Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Ο Αϊνστάιν του Καρπενησίου και το φλεγόμενο σαράι

Γελωτοποιός


Ο Μωυσής Μπακάνας έμοιαζε να μη διαφέρει σε τίποτα από τους συγχωριανούς του. Δούλευε όλη του τη ζωή από το ξημέρωμα ως τη δύση, μεγάλωσε έξι παιδιά, έβλεπε τηλεόραση, έπινε ένα ποτήρι κρασί με το φαγητό, κοιμόταν πάντα πριν τις δώδεκα κι έφυγε από το χωριό μόνο δύο φορές.

Την πρώτη με τη θέληση του, για να σώσει το γιό του από την κομμουνιστική επιρροή, τη δεύτερη με το ασθενοφόρο, για να διαπιστώσουν τον θάνατο του στο νοσοκομείο. Όμως δεν έπαψε ποτέ να είναι μαθηματικός.

Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του η σκέψη ότι είχε αδικηθεί ή ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Δεν κατηγορούσε τον πατέρα του που δεν τον άφησε να συνεχίσει το σχολείο, ούτε και ζήλευε τους επίπεδους ανθρώπους της τηλεόρασης.

Η ζωή του ήταν πλήρης, τα μάτια του λαμπερά, τα χέρια του σκληρά σαν τις πέτρες που ξερίζωνε, τα πνευμόνια του κόκκινα και ρετσινωμένα, το μυαλό του διαρκώς απασχολημένο με τους αριθμούς της φύσης –τη φύση των αριθμών- και τη λυσσαλέα μάχη με το απέθαντο σολάνο.

Οι συγχωριανοί του, η γυναίκα και τα παιδιά του μόνο καλά λόγια είχαν να πουν γι’ αυτόν τον λιγομίλητο άνθρωπο, που δεν είχε τσακωθεί ποτέ με κανέναν, μιλούσε πάντα χαμηλόφωνα και τόσο συχνά ξεχνιόταν ν’ αγναντεύει τα σύννεφα, τα λουλούδια και τα χέρια του.

~~

Άρρηκτα –και άρρητα- δεμένη με τα μαθηματικά ήταν η κάθε μέρα του.

Είχε αλλάξει τα ονόματα των κατσικιών του –που ο πατέρας του φώναζε Ασπρούλα, Παρδαλή, Μαυροπόδαρη και γενικά ονόματα που ταίριαζαν σε κατσίκες- και τους είχε δώσει για ονόματα τους πρώτους αριθμούς που τόσο τον γοήτευαν. Ήταν η 2, η 3, η 5 κι έφτανε ως τη 241 (οπότε όλοι μπορούν να καταλάβουν πόσες κατσίκες είχε ο Μπακάνας).

Στον τράγο του, που είχε μάθει ν’ ακούει όταν τον φώναζες Μπιχλιμπιδάτο, έδωσε τον πρώτο τέλειο αριθμό. Τον φώναζε «Έξι» -ή «666» ή «Οξαποδώ», όταν προσπαθούσε να βατέψει τις ήδη έγκυες κατσίκες.

Τα τσοπανόσκυλα του ήταν ο 220 και ο 284, σαν τους αριθμούς που ο Πυθαγόρας στην τελευταία του ενσάρκωση είχε βαφτίσει «φίλιους». Ο Μπακάνας τους αποκαλούσε φιλαράκια, γιατί κοιμόντουσαν μαζί, μοιράζονταν το φαγητό τους και κάλυπτε ο ένας τον άλλον την ώρα της δουλειάς.

Τον γάιδαρο του τέλος, τον είχε ονομάσει 98764321232323, αλλά τον φώναζε για συντομία Μεγάλο Πρώτο.

Είχε περιφράξει την περιουσία του κυκλικά και κάθε σειρά με πατάτες τη θυμόταν ως τετραγωνική ρίζα.

«Πήγαινε να ποτίσεις τη ρίζα του 144» έλεγε στο γιό του, εννοώντας τη δωδέκατη σειρά, κι εκείνος κοιτούσε με ανοικτό το στόμα, προσπαθώντας να καταλάβει τι του έλεγε ο πατέρας του.

~~

Ο Μπακάνας δε μιλούσε σε κανέναν για τις σκέψεις του και γενικά δε μιλούσε πολύ. Δεν ήταν κρυψίνους ούτε είχε κάνει όρκο σιωπής σαν τους Πυθαγόρειους, απλά δεν είχε τίποτα να πει. Ήξερε ότι κανείς δε θα τον καταλάβαινε αν προσπαθούσε να εξηγήσει όλα εκείνα που σκεφτόταν, γιατί δεν μπορούσε να τα εκφράσει με λέξεις. Ποτέ δεν απέκτησε τα γλωσσικά και μαθηματικά εργαλεία για να μπορέσει να αποδώσει τον αμύθητο πλούτο των ιδεών του. Όταν το επιχειρούσε, τα διαμάντια γίνονταν άνθρακες και τύρφη και κάτι ακόμα πιο ευτελές, ίσως λάσπη ή βόρβορος.

Έτσι κυκλοφορούσε αμίλητος και χαμογελαστός, έχοντας βολικά ενστερνιστεί το ρόλο του θυμόσοφου, απολαμβάνοντας τη μοναχικότητα και τη σολιψιστική μεγαλοφυΐα του.

~~

Κάθε εποχή του χρόνου ήταν υπέροχη για τον Μπακάνα, αφού πάντα υπήρχε ένα φαινόμενο που επιδεχόταν μαθηματική ανάλυση.

Το χειμώνα παρατηρούσε τις χιονονιφάδες και τα σύννεφα. Κατάλαβε ότι κάθε χιονονιφάδα ήταν διαφορετική από κάθε άλλη, αλλά όλες ήταν φτιαγμένες με τον ίδιο τρόπο, με ένα σχέδιο που επαναλαμβανόταν αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης, δημιουργώντας ένα μορφοκλασματικό σύνολο, που ο Μπακάνας είχε ονομάσει «σπασμένο σε χίλια ίδια κομματάκια». Αυτά τα κομματάκια σκεφτόταν όταν έτρωγε κουνουπίδι και όταν κρατούσε φύλλο φτέρης.

Την άνοιξη είχε τα πέταλα των λουλουδιών, τα οποία ήταν πάντα 3,5,8 ή και 13, 21, 34, και ήξερε ότι δε θα έβρισκε ποτέ ένα τετράφυλλο τριφύλλι, γιατί -όσο τυχερός και να ήταν- η φύση δεν παίζει μπαρμπούτι. Μάζευε τα καβούκια από τους κοχλιούς που έτρωγαν και τα έβαζε στη σειρά, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Όλα είχαν –ανεξαρτήτως μεγέθους- το ίδιο σχήμα και τις ίδιες επακριβώς αναλογίες, αναλογία που δε διέφερε σε τίποτα από τα απολιθωμένα κοχύλια που έβρισκε όταν έσκαβε, ούτε κι από τα κέρατα του 6, του μπιχλιμπιδάτου τράγου.

Το καλοκαίρι υπήρχαν τα εκκωφαντικά τζιτζίκια, που συντονίζονταν τόσο άψογα, σαν να προσπαθούσαν να φτιάξουν μια απόλυτη χορωδία, χωρίς χάσματα, φάλτσα και ανακολουθίες, όπως οι πυγολαμπίδες συγχρόνιζαν τον σπινθηρισμό τους, παράγοντας λάμψεις σε πλήρη συμφωνία, και ο Μπακάνας απέμενε να θαυμάζει και ν’ αναρωτιέται τι κάνει τη σύζευξη να είναι πλήρως αρμονική.

Ήταν και ο τρόπος που διατάσσονταν τα σπόρια στα ηλιοτρόπια, τα κουκουνάρια που έσκαγαν από τη ζέστη, αποκαλύπτοντας τη χρυσή αρμονία των στελεχών τους. Ήταν οι ακρίδες που πηδούσαν σε παραβολικές τροχιές και ξαπλωμένος στο γρασίδι προσπαθούσε να συνταιριάξει τα μορφώματα του ύψους, της ταχύτητας και της επιτάχυνσης του άλματος, χρησιμοποιώντας έναν αυτοσχέδιο απειροστικό λογισμό που ο Νεύτωνας και ο Λάιμπνιτς πολύ θα ήθελαν να είχαν ανακαλύψει.

Το φθινόπωρο προσπαθούσε να υπολογίσει πόσες σταγόνες βροχής έπεφταν μια μέρα στο Βελισδόνι κι ο αριθμός ήταν τόσο μεγάλος, που ο Μπακάνας ξεροκατάπινε κι αυτό το «γκουγκλ» που έκανε ο λαιμός του το είχε για να θυμάται τον αριθμό που το μυαλό του δεν μπορούσε να συλλάβει.

~~

Ακόμα κι όταν έμενε σπίτι δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται. Κοιτούσε τα χέρια του, δυο χέρια, πέντε δάκτυλα σε κάθε χέρι, με τρία μέρη το κάθε δάκτυλο, «δύο-τρία-πέντε, ξανά» σκεφτόταν.

Κάποιες στιγμές ξεχνιόταν να παρακολουθεί τη βρύση να στάζει, ανοίγοντας την λίγο παραπάνω για να δει αν διπλασιάζεται το μήκος των επαναλαμβανόμενων ακολουθιών. Ανακάλυψε μια μακροπρόθεσμη προβλεψιμότητα, που σημαίνει ότι αν γνωρίζεις επακριβώς τους χρόνους πτώσης των τριών πρώτων σταγόνων, μπορείς να προβλέψεις όλο το μέλλον του συστήματος. Έκανε κάποιους νοερούς υπολογισμούς και κατέληξε ότι η περίοδος των σταγόνων και η ταχύτητα ροής του νερού εξαρτιόταν από τον αριθμό 4,669 (για τον οποίο, βεβαίως, δεν ήξερε ότι λέγεται αριθμός του Feigenbaum και συμβολίζεται με το ελληνικό γράμμα δ).

Έκανε κι άλλες σκέψεις, ακόμα πιο πολύπλοκες, όμως του έλειπε η γνώση των προκατόχων του, έτσι ανακάλυπτε τον τροχό από την αρχή ή –ακόμα χειρότερα- ψυχανεμιζόταν τη Ριμάνεια γεωμετρία χωρίς να ξέρει ποιος ήταν ο Ευκλείδης, και το κεφάλι του κόντευε να σπάσει.

Τότε πήγαινε να σκάψει και να ξεριζώσει Γερμανούς, επιχωματώνοντας τη διανοητική δίνη με χειροπιαστή σωματική κούραση ή έβαζε λίγο κρασί και καθόταν ν’ ακούσει τα βραχέα, με τα παιδιά να βουίζουν σμάρι τριγύρω του. Στις μουσικές δημιουργίες του Μότσαρτ και του Μπάρτοκ συναντούσε ξανά τον χρυσό αριθμό και στην αντίστιξη του Μπαχ τα φράκταλς. Και τα παιδιά βούιζαν τριγύρω του σαν τη μέλισσα του Ρίμσκι-Κόρσακοφ.

~~{}~~

Τ’ αγαπούσε τα παιδιά του ο Μπακάνας, αν και πολύ συχνά ξεχνούσε ότι υπήρχαν. Ποτέ δεν τα χτύπησε ούτε και τους κακομίλησε. Τ’ άφηνε ν’ ανεβαίνουν πάνω του, να του τραβάνε το μουστάκι, να τον έχουν για στόχο με τις σφεντόνες, τ’ άφηνε να κάνουν ό,τι θέλουν. Η κακιά της οικογένειας ήταν η μάνα, η κυρα-Σοφία, που πάνω στους ξερακιανούς της ώμους έπεφτε το βάρος της σωστής ανατροφής των αγοριών.

Το πιο δύσκολο παιδί της οικογένειας ήταν ο πρωτότοκος, ο Ισίδωρος, μπελάς απ’ τα γεννοφάσκια του. Το ξύλο που του έδινε η κυρα-Σοφία δεν βοηθούσε σε τίποτα, αφού ο μικρός διάβολος της Τασμανίας έδειχνε ν’ απολαμβάνει τη βρεγμένη σανίδα. Ούτε δάκρυ δεν έβγαινε από τα μάτια του, όσο ο τρυφερός πισινός του δεχόταν τις διόλου τρυφερές γονικές περιποιήσεις. Έφτασε στην εφηβεία έχοντας κατουρήσει μέσα σε όλα τα βάζα, με τα μισά εργόχειρα της μάνας του να έχουν καεί και τις κατσίκες να γνωρίζουν καλά πως είναι να σου χώνουν γαϊδουράγκαθα στον κώλο.

Στην πέμπτη τάξη του γυμνασίου ο Ισίδωρος σταμάτησε να καταστρέφει και η μάνα του πίστεψε ότι το μυαλό του είχε αρχίσει να πήζει. Ώσπου μια νύχτα τον έπιασε επ’ αυτοφώρω στον πλάτανο, να καπνίζει και να πίνει βερμούτ, μαζί με τα υπόλοιπα αγόρια που προσπαθούσαν να μιμηθούν τον Κούρκουλο και τους τεντιμπόηδες του κινηματογράφου.

Κατάφερε να ελέγξει το χέρι της και του ζήτησε ευγενικά να την ακολουθήσει στο σπίτι. Εκεί εξήγησε στον Μπακάνα τι είχε κάνει ο γιος του, ελπίζοντας σε συμπαράσταση, αλλά σαν τον είδε να χαμογελάει κοιτώντας τους λιγδωμένους έλικες των μαλλιών του Ισίδωρου, έχασε τα ψήγματα ψυχραιμίας που τόσο δύσκολα μπορούσες ν’ ανακαλύψεις στον χείμαρρο του χαρακτήρα της, και ξεκίνησε να κυνηγάει το γιό της γύρω από το τραπέζι, εκσφενδονίζοντας πιάτα και ουρλιάζοντας ότι θα τον έκανε άνθρωπο ακόμα και αν χρειαζόταν να τον σκοτώσει πρώτα.

~~

Το τελειωτικό χτύπημα για την κυρα-Σοφία ήταν όταν την πλησίασε μια καλοθελήτρα γειτόνισσα και της έδωσε συγχαρητήρια για τον γιο της, που ήταν τόσο καλός καραγκιοζοπαίχτης.

«Δεν είσαι με τα καλά σου μωρή Μόρφω» έκανε η Σοφία σφίγγοντας τις γροθιές της μέσα στις τσέπες της ποδιάς. «Ο γιος μου τελειώνει το γυμνάσιο εφέτος.»

«Γυμνάσιο-ξεγυμνάσιο, τράβα να τον δεις στο Χελιδόνι, που έχει παράσταση απόψε.»

Το Χελιδόνι ήταν το γειτονικό χωριό, δυο τσιγάρα δρόμος από το Βελισδόνι. Χωρίς να το σκεφτεί λεπτό η κυρα-Σοφία ξεκίνησε με τα πόδια για να δει αν είχαν βάση τα κουτσομπολιά.

Ο Ισίδωρος με τον ανεψιό του, τον Νώντα, είχαν στήσει τον μπερντέ σ’ ένα από τα παράθυρα του αχυρώνα και φώτιζαν τις φιγούρες με κεριά. Όλο το χωριό είχε μαζευτεί για να παρακολουθήσει το θέαμα. Το αντίτιμο του εισιτηρίου ήταν μόλις δυο δεκάρες για τους μεγάλους και μια πεντάρα για τα παιδιά. Οι θεατές είχαν κουβαλήσει τις καρέκλες από τα σπίτια τους, έτρωγαν λιόσπορους και παρακολουθούσαν μαγεμένοι, λες κι έβλεπαν τις Δέκα Εντολές του Σεσίλ Ντεμίλ. Τα πιτσιρίκια κάθονταν κατάχαμα μπρος στον μπερντέ, γελούσαν με την καρδιά τους και φώναζαν στον Καραγκιόζη να προσέχει κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Βεληγκέκας.

Η κυρα-Σοφία έφτασε τη στιγμή που ο μπαρμπα-Γιώργος είχε βάλει φωτιά στο σαράι και ο Καραγκιόζης, καθισμένος στη στέγη της ετοιμόρροπης παράγκας του φώναζε: «Φωτιά, φωτιά, τρέξτε συγχωριανοί, καίγεται ο κώλος μας» αλλά ο ίδιος δεν άφηνε το κρεμμύδι που είχε κλέψει απ’ τον Χατζηαβάτη, για να πάει να βοηθήσει.

Η μάνα αναγνώρισε στην ένρινη –και πολύ πετυχημένη- μίμηση τη φωνή του γιόκα της και σαν φοράδα που την έχει τσιμπήσει οίστρος, όρμηξε μες στον αχυρώνα. Άρχισε τον Ισίδωρο στις καρπαζιές κι εκείνος, στην προσπάθεια του να καλυφτεί, έριξε κάτω τα κεριά. Τ’ άχυρα λαμπάδιασαν και ήταν η σειρά των Χελιδονιτών ν’ αρχίσουν να φωνάζουνε «καίγεται ο κώλος μας».

Ευτυχώς το χωριό είχε τον τελευταίο χρόνο αποκτήσει τρεχούμενο νερό και αποχωρητήρια, έτσι η πυρκαγιά κατασβήστηκε πριν γίνει ο αχυρώνας των Μπαρτζακαίων παρανάλωμα της τέχνης.

~~

Η κυρα-Σοφία γύρισε τον Ισίδωρο κλοτσηδόν στο σπίτι. Ήταν Αρβανίτισσα και όταν ξεκινούσε να βαράει δεν είχε σταματημό. Τον κλωτσούσε και τον καρπάζωνε πέντε χιλιόμετρα δρόμο και σαν έφτασαν βρήκαν τον Μωυσή στην αυλή να παρακολουθεί μια διαφορετική παράσταση, το συγχρονισμένο σπινθήρισμα των πυγολαμπίδων. Η κυρα-Σοφία ακούμπησε το χέρι στη μουριά για να πάρει ανάσα. Ο σβέρκος του Ισίδωρου ήταν πιο λαμπερός από κωλοφωτιά.

«Ο γιος σου θέλει να γίνει καραγκιοζοπαίχτης» είπε η κυρα-Σοφία και προσπάθησε να του ρίξει μια τελευταία καρπαζιά, αλλά ο εξασκημένος Ισίδωρος πρόλαβε να σκύψει, έτσι το χέρι χαστούκισε το παχύρευστο, σαν υδρόμελι, αυγουστιάτικο σεληνόφως.

Ο Μωυσής κοίταξε τη γυναίκα και το γιό του χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να πει, τι του ζητούσαν, χωρίς καλά-καλά να θυμάται ποια ήταν αυτή η γυναίκα και ο νεαρός με τον αναψοκοκκινισμένο σβέρκο.

«Ωραία» κατάφερε να πει.

Η κυρα-Σοφία κόρωσε, ακριβώς όπως ο αχυρώνας των Μπαρτζακαίων.

Πριν να περάσει μια ώρα ο Μπακάνας –υπό το άγρυπνο μάτι της συζύγου του- έγραφε ένα γράμμα για τον κουνιάδο του, που ήταν αξιωματικός της αστυνομίας πόλεων. Του ζητούσε να βάλει τον Ισίδωρο στο σώμα για να τον σώσει. Έτσι κι έγινε.

Μόλις τέλειωσε το γυμνάσιο, ο μικρός μπήκε στη σχολή χωροφυλάκων –ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ο κουνιάδος. Ο Μπακάνας βρήκε την ησυχία του, αλλά τα ωραία πράγματα δεν διαρκούν πολύ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Aποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Το δέντρο στην άκρη του κόσμου», του Γελωτοποιού, εκδόσεις Ρενιέρη.

Θα το βρείτε στο http://comicon-shop.gr/, Σόλωνος 128, οι εν Αθήναις.

Οι Θεσσαλονικείς μπορούν να επικοινωνήσουν με το my_sanejoker@yahoo.gr

Οι υπόλοιποι Ελλαδίτες ταχυδρομικά από το http://comicon-shop.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου