Γιώργος Βασσάλος
Οι συνέπειες της άνευ όρων παράδοσης του Σύριζα στην ΕΕ των τοκογλύφων τον Ιούλη του 2015 ξεπέρασαν μακράν τα ελληνικά σύνορα. Η αριστερά στη Δυτική Ευρώπη – μέχρι τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της – είχε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο επενδύσει ιδεολογικά και πολιτικά στο ρήγμα αμφισβήτησης του σκληρά νεοφιλελεύθερου «κονσένσους των Βρυξελλών» που άνοιγε στην Ελλάδα. Όταν η δυνατότητα αυτή θάφτηκε, οι αντιδράσεις κυμάνθηκαν από την αμηχανία ως την εσωτερίκευση της συνθηκολόγησης ως μόνης δυνατότητας. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, ένας κύκλος πολιτικής ανάτασης της αριστεράς μοιάζει να κλείνει καταλήγοντας στην απόλυτη ενσωμάτωση και παρακμή με την υπερψήφιση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και νέων ιμπεριαλιστικών επιδρομών από το γαλλικό ΚΚ.
Στο άρθρο αυτό εξετάζουμε τις πρόσφατες εξελίξεις κυρίως στη γαλλική και βελγική αριστερά, με σκοπό να αναδειχθεί ότι αυτό που φαίνεται σαν πρόβλημα της ελληνικής αριστεράς είναι πολύ ευρύτερο και σχετίζεται με το ότι δεν έγινε διεθνώς κατορθωτό οι κύκλοι πρωτόγνωρων και συχνά εξεγερσιακών κινητοποιήσεων που ακολούθησαν το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης του 2008 να μετουσιωθούν σε πολιτικά κινήματα ικανά να απειλήσουν την καπιταλιστική εξουσία. Οι νέες συσπειρώσεις και η ριζοσπαστική ενότητα που χρειάζονται πρέπει να συνοδεύονται από βαθιές ρήξεις με λογιών κατεστημένες αντιλήψεις σε διάφορα κομμάτια της αριστεράς.
Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να αρχίσουμε λέγοντας ότι για ορισμένα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς το ζήτημα δεν ήταν απλά ότι δέχτηκαν και δικαιολόγησαν εκ των υστέρων τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα, αλλά στην ουσία την προετοίμασαν κάνοντας ενεργό πολιτικό αγώνα όλη την περίοδο, ιδιαίτερα μετά από το 2012, ενάντια στις θέσεις της ρήξης στο εσωτερικό του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, σε άλλα φόρουμ (ευρωπαϊκοί κινηματικοί συντονισμοί κα.) και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Μιλάμε κυρίως για το ΚΚ Γαλλίας και το Ντι Λίνκε σ.1, που νέμονται θέσεων εξουσίας σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο στη βάση συνεργασιών με τους σοσιαλδημοκράτες σ.2. Έτσι λοιπόν, οι ηγεσίες τους είναι και λόγω υλικών ανταλλαγμάτων προσκολλημένες στο χιλιο-αποτυχημένο σχέδιο της «προοδευτικής διακυβέρνησης» και της «κυβέρνησης αντι-λιτότητας» σ.3 με στόχο τη σταδιακή μεταρρύθμιση της ΕΕ. Αυτά δε σημαίνουν ότι το σύνολο των δυνάμεων και αγωνιστών που παλεύουν μέσα από αυτές τις δυνάμεις πρέπει να αναθεματιστούν ως συμβιβασμένοι. Αντίθετα, ένα μεγάλο μέρος της ραχοκοκαλιάς των πρωτοποριών που μπορεί να δημιουργήσει κάτι νέο σε αυτές τις χώρες δρα μέσα από τις γραμμές των δυνάμεων αυτών. Χρειάζεται όμως σθεναρή πολιτική αντιπαράθεση με τις θέσεις των ηγεσιών τους.
Για να είμαστε δίκαιοι επίσης, πρέπει να πούμε ότι πολλές δυνάμεις διεθνώς έβγαλαν το συμπέρασμα μέσα από τις εξελίξεις ότι η ρήξη με ΕΕ και ευρώ είναι μονόδρομος για την έξοδο από τη νεοφιλελεύθερη κόλαση. Οι δυνάμεις αυτές όμως παραμένουν ακόμη διάσπαρτες, μειοψηφούσες στο εσωτερικό διαφόρων ειδών οργανώσεων ή στο περιθώριο.
Εκατοντάδες χιλιάδες πήραν τους δρόμους της δυτικής Ευρώπης το καλοκαίρι του 2015 ενάντια στους εκβιασμούς της ΕΕ και υπέρ του δικαιώματος του ελληνικού λαού – και κατ’ επέκταση όλων των ευρωπαϊκών λαών – να αλλάξουν δρόμο και να κινηθούν προς την αναδιανομή από τους πλούσιους προς τους φτωχούς. Οι κινητοποιήσεις αυτές καλούνταν και οργανώνονταν παντού από τις δυνάμεις της πολιτικής και συνδικαλιστικής αριστεράς. Ήταν η εποχή που «τα νέα της γαλλικής αριστεράς ήταν αυτά της ελληνικής ». Η ανάδειξη στο εσωτερικό αυτών των κινητοποιήσεων του αυτοκτονικού χαρακτήρα οποιουδήποτε συμβιβασμού παρέμεινε ασθενής και μειοψηφική καθότι κυριαρχούσε το «μαζί με τους Έλληνες ό,τι κι αν αποφασίσουν ». Κάποιοι θα βιαστούν να πουν ότι αυτό σημαίνει ότι ήταν λάθος η συμμετοχή και στήριξη τέτοιων κινητοποιήσεων. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν απλή φυγομαχία και σεχταριστικός αναχωρητισμός. Η ίδια η συνθηκολόγηση έδειξε ότι αλλαγή χωρίς ρήξη δε γίνεται, ενώ αναδείχθηκε ανάγλυφα ο αυταρχικός χαρακτήρας της ΕΕ. H παιδαγωγική της πράξης είναι η πιο αποτελεσματική και η κατάθεση της θέσης της ρήξης μέσα στο ζωντανό κίνημα ήταν η μόνη εποικοδομητική λύση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι που τα κινήματα τόσο στην Ελλάδα όσο και αυτά της αλληλεγγύης στο εξωτερικό δεν κατάφεραν να καταστήσουν πολιτικά απαγορευτική για το Σύριζα την επιλογή της συνθηκολόγησης. Οι εκατοντάδες χιλιάδες που συμμετείχαν και τα εκατομμύρια που ήλπισαν σε μια ανατροπή της νεοφιλελεύθερης ευρω-λιτότητας, προφανώς και απογοητεύτηκαν από τη συνθηκολόγηση και αναζητούν τις αιτίες της. Γι’αυτό και οι τοποθετήσεις μας τότε και τώρα μπορούν να βοηθήσουν.
Η αντίδραση του, γενικού γραμματέα του ΚΚΓ στη συνθηκολόγηση ήταν η απόλυτη στοίχιση με το ευρωενωσιακό προπαγανδιστικό παραμυθάκι ότι η Γερμανία ήθελε να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ και ήταν «επιτυχία » του Τσίπρα ότι την κράτησε παρόλο το μνημόνιο που δέχτηκε. Ο Τσίπρας, έγραφε ο Πιερ Λοράν, «μένοντας πιστός στις εντολές του λαού του (!!!) δέχτηκε τη συμφωνία για να αποτρέψει τον εφιάλτη » καθώς «μία έξοδος από το ευρώ θα έκανε την Ελλάδα να περάσει από την ανθρωπιστική κρίση στην εκατόμβη και όλες οι οικονομίες μας θα αποσταθεροποιούνταν» σ.4 . Ιδού λοιπόν πώς γινόταν άλλος ένας τηλεβόας της κυρίαρχης αφήγησης «μνημόνια ή χάος». Αρχές Σεπτέμβρη επαναλάμβανε ότι το μόνο σχέδιο του παρέμενε «η ανάκτηση της εξουσίας στην ΕΕ από τους ευρωπαϊκούς λαούς [λες και την είχαν ποτέ] και η κοινωνική και δημοκρατική επανίδρυση της ΕΕ» που θα ερχόταν μέσα από τις εκλογικές μετατοπίσεις που θα άλλαζαν το συσχετισμό δύναμης σε αυτή την κατεύθυνση σ.5. Εξέφραζε επίσης την παραδοξολογία ότι «ο Σύριζα δε υιοθέτησε την πολιτική της λιτότητας» σ.6 (απλά υπέγραψε να εφαρμόζει αυτήν και μόνο αυτή για τρία ψωροχρονάκια).
Το Κόμμα Εργασίας Βελγίου (PTB) είναι ένα κόμμα με πολύ διαφορετική ιστορία από το ΚΚΓ καθότι πρώην μαοϊκό (και νυν όσο αφορά τουλάχιστον πολλά χαρακτηριστικά της εσωτερικής λειτουργίας του) και μέχρι πρόσφατα αντιΕΕ ή τουλάχιστον αντιφεντεραλιστικό. Μέχρι το 2012, αδελφό του κόμμα στην Ελλάδα θεωρούσε το ΚΚΕ, στη συνέχεια όμως ταυτίστηκε με την «ελπίδα» που ενσάρκωναν ο Σύριζα στην Ελλάδα και το Ποδέμος στην Ισπανία. Το 2014, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής στο Βέλγιο σημαντικών μέτρων λιτότητας και από το Σοσιαλιστικό κόμμα, το PTB έκανε τη θεαματική είσοδο του στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο της χώρας, γεγονός που σήμανε την επιστροφή της μαρξιστικής αριστεράς στην κεντρική πολιτική σκηνή για πρώτη φορά από τις αρχές του ’80. Πρόκειται για ταξικά προσανατολισμένο κόμμα με γερές οργανώσεις βάσης και δουλειά μυρμηγκιού μέσα στα συνδικάτα, τα κινήματα και τις γειτονιές, κυρίως τις πιο εργατικές.
Η αντίδραση του στη ελληνική συνθηκολόγηση ήταν αμήχανη: ένα μακροσκελές και αντιφατικό κείμενο του προέδρου του Πέτερ Μέρτενς αφιερώθηκε κυρίως στο να επιτεθεί στην ΕΕ εκθέτοντας τον βαθιά αντιδημοκρατικό και κοινωνικά βάρβαρο χαρακτήρα της. Από τη μία, το κείμενο περιείχε εκτεταμένες δηλώσεις του Π. Λαφαζάνη, της Ζ. Κωνσταντοπούλου και του Στ. Κουβελάκη και διαπίστωνε ότι «η ταπείνωση της κυβέρνησης Τσίπρα θα είναι χωρίς αμφιβολία πλήρης, καθώς η Τρόικα θα τη συνεχίσει μέχρι τέλους υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να πάρει μέτρα που καμία κυβέρνηση δεν πήρε ως τώρα, ώσπου να μπορεί να την πετάξει σα στυμμένη λεμονόκουπα». Από την άλλη, έλεγε ότι «η εξάμηνη σύγκρουση που άντεξε να κάνει ο Τσίπρας με τη Μέρκελ, δεν είναι άσχημη επίδοση για μία οικονομική δύναμη κατηγορίας φτερού». Το «ότι αυτή η ελαφρά ταξιαρχία κάπως αφελών ανθρωπιστών εγκατέλειψε τη μάχη μπροστά σ’ένα απάνθρωπο εκβιασμό δε σημαίνει ότι δεν αγωνίστηκε». Ο Μέρτενς θυμίζει ότι «από το 2011 μιλούσε για το δικτατορικό χαρακτήρα της ΕΕ», αλλά ότι «χρειαζόμασταν την εμπειρία να μας δείξει ότι η διάθεση συμβιβασμού από την ελληνική κυβέρνηση απέναντι σ’αυτήν την ΕΕ ήταν αδιέξοδη» σ.7.
Εμείς βέβαια ξέρουμε ότι ο Δραγασάκης, ο Παππάς, ο Φλαμπουράρης και ο Τσίπρας καθόλου δεν είναι «αφελείς ανθρωπιστές», αλλά κοράκια της εξουσίας που εκμεταλλεύτηκαν χυδαία την ελπίδα ενός λαού για να μπουν στα μεγάλα σαλόνια, χωρίς να αλλάξουν απολύτως τίποτα. Ξέρουμε επίσης ότι η αντικειμενική και συγκεκριμένη προδοσία της εντολής του ελληνικού λαού και το αλυσόδεμα του σε άλλα τρία χρόνια μίνιμουμ εξοντωτικών μνημονίων δεν ήταν καθόλου απαραίτητα για να διαπιστωθεί από τις πλατιές ευρωπαϊκές μάζες ο δικτατορικός χαρακτήρας της ΕΕ. Αντίθετα το «πείραμα Σύριζα» έφερε αριστερές αντιφεντεραλιστικές δυνάμεις όπως το PTB στο δρόμο της «σταδιακής αλλαγής του συσχετισμού εντός της ΕΕ» και για πρώτη φορά σε στενή συμμαχία με καθαρά φεντεραλιστικές δυνάμεις όπως το ΚΚΓ.
Η ηγεσία του PTB δεν ακολούθησε, όπως έκαναν άλλα κόμματα, τις επιθετικές παραινέσεις του ΣΥΡΙΖΑ στους ευρωπαίους συμμάχους του να μιλάνε μόνο με αυτόν και με καμία άλλη πολιτική δύναμη από την Ελλάδα και συναντήθηκε πχ. με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου με κάλυψη στα έντυπα του κόμματος. Βρέθηκε όμως σε λίαν αμήχανη πολιτική θέση μη ξεκαθαρίζοντας τη στάση του και περιορίστηκε στην υλική ενίσχυση των κοινωνικών ιατρείων και φαρμακείων ως βασική πολιτική του γραμμή σχετικά με την Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση. Από πολιτικό φάρο της ευρωπαϊκής αριστεράς που έδειχνε το δρόμο προς την εξουσία και την αλλαγή, η Ελλάδα έγινε απλός αποδέκτης ανθρωπιστικής βοήθειας. Χαρακτηριστικός της αμηχανίας ήταν ο τηλεδιάλογος ανάμεσα στο Νο 2 του PTB Ραούλ Χεντεμπόου και τον πρόεδρο του Σοσιαλιστικού κόμματος Πωλ Μανιέτ, όταν ο δεύτερος δήλωσε την πλήρη υποστήριξη του στον Τσίπρα που «λογικεύτηκε» και ρώτησε πολλές φορές επιθετικά γιατί δεν ακούμε το PTB πια να υποστηρίζει τόσο σθεναρά το Σύριζα. Κατέληξε στην ερώτηση «επιστρέψατε στην υποστήριξη των παλιών σταλινικών φίλων σας του ΚΚΕ;» για να λάβει την πλήρως αμυντική απάντηση «όχι, όχι καθόλου» σ.8.
Το φθινόπωρο, οι εργατικοί αγώνες ξανάρχισαν. Αρχές Οκτώβρη οι εργαζόμενοι της Air France πήραν στο κυνήγι τους διευθυντές της που σχεδιάζουν χιλιάδες απολύσεις. Ο επικεφαλής του Αριστερού Μετώπου Ζαν-Λυκ Μελανσόν και το ΚΚΓ ως μεγαλύτερη συνιστώσα του υπερασπίστηκαν σθεναρά και χωρίς αστερίσκους τους εργαζόμενους ενάντια στο σύνολο των μίντια που ζητούσαν τις κεφαλές τους επί πίνακι. Ήταν μια αναζωογονητική επιστροφή στις ταξικές ρίζες, με ένα ξεκάθαρο λόγο που έβρισκε πλατιά απήχηση στις μάζες και διέκρινε την αριστερά από όλες τις άλλες δυνάμεις και την ακροδεξιά, αφού και το Εθνικό Μέτωπο συμμετείχε στην υστερία εναντίον των εργαζομένων.
Στο Βέλγιο, ένα πρόγραμμα δράσης ενάντια στην επιθετική αντεργατική ατζέντα της πιο δεξιάς κυβέρνησης στην ιστορία της χώρας άρχιζε να βρίσκει αντιφατικά τα βήματα του επιχειρώντας να πάρει τη σκυτάλη από την εντυπωσιακή γενική απεργία του Δεκέμβρη του 2014, την οποία οι συνδικαλιστικές ηγεσίες άφησαν χωρίς συνέχεια. Μία συνδικαλιστική διαδήλωση εκατό χιλιάδων στις Βρυξέλλες, ένα επιτυχημένο τριήμερο κινητοποιήσεων ενάντια στη διατλαντική συνθήκη και μια γενική απεργία στην περιοχή της Λιέγης με μεγάλη συμμετοχή υπόσχονταν αν όχι μια κλιμάκωση ανάλογη του τέλους του 2014, τουλάχιστον μια δυνατότητα απειλής της κυβέρνησης μεσοπρόθεσμα. Παράλληλα, η καταστολή από πλευράς κυβέρνησης εντεινόταν όχι τόσο με την πρόβα διάλυσης διαδήλωσης που έγινε στις 7 Οκτώβρη, αλλά πιο στρατηγικά με την για πρώτη φορά παρεμπόδιση των απεργών σιδηροδρομικών να καταλάβουν, όπως σε κάθε απεργία, τον πύργο σημάτων από αστυνομικούς οπλισμένους με αυτόματα.
Ο Μελανσόν και το Αριστερό Κόμμα του, δεύτερη μεγαλύτερη συνιστώσα του Μετώπου της Αριστεράς, ετοίμαζαν για τις 14 Νοέμβρη ευρωπαϊκό συνέδριο οικονομολόγων, πολιτικών και κινημάτων για το «Σχέδιο Β’» σ.9. Το κείμενο βάσης ήταν άτολμο και διφορούμενο ως προς το πρακτικό περιεχόμενο της «ανυπακοής στην ΕΕ» και τη δυνατότητα εκδημοκρατισμού του Ευρώ. Παρόλαυτα ήταν μια διαδικασία έξω από το μονόδρομο και τον ταξικό στην ουσία συμβιβασμό της ευρωλάγνας αριστεράς. Το συνέδριο τελικά ακυρώθηκε, καθώς το προηγούμενο βράδυ οι τρομοκράτες του ISIS έσπειραν τον τρόμο στο Παρίσι, χωρίς να έχει μέχρι σήμερα ανακοινωθεί νέα ημερομηνία διεξαγωγής του.
Μετά τις επιθέσεις, το ΚΚΓ έκανε ένα ποιοτικό άλμα στην ενσωμάτωσή του δεχόμενο την «εθνική ενότητα», ψηφίζοντας την τρίμηνη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που περιλάμβανε απαγόρευση διαδηλώσεων και απέχοντας από την ψηφοφορία για τον βομβαρδισμό της Συρίας. Το Αριστερό Κόμμα του Μελανσόν διαχώρισε τη θέση του τασσόμενο κατά της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Διαφώνησε ωστόσο με την απόφαση του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA), της τροτσκιστικής συνιστώσας του Μετώπου της Αριστεράς «Μαζί» και της «Ελευθεριακής Εναλλακτικής» να σπάσουν στην πράξη την απαγόρευση διαδηλώνοντας στις 29 Νοέμβρη κι επέμενε στη διαφωνία του αυτή ακόμη κι αν εκ των υστέρων καταδίκασε την άγρια κρατική καταστολή που αντιμετώπισαν τα οργανωμένα αυτά μπλοκ κι οι χιλιάδες άλλοι που επέμειναν να διαδηλώσουν.
Στο Βέλγιο, το PTB δήλωσε έτοιμο να ψηφίσει μια αύξηση κατά 400 εκατομμύρια των δαπανών για την ασφάλεια με τον όρο ότι δε θα κοπούν από κοινωνικές δαπάνες και ζητώντας παράλληλα 400 εκατομμύρια αύξηση στις κοινωνικές δαπάνες επίσης. Ελπίζουμε ότι τελικά δε θα ψηφίσει τις στρατιωτικο-αστυνομικές δαπάνες καθότι είναι εντελώς σίγουρο ότι τα δύο αιτήματά του δε θα γίνουν δεκτά. Σε κείμενο έξι προτάσεων για τον «αγώνα ενάντια στη τζιχαντιστική ριζοσπαστικοποίηση» που κατέθεσε πρότεινε μεταξύ άλλων και την προφυλάκιση όσων επιστρέφουν από τη Συρία ακόμα κι αν ο δικαστής δεν την κρίνει αναγκαία (!) σε περίπτωση που αρνηθούν να ακολουθήσουν εθελοντικά ένα πρόγραμμα «αποριζοσπαστικοποίησης» σ.10. Πέρα από το προβληματικό της ορολογίας περί «ριζοσπαστικοποίησης», την οποία η ΕΕ και τα μίντια χρησιμοποιούν με παρόμοιο τρόπο και εναντίον της ριζοσπαστικής αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, η τοποθέτηση του PTB εγείρει ερωτήματα και σε σχέση με το σεβασμό του κράτους δικαίου κάτω από τα υπάρχοντα συντάγματα. Οι αστικές τάξεις προσπαθούν να αλλάξουν το περιεχόμενο του κράτους δικαίου καταργώντας βασικά την αρχή της ισονομίας με αφορμή τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει η αριστερά θα ήταν να βάλει πλάτη σε κάτι τέτοιο.
Χάρη στην επιμονή και συνεχή πίεση των ακτιβιστών στο Παρίσι την τελευταία ημέρα της κλιματικής συνόδου μεγάλη διαδήλωση πραγματοποιήθηκε κανονικά χωρίς η αστυνομία να την αγγίξει. Μία νίκη στην οποία ελάχιστα συνέβαλε η κοινοβουλευτική αριστερά και η οποία επιβλήθηκε από το δρόμο.
Στις Βρυξέλλες, η αστυνομία απαγόρευσε κάμποσες πολιτικές εκδηλώσεις και μικρές συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια του κλεισίματος της πόλης για μια περίπου βδομάδα (κλειστά σχολεία, χώροι αθλητισμού κλπ.). Ευτυχώς, η γενική απεργία στην περιοχή του Αινώ πραγματοποιήθηκε κανονικά και με επιτυχία, δέκα μόλις μέρες μετά τις επιθέσεις, αλλά οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες ακύρωσαν οικιοθελώς προγραμματισμένες μεγάλες διαδηλώσεις. Την ίδια μέρα με το Παρίσι, χιλιάδες διαδηλωτές έσπασαν την απαγόρευση και μετά την ανθρώπινη αλυσίδα που σχημάτισαν, διαδήλωσαν ακόμα και σε σημεία του κέντρου των Βρυξελλών όπου οι διαδηλώσεις απαγορεύονται μόνιμα.
Ιδού, λοιπόν, από πού μπορεί συνεχώς να ανατροφοδοτείται η ελπίδα: από αυτή την κριτική μάζα των αγωνιστών από συνδικαλιστικές, πολιτικές και άλλες οργανώσεις και της πρωτοπορίας των λαών που κινητοποιείται και καταφέρνει να αντιπαρατεθεί ενεργά στις προσπάθειες των αστικών τάξεων να περιορίσουν κι άλλο τις δυνατότητες αντιπολίτευσης και οργάνωσης των μαζών.
Το ζήτημα όμως της οργάνωσης των πρωτοποριών αυτών σε κόμματα ή μέτωπα ικανά να παίζουν ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι εκ των ων ουκ άνευ ώστε να υπάρχει στα σοβαρά η προοπτική να ανατραπεί η καπιταλιστική βαρβαρότητα στην οποία βυθιζόμαστε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Τα κινήματα από μόνα τους και οι «επαναστατικές» οργανώσεις στο περιθώριο δεν αρκούν. Κι εδώ είναι που παρατηρείται η μεγάλη αντίφαση: Τα κόμματα της αριστεράς μαρξιστικής αναφοράς όταν γίνονται κυβέρνηση ή όταν εισέρχονται στα κοινοβούλια ή όταν προσπαθούν να περισώσουν την απειλούμενη θέση τους μέσα στα κοινοβουλευτικά συστήματα τείνουν να αποδέχονται βασικές πλευρές της πολιτικής της αστικής τάξης είτε πρόκειται για τα μνημόνια και τους όρκους πίστης στο ευρώ είτε πρόκειται για την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών, το αστυνομικό κράτος και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Οι κομματικές ηγεσίες της αριστεράς ανά την Ευρώπη εκστασιάστηκαν με την προοπτική ότι ένα από τα κόμματά της θα έπαιρνε την κυβερνητική εξουσία σε μια χώρα της ΕΕ και πίστεψαν στην αυταπάτη ότι ο αποκλειστικά κοινοβουλευτικός δρόμος μπορεί να λειτουργήσει. Με την ίδια λογική, ότι δηλαδή τα μέτρα ασφαλείας είναι «δημοφιλή» τα δέχτηκαν για να μη φανεί ότι η αριστερά «προστατεύει» τους ισλαμιστές τρομοκράτες και χάσει έτσι ψήφους.
Πρώτα, ήρθε το χαστούκι της επιβολής του μνημονίου στην Ελλάδα, που έκοψε εκλογικά τα φτερά της αριστεράς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ΕΕ και πρώτα από όλα στο Ποδέμος στην Ισπανία. Το παράδειγμα ΣΥΡΙΖΑ δεν αναφερόταν πλέον στα ντιμπέιτ από τους εκπροσώπους της αριστεράς, αλλά από τους εκπροσώπους των σοσιαλιστών και της δεξιάς. Έπειτα μετά την αποδοχή της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης από τη γαλλική κοινοβουλευτική αριστερά, ήρθε το χαστούκι της εκλογικής εκτόξευσης του Εθνικού Μετώπου στις περιφερειακές εκλογές.
Και δεν ήταν φυσικά δυνατό να αναθεωρηθεί μια πορεία τραγικών λαθών αρκετών δεκαετιών ανάμεσα σε δυο σαββατοκύριακα: η καταστροφή των κακών εκλογικών αποτελεσμάτων ολοκληρώθηκε τη δεύτερη Κυριακή με τη στήριξη παντού των υποψηφίων της δεξιάς και των σοσιαλδημοκρατών. Αυτών ακριβώς των υποψηφίων που έχουν οδηγήσει τη Γαλλία στον οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό και στους οποίους οι ψηφοφόροι γυρνάνε την πλάτη, πηγαίνοντας στην πλειοψηφία τους προς την αποχή και δευτερευόντως προς τη ρατσιστική, αντιδραστική και αυταρχική ακροδεξιά που καταφέρνει να πλασαριστεί ως «αντισυστημική» καθότι η αριστερά παραιτείται στην ουσία από την προσπάθεια αυτή σ.11. Πέρα από τη «δημοκρατική συσπείρωση» ενάντια στο λεπενισμό, το ΚΚΓ επιδόθηκε και στην «αριστερή συσπείρωση» ενάντια στη Δεξιά στο Παρίσι (Ile-de-France) όπου το Εθνικό Μέτωπο δεν είχε περάσει στο δεύτερο γύρο. Κάτι που επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί αρχικά ως «τεχνική συμφωνία» για τη δίκαιη εκπροσώπηση των ψηφοφόρων στα περιφερειακά συμβούλια, κατέληξε να είναι μια κοινή πολιτική καμπάνια μαζί με το κυβερνητικό κόμμα που περνά σειρά αντεργατικών και ελευθεριοκτόνων νόμων. Αντίθετα με τις προσδοκίες ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν δεν κατάφερε να διαχωρίσει σαφώς τη θέση του από όλες αυτές τις επιλογές. Με τον τρόπο αυτό, η αριστερά εγκλωβίστηκε απόλυτα στην ανάδειξη του δίπολου «νεοφιλελευθερισμός εναντίον ακροδεξιάς» στη γαλλική πολιτική σκηνή περιθωριοποιώντας τον εαυτό της.
Μετά τη συνθηκολόγηση του Σύριζα και προφανώς και για ενδογενείς λόγους τα ποσοστά του Ποδέμος «έκατσαν» και τα όνειρα για πρωτιά στις εκλογές απομακρύνθηκαν. Το αποτέλεσμά του το Δεκέμβρη όμως ήταν τελικά καλό σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις από το καλοκαίρι και μετά και με δεδομένο ότι σήμανε το τέλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων και στην Ισπανία.
Έχει ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς το «επινίκιο» λόγο του Ιγκλέσιας το βράδυ των ισπανικών εκλογών, με την ομιλία του μετά τη συνθηκολόγηση Τσίπρα. Το βράδυ των εκλογών, το Ποδέμος συνέχιζε το δρόμο της Πασσιονάρια, του Ντουρούτι, των διεθνών ταξιαρχιών κι όλων όσων έδωσαν το αίμα τους για την κοινωνική δικαιοσύνη στην ισπανική γη. Ξανακουγόταν η φωνή του Αλλιέντε ότι η «ιστορία είναι δική μας και την κάνουν οι λαοί» σ.12. Το καλοκαίρι όμως ο Ιγκλέσιας έλεγε ότι «το μόνο που μπορούμε να κάνουμε από ένα κράτος στη νότια Ευρώπη, είναι να συγκεντρώσουμε περισσότερη διοικητική δύναμη [σσ. εκλεγμένες θέσεις κλπ.] ώστε να υποχρεώσουμε τους σοσιαλδημοκράτες σε στροφή» κι ότι ακόμα κι αν τους ξεπεράσουμε «δε μπορούμε να κάνουμε φοβερά πράγματα : μια φορολογική μεταρρύθμιση, να υπερασπιστούμε τη δημόσια υγεία και παιδεία και τέλος. Ο,τι έκανε η χριστιανοδημοκρατία πριν από τριάντα χρόνια (…) ίσως μπορούμε να κάνουμε τους δικούς μας μεγιστάνες να κλάψουν λίγο περισσότερο από ότι μπορούν οι Έλληνες». Αλλά αν θέλετε περισσότερα «η μόνη που μπορεί είναι μια γυναίκα που έρχεται από το φασισμό και την άκρα δεξιά, η Μαρίν Λεπέν» που «άμα συμμαχήσει με τη Ρωσία θα έρθουμε στο χείλος του τρίτου παγκόσμιου» σ.13.
Η απλότητα και αμεσότητα της συλλογιστικής του Ιγκλέσιας στην πολιτική πανευρωπαϊκή εκείνη πολιτική ώρα μηδέν που αντιπροσώπευσε η συνθηκολόγηση του Σύριζα και σε μεγάλο βαθμό ξεχώρισε την ήρα από το σιτάρι, δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια να αναθεωρήσουμε τις χαμηλές προσδοκίες μας για το Ποδέμος με τον μετεκλογικό του λόγο. Κι άλλοι εξάλλου έβαζαν ψηλά σε συμβολικό επίπεδο της απότιση φόρου τιμής στους πεσόντες κομμουνιστές του χθες. Η εμπειρία μας δείχνει ότι όταν ξεκινάς με το δόγμα «Ευρώ ή Τρίτος Παγκόσμιος» δε γίνονται τελικά ούτε αυτά που σου φαίνονται αυτονόητα, όπως το να μαζευτούν λιγάκι οι ντόπιες ολιγαρχίες. Αυτές είναι άλλωστε που έχουν συνασπισθεί στο ευρωενωσιακό οικοδόμημα κι όποιος προσπαθεί να τις παρουσιάσει ως κάτι ξεχωριστό από αυτό μάλλον παίζει τον παππά.
Ξαναγυρνάμε λοιπόν στην ανεπίλυτη εξίσωση: πώς χωρίς να πέσουμε στον κινηματισμό και τον αριστερισμό να θεωρούμε ότι μπορούμε να κάνουμε επανάσταση χωρίς πρώτα να έχουμε γερά κινήματα και συνδικάτα βάσης αλλά και ισχυρή κοινοβουλευτική ομάδα με προοπτική να διεκδικήσει και κυβερνητική εξουσία, θα αποφύγουμε ταυτόχρονα τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, τις κοινοβουλευτικές και υπουργικές θέσεις ως αυτοσκοπό, την αυτοϊκανοποίηση από το να αλλάξει απλά το χρώμα της κυβέρνησης και «να φύγουν οι άλλοι» χαμηλώνοντας εκ των προτέρων τις προσδοκίες για αλλαγές, ώστε μετά τις εκλογές να μην αλλάξει τελικά τίποτα; Είναι τραγικό, η αριστερά να διέπεται από την κοινοβουλευτική-κυβερνητική αυτή εμμονή στην εποχή της ευρωενωσιακής τεχνοκρατικής μεταδημοκρατίας, όπου ελάχιστα πλέον ουσιαστικά πράγματα αποφασίζονται από τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις.
Όλα αυτά, βέβαια δε γράφηκαν για να βγει το συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει καμία ελπίδα από τη Δύση» κι ότι τίποτα δε γίνεται εκεί. Αντίθετα, στόχος είναι να αναδειχθεί η κοινή συνισταμένη των προβλημάτων και των αντιφάσεων σε έναν πολιτικό και γεωγραφικό χώρο που αντικειμενικά δε μπορεί παρά να αλληλεπιδρά στο μέγιστο. Τα ρήγματα μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ενεργά και το δυναμικό για να τραβήξει μπροστά υπάρχει. Χρειάζεται, όμως, μια νέα συγκρότησή του σε ριζοσπαστικές και δημοκρατικές βάσεις.
Τα μόνα αντίδοτα στον κρετινισμό της καρέκλας και μιας υποτιθέμενης μακρόσυρτης διαδικασίας κατάληψης και μεταρρύθμισης του κράτους που τελικά λειτουργεί ανάποδα (το αστικό κράτος καταλαμβάνει τους επίδοξους καταληψίες του) μπορούν να είναι 1) η εμπέδωση προς τα έξω και προς τα μέσα ότι η αλλαγή που χρειάζεται είναι ριζική και μπορεί να γίνει μόνο με τομές και όχι σιγά – σιγά (εξ ου και η ανάγκη ενός έντονα αντισυστημικού λόγου), 2) ο δημοκρατικός έλεγχος της βάσης των κομμάτων/μετώπων στις ηγεσίες τους να δομείται με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές απλά να μη μπορούν να κάνουν τις τέλειες κωλοτούμπες τους ανά πάσα στιγμή. Ανεξάρτητα από τη γνώμη που μπορεί να έχει κανείς για το ζήτημα της Καταλονίας, το αντικαπιταλιστικό και αποσχιστικό κόμμα CUP παρέχει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα με τις συνεχείς μαζικές διαδικασίες του για να αποφασίσει τις μετεκλογικές συμμαχίες του.
Χρειάζεται επίσης να εμπεδωθεί ότι η ανυπακοή – απειθαρχία στην ΕΕ μπορεί να είναι ο μόνος ορίζοντας για την εφαρμογή αριστερών πολιτικών στην Ευρώπη. Οι συνθήκες και η ούτως ή άλλως διάτρητη και λαστιχένια «ευρωπαϊκή νομιμότητα» δε μπορούν παρά να παραβιαστούν και η εξουσία της Κομισιόν και των υπόλοιπων οργάνων να αμφισβητηθούν στην πράξη. Η απειθαρχία μπορεί να γίνει και η βάση πανευρωπαϊκής συνεννόησης και συντονισμού της αριστεράς στην Ευρώπη περιλαμβάνοντας και δυνάμεις που για διάφορους λόγους μπλοκάρουν με την αποδέσμευση. Η αναγκαιότητα για την έκδοση εθνικών νομισμάτων και ο οικονομικός πόλεμος που θα αντιμετωπίσουν οι εθνικές προσπάθειες εξόδου από το νεοφιλελεύθερο κλουβί επιτάσσουν το να μπει ψηλά στην ατζέντα της αριστεράς η οικοδόμηση λαϊκών δομών και θεσμών που είδαμε να ξεπηδούν από την ανάγκη, αλλά στις οποίες πρέπει να προσδοθεί μεγάλη πολιτική σημασία. Η διεθνιστική συνεργασία στη βάση της απειθαρχίας πρέπει να μπορεί να προβάλει στο μέλλον μια εναλλακτική και βασικά πραγματική συνεργασία των λαών της Ευρώπη σε ρήξη με την ΕΕ. Οι λαοί τη θέλουν και η ιστορική εμπειρία μας δείχνει ότι είναι αναγκαία.
Στην Ελλάδα, η φετιχοποίηση της καρέκλας δεν ίσχυσε μόνο γι’αυτούς που γαντζώθηκαν πάνω της, αλλά δυστυχώς και για κάποιους απ’ αυτούς που οικειοθελώς την εγκατέλειψαν: φαίνεται να το βίωσαν αυτό πιο πολύ σαν αδιανόητη θυσία παρά σαν αυτονόητη ενέργεια στράτευσης, ώστε πίστεψαν ότι η απλή επίδειξή της θα αρκούσε για να κερδηθεί η στήριξη του κόσμου. Αντίληψη που κάπως πρέπει να σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν πήραν ως τώρα το «ρίσκο» του πραγματικού ελέγχου από τη βάση και της ειλικρινούς προσπάθειας συσπείρωσης δυνάμεων που μπορεί να γίνει μόνο μέσα από σοβαρό διάλογο.
Πολλή δουλειά και χρόνος χρειάζονται για να ανασυγκροτηθεί η αριστερά πάνω σε ριζοσπαστικές και δημοκρατικές βάσεις, ενώ ο διεθνής καπιταλισμός δε προβλέπεται να σταματήσει να αυξάνει την παραγωγή του κρίσεων και τεράτων στο ερχόμενο διάστημα. Όπως αστειευόταν πρόσφατα ο Φρεντερίκ Λορντόν στα περιθώρια ενός συνεδρίου «το δύσκολο είναι να λες στους ανθρώπους ότι όλα θα πάνε χάλια και κανείς, ούτε το Ποδέμος, δε μπορεί άμεσα να ανατρέψει την κατάσταση, ωστόσο εμπρός σύντροφοι πάμε γερά τώρα».
Το σύστημα μοιάζει να βγαίνει ακέραιο από τις καταρρεύσεις των τραπεζών (αν και το επόμενο κύμα μπορεί να μην είναι μακριά), την αραβική άνοιξη, τον απεργιακό οργασμό και τα «κινήματα των πλατειών» που μετουσιώθηκαν σε εκλογική άνοδο αριστερών πολιτικών σχηματισμών στην Ευρώπη. Συνεχίζει βέβαια να αδυνατεί να οικοδομήσει μια μεσοπρόθεσμη έστω σταθερότητα και να λειτουργεί σε μια κατάσταση μόνιμου συναγερμού. Η ευρωπαϊκή αριστερά στην περίοδο 2009-2015 μοιάζει σα μια χιονόμπαλα που μεγάλωσε – μεγάλωσε, αλλά με το που ακούμπησε το τζάμι, αντί να το σπάσει άρχισε να χάνει μεγάλα κομμάτια της και ξανάγινε μια χούφτα χιόνι. Το ζήτημα είναι πώς στην επόμενη μεγάλη μας χιονόμπαλα, θα πατήσουμε καλά το χιόνι ώστε να σκληρύνει κι έτσι να καταφέρει να θρυμματίσει το τζάμι.
Πηγή: K-Lab
Η ακαταμάχητη εξημέρωση της ευρωπαϊκής αριστεράς;
Οι συνέπειες της άνευ όρων παράδοσης του Σύριζα στην ΕΕ των τοκογλύφων τον Ιούλη του 2015 ξεπέρασαν μακράν τα ελληνικά σύνορα. Η αριστερά στη Δυτική Ευρώπη – μέχρι τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της – είχε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο επενδύσει ιδεολογικά και πολιτικά στο ρήγμα αμφισβήτησης του σκληρά νεοφιλελεύθερου «κονσένσους των Βρυξελλών» που άνοιγε στην Ελλάδα. Όταν η δυνατότητα αυτή θάφτηκε, οι αντιδράσεις κυμάνθηκαν από την αμηχανία ως την εσωτερίκευση της συνθηκολόγησης ως μόνης δυνατότητας. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, ένας κύκλος πολιτικής ανάτασης της αριστεράς μοιάζει να κλείνει καταλήγοντας στην απόλυτη ενσωμάτωση και παρακμή με την υπερψήφιση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και νέων ιμπεριαλιστικών επιδρομών από το γαλλικό ΚΚ.
Στο άρθρο αυτό εξετάζουμε τις πρόσφατες εξελίξεις κυρίως στη γαλλική και βελγική αριστερά, με σκοπό να αναδειχθεί ότι αυτό που φαίνεται σαν πρόβλημα της ελληνικής αριστεράς είναι πολύ ευρύτερο και σχετίζεται με το ότι δεν έγινε διεθνώς κατορθωτό οι κύκλοι πρωτόγνωρων και συχνά εξεγερσιακών κινητοποιήσεων που ακολούθησαν το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης του 2008 να μετουσιωθούν σε πολιτικά κινήματα ικανά να απειλήσουν την καπιταλιστική εξουσία. Οι νέες συσπειρώσεις και η ριζοσπαστική ενότητα που χρειάζονται πρέπει να συνοδεύονται από βαθιές ρήξεις με λογιών κατεστημένες αντιλήψεις σε διάφορα κομμάτια της αριστεράς.
Η ευρωπαϊκή κληρονομιά του Ιούλη του 2015
Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να αρχίσουμε λέγοντας ότι για ορισμένα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς το ζήτημα δεν ήταν απλά ότι δέχτηκαν και δικαιολόγησαν εκ των υστέρων τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα, αλλά στην ουσία την προετοίμασαν κάνοντας ενεργό πολιτικό αγώνα όλη την περίοδο, ιδιαίτερα μετά από το 2012, ενάντια στις θέσεις της ρήξης στο εσωτερικό του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, σε άλλα φόρουμ (ευρωπαϊκοί κινηματικοί συντονισμοί κα.) και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Μιλάμε κυρίως για το ΚΚ Γαλλίας και το Ντι Λίνκε σ.1, που νέμονται θέσεων εξουσίας σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο στη βάση συνεργασιών με τους σοσιαλδημοκράτες σ.2. Έτσι λοιπόν, οι ηγεσίες τους είναι και λόγω υλικών ανταλλαγμάτων προσκολλημένες στο χιλιο-αποτυχημένο σχέδιο της «προοδευτικής διακυβέρνησης» και της «κυβέρνησης αντι-λιτότητας» σ.3 με στόχο τη σταδιακή μεταρρύθμιση της ΕΕ. Αυτά δε σημαίνουν ότι το σύνολο των δυνάμεων και αγωνιστών που παλεύουν μέσα από αυτές τις δυνάμεις πρέπει να αναθεματιστούν ως συμβιβασμένοι. Αντίθετα, ένα μεγάλο μέρος της ραχοκοκαλιάς των πρωτοποριών που μπορεί να δημιουργήσει κάτι νέο σε αυτές τις χώρες δρα μέσα από τις γραμμές των δυνάμεων αυτών. Χρειάζεται όμως σθεναρή πολιτική αντιπαράθεση με τις θέσεις των ηγεσιών τους.
Για να είμαστε δίκαιοι επίσης, πρέπει να πούμε ότι πολλές δυνάμεις διεθνώς έβγαλαν το συμπέρασμα μέσα από τις εξελίξεις ότι η ρήξη με ΕΕ και ευρώ είναι μονόδρομος για την έξοδο από τη νεοφιλελεύθερη κόλαση. Οι δυνάμεις αυτές όμως παραμένουν ακόμη διάσπαρτες, μειοψηφούσες στο εσωτερικό διαφόρων ειδών οργανώσεων ή στο περιθώριο.
Εκατοντάδες χιλιάδες πήραν τους δρόμους της δυτικής Ευρώπης το καλοκαίρι του 2015 ενάντια στους εκβιασμούς της ΕΕ και υπέρ του δικαιώματος του ελληνικού λαού – και κατ’ επέκταση όλων των ευρωπαϊκών λαών – να αλλάξουν δρόμο και να κινηθούν προς την αναδιανομή από τους πλούσιους προς τους φτωχούς. Οι κινητοποιήσεις αυτές καλούνταν και οργανώνονταν παντού από τις δυνάμεις της πολιτικής και συνδικαλιστικής αριστεράς. Ήταν η εποχή που «τα νέα της γαλλικής αριστεράς ήταν αυτά της ελληνικής ». Η ανάδειξη στο εσωτερικό αυτών των κινητοποιήσεων του αυτοκτονικού χαρακτήρα οποιουδήποτε συμβιβασμού παρέμεινε ασθενής και μειοψηφική καθότι κυριαρχούσε το «μαζί με τους Έλληνες ό,τι κι αν αποφασίσουν ». Κάποιοι θα βιαστούν να πουν ότι αυτό σημαίνει ότι ήταν λάθος η συμμετοχή και στήριξη τέτοιων κινητοποιήσεων. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν απλή φυγομαχία και σεχταριστικός αναχωρητισμός. Η ίδια η συνθηκολόγηση έδειξε ότι αλλαγή χωρίς ρήξη δε γίνεται, ενώ αναδείχθηκε ανάγλυφα ο αυταρχικός χαρακτήρας της ΕΕ. H παιδαγωγική της πράξης είναι η πιο αποτελεσματική και η κατάθεση της θέσης της ρήξης μέσα στο ζωντανό κίνημα ήταν η μόνη εποικοδομητική λύση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι που τα κινήματα τόσο στην Ελλάδα όσο και αυτά της αλληλεγγύης στο εξωτερικό δεν κατάφεραν να καταστήσουν πολιτικά απαγορευτική για το Σύριζα την επιλογή της συνθηκολόγησης. Οι εκατοντάδες χιλιάδες που συμμετείχαν και τα εκατομμύρια που ήλπισαν σε μια ανατροπή της νεοφιλελεύθερης ευρω-λιτότητας, προφανώς και απογοητεύτηκαν από τη συνθηκολόγηση και αναζητούν τις αιτίες της. Γι’αυτό και οι τοποθετήσεις μας τότε και τώρα μπορούν να βοηθήσουν.
Η αντίδραση του, γενικού γραμματέα του ΚΚΓ στη συνθηκολόγηση ήταν η απόλυτη στοίχιση με το ευρωενωσιακό προπαγανδιστικό παραμυθάκι ότι η Γερμανία ήθελε να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ και ήταν «επιτυχία » του Τσίπρα ότι την κράτησε παρόλο το μνημόνιο που δέχτηκε. Ο Τσίπρας, έγραφε ο Πιερ Λοράν, «μένοντας πιστός στις εντολές του λαού του (!!!) δέχτηκε τη συμφωνία για να αποτρέψει τον εφιάλτη » καθώς «μία έξοδος από το ευρώ θα έκανε την Ελλάδα να περάσει από την ανθρωπιστική κρίση στην εκατόμβη και όλες οι οικονομίες μας θα αποσταθεροποιούνταν» σ.4 . Ιδού λοιπόν πώς γινόταν άλλος ένας τηλεβόας της κυρίαρχης αφήγησης «μνημόνια ή χάος». Αρχές Σεπτέμβρη επαναλάμβανε ότι το μόνο σχέδιο του παρέμενε «η ανάκτηση της εξουσίας στην ΕΕ από τους ευρωπαϊκούς λαούς [λες και την είχαν ποτέ] και η κοινωνική και δημοκρατική επανίδρυση της ΕΕ» που θα ερχόταν μέσα από τις εκλογικές μετατοπίσεις που θα άλλαζαν το συσχετισμό δύναμης σε αυτή την κατεύθυνση σ.5. Εξέφραζε επίσης την παραδοξολογία ότι «ο Σύριζα δε υιοθέτησε την πολιτική της λιτότητας» σ.6 (απλά υπέγραψε να εφαρμόζει αυτήν και μόνο αυτή για τρία ψωροχρονάκια).
Το Κόμμα Εργασίας Βελγίου (PTB) είναι ένα κόμμα με πολύ διαφορετική ιστορία από το ΚΚΓ καθότι πρώην μαοϊκό (και νυν όσο αφορά τουλάχιστον πολλά χαρακτηριστικά της εσωτερικής λειτουργίας του) και μέχρι πρόσφατα αντιΕΕ ή τουλάχιστον αντιφεντεραλιστικό. Μέχρι το 2012, αδελφό του κόμμα στην Ελλάδα θεωρούσε το ΚΚΕ, στη συνέχεια όμως ταυτίστηκε με την «ελπίδα» που ενσάρκωναν ο Σύριζα στην Ελλάδα και το Ποδέμος στην Ισπανία. Το 2014, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής στο Βέλγιο σημαντικών μέτρων λιτότητας και από το Σοσιαλιστικό κόμμα, το PTB έκανε τη θεαματική είσοδο του στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο της χώρας, γεγονός που σήμανε την επιστροφή της μαρξιστικής αριστεράς στην κεντρική πολιτική σκηνή για πρώτη φορά από τις αρχές του ’80. Πρόκειται για ταξικά προσανατολισμένο κόμμα με γερές οργανώσεις βάσης και δουλειά μυρμηγκιού μέσα στα συνδικάτα, τα κινήματα και τις γειτονιές, κυρίως τις πιο εργατικές.
Η αντίδραση του στη ελληνική συνθηκολόγηση ήταν αμήχανη: ένα μακροσκελές και αντιφατικό κείμενο του προέδρου του Πέτερ Μέρτενς αφιερώθηκε κυρίως στο να επιτεθεί στην ΕΕ εκθέτοντας τον βαθιά αντιδημοκρατικό και κοινωνικά βάρβαρο χαρακτήρα της. Από τη μία, το κείμενο περιείχε εκτεταμένες δηλώσεις του Π. Λαφαζάνη, της Ζ. Κωνσταντοπούλου και του Στ. Κουβελάκη και διαπίστωνε ότι «η ταπείνωση της κυβέρνησης Τσίπρα θα είναι χωρίς αμφιβολία πλήρης, καθώς η Τρόικα θα τη συνεχίσει μέχρι τέλους υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να πάρει μέτρα που καμία κυβέρνηση δεν πήρε ως τώρα, ώσπου να μπορεί να την πετάξει σα στυμμένη λεμονόκουπα». Από την άλλη, έλεγε ότι «η εξάμηνη σύγκρουση που άντεξε να κάνει ο Τσίπρας με τη Μέρκελ, δεν είναι άσχημη επίδοση για μία οικονομική δύναμη κατηγορίας φτερού». Το «ότι αυτή η ελαφρά ταξιαρχία κάπως αφελών ανθρωπιστών εγκατέλειψε τη μάχη μπροστά σ’ένα απάνθρωπο εκβιασμό δε σημαίνει ότι δεν αγωνίστηκε». Ο Μέρτενς θυμίζει ότι «από το 2011 μιλούσε για το δικτατορικό χαρακτήρα της ΕΕ», αλλά ότι «χρειαζόμασταν την εμπειρία να μας δείξει ότι η διάθεση συμβιβασμού από την ελληνική κυβέρνηση απέναντι σ’αυτήν την ΕΕ ήταν αδιέξοδη» σ.7.
Πέτερ Μέρτενς σε διαδήλωση αλληλεγγύης στον ελληνικό λαό το καλοκαίρι του 2015 στις Βρυξέλλες |
Η ηγεσία του PTB δεν ακολούθησε, όπως έκαναν άλλα κόμματα, τις επιθετικές παραινέσεις του ΣΥΡΙΖΑ στους ευρωπαίους συμμάχους του να μιλάνε μόνο με αυτόν και με καμία άλλη πολιτική δύναμη από την Ελλάδα και συναντήθηκε πχ. με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου με κάλυψη στα έντυπα του κόμματος. Βρέθηκε όμως σε λίαν αμήχανη πολιτική θέση μη ξεκαθαρίζοντας τη στάση του και περιορίστηκε στην υλική ενίσχυση των κοινωνικών ιατρείων και φαρμακείων ως βασική πολιτική του γραμμή σχετικά με την Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση. Από πολιτικό φάρο της ευρωπαϊκής αριστεράς που έδειχνε το δρόμο προς την εξουσία και την αλλαγή, η Ελλάδα έγινε απλός αποδέκτης ανθρωπιστικής βοήθειας. Χαρακτηριστικός της αμηχανίας ήταν ο τηλεδιάλογος ανάμεσα στο Νο 2 του PTB Ραούλ Χεντεμπόου και τον πρόεδρο του Σοσιαλιστικού κόμματος Πωλ Μανιέτ, όταν ο δεύτερος δήλωσε την πλήρη υποστήριξη του στον Τσίπρα που «λογικεύτηκε» και ρώτησε πολλές φορές επιθετικά γιατί δεν ακούμε το PTB πια να υποστηρίζει τόσο σθεναρά το Σύριζα. Κατέληξε στην ερώτηση «επιστρέψατε στην υποστήριξη των παλιών σταλινικών φίλων σας του ΚΚΕ;» για να λάβει την πλήρως αμυντική απάντηση «όχι, όχι καθόλου» σ.8.
Ένα σύντομο αγωνιστικό φθινόπωρο
Το φθινόπωρο, οι εργατικοί αγώνες ξανάρχισαν. Αρχές Οκτώβρη οι εργαζόμενοι της Air France πήραν στο κυνήγι τους διευθυντές της που σχεδιάζουν χιλιάδες απολύσεις. Ο επικεφαλής του Αριστερού Μετώπου Ζαν-Λυκ Μελανσόν και το ΚΚΓ ως μεγαλύτερη συνιστώσα του υπερασπίστηκαν σθεναρά και χωρίς αστερίσκους τους εργαζόμενους ενάντια στο σύνολο των μίντια που ζητούσαν τις κεφαλές τους επί πίνακι. Ήταν μια αναζωογονητική επιστροφή στις ταξικές ρίζες, με ένα ξεκάθαρο λόγο που έβρισκε πλατιά απήχηση στις μάζες και διέκρινε την αριστερά από όλες τις άλλες δυνάμεις και την ακροδεξιά, αφού και το Εθνικό Μέτωπο συμμετείχε στην υστερία εναντίον των εργαζομένων.
Φυλλάδιο του ΚΚΓ για την Air France : Kόβονται 1.900 θέσεις εργασίας εδάφους, 300 πιλότοι, 700 αεροσυνοδοί και φροντιστές. Εδώ πατρόν (=αφεντικό) για να κόψεις μόνος σου. |
Στο Βέλγιο, ένα πρόγραμμα δράσης ενάντια στην επιθετική αντεργατική ατζέντα της πιο δεξιάς κυβέρνησης στην ιστορία της χώρας άρχιζε να βρίσκει αντιφατικά τα βήματα του επιχειρώντας να πάρει τη σκυτάλη από την εντυπωσιακή γενική απεργία του Δεκέμβρη του 2014, την οποία οι συνδικαλιστικές ηγεσίες άφησαν χωρίς συνέχεια. Μία συνδικαλιστική διαδήλωση εκατό χιλιάδων στις Βρυξέλλες, ένα επιτυχημένο τριήμερο κινητοποιήσεων ενάντια στη διατλαντική συνθήκη και μια γενική απεργία στην περιοχή της Λιέγης με μεγάλη συμμετοχή υπόσχονταν αν όχι μια κλιμάκωση ανάλογη του τέλους του 2014, τουλάχιστον μια δυνατότητα απειλής της κυβέρνησης μεσοπρόθεσμα. Παράλληλα, η καταστολή από πλευράς κυβέρνησης εντεινόταν όχι τόσο με την πρόβα διάλυσης διαδήλωσης που έγινε στις 7 Οκτώβρη, αλλά πιο στρατηγικά με την για πρώτη φορά παρεμπόδιση των απεργών σιδηροδρομικών να καταλάβουν, όπως σε κάθε απεργία, τον πύργο σημάτων από αστυνομικούς οπλισμένους με αυτόματα.
Ο Μελανσόν και το Αριστερό Κόμμα του, δεύτερη μεγαλύτερη συνιστώσα του Μετώπου της Αριστεράς, ετοίμαζαν για τις 14 Νοέμβρη ευρωπαϊκό συνέδριο οικονομολόγων, πολιτικών και κινημάτων για το «Σχέδιο Β’» σ.9. Το κείμενο βάσης ήταν άτολμο και διφορούμενο ως προς το πρακτικό περιεχόμενο της «ανυπακοής στην ΕΕ» και τη δυνατότητα εκδημοκρατισμού του Ευρώ. Παρόλαυτα ήταν μια διαδικασία έξω από το μονόδρομο και τον ταξικό στην ουσία συμβιβασμό της ευρωλάγνας αριστεράς. Το συνέδριο τελικά ακυρώθηκε, καθώς το προηγούμενο βράδυ οι τρομοκράτες του ISIS έσπειραν τον τρόμο στο Παρίσι, χωρίς να έχει μέχρι σήμερα ανακοινωθεί νέα ημερομηνία διεξαγωγής του.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις ως όχημα ενσωμάτωσης της αριστεράς
Μετά τις επιθέσεις, το ΚΚΓ έκανε ένα ποιοτικό άλμα στην ενσωμάτωσή του δεχόμενο την «εθνική ενότητα», ψηφίζοντας την τρίμηνη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που περιλάμβανε απαγόρευση διαδηλώσεων και απέχοντας από την ψηφοφορία για τον βομβαρδισμό της Συρίας. Το Αριστερό Κόμμα του Μελανσόν διαχώρισε τη θέση του τασσόμενο κατά της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Διαφώνησε ωστόσο με την απόφαση του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA), της τροτσκιστικής συνιστώσας του Μετώπου της Αριστεράς «Μαζί» και της «Ελευθεριακής Εναλλακτικής» να σπάσουν στην πράξη την απαγόρευση διαδηλώνοντας στις 29 Νοέμβρη κι επέμενε στη διαφωνία του αυτή ακόμη κι αν εκ των υστέρων καταδίκασε την άγρια κρατική καταστολή που αντιμετώπισαν τα οργανωμένα αυτά μπλοκ κι οι χιλιάδες άλλοι που επέμειναν να διαδηλώσουν.
29/11/15 Διαδηλωτές περιφρουρούν το αυτοσχέδιο μνημείο των θυμάτων της τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι από τα ΜΑΤ. |
Στο Βέλγιο, το PTB δήλωσε έτοιμο να ψηφίσει μια αύξηση κατά 400 εκατομμύρια των δαπανών για την ασφάλεια με τον όρο ότι δε θα κοπούν από κοινωνικές δαπάνες και ζητώντας παράλληλα 400 εκατομμύρια αύξηση στις κοινωνικές δαπάνες επίσης. Ελπίζουμε ότι τελικά δε θα ψηφίσει τις στρατιωτικο-αστυνομικές δαπάνες καθότι είναι εντελώς σίγουρο ότι τα δύο αιτήματά του δε θα γίνουν δεκτά. Σε κείμενο έξι προτάσεων για τον «αγώνα ενάντια στη τζιχαντιστική ριζοσπαστικοποίηση» που κατέθεσε πρότεινε μεταξύ άλλων και την προφυλάκιση όσων επιστρέφουν από τη Συρία ακόμα κι αν ο δικαστής δεν την κρίνει αναγκαία (!) σε περίπτωση που αρνηθούν να ακολουθήσουν εθελοντικά ένα πρόγραμμα «αποριζοσπαστικοποίησης» σ.10. Πέρα από το προβληματικό της ορολογίας περί «ριζοσπαστικοποίησης», την οποία η ΕΕ και τα μίντια χρησιμοποιούν με παρόμοιο τρόπο και εναντίον της ριζοσπαστικής αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, η τοποθέτηση του PTB εγείρει ερωτήματα και σε σχέση με το σεβασμό του κράτους δικαίου κάτω από τα υπάρχοντα συντάγματα. Οι αστικές τάξεις προσπαθούν να αλλάξουν το περιεχόμενο του κράτους δικαίου καταργώντας βασικά την αρχή της ισονομίας με αφορμή τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει η αριστερά θα ήταν να βάλει πλάτη σε κάτι τέτοιο.
Οι απαγορεύσεις διαδηλώσεων έσπασαν στην πράξη
Χάρη στην επιμονή και συνεχή πίεση των ακτιβιστών στο Παρίσι την τελευταία ημέρα της κλιματικής συνόδου μεγάλη διαδήλωση πραγματοποιήθηκε κανονικά χωρίς η αστυνομία να την αγγίξει. Μία νίκη στην οποία ελάχιστα συνέβαλε η κοινοβουλευτική αριστερά και η οποία επιβλήθηκε από το δρόμο.
Στις Βρυξέλλες, η αστυνομία απαγόρευσε κάμποσες πολιτικές εκδηλώσεις και μικρές συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια του κλεισίματος της πόλης για μια περίπου βδομάδα (κλειστά σχολεία, χώροι αθλητισμού κλπ.). Ευτυχώς, η γενική απεργία στην περιοχή του Αινώ πραγματοποιήθηκε κανονικά και με επιτυχία, δέκα μόλις μέρες μετά τις επιθέσεις, αλλά οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες ακύρωσαν οικιοθελώς προγραμματισμένες μεγάλες διαδηλώσεις. Την ίδια μέρα με το Παρίσι, χιλιάδες διαδηλωτές έσπασαν την απαγόρευση και μετά την ανθρώπινη αλυσίδα που σχημάτισαν, διαδήλωσαν ακόμα και σε σημεία του κέντρου των Βρυξελλών όπου οι διαδηλώσεις απαγορεύονται μόνιμα.
Ιδού, λοιπόν, από πού μπορεί συνεχώς να ανατροφοδοτείται η ελπίδα: από αυτή την κριτική μάζα των αγωνιστών από συνδικαλιστικές, πολιτικές και άλλες οργανώσεις και της πρωτοπορίας των λαών που κινητοποιείται και καταφέρνει να αντιπαρατεθεί ενεργά στις προσπάθειες των αστικών τάξεων να περιορίσουν κι άλλο τις δυνατότητες αντιπολίτευσης και οργάνωσης των μαζών.
Πανευρωπαϊκός υποτροπιασμός του κοινοβουλευτικού κρετινισμού
Το ζήτημα όμως της οργάνωσης των πρωτοποριών αυτών σε κόμματα ή μέτωπα ικανά να παίζουν ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι εκ των ων ουκ άνευ ώστε να υπάρχει στα σοβαρά η προοπτική να ανατραπεί η καπιταλιστική βαρβαρότητα στην οποία βυθιζόμαστε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Τα κινήματα από μόνα τους και οι «επαναστατικές» οργανώσεις στο περιθώριο δεν αρκούν. Κι εδώ είναι που παρατηρείται η μεγάλη αντίφαση: Τα κόμματα της αριστεράς μαρξιστικής αναφοράς όταν γίνονται κυβέρνηση ή όταν εισέρχονται στα κοινοβούλια ή όταν προσπαθούν να περισώσουν την απειλούμενη θέση τους μέσα στα κοινοβουλευτικά συστήματα τείνουν να αποδέχονται βασικές πλευρές της πολιτικής της αστικής τάξης είτε πρόκειται για τα μνημόνια και τους όρκους πίστης στο ευρώ είτε πρόκειται για την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών, το αστυνομικό κράτος και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Οι κομματικές ηγεσίες της αριστεράς ανά την Ευρώπη εκστασιάστηκαν με την προοπτική ότι ένα από τα κόμματά της θα έπαιρνε την κυβερνητική εξουσία σε μια χώρα της ΕΕ και πίστεψαν στην αυταπάτη ότι ο αποκλειστικά κοινοβουλευτικός δρόμος μπορεί να λειτουργήσει. Με την ίδια λογική, ότι δηλαδή τα μέτρα ασφαλείας είναι «δημοφιλή» τα δέχτηκαν για να μη φανεί ότι η αριστερά «προστατεύει» τους ισλαμιστές τρομοκράτες και χάσει έτσι ψήφους.
Πρώτα, ήρθε το χαστούκι της επιβολής του μνημονίου στην Ελλάδα, που έκοψε εκλογικά τα φτερά της αριστεράς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ΕΕ και πρώτα από όλα στο Ποδέμος στην Ισπανία. Το παράδειγμα ΣΥΡΙΖΑ δεν αναφερόταν πλέον στα ντιμπέιτ από τους εκπροσώπους της αριστεράς, αλλά από τους εκπροσώπους των σοσιαλιστών και της δεξιάς. Έπειτα μετά την αποδοχή της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης από τη γαλλική κοινοβουλευτική αριστερά, ήρθε το χαστούκι της εκλογικής εκτόξευσης του Εθνικού Μετώπου στις περιφερειακές εκλογές.
Και δεν ήταν φυσικά δυνατό να αναθεωρηθεί μια πορεία τραγικών λαθών αρκετών δεκαετιών ανάμεσα σε δυο σαββατοκύριακα: η καταστροφή των κακών εκλογικών αποτελεσμάτων ολοκληρώθηκε τη δεύτερη Κυριακή με τη στήριξη παντού των υποψηφίων της δεξιάς και των σοσιαλδημοκρατών. Αυτών ακριβώς των υποψηφίων που έχουν οδηγήσει τη Γαλλία στον οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό και στους οποίους οι ψηφοφόροι γυρνάνε την πλάτη, πηγαίνοντας στην πλειοψηφία τους προς την αποχή και δευτερευόντως προς τη ρατσιστική, αντιδραστική και αυταρχική ακροδεξιά που καταφέρνει να πλασαριστεί ως «αντισυστημική» καθότι η αριστερά παραιτείται στην ουσία από την προσπάθεια αυτή σ.11. Πέρα από τη «δημοκρατική συσπείρωση» ενάντια στο λεπενισμό, το ΚΚΓ επιδόθηκε και στην «αριστερή συσπείρωση» ενάντια στη Δεξιά στο Παρίσι (Ile-de-France) όπου το Εθνικό Μέτωπο δεν είχε περάσει στο δεύτερο γύρο. Κάτι που επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί αρχικά ως «τεχνική συμφωνία» για τη δίκαιη εκπροσώπηση των ψηφοφόρων στα περιφερειακά συμβούλια, κατέληξε να είναι μια κοινή πολιτική καμπάνια μαζί με το κυβερνητικό κόμμα που περνά σειρά αντεργατικών και ελευθεριοκτόνων νόμων. Αντίθετα με τις προσδοκίες ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν δεν κατάφερε να διαχωρίσει σαφώς τη θέση του από όλες αυτές τις επιλογές. Με τον τρόπο αυτό, η αριστερά εγκλωβίστηκε απόλυτα στην ανάδειξη του δίπολου «νεοφιλελευθερισμός εναντίον ακροδεξιάς» στη γαλλική πολιτική σκηνή περιθωριοποιώντας τον εαυτό της.
Η κοινή αφίσα σοσιαλιστών, οικολόγων και αριστεράς για το δεύτερο γύρο των περιφερειακών εκλογών στο Παρίσι. |
«Μπορούμε» να ξανά-συνθηκολογήσουμε
Μετά τη συνθηκολόγηση του Σύριζα και προφανώς και για ενδογενείς λόγους τα ποσοστά του Ποδέμος «έκατσαν» και τα όνειρα για πρωτιά στις εκλογές απομακρύνθηκαν. Το αποτέλεσμά του το Δεκέμβρη όμως ήταν τελικά καλό σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις από το καλοκαίρι και μετά και με δεδομένο ότι σήμανε το τέλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων και στην Ισπανία.
Έχει ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς το «επινίκιο» λόγο του Ιγκλέσιας το βράδυ των ισπανικών εκλογών, με την ομιλία του μετά τη συνθηκολόγηση Τσίπρα. Το βράδυ των εκλογών, το Ποδέμος συνέχιζε το δρόμο της Πασσιονάρια, του Ντουρούτι, των διεθνών ταξιαρχιών κι όλων όσων έδωσαν το αίμα τους για την κοινωνική δικαιοσύνη στην ισπανική γη. Ξανακουγόταν η φωνή του Αλλιέντε ότι η «ιστορία είναι δική μας και την κάνουν οι λαοί» σ.12. Το καλοκαίρι όμως ο Ιγκλέσιας έλεγε ότι «το μόνο που μπορούμε να κάνουμε από ένα κράτος στη νότια Ευρώπη, είναι να συγκεντρώσουμε περισσότερη διοικητική δύναμη [σσ. εκλεγμένες θέσεις κλπ.] ώστε να υποχρεώσουμε τους σοσιαλδημοκράτες σε στροφή» κι ότι ακόμα κι αν τους ξεπεράσουμε «δε μπορούμε να κάνουμε φοβερά πράγματα : μια φορολογική μεταρρύθμιση, να υπερασπιστούμε τη δημόσια υγεία και παιδεία και τέλος. Ο,τι έκανε η χριστιανοδημοκρατία πριν από τριάντα χρόνια (…) ίσως μπορούμε να κάνουμε τους δικούς μας μεγιστάνες να κλάψουν λίγο περισσότερο από ότι μπορούν οι Έλληνες». Αλλά αν θέλετε περισσότερα «η μόνη που μπορεί είναι μια γυναίκα που έρχεται από το φασισμό και την άκρα δεξιά, η Μαρίν Λεπέν» που «άμα συμμαχήσει με τη Ρωσία θα έρθουμε στο χείλος του τρίτου παγκόσμιου» σ.13.
Η απλότητα και αμεσότητα της συλλογιστικής του Ιγκλέσιας στην πολιτική πανευρωπαϊκή εκείνη πολιτική ώρα μηδέν που αντιπροσώπευσε η συνθηκολόγηση του Σύριζα και σε μεγάλο βαθμό ξεχώρισε την ήρα από το σιτάρι, δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια να αναθεωρήσουμε τις χαμηλές προσδοκίες μας για το Ποδέμος με τον μετεκλογικό του λόγο. Κι άλλοι εξάλλου έβαζαν ψηλά σε συμβολικό επίπεδο της απότιση φόρου τιμής στους πεσόντες κομμουνιστές του χθες. Η εμπειρία μας δείχνει ότι όταν ξεκινάς με το δόγμα «Ευρώ ή Τρίτος Παγκόσμιος» δε γίνονται τελικά ούτε αυτά που σου φαίνονται αυτονόητα, όπως το να μαζευτούν λιγάκι οι ντόπιες ολιγαρχίες. Αυτές είναι άλλωστε που έχουν συνασπισθεί στο ευρωενωσιακό οικοδόμημα κι όποιος προσπαθεί να τις παρουσιάσει ως κάτι ξεχωριστό από αυτό μάλλον παίζει τον παππά.
Αντί συμπεράσματος
Ξαναγυρνάμε λοιπόν στην ανεπίλυτη εξίσωση: πώς χωρίς να πέσουμε στον κινηματισμό και τον αριστερισμό να θεωρούμε ότι μπορούμε να κάνουμε επανάσταση χωρίς πρώτα να έχουμε γερά κινήματα και συνδικάτα βάσης αλλά και ισχυρή κοινοβουλευτική ομάδα με προοπτική να διεκδικήσει και κυβερνητική εξουσία, θα αποφύγουμε ταυτόχρονα τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, τις κοινοβουλευτικές και υπουργικές θέσεις ως αυτοσκοπό, την αυτοϊκανοποίηση από το να αλλάξει απλά το χρώμα της κυβέρνησης και «να φύγουν οι άλλοι» χαμηλώνοντας εκ των προτέρων τις προσδοκίες για αλλαγές, ώστε μετά τις εκλογές να μην αλλάξει τελικά τίποτα; Είναι τραγικό, η αριστερά να διέπεται από την κοινοβουλευτική-κυβερνητική αυτή εμμονή στην εποχή της ευρωενωσιακής τεχνοκρατικής μεταδημοκρατίας, όπου ελάχιστα πλέον ουσιαστικά πράγματα αποφασίζονται από τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις.
Όλα αυτά, βέβαια δε γράφηκαν για να βγει το συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει καμία ελπίδα από τη Δύση» κι ότι τίποτα δε γίνεται εκεί. Αντίθετα, στόχος είναι να αναδειχθεί η κοινή συνισταμένη των προβλημάτων και των αντιφάσεων σε έναν πολιτικό και γεωγραφικό χώρο που αντικειμενικά δε μπορεί παρά να αλληλεπιδρά στο μέγιστο. Τα ρήγματα μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ενεργά και το δυναμικό για να τραβήξει μπροστά υπάρχει. Χρειάζεται, όμως, μια νέα συγκρότησή του σε ριζοσπαστικές και δημοκρατικές βάσεις.
Τα μόνα αντίδοτα στον κρετινισμό της καρέκλας και μιας υποτιθέμενης μακρόσυρτης διαδικασίας κατάληψης και μεταρρύθμισης του κράτους που τελικά λειτουργεί ανάποδα (το αστικό κράτος καταλαμβάνει τους επίδοξους καταληψίες του) μπορούν να είναι 1) η εμπέδωση προς τα έξω και προς τα μέσα ότι η αλλαγή που χρειάζεται είναι ριζική και μπορεί να γίνει μόνο με τομές και όχι σιγά – σιγά (εξ ου και η ανάγκη ενός έντονα αντισυστημικού λόγου), 2) ο δημοκρατικός έλεγχος της βάσης των κομμάτων/μετώπων στις ηγεσίες τους να δομείται με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές απλά να μη μπορούν να κάνουν τις τέλειες κωλοτούμπες τους ανά πάσα στιγμή. Ανεξάρτητα από τη γνώμη που μπορεί να έχει κανείς για το ζήτημα της Καταλονίας, το αντικαπιταλιστικό και αποσχιστικό κόμμα CUP παρέχει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα με τις συνεχείς μαζικές διαδικασίες του για να αποφασίσει τις μετεκλογικές συμμαχίες του.
Χρειάζεται επίσης να εμπεδωθεί ότι η ανυπακοή – απειθαρχία στην ΕΕ μπορεί να είναι ο μόνος ορίζοντας για την εφαρμογή αριστερών πολιτικών στην Ευρώπη. Οι συνθήκες και η ούτως ή άλλως διάτρητη και λαστιχένια «ευρωπαϊκή νομιμότητα» δε μπορούν παρά να παραβιαστούν και η εξουσία της Κομισιόν και των υπόλοιπων οργάνων να αμφισβητηθούν στην πράξη. Η απειθαρχία μπορεί να γίνει και η βάση πανευρωπαϊκής συνεννόησης και συντονισμού της αριστεράς στην Ευρώπη περιλαμβάνοντας και δυνάμεις που για διάφορους λόγους μπλοκάρουν με την αποδέσμευση. Η αναγκαιότητα για την έκδοση εθνικών νομισμάτων και ο οικονομικός πόλεμος που θα αντιμετωπίσουν οι εθνικές προσπάθειες εξόδου από το νεοφιλελεύθερο κλουβί επιτάσσουν το να μπει ψηλά στην ατζέντα της αριστεράς η οικοδόμηση λαϊκών δομών και θεσμών που είδαμε να ξεπηδούν από την ανάγκη, αλλά στις οποίες πρέπει να προσδοθεί μεγάλη πολιτική σημασία. Η διεθνιστική συνεργασία στη βάση της απειθαρχίας πρέπει να μπορεί να προβάλει στο μέλλον μια εναλλακτική και βασικά πραγματική συνεργασία των λαών της Ευρώπη σε ρήξη με την ΕΕ. Οι λαοί τη θέλουν και η ιστορική εμπειρία μας δείχνει ότι είναι αναγκαία.
Στην Ελλάδα, η φετιχοποίηση της καρέκλας δεν ίσχυσε μόνο γι’αυτούς που γαντζώθηκαν πάνω της, αλλά δυστυχώς και για κάποιους απ’ αυτούς που οικειοθελώς την εγκατέλειψαν: φαίνεται να το βίωσαν αυτό πιο πολύ σαν αδιανόητη θυσία παρά σαν αυτονόητη ενέργεια στράτευσης, ώστε πίστεψαν ότι η απλή επίδειξή της θα αρκούσε για να κερδηθεί η στήριξη του κόσμου. Αντίληψη που κάπως πρέπει να σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν πήραν ως τώρα το «ρίσκο» του πραγματικού ελέγχου από τη βάση και της ειλικρινούς προσπάθειας συσπείρωσης δυνάμεων που μπορεί να γίνει μόνο μέσα από σοβαρό διάλογο.
Πολλή δουλειά και χρόνος χρειάζονται για να ανασυγκροτηθεί η αριστερά πάνω σε ριζοσπαστικές και δημοκρατικές βάσεις, ενώ ο διεθνής καπιταλισμός δε προβλέπεται να σταματήσει να αυξάνει την παραγωγή του κρίσεων και τεράτων στο ερχόμενο διάστημα. Όπως αστειευόταν πρόσφατα ο Φρεντερίκ Λορντόν στα περιθώρια ενός συνεδρίου «το δύσκολο είναι να λες στους ανθρώπους ότι όλα θα πάνε χάλια και κανείς, ούτε το Ποδέμος, δε μπορεί άμεσα να ανατρέψει την κατάσταση, ωστόσο εμπρός σύντροφοι πάμε γερά τώρα».
Το σύστημα μοιάζει να βγαίνει ακέραιο από τις καταρρεύσεις των τραπεζών (αν και το επόμενο κύμα μπορεί να μην είναι μακριά), την αραβική άνοιξη, τον απεργιακό οργασμό και τα «κινήματα των πλατειών» που μετουσιώθηκαν σε εκλογική άνοδο αριστερών πολιτικών σχηματισμών στην Ευρώπη. Συνεχίζει βέβαια να αδυνατεί να οικοδομήσει μια μεσοπρόθεσμη έστω σταθερότητα και να λειτουργεί σε μια κατάσταση μόνιμου συναγερμού. Η ευρωπαϊκή αριστερά στην περίοδο 2009-2015 μοιάζει σα μια χιονόμπαλα που μεγάλωσε – μεγάλωσε, αλλά με το που ακούμπησε το τζάμι, αντί να το σπάσει άρχισε να χάνει μεγάλα κομμάτια της και ξανάγινε μια χούφτα χιόνι. Το ζήτημα είναι πώς στην επόμενη μεγάλη μας χιονόμπαλα, θα πατήσουμε καλά το χιόνι ώστε να σκληρύνει κι έτσι να καταφέρει να θρυμματίσει το τζάμι.
Πηγή: K-Lab
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου