Του Τάσου Βαρούνη
Με αφορμή την συνέντευξη του Γιάνη Βαρουφάκη στον Ενικό
Ο καθένας μας μπορεί να έχει τη γνώμη του για τα δημόσια πρόσωπα. Για αυτά που λένε, το ύφος τους, τις επιλογές που κάνουν. Κάπου ανάμεσα στο αιωνίως αναπάντητο ερώτημα «πόσο μετράνε τα πρόσωπα», στην κοινότοπη διαπίστωση ότι «το βασικό είναι οι πολιτικές» και στο «προσωπικό στυλ» του καθένας, υπάρχει ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Τι εκφράζει κάθε «προσωπική παρουσία» στα δημόσια πράγματα; Σε τι νιώθει υπόλογη, από τι δεσμεύεται και σε ποιον θα δώσει λογαριασμό; Αλλά και τι αυτή «παράγει» μέσα στο κοινωνικό σώμα; Πώς αξιοποιείται στις διάφορες καταστάσεις; Αφορμή για αυτά τα ερωτήματα είναι η πρόσφατη συνέντευξη του Γιάνη Βαρουφάκη στον Ενικό.
Ας ξεπεράσουμε το πρόβλημα του ναρκισσισμού. Ας πούμε ότι δεν χρειάζεται τέτοια αυστηρότητα, ούτε είναι και το καθοριστικό,τουλάχιστον από πολιτική σκοπιά. Εδώ άλλοι κι άλλοι «ορθόδοξοι αριστεροί» κάνουν κρα να αποκτήσουν έναν κομματικό βαθμό και την ψωνίζουν στο πιτς-φυτίλι. Αυτό που είναι, όμως, εκνευριστικό είναι η τόσο χαρακτηριστική σιγουριά που εκπέμπει ο υπουργός Οικονομικών. Είναι πραγματικά ν’ αναρωτιέσαι. Τόσο λυμένα τα έχει τα ζητήματα; Τόσο όμορφα και ωραία είναι δρομολογημένα όλα ώστε δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας; Η εικόνα ότι όλα είναι ρυθμισμένα, υπολογισμένα και στο «πρόγραμμα» μπορεί να είναι ανεκτή για μια θεωρητική διάλεξη σε πανεπιστήμιο αλλά δεν έχει και πολύ σχέση με την πολιτική. Και σίγουρα δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική κατάσταση στην οποίαβρίσκεταισήμερα η χώρα.
Ο Βαρουφάκης παρουσιάστηκε ξαφνικά στα ηγετικά κλιμάκια και πήρε πάνω του (του δόθηκε) την ευθύνη της διαπραγμάτευσης. Εμφανίστηκε σαν το αστέρι μας, το μεγάλο ατού, ένα «asset» της κυβέρνησης, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, ο άνθρωπος που με τις γνώσεις και τις τεχνικές λύσεις του -ή και τις επαφές του- θα προωθούσε αποτελεσματικά τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί με το άνετο ύφος του έφερε και μια νέα γλώσσα, πιο «μοντέρνα» και ιδιαίτερα πλούσια σε «εργαλεία». Από την τεχνολογία και τις καινοτομίες μέχρι το πλαστικό χρήμα. Αυθορμήτως, σαν να έπρεπε όλοι μας να σωπάσουμε μπροστά του. «Ξέρει τι κάνει». Από πού κι ώς που; Από τα πτυχία που έχει; Από την ακαδημαϊκή του καριέρα; Από την εμπειρία του σε αντίστοιχους χειρισμούς (όπως και η κυρία Παναρίτη);
Δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο η επάρκεια που νιώθουν πολλοί,ειδικά στον πανεπιστημιακό χώρο. Ούτε από την άλλη μπορεί να υποτιμηθεί ένας περίεργος ριζοσπαστισμός τους που συχνά μπορεί και να ξεπερνά με θετικό τρόπο τις κομματικές γραφειοκρατίες. Αλλά ο Βαρουφάκης δεν έχει μεγάλη σχέση με την Αριστερά. Και το πρόβλημα δεν είναι δικό του. Όχι ότι όλοι οι υπόλοιποι έχουν. Γιατί δεν αρκεί να είσαι «χρόνια στο κουρμπέτι», ούτε απαιτείται να έχεις λιώσει σόλες στο πεζοδρόμιο. Μερικές φορές είναι και μια «ψυχούλα» που βγάζουν οι άνθρωποι και είναι αυτή που τους κατατάσσει αναλόγως. Τι ρισκάρει ο καθένας και πόσο οργανικό κομμάτι γίνεται σε μια υπόθεση. Σε μια λαϊκή υπόθεση όπου θα κριθούν πράγματα για το παρόν και το μέλλον και όχι γενικώς σε κάποιες «διαδικασίες», σε «χειρισμούς» και «καταστάσεις».
Μα είναι και η ίδια η ουσία του λόγου του. Είναι εμφανής όχι μόνο η αποδοχή αλλά και ο θαυμασμός της παγκοσμιοποίησης. Ένας επιθετικός ευρωπαϊσμός που συσχετίζει το μέλλον της Ευρώπης με την πολιτική της υπόσταση. Να έχει δηλαδή κάτι σαν κυβέρνηση, με αρμοδιότητες και δυνατότητα αποφάσεων. Γιατί όχι μια ομοσπονδία, μια ένωση «πολιτειών» σαν τις ΗΠΑ, όπως είπε και στην εν λόγω συνέντευξη. Γιατί η ουσία του φρέσκου λόγου του θυμίζει περισσότερο τους Δημοκρατικούς του Ομπάμα παρά -έστω- μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία που, ακόμα και «ουτοπικά» ή προσχηματικά, κάποια στοιχειώδη «προστασία» θα ζητούσε από την παγκοσμιοποίηση. Το μόνο που μένει είναι η γνωστή πινελιά «να μην πληρώνουν όλο οι ίδιοι», μια εξαγγελλόμενη μέριμνα για τους πολύ φτωχούς και μια ανάπτυξη που δεν θα στηρίζεται μόνο σε περικοπές. Και το ερώτημα προκύπτει αμείλικτο: Μπορεί αυτή η πολιτική ταυτότητα και φυσιογνωμία να αποτελέσουν ρεαλιστική απάντηση και διέξοδο στο πρόβλημα τόσο των «πολύ φτωχών», όσο και της χώρας;
Ας μην ξεχνάμε ότι πολλές φορές οι πιο «ρεαλιστικές» και «αντι-ουτοπικές» θέσεις εμπεριέχουν μεγάλη ποσότητα ουτοπίας…
Με αφορμή την συνέντευξη του Γιάνη Βαρουφάκη στον Ενικό
Ο καθένας μας μπορεί να έχει τη γνώμη του για τα δημόσια πρόσωπα. Για αυτά που λένε, το ύφος τους, τις επιλογές που κάνουν. Κάπου ανάμεσα στο αιωνίως αναπάντητο ερώτημα «πόσο μετράνε τα πρόσωπα», στην κοινότοπη διαπίστωση ότι «το βασικό είναι οι πολιτικές» και στο «προσωπικό στυλ» του καθένας, υπάρχει ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Τι εκφράζει κάθε «προσωπική παρουσία» στα δημόσια πράγματα; Σε τι νιώθει υπόλογη, από τι δεσμεύεται και σε ποιον θα δώσει λογαριασμό; Αλλά και τι αυτή «παράγει» μέσα στο κοινωνικό σώμα; Πώς αξιοποιείται στις διάφορες καταστάσεις; Αφορμή για αυτά τα ερωτήματα είναι η πρόσφατη συνέντευξη του Γιάνη Βαρουφάκη στον Ενικό.
Ας ξεπεράσουμε το πρόβλημα του ναρκισσισμού. Ας πούμε ότι δεν χρειάζεται τέτοια αυστηρότητα, ούτε είναι και το καθοριστικό,τουλάχιστον από πολιτική σκοπιά. Εδώ άλλοι κι άλλοι «ορθόδοξοι αριστεροί» κάνουν κρα να αποκτήσουν έναν κομματικό βαθμό και την ψωνίζουν στο πιτς-φυτίλι. Αυτό που είναι, όμως, εκνευριστικό είναι η τόσο χαρακτηριστική σιγουριά που εκπέμπει ο υπουργός Οικονομικών. Είναι πραγματικά ν’ αναρωτιέσαι. Τόσο λυμένα τα έχει τα ζητήματα; Τόσο όμορφα και ωραία είναι δρομολογημένα όλα ώστε δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας; Η εικόνα ότι όλα είναι ρυθμισμένα, υπολογισμένα και στο «πρόγραμμα» μπορεί να είναι ανεκτή για μια θεωρητική διάλεξη σε πανεπιστήμιο αλλά δεν έχει και πολύ σχέση με την πολιτική. Και σίγουρα δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική κατάσταση στην οποίαβρίσκεταισήμερα η χώρα.
Ο Βαρουφάκης παρουσιάστηκε ξαφνικά στα ηγετικά κλιμάκια και πήρε πάνω του (του δόθηκε) την ευθύνη της διαπραγμάτευσης. Εμφανίστηκε σαν το αστέρι μας, το μεγάλο ατού, ένα «asset» της κυβέρνησης, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, ο άνθρωπος που με τις γνώσεις και τις τεχνικές λύσεις του -ή και τις επαφές του- θα προωθούσε αποτελεσματικά τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί με το άνετο ύφος του έφερε και μια νέα γλώσσα, πιο «μοντέρνα» και ιδιαίτερα πλούσια σε «εργαλεία». Από την τεχνολογία και τις καινοτομίες μέχρι το πλαστικό χρήμα. Αυθορμήτως, σαν να έπρεπε όλοι μας να σωπάσουμε μπροστά του. «Ξέρει τι κάνει». Από πού κι ώς που; Από τα πτυχία που έχει; Από την ακαδημαϊκή του καριέρα; Από την εμπειρία του σε αντίστοιχους χειρισμούς (όπως και η κυρία Παναρίτη);
Δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο η επάρκεια που νιώθουν πολλοί,ειδικά στον πανεπιστημιακό χώρο. Ούτε από την άλλη μπορεί να υποτιμηθεί ένας περίεργος ριζοσπαστισμός τους που συχνά μπορεί και να ξεπερνά με θετικό τρόπο τις κομματικές γραφειοκρατίες. Αλλά ο Βαρουφάκης δεν έχει μεγάλη σχέση με την Αριστερά. Και το πρόβλημα δεν είναι δικό του. Όχι ότι όλοι οι υπόλοιποι έχουν. Γιατί δεν αρκεί να είσαι «χρόνια στο κουρμπέτι», ούτε απαιτείται να έχεις λιώσει σόλες στο πεζοδρόμιο. Μερικές φορές είναι και μια «ψυχούλα» που βγάζουν οι άνθρωποι και είναι αυτή που τους κατατάσσει αναλόγως. Τι ρισκάρει ο καθένας και πόσο οργανικό κομμάτι γίνεται σε μια υπόθεση. Σε μια λαϊκή υπόθεση όπου θα κριθούν πράγματα για το παρόν και το μέλλον και όχι γενικώς σε κάποιες «διαδικασίες», σε «χειρισμούς» και «καταστάσεις».
Μα είναι και η ίδια η ουσία του λόγου του. Είναι εμφανής όχι μόνο η αποδοχή αλλά και ο θαυμασμός της παγκοσμιοποίησης. Ένας επιθετικός ευρωπαϊσμός που συσχετίζει το μέλλον της Ευρώπης με την πολιτική της υπόσταση. Να έχει δηλαδή κάτι σαν κυβέρνηση, με αρμοδιότητες και δυνατότητα αποφάσεων. Γιατί όχι μια ομοσπονδία, μια ένωση «πολιτειών» σαν τις ΗΠΑ, όπως είπε και στην εν λόγω συνέντευξη. Γιατί η ουσία του φρέσκου λόγου του θυμίζει περισσότερο τους Δημοκρατικούς του Ομπάμα παρά -έστω- μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία που, ακόμα και «ουτοπικά» ή προσχηματικά, κάποια στοιχειώδη «προστασία» θα ζητούσε από την παγκοσμιοποίηση. Το μόνο που μένει είναι η γνωστή πινελιά «να μην πληρώνουν όλο οι ίδιοι», μια εξαγγελλόμενη μέριμνα για τους πολύ φτωχούς και μια ανάπτυξη που δεν θα στηρίζεται μόνο σε περικοπές. Και το ερώτημα προκύπτει αμείλικτο: Μπορεί αυτή η πολιτική ταυτότητα και φυσιογνωμία να αποτελέσουν ρεαλιστική απάντηση και διέξοδο στο πρόβλημα τόσο των «πολύ φτωχών», όσο και της χώρας;
Ας μην ξεχνάμε ότι πολλές φορές οι πιο «ρεαλιστικές» και «αντι-ουτοπικές» θέσεις εμπεριέχουν μεγάλη ποσότητα ουτοπίας…
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου