίσαμε το τέρμα της από τους Γερμανούς ιδεαλιστές, δηλαδή από διανοητές που πίστευαν σε μια ριζική θεοδικία. Ήδη ο Turgot είχε επηρεαστεί από τη φιλοσοφία της ιστορίας του επισκόπου Bossuet, η οποία στηριζόταν στη χριστιανική έννοια της Θείας Πρόνοιας.
Η θεωρία της προόδου, όπως η φιλοσοφία της ιστορίας του Bossuet, αντιλαμβάνεται την τρέχουσα εμπειρία σαν μια κατώτερη βαθμίδα της πραγματικότητας και αναγνωρίζει το ρόλο μιας άλλης ανώτερης βαθμίδας που κρύβεται πίσω της. Ό,τι συμβαίνει στην κατώτερη βαθμίδα αποκτά άλλη ή και αντίθετη σημασία, όταν αποκαλύπτεται το τι ισχύει στην ανώτερη. Τα αποτελέσματα της δράσης των ανθρώπων συχνά μπορεί να είναι άσχετα με τη θέλησή τους, ανεξάρτητα ή και ενάντια στις προθέσεις τους , αλλά ωστόσο πραγματώνουν ένα σχέδιο πίσω από την πλάτη τους. Ακόμα και με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, οι άνθρωποι εξυπηρετούν έναν εξαρχής πάγιο σκοπό της ιστορικής κίνησης. Βέβαια στη θεωρία της προόδου τη θέση της Θείας Πρόνοιας παίρνει η νομοτέλεια της Ιστορίας, την οποία κάνουν φανερή οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι. Παρ’ ότι οι καταγωγικές γραμμές στην ιστορία της προόδου φτάνουν μέχρι τον Αριστοτέλη, πρέπει να υπογραμμιστεί το ρίζωμά τους στη χριστιανική σκέψη και ειδικότερα σε κείμενα, όπως του Ιωακείμ της Φλώρας (1145-1220) o οποίος περιέγραψε την Iστορία σαν ανοδική κίνηση τριών σταδίων ασκώντας στη ευρωπαϊκή επαναστατική φιλολογία τη μεγαλύτερη επιρροή μέχρι την έλευση του εργατικού κινήματος.
Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, η θεωρία της προόδου άρχισε να παραμερίζεται. Σε αντιπαράθεση μαζί της, αλλά και στη συνέχειά της, αναπτύσσονταν οι θεωρίες της εξέλιξης. Σύμφωνα με τον Σορέλ, η θεωρία της προόδου είναι στραμμένη προς το μέλλον και δίνει έμφαση στη δημιουργία∙ διέπεται από τον καθολικό λόγο, ενοποιεί τις τοπικές ιστορίες και πολιτισμούς σε μια οικουμενική σύλληψη του ιστορικού και κοινωνικού όλου. Αντίθετα, οι θεωρίες της εξέλιξης είναι στραμμένες στο παρελθόν, δίνουν έμφαση στην προσαρμογή, ενδιαφέρονται για την παράδοση, την ιστορική αναγκαιότητα, την κάθε φορά συγκεκριμένη και άρα τοπικά και χρονικά προσδιορισμένη συγκυρία. Είναι προφανές ότι η θεωρία της προόδου αντιστοιχεί σε μια ανερχόμενη τάξη, αισιόδοξη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, διατεθειμένη να διακινδυνεύσει μείζονες αλλαγές, ενώ οι θεωρίες της εξέλιξης συνάδουν με μια κοινωνική τάξη ήδη εδραιωμένη στην εξουσία, η οποία δεν διατίθεται να επιχειρήσει παρά μόνο καλά σχεδιασμένες αλλαγές με προσεκτικά βήματα.
Στην πράξη, το 19ο αιώνα και ένα μεγάλο μέρος του 20ού επικράτησε ένας νόθος εξελικτικισμός στα πλαίσια το οποίου η έννοια της προόδου συνδέθηκε με εκείνη της εξέλιξης. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε σαν το φτασμένο πλέον τέρμα της πολιτισμικής εξέλιξης της ανθρωπότητας.
Μόνο τον ύστερο 20ο αιώνα θα κέρδιζε την πρωτοκαθεδρία και θα διαμόρφωνε το πνεύμα της εποχής ένας συνεπής εξελικτικισμός, απελευθερωμένος από διαφωτιστικές κανονιστικές και αξιολογικές κρίσεις. Σύμφωνα με αυτόν, οι όποιες αλλαγές ακολουθούν τυχαίες και χωρίς κατεύθυνση διαδικασίες και οι όποιες «αρμονίες» δεν είναι παρά το τυχαίο αποτέλεσμα του αδιάκοπου ανταγωνισμού.
Όμως, στην πραγματικότητα, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, αυτό που αμφισβητήθηκε στη θεωρία της προόδου ήταν ο «μεταφυσικός» της πυρήνας, το «υπερβατικό» της στοιχείο, η βολονταριστική της διάσταση, αυτό που την έκανε να θέλει να σταθεί έξω από την εποχή της για να την αλλάξει. Σήμερα αμφισβητείται ο όποιος χαρακτήρας της σαν μεγάλη αφήγηση. Όμως, όλη η σύγχρονη ηγεμονική ιδεολογία, η επικέντρωση στην οικονομική μεγέθυνση, ο τεχνολογικός οπτιμισμός, η Επιστήμη σαν ιδεολογία, βγαίνουν από τη γενεαλογία της προόδου. Από αυτή τη μήτρα αντλούν οι νοοτροπίες, οι στάσεις και οι συμπεριφορές που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία μιας καταναλωτικής κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα, ο άμεσος της διάδοχος της θεωρίας της προόδου της εποχής του Διαφωτισμού ήταν ο μαρξισμός. Ο τελευταίος υιοθέτησε το σχήμα της «σπειροειδούς εξέλιξης της Ιστορίας», το οποίο συνθέτει την κυκλική και τη γραμμική αντίληψη και συνδυάζει τα πολεμικά πλεονεκτήματα και των δύο τρόπων κατανόησης του ιστορικού γίγνεσθαι: το (εξιδανικευμένο) παρελθόν, η ευτυχισμένη κατάσταση της ανθρωπότητας θα ξαναβρεθεί στο μέλλον, όχι σαν επανάληψη αυτού που χάθηκε αλλά σε μια ανώτερη ποιότητα. Τον όρο «σπειροειδής ανάπτυξη» χρησιμοποίησε ο Λένιν το 1915, αλλά η διαδικασία αυτή περιγράφηκε ήδη από τον Τσερνιτσέβσκι το 1858 και προέρχεται από το χεγκελιανής καταγωγής σχήμα θέση-άρνηση-σύνθεση.
Η κριτική της θεωρίας της προόδου αυτής καθαυτής είναι προτεραιότητα μόνο των μεταμοντέρνων απολογητών της πιο σύγχρονης ηγεμονικής ιδεολογίας. Για μας, η πολεμική πρέπει να στραφεί πρωτίστως εναντίον της ιδεολογίας της οικονομικής μεγέθυνσης, της Επιστήμης (που είναι άλλο από τις επιστήμες), εναντίον του τεχνολογικού ή του άκριτου πολιτισμικού οπτιμισμού και τελικά εναντίον της χαρούμενης κατάφασης αυτού που υπάρχει. Επιπλέον, πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσουμε την κριτική μας στη θεωρία της προόδου, μετατρέποντας την εν λόγω κριτική σε αφετηρία για την εμβάθυνση στις αντιφάσεις του πολιτισμού γενικά: να πιάσουμε το νήμα που τελευταία φορά κράτησαν τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, να ακολουθήσουμε μια γραμμή που ξεκινάει τουλάχιστον από τον Ρουσό και περιλαμβάνει τον Νίτσε, τον Φρόιντ, τη Σχολή της Φραγκφούρτης, τον Λεβί Στρος, τον Πιέρ Κλαστρ κ.ά.
Σήμερα, σε ένα δυσμενέστατο συσχετισμό δυνάμεων, χωρίς σταθερές και με λίγα σημεία αναφοράς, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε ένα άλμα για να φτάσουμε από το μηδέν στο κάτι. Η μόνη μας βεβαιότητα είναι ότι οι καλοί θεσμοί κάποτε υπήρξαν, ότι το «μηδέν του κόσμου» δεν ήταν πάντα η μοίρα του ανθρώπου. Το πιο δυνατό στήριγμά μας είναι η συλλογική ασυνείδητη μνήμη της παλιάς χαμένης ελευθερίας. Για την ώρα, έτσι ή αλλιώς είμαστε αναγκασμένοι να στρέψουμε το βλέμμα προς το παρελθόν.
(Το παρόν κείμενο έχει ως βάση την εισήγηση που έγινε με θέμα Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης και το φάντασμα της προόδου στο Μικρόπολις της Θεσσαλονίκης στις 14/2/2014)
Ο Γιώργος Λιερός είναι κτηνίατρος, συγγραφέας
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου