Δημήτρης Σούλτας
Η έκφραση «α ρε, μνημόνια που μας χρειάζονται» εμφανίζεται ενοχλητικά συχνά τελευταίως και μάλιστα από όλο το πολιτικό φάσμα. Από δεξιούς, κεντρώους,εκσυχρονιστές, νεοφιλελεύθερους, αριστερούς ή όπως αλλιώς αυτοπροσδιορίζεται ο καθένας. Και εμφανίζεται σε σχετικά και άσχετα θέματα, ως το απόλυτο τιμωρητικό μέσο, κάτι σαν θεία δίκη για ανθρώπους που δεν αξίζουν τίποτα καλύτερο
Είναι ένας αφορισμός, μια κατάρα που ξεκίνησε από τις πρώτες μόλις μέρες του πρώτου μνημονίου και συνεχίστηκε αδιαλείπτως έως και τις μέρες μας. Το παράδοξο είναι ότι δεν εκφράζεται μόνο απ’ αυτούς που θεωρούν το μνημόνιο ως την ενδεδειγμένη συνταγή για την ανάκαμψη της χώρας, αλλά και από ανθρώπους που πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο.
Ποια είναι όμως η αφορμή για να φτάσει κάποιος σ’ αυτή τη δημοφιλή «κατάρα»; Βλέπει κάποιος αυτοκίνητο προκλητικά παρκαρισμένο; Μας χρειάζονται μνημόνιο. Ακούει μια γελοία ή προκλητική δήλωση πολιτικού; Μας χρειάζονται μνημόνια. Πετάει κάποιος σκουπίδια μες τη μέση του δρόμου; Μνημόνια. Συναντά κάποιος απαράδεκτη συμπεριφορά σε δημόσια υπηρεσία; Μνημόνια. Συναντάει κανείς απαράδεκτη συμπεριφορά σε ιδιωτική εταιρεία; Μνημόνιο. Έχουμε εκλογές συχνά; Μνημόνιο. Δεν έχουμε εκλογές συχνά; Μνημόνιο
Τα μνημόνια ως η απόλυτη κατάρα ή ως απόλυτος εξαναγκασμός στον "εκπολιτισμό" των ιθαγενών, οι οποίοι αφού δεν παίρνουν από κανένα λόγο, έχουν ανάγκη από την μνημονιακή ράβδο.
Μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι πρόκειται για ένα σχήμα λόγου, που εκφράζει την οργή για τις άπειρες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο που η χρήση αυτής της φράσης αναπαράγει άλλη μία ελληνική παθογένεια. Η στάση που δεν εύχεται ή δεν αγωνίζεται να αλλάξουν στάσεις και συμπεριφορές, αλλά περιμένει από έναν ανηλεή εξουσιαστικό μηχανισμό να τις επιβάλλει. Σ’ αυτόν τον μηχανισμό, ακόμα και αν κάποιος δεν τον υιοθετεί ως οικονομικό πρόγραμμα, αναγνωρίζει την ιδιότητα του τιμωρού, του σκληρού παιδαγωγού, που μέσω άδικων μέτρων θα σωφρονίσει τους παρεκκλίνοντες.
Κανένα μνημόνιο δεν οδηγεί σε αλλαγή κοινωνικών συμπεριφορών, κανένα μνημόνιο δεν θεραπεύει παθογένειες. Όπως όλοι γνωρίζουμε άλλωστε, ούτε οικονομίες ανατάσσει, κάτι για το οποίο υποτίθεται ότι έχει επιβληθεί. Αν από την άλλη είναι η επίκληση του απόλυτου κακού απέναντι σε κακές ή απαράδεκτες συμπεριφορές, τότε η στάση μας απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα είναι μάλλον σωτηριολογικής οπτικής, με τον Θεό- μνημόνιο που τιμωρεί και σώζοι και θα πρέπει να αρχίσουμε να κυκλοφορούμε με την εικόνα του (υπαρκτού) Οσίου Μνημονίου στο στήθος.
Αν τέλος είναι χιούμορ, τότε θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μ’ αυτό. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πόση πλάκα μπορεί να έχει η επίκληση ενός πλέγματος νόμων, που έχει οδηγήσει στην απόγνωση πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού.
ΤΡΡ
Η έκφραση «α ρε, μνημόνια που μας χρειάζονται» εμφανίζεται ενοχλητικά συχνά τελευταίως και μάλιστα από όλο το πολιτικό φάσμα. Από δεξιούς, κεντρώους,εκσυχρονιστές, νεοφιλελεύθερους, αριστερούς ή όπως αλλιώς αυτοπροσδιορίζεται ο καθένας. Και εμφανίζεται σε σχετικά και άσχετα θέματα, ως το απόλυτο τιμωρητικό μέσο, κάτι σαν θεία δίκη για ανθρώπους που δεν αξίζουν τίποτα καλύτερο
Είναι ένας αφορισμός, μια κατάρα που ξεκίνησε από τις πρώτες μόλις μέρες του πρώτου μνημονίου και συνεχίστηκε αδιαλείπτως έως και τις μέρες μας. Το παράδοξο είναι ότι δεν εκφράζεται μόνο απ’ αυτούς που θεωρούν το μνημόνιο ως την ενδεδειγμένη συνταγή για την ανάκαμψη της χώρας, αλλά και από ανθρώπους που πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο.
Ποια είναι όμως η αφορμή για να φτάσει κάποιος σ’ αυτή τη δημοφιλή «κατάρα»; Βλέπει κάποιος αυτοκίνητο προκλητικά παρκαρισμένο; Μας χρειάζονται μνημόνιο. Ακούει μια γελοία ή προκλητική δήλωση πολιτικού; Μας χρειάζονται μνημόνια. Πετάει κάποιος σκουπίδια μες τη μέση του δρόμου; Μνημόνια. Συναντά κάποιος απαράδεκτη συμπεριφορά σε δημόσια υπηρεσία; Μνημόνια. Συναντάει κανείς απαράδεκτη συμπεριφορά σε ιδιωτική εταιρεία; Μνημόνιο. Έχουμε εκλογές συχνά; Μνημόνιο. Δεν έχουμε εκλογές συχνά; Μνημόνιο
Τα μνημόνια ως η απόλυτη κατάρα ή ως απόλυτος εξαναγκασμός στον "εκπολιτισμό" των ιθαγενών, οι οποίοι αφού δεν παίρνουν από κανένα λόγο, έχουν ανάγκη από την μνημονιακή ράβδο.
Μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι πρόκειται για ένα σχήμα λόγου, που εκφράζει την οργή για τις άπειρες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο που η χρήση αυτής της φράσης αναπαράγει άλλη μία ελληνική παθογένεια. Η στάση που δεν εύχεται ή δεν αγωνίζεται να αλλάξουν στάσεις και συμπεριφορές, αλλά περιμένει από έναν ανηλεή εξουσιαστικό μηχανισμό να τις επιβάλλει. Σ’ αυτόν τον μηχανισμό, ακόμα και αν κάποιος δεν τον υιοθετεί ως οικονομικό πρόγραμμα, αναγνωρίζει την ιδιότητα του τιμωρού, του σκληρού παιδαγωγού, που μέσω άδικων μέτρων θα σωφρονίσει τους παρεκκλίνοντες.
Κανένα μνημόνιο δεν οδηγεί σε αλλαγή κοινωνικών συμπεριφορών, κανένα μνημόνιο δεν θεραπεύει παθογένειες. Όπως όλοι γνωρίζουμε άλλωστε, ούτε οικονομίες ανατάσσει, κάτι για το οποίο υποτίθεται ότι έχει επιβληθεί. Αν από την άλλη είναι η επίκληση του απόλυτου κακού απέναντι σε κακές ή απαράδεκτες συμπεριφορές, τότε η στάση μας απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα είναι μάλλον σωτηριολογικής οπτικής, με τον Θεό- μνημόνιο που τιμωρεί και σώζοι και θα πρέπει να αρχίσουμε να κυκλοφορούμε με την εικόνα του (υπαρκτού) Οσίου Μνημονίου στο στήθος.
Αν τέλος είναι χιούμορ, τότε θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μ’ αυτό. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πόση πλάκα μπορεί να έχει η επίκληση ενός πλέγματος νόμων, που έχει οδηγήσει στην απόγνωση πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού.
ΤΡΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου