Κώστας Καναβούρης
Αλήθεια, υπάρχει η πραγματικότητα ή μήπως είναι μια παλινδρομική διαδικασία συσκότισης και αποσυσκότισης όπου τον διακόπτη χειρίζεται μια έσω πραγματικότητα ισχύος η οποία καθορίζει το βασικό επιχείρημα: ότι πραγματικότητα είναι ό,τι συμβαίνει αρκεί να έχεις πρόσβαση σ’ αυτό. Διαφορετικά – με την έλλειψη της πρόσβασης στο υπέρτατο αγαθό που λέγεται πραγματικότητα, άρα και με την έλλειψη της βασικής συμμετοχής στο ελεύθερο υπάρχειν – η όλη κατάσταση γίνεται μια διαδικαστική ημιτέλεια.
Δεν τελειώνεται αλλά μετατρέπεται σε σειραϊκή νομική θεσιθηρία η οποία αντικαθιστά την δικαιϊκή υπόσταση της πραγματικότητας κατά το δοκούν. Κατά το δοκούν της ισχύος που έχει τη δυνατότητα επιβολής νομοθεσίας. Ώστε το καθ’ έκαστα νομικό επιχείρημα το οποίο αποτυπώνει μια τυπική παγίωση του χρόνου αντί να ψάχνει την ερμηνεία του, προβιβάζεται σε ιθαγένεια ενός χρόνου τόσο ιστορικού, όσο και συγχρονικού.
Εκτρέπεται επομένως, σε κάτι που μοιάζει με πραγματικότητα και επιβάλλεται ως πραγματικότητα χωρίς να εξηγεί, χωρίς να προϋποθέτει οιαδήποτε συγχρονία με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Αυτό είναι η πραγματική ισχύς: μια πραγματικότητα η οποία δεν υφίσταται, που όμως έχει υποκατασταθεί – επειδή η ισχύς απεχθάνεται το κενό τόσο απέραντα, όσο και η γνώση την αυθεντία – από τη νομική «αλήθεια» της.
Αν δεν υπάρχεις νομικά, τότε απλώς δεν υπάρχεις. Ζεις, ανασαίνεις, πηγαίνεις από τον Άννα στον Καϊάφα με το πεθαμένο παιδί σου στην αγκαλιά, με την πεθαμένη ζωή σου στην πλάτη, με την πνιγμένη γυναίκα σου στο βυθό των υπηρεσιών της αγριεμένης θάλασσας, της αγριεμένης πραγματικότητας, αλλά νομικά δεν υπάρχεις.
Η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δεν της φτάνει ούτε το δακτυλικό αποτύπωμα του θανάτου. Τα πτώματα στις ακτές των χρηματιστηρίων είναι νομικώς υπάρχοντα. Νομικώς και μόνον. Διότι περί της πραγματικότητας εγείρονται πολλές ενστάσεις.
Επειδή ο πόλεμος, βασικά, είναι μια νομική κατάσταση. Το ποτάμι της προσφυγιάς, δεν είναι πραγματικότητα πρωτίστως, είναι μια νομική πολύπλοκη διευθέτηση. Μια αριθμοθέτηση θηριώδους μπακαλικής, όπου το «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι» μετατρέπεται σε πραγματικότητα θανάτου για αμέτρητες ζώσες υπάρξεις. Χωρίς να λογαριάσουμε τις χαμένες. Και αυτό ονομάζεται πραγματικότητα.
Η μόνη πραγματικότητα. Αυτή δηλαδή που συσσωματώνει το νόμο με τη δικαιοσύνη. Ή αλλιώς: αυτή που πακτώνει τη δικαιοσύνη μέσα στο νόμο ώστε να παραμένει ακίνητη όταν ο νόμος πολυβολεί τους αθώους. Αυτό στις μέρες μας λέγεται πραγματικότητα.
Και τότε όμως, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, πραγματικότητα ήταν – με νομικό περίβλημα δικαιοσύνης – η πακτωμένη βάση του πολυβόλου, ώστε να μην ταράζεται ο νόμος και να εκτελεί τους εκτρεπόμενους. Δεν ήταν παράνομη η Καισαριανή και το Χαϊδάρι. Νόμιμα ήταν. Με πολλούς αποδέκτες νομιμότητας. Από την εκκλησία, μέχρι κάτι τζάκια που καίγανε ανθρώπινα κορμιά και σήμερα ονομάζονται «πολιτικά».
Παράνομοι ήταν οι εκτελεσμένοι. Όπως, παράνομοι σήμερα είναι οι πνιγμένοι. Παράνομοι είναι οι κατατρεγμένοι. Λοιπόν, ζούμε είτε σε μια παράνομη πραγματικότητα, είτε σε μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει, αφού μπάζει αίματα που λερώνουν τα χαλιά της βαρύτιμης καθεστώσας αλήθειας. «Στους τάπητες των πολυκατοικιών» ποτέ δεν ξεβράστηκαν πτώματα. Όπως και στους τάπητες των Βρυξελλών. Στους τάπητες των Κοινοβουλίων.
Απ’ έξω είναι η ανύπαρκτη πραγματικότητα. Και πνίγεται στις σιδερένιες θάλασσες των φασισμών. Και πνίγεται σε μια θάλασσα που κυματίζει σαν σημαία ναζιστικής παράταξης. Δείχνοντας τα άψογης λευκότητας δόντια της νομιμότητας. Δόντια ενός λύκου που δεν χόρτασε να κατασπαράζει τη δικαιοσύνη. Δόντια ενός λύκου που δεν χόρτασε να κατατρώει την πραγματικότητα.
Κι εμείς κρυμμένοι στα σπίτια μας ψάλλοντας τα νόμιμα κάλαντα των πνιγμένων παιδιών. Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα που μας έχει παραχωρηθεί. Και του Χρόνου; Χρόνια πολλά;
ArtiNews
Αλήθεια, υπάρχει η πραγματικότητα ή μήπως είναι μια παλινδρομική διαδικασία συσκότισης και αποσυσκότισης όπου τον διακόπτη χειρίζεται μια έσω πραγματικότητα ισχύος η οποία καθορίζει το βασικό επιχείρημα: ότι πραγματικότητα είναι ό,τι συμβαίνει αρκεί να έχεις πρόσβαση σ’ αυτό. Διαφορετικά – με την έλλειψη της πρόσβασης στο υπέρτατο αγαθό που λέγεται πραγματικότητα, άρα και με την έλλειψη της βασικής συμμετοχής στο ελεύθερο υπάρχειν – η όλη κατάσταση γίνεται μια διαδικαστική ημιτέλεια.
Δεν τελειώνεται αλλά μετατρέπεται σε σειραϊκή νομική θεσιθηρία η οποία αντικαθιστά την δικαιϊκή υπόσταση της πραγματικότητας κατά το δοκούν. Κατά το δοκούν της ισχύος που έχει τη δυνατότητα επιβολής νομοθεσίας. Ώστε το καθ’ έκαστα νομικό επιχείρημα το οποίο αποτυπώνει μια τυπική παγίωση του χρόνου αντί να ψάχνει την ερμηνεία του, προβιβάζεται σε ιθαγένεια ενός χρόνου τόσο ιστορικού, όσο και συγχρονικού.
Εκτρέπεται επομένως, σε κάτι που μοιάζει με πραγματικότητα και επιβάλλεται ως πραγματικότητα χωρίς να εξηγεί, χωρίς να προϋποθέτει οιαδήποτε συγχρονία με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Αυτό είναι η πραγματική ισχύς: μια πραγματικότητα η οποία δεν υφίσταται, που όμως έχει υποκατασταθεί – επειδή η ισχύς απεχθάνεται το κενό τόσο απέραντα, όσο και η γνώση την αυθεντία – από τη νομική «αλήθεια» της.
Αν δεν υπάρχεις νομικά, τότε απλώς δεν υπάρχεις. Ζεις, ανασαίνεις, πηγαίνεις από τον Άννα στον Καϊάφα με το πεθαμένο παιδί σου στην αγκαλιά, με την πεθαμένη ζωή σου στην πλάτη, με την πνιγμένη γυναίκα σου στο βυθό των υπηρεσιών της αγριεμένης θάλασσας, της αγριεμένης πραγματικότητας, αλλά νομικά δεν υπάρχεις.
Η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δεν της φτάνει ούτε το δακτυλικό αποτύπωμα του θανάτου. Τα πτώματα στις ακτές των χρηματιστηρίων είναι νομικώς υπάρχοντα. Νομικώς και μόνον. Διότι περί της πραγματικότητας εγείρονται πολλές ενστάσεις.
Επειδή ο πόλεμος, βασικά, είναι μια νομική κατάσταση. Το ποτάμι της προσφυγιάς, δεν είναι πραγματικότητα πρωτίστως, είναι μια νομική πολύπλοκη διευθέτηση. Μια αριθμοθέτηση θηριώδους μπακαλικής, όπου το «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι» μετατρέπεται σε πραγματικότητα θανάτου για αμέτρητες ζώσες υπάρξεις. Χωρίς να λογαριάσουμε τις χαμένες. Και αυτό ονομάζεται πραγματικότητα.
Η μόνη πραγματικότητα. Αυτή δηλαδή που συσσωματώνει το νόμο με τη δικαιοσύνη. Ή αλλιώς: αυτή που πακτώνει τη δικαιοσύνη μέσα στο νόμο ώστε να παραμένει ακίνητη όταν ο νόμος πολυβολεί τους αθώους. Αυτό στις μέρες μας λέγεται πραγματικότητα.
Και τότε όμως, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, πραγματικότητα ήταν – με νομικό περίβλημα δικαιοσύνης – η πακτωμένη βάση του πολυβόλου, ώστε να μην ταράζεται ο νόμος και να εκτελεί τους εκτρεπόμενους. Δεν ήταν παράνομη η Καισαριανή και το Χαϊδάρι. Νόμιμα ήταν. Με πολλούς αποδέκτες νομιμότητας. Από την εκκλησία, μέχρι κάτι τζάκια που καίγανε ανθρώπινα κορμιά και σήμερα ονομάζονται «πολιτικά».
Παράνομοι ήταν οι εκτελεσμένοι. Όπως, παράνομοι σήμερα είναι οι πνιγμένοι. Παράνομοι είναι οι κατατρεγμένοι. Λοιπόν, ζούμε είτε σε μια παράνομη πραγματικότητα, είτε σε μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει, αφού μπάζει αίματα που λερώνουν τα χαλιά της βαρύτιμης καθεστώσας αλήθειας. «Στους τάπητες των πολυκατοικιών» ποτέ δεν ξεβράστηκαν πτώματα. Όπως και στους τάπητες των Βρυξελλών. Στους τάπητες των Κοινοβουλίων.
Απ’ έξω είναι η ανύπαρκτη πραγματικότητα. Και πνίγεται στις σιδερένιες θάλασσες των φασισμών. Και πνίγεται σε μια θάλασσα που κυματίζει σαν σημαία ναζιστικής παράταξης. Δείχνοντας τα άψογης λευκότητας δόντια της νομιμότητας. Δόντια ενός λύκου που δεν χόρτασε να κατασπαράζει τη δικαιοσύνη. Δόντια ενός λύκου που δεν χόρτασε να κατατρώει την πραγματικότητα.
Κι εμείς κρυμμένοι στα σπίτια μας ψάλλοντας τα νόμιμα κάλαντα των πνιγμένων παιδιών. Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα που μας έχει παραχωρηθεί. Και του Χρόνου; Χρόνια πολλά;
ArtiNews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου