Του Σωτήρη Ρούσσου*
Ξεκινώ προκλητικά. Είναι πραγματικό πρόβλημα το Προσφυγικό; Ας σκεφτούμε ότι το 1990-1991 εισήλθαν στη χώρα μας περί το μισό και πλέον εκατομμύριο παράνομοι οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία και άλλες ανατολικές χώρες (από αυτές που σήμερα δρουν μονομερώς) οι οποίοι μάλιστα έρχονταν για να μείνουν, αλλά η Ελλάδα δεν καταστράφηκε. Σήμερα, έχουν «εγκλωβιστεί» στην Ελλάδα περί τους 10.000 και καθ’ υπερβολήν 20.000 πρόσφυγες που, αντιθέτως, επιθυμούν να φύγουν και η ατμόσφαιρα προσομοιάζει σε επερχόμενο αρμαγεδδώνα. Γιατί συμβαίνει αυτό σε ένα κράτος και μια κοινωνία που δεν είναι άπειροι σε μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα;
Είναι το πρόβλημα των προσφύγων ζήτημα ζωής και θανάτου για την Ευρωπαϊκή Ένωση; Έχω αναφέρει και πάλι ότι η Ευρώπη, με πολύ λιγότερο συνεκτικούς θεσμούς και πολύ λιγότερα εργαλεία κοινής πολιτικής, κατάφερε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 να αντιμετωπίσει εξίσου μεγάλες ή και μεγαλύτερες ροές τόσο προσφύγων από τη Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και την πρώην Σοβιετική Ένωση, όσο και μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη (πάλι από τις χώρες που σήμερα δρουν μονομερώς). Κανείς τότε δεν μίλησε για θανάσιμη απειλή για την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ούτε βέβαια για συντέλεια του κόσμου. Τι άλλαξε, λοιπόν;
Είτε οι ευρωπαϊστές θέλουν να το ομολογήσουν είτε όχι, το εγχείρημα «ευρωπαϊκή ενοποίηση» δημιουργήθηκε και μεγάλωσε στη θερμοκοιτίδα ασφαλείας των ΗΠΑ. Είναι προφανές ότι χωρίς την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα που προστάτευε την ανάπτυξη του δυτικο-ευρωπαϊκού πολιτικού και οικονομικού μοντέλου από τη σοβιετική επιρροή, αυτή η διαδικασία θα είχε περιοριστεί στην Benelux, συν δύο-τρία ακόμη κράτη. Ακόμη και στην πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο το αμερικανικό ιππικό εκλήθη για να «επιλύσει» τα ζητήματα ασφάλειας στο Κοσσυφοπέδιο και τη Βοσνία και να «διευθετήσει» πιθανές εστίες σύγκρουσης στη Βαλτική.
Το άλλο στοιχείο που αποτέλεσε τη βάση αυτής της διαδικασίας «ευρωπαϊκής ενοποίησης» ήταν η κυριαρχία στη Δυτική Ευρώπη του εθνικισμού του πολίτη (civic nationalism). Η πολιτική ηγεμονία της δυτικο-ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ακόμη και όταν κυβερνούσαν συντηρητικά κόμματα, δημιουργούσε ένα κανονιστικό πλαίσιο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Συνδύαζε, δηλαδή, έναν ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία (συμφωνημένο με τις ελίτ και προς εξασφάλισή τους) με τη διεύρυνση του κράτους δικαίου και του κράτους πρόνοιας, αλλά και μια έμφαση στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.
Το να είσαι μέλος αυτού του πολιτικού έθνους σήμαινε και συμμετοχή σε όλα τα παραπάνω. Η εμπιστοσύνη που έδειχναν οι πολίτες, αλλά και μεγάλο μέρος των ελίτ προς τους λεγόμενους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δεν οφειλόταν στη συγκρότηση κάποιου μετα-εθνικού ευρωπαϊκού αστερισμού, αλλά στη σιγουριά ότι σε όποια σοβαρή αναποδιά και αστοχία το παρεμβατικό κράτος και ο Θείος Σαμ ήταν εκεί για να βάλουν τάξη.
Τα πράγματα, όμως, αλλάζουν. Οι ΗΠΑ φαίνονται όλο και πιο απρόθυμες να εμπλακούν στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Ακόμη και στο ζήτημα της Ουκρανίας φάνηκαν είτε απρόθυμες είτε μη αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση της ρωσικής επέμβασης, ιδιαίτερα αναφορικά με την Κριμαία. Ο περιφερειακός ηγεμόνας που οι ΗΠΑ δείχνουν να αναγνωρίζουν, δηλαδή η Γερμανία, δεν έχει αποδεχτεί πλήρως το ρόλο και σε καμιά περίπτωση δεν αποδέχεται έναν τέτοιο ρόλο στο πεδίο της περιφερειακής ασφάλειας. Η Γερμανία είναι πλήρως ικανοποιημένη με την επιβολή μιας περιφερειακής οικονομικής ηγεμονίας και ιδιαίτερα προσεκτική να μην δώσει την εντύπωση ότι είναι έτοιμη να αντικαταστήσει την αμερικανική ομπρέλα ασφάλειας.
Περιορίζεται, λοιπόν, σε συμμαχίες με τις χώρες εκείνες που ακολουθούν το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Τις θεωρεί πολύ χρήσιμες και δεν επιθυμεί να τις αποξενώσει κρατώντας μια σκληρότερη στάση απέναντι τους σε θέματα όπως το Προσφυγικό. Την ίδια στιγμή η αποδυνάμωση και η πορεία αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος) στερεί από τον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεως μια δύναμη που, ιστορικά, αποτελεί εναλλακτικό πόλο συμμαχιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτή η αβεβαιότητα δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα διλήμματα ασφάλειας για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, και ιδίως για αυτά της Ανατολικής Ευρώπης, και μειώνει την όποια εμπιστοσύνη στους λεγόμενους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Την ίδια στιγμή, η αποχαλίνωση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η παγκοσμιοποίηση του διεθνούς κερδοσκοπικού κεφαλαίου και η αποδόμηση του μεταπολεμικού παρεμβατικού κράτους οδήγησε μεγάλα στρώματα των κοινωνιών σε συνθήκες πλήρους ανασφάλειας ή καλύτερα αέναης επισφάλειας. Όλο και περισσότερο γίνεται σαφές σε όλες τις κοινωνίες ότι το τραπεζικό κεφάλαιο ελέγχει την πολιτική και, ακόμη χειρότερο, ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών ή ακόμη και των πνευματικών ελίτ αποτελούν απλά ιμάντες μετάδοσης των εντολών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η εξέλιξη αυτή θρέφει τον ατομικισμό, τον κοινωνικό δαρβινισμό και τον κοινωνικό αυτοματισμό, και αποδομεί την έννοια του «εθνικισμού του πολίτη» αντικαθιστώντας τον με τον εθνικισμό του «αίματος και της γλώσσας», ανοίγοντας διάπλατα τις θύρες στον ξενόφοβο ρατσισμό. Η απειλή του πρόσφυγα αποτελεί την πιο θρεπτική τροφή αυτού του εθνικισμού. Σε τέτοιες συνθήκες οποιαδήποτε συζήτηση περί θεσμών, κανονισμών και συμφωνιών χάνει κάθε αξιοπιστία.
Κατανοούμε, επομένως, γιατί το λεγόμενο προσφυγικό ζήτημα, υπό την πίεση της ανασφάλειας, αποκτά χαρακτήρα θανάσιμης απειλής για όλους, για εμάς και για τους άλλους. Δημιουργείται, λοιπόν, η αίσθηση ότι η διαπραγμάτευση που πέτυχε η ελληνική κυβέρνηση το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτήν που κατέληξε στην προσωρινή συμφωνία για την παράταση του μνημονιακού προγράμματος, περίπου ένα χρόνο πριν, στις 20 Φεβρουαρίου 2015.
Φαινόταν τότε ότι η διαπραγματευτική γραμμή στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι οι λεγόμενοι ευρωπαϊκοί θεσμοί λειτουργούν με αποτελεσματικότητα και ότι ο θεσμικός λόγος που παράγουν έχει την ίδια ισχύ για όλους τους συμμετέχοντες. Σε μια παραδοχή, δηλαδή, που αφορά την Ε.Ε. πριν το 2008. Έτσι και τότε, η κυβέρνηση δέχτηκε ως έγκυρο το λόγο ότι το πρόγραμμα θα είναι ελληνικής «ιδιοκτησίας» και ως πραγματική την υπόσχεση ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας η ΕΚΤ και ο κ. Ντράγκι θα σταματούσαν το «μαρτύριο της σταγόνας» για τις ελληνικές τράπεζες. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη, αλλά εν τω μεταξύ η Ελλάδα είχε δεσμευτεί σε πλείστα όσα άλλα.
Η συμφωνία για το Προσφυγικό δεσμεύει την Ελλάδα ως προς συγκεκριμένα μέτρα, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και μάλιστα με τρομερή κύρωση σε περίπτωση μη έγκαιρης συμμόρφωσης: την αποβολή από τη Συνθήκη Σένγκεν. Αντιστρόφως, η ελληνική πλευρά αρκέστηκε σε ένα θεσμικό λόγο έκκλησης προς τα κράτη-μέλη να μην προβούν σε μονομερείς ενέργειες, αλλά χωρίς περιγραφή τέτοιων ενεργειών και κυρίως χωρίς κυρώσεις.
Μια πραγματική απειλή για άσκηση βέτο στη συμφωνία Ε.Ε.-Βρετανίας θα μπορούσε να προσθέσει και αυτά τα τόσο κρίσιμα στοιχεία, όπως φάνηκε από την παρασύνοδο της πρώην Αυστροουγγαρίας. Είναι προφανής και πάλι η εμπιστοσύνη της ελληνικής διαπραγματευτικής γραμμής στη δύναμη και την αποτελεσματικότητα του θεσμικού λόγου της Ε.Ε. Και όλα αυτά, καθώς ο άγριος χορός της ωμής ισχύος είχε στηθεί για τα καλά στην πρωτεύουσα του βαλς.
Ας φροντίσουμε τουλάχιστον να επισημάνουμε και δημόσια σε κάποιες από τις χώρες αυτής της παρασυνόδου ότι έχουν υποβάλλει αίτηση ένταξης στην Ε.Ε. και οι εχθρικές ενέργειες προς ένα κράτος-μέλος δεν θα τη διευκολύνουν…
* Αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr
Δρόμος
Όταν σιγουριές και παραδοχές καταρρέουν
Ξεκινώ προκλητικά. Είναι πραγματικό πρόβλημα το Προσφυγικό; Ας σκεφτούμε ότι το 1990-1991 εισήλθαν στη χώρα μας περί το μισό και πλέον εκατομμύριο παράνομοι οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία και άλλες ανατολικές χώρες (από αυτές που σήμερα δρουν μονομερώς) οι οποίοι μάλιστα έρχονταν για να μείνουν, αλλά η Ελλάδα δεν καταστράφηκε. Σήμερα, έχουν «εγκλωβιστεί» στην Ελλάδα περί τους 10.000 και καθ’ υπερβολήν 20.000 πρόσφυγες που, αντιθέτως, επιθυμούν να φύγουν και η ατμόσφαιρα προσομοιάζει σε επερχόμενο αρμαγεδδώνα. Γιατί συμβαίνει αυτό σε ένα κράτος και μια κοινωνία που δεν είναι άπειροι σε μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα;
Είναι το πρόβλημα των προσφύγων ζήτημα ζωής και θανάτου για την Ευρωπαϊκή Ένωση; Έχω αναφέρει και πάλι ότι η Ευρώπη, με πολύ λιγότερο συνεκτικούς θεσμούς και πολύ λιγότερα εργαλεία κοινής πολιτικής, κατάφερε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 να αντιμετωπίσει εξίσου μεγάλες ή και μεγαλύτερες ροές τόσο προσφύγων από τη Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και την πρώην Σοβιετική Ένωση, όσο και μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη (πάλι από τις χώρες που σήμερα δρουν μονομερώς). Κανείς τότε δεν μίλησε για θανάσιμη απειλή για την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ούτε βέβαια για συντέλεια του κόσμου. Τι άλλαξε, λοιπόν;
Εξέλιπαν πολλές σιγουριές…
Είτε οι ευρωπαϊστές θέλουν να το ομολογήσουν είτε όχι, το εγχείρημα «ευρωπαϊκή ενοποίηση» δημιουργήθηκε και μεγάλωσε στη θερμοκοιτίδα ασφαλείας των ΗΠΑ. Είναι προφανές ότι χωρίς την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα που προστάτευε την ανάπτυξη του δυτικο-ευρωπαϊκού πολιτικού και οικονομικού μοντέλου από τη σοβιετική επιρροή, αυτή η διαδικασία θα είχε περιοριστεί στην Benelux, συν δύο-τρία ακόμη κράτη. Ακόμη και στην πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο το αμερικανικό ιππικό εκλήθη για να «επιλύσει» τα ζητήματα ασφάλειας στο Κοσσυφοπέδιο και τη Βοσνία και να «διευθετήσει» πιθανές εστίες σύγκρουσης στη Βαλτική.
Το άλλο στοιχείο που αποτέλεσε τη βάση αυτής της διαδικασίας «ευρωπαϊκής ενοποίησης» ήταν η κυριαρχία στη Δυτική Ευρώπη του εθνικισμού του πολίτη (civic nationalism). Η πολιτική ηγεμονία της δυτικο-ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ακόμη και όταν κυβερνούσαν συντηρητικά κόμματα, δημιουργούσε ένα κανονιστικό πλαίσιο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Συνδύαζε, δηλαδή, έναν ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία (συμφωνημένο με τις ελίτ και προς εξασφάλισή τους) με τη διεύρυνση του κράτους δικαίου και του κράτους πρόνοιας, αλλά και μια έμφαση στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.
Το να είσαι μέλος αυτού του πολιτικού έθνους σήμαινε και συμμετοχή σε όλα τα παραπάνω. Η εμπιστοσύνη που έδειχναν οι πολίτες, αλλά και μεγάλο μέρος των ελίτ προς τους λεγόμενους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δεν οφειλόταν στη συγκρότηση κάποιου μετα-εθνικού ευρωπαϊκού αστερισμού, αλλά στη σιγουριά ότι σε όποια σοβαρή αναποδιά και αστοχία το παρεμβατικό κράτος και ο Θείος Σαμ ήταν εκεί για να βάλουν τάξη.
Τα πράγματα, όμως, αλλάζουν. Οι ΗΠΑ φαίνονται όλο και πιο απρόθυμες να εμπλακούν στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Ακόμη και στο ζήτημα της Ουκρανίας φάνηκαν είτε απρόθυμες είτε μη αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση της ρωσικής επέμβασης, ιδιαίτερα αναφορικά με την Κριμαία. Ο περιφερειακός ηγεμόνας που οι ΗΠΑ δείχνουν να αναγνωρίζουν, δηλαδή η Γερμανία, δεν έχει αποδεχτεί πλήρως το ρόλο και σε καμιά περίπτωση δεν αποδέχεται έναν τέτοιο ρόλο στο πεδίο της περιφερειακής ασφάλειας. Η Γερμανία είναι πλήρως ικανοποιημένη με την επιβολή μιας περιφερειακής οικονομικής ηγεμονίας και ιδιαίτερα προσεκτική να μην δώσει την εντύπωση ότι είναι έτοιμη να αντικαταστήσει την αμερικανική ομπρέλα ασφάλειας.
Περιορίζεται, λοιπόν, σε συμμαχίες με τις χώρες εκείνες που ακολουθούν το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Τις θεωρεί πολύ χρήσιμες και δεν επιθυμεί να τις αποξενώσει κρατώντας μια σκληρότερη στάση απέναντι τους σε θέματα όπως το Προσφυγικό. Την ίδια στιγμή η αποδυνάμωση και η πορεία αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος) στερεί από τον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεως μια δύναμη που, ιστορικά, αποτελεί εναλλακτικό πόλο συμμαχιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτή η αβεβαιότητα δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα διλήμματα ασφάλειας για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, και ιδίως για αυτά της Ανατολικής Ευρώπης, και μειώνει την όποια εμπιστοσύνη στους λεγόμενους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Την ίδια στιγμή, η αποχαλίνωση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η παγκοσμιοποίηση του διεθνούς κερδοσκοπικού κεφαλαίου και η αποδόμηση του μεταπολεμικού παρεμβατικού κράτους οδήγησε μεγάλα στρώματα των κοινωνιών σε συνθήκες πλήρους ανασφάλειας ή καλύτερα αέναης επισφάλειας. Όλο και περισσότερο γίνεται σαφές σε όλες τις κοινωνίες ότι το τραπεζικό κεφάλαιο ελέγχει την πολιτική και, ακόμη χειρότερο, ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών ή ακόμη και των πνευματικών ελίτ αποτελούν απλά ιμάντες μετάδοσης των εντολών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η εξέλιξη αυτή θρέφει τον ατομικισμό, τον κοινωνικό δαρβινισμό και τον κοινωνικό αυτοματισμό, και αποδομεί την έννοια του «εθνικισμού του πολίτη» αντικαθιστώντας τον με τον εθνικισμό του «αίματος και της γλώσσας», ανοίγοντας διάπλατα τις θύρες στον ξενόφοβο ρατσισμό. Η απειλή του πρόσφυγα αποτελεί την πιο θρεπτική τροφή αυτού του εθνικισμού. Σε τέτοιες συνθήκες οποιαδήποτε συζήτηση περί θεσμών, κανονισμών και συμφωνιών χάνει κάθε αξιοπιστία.
Άλλη μια παραδοχή που δεν ισχύει
Κατανοούμε, επομένως, γιατί το λεγόμενο προσφυγικό ζήτημα, υπό την πίεση της ανασφάλειας, αποκτά χαρακτήρα θανάσιμης απειλής για όλους, για εμάς και για τους άλλους. Δημιουργείται, λοιπόν, η αίσθηση ότι η διαπραγμάτευση που πέτυχε η ελληνική κυβέρνηση το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτήν που κατέληξε στην προσωρινή συμφωνία για την παράταση του μνημονιακού προγράμματος, περίπου ένα χρόνο πριν, στις 20 Φεβρουαρίου 2015.
Φαινόταν τότε ότι η διαπραγματευτική γραμμή στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι οι λεγόμενοι ευρωπαϊκοί θεσμοί λειτουργούν με αποτελεσματικότητα και ότι ο θεσμικός λόγος που παράγουν έχει την ίδια ισχύ για όλους τους συμμετέχοντες. Σε μια παραδοχή, δηλαδή, που αφορά την Ε.Ε. πριν το 2008. Έτσι και τότε, η κυβέρνηση δέχτηκε ως έγκυρο το λόγο ότι το πρόγραμμα θα είναι ελληνικής «ιδιοκτησίας» και ως πραγματική την υπόσχεση ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας η ΕΚΤ και ο κ. Ντράγκι θα σταματούσαν το «μαρτύριο της σταγόνας» για τις ελληνικές τράπεζες. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη, αλλά εν τω μεταξύ η Ελλάδα είχε δεσμευτεί σε πλείστα όσα άλλα.
Η συμφωνία για το Προσφυγικό δεσμεύει την Ελλάδα ως προς συγκεκριμένα μέτρα, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και μάλιστα με τρομερή κύρωση σε περίπτωση μη έγκαιρης συμμόρφωσης: την αποβολή από τη Συνθήκη Σένγκεν. Αντιστρόφως, η ελληνική πλευρά αρκέστηκε σε ένα θεσμικό λόγο έκκλησης προς τα κράτη-μέλη να μην προβούν σε μονομερείς ενέργειες, αλλά χωρίς περιγραφή τέτοιων ενεργειών και κυρίως χωρίς κυρώσεις.
Μια πραγματική απειλή για άσκηση βέτο στη συμφωνία Ε.Ε.-Βρετανίας θα μπορούσε να προσθέσει και αυτά τα τόσο κρίσιμα στοιχεία, όπως φάνηκε από την παρασύνοδο της πρώην Αυστροουγγαρίας. Είναι προφανής και πάλι η εμπιστοσύνη της ελληνικής διαπραγματευτικής γραμμής στη δύναμη και την αποτελεσματικότητα του θεσμικού λόγου της Ε.Ε. Και όλα αυτά, καθώς ο άγριος χορός της ωμής ισχύος είχε στηθεί για τα καλά στην πρωτεύουσα του βαλς.
Ας φροντίσουμε τουλάχιστον να επισημάνουμε και δημόσια σε κάποιες από τις χώρες αυτής της παρασυνόδου ότι έχουν υποβάλλει αίτηση ένταξης στην Ε.Ε. και οι εχθρικές ενέργειες προς ένα κράτος-μέλος δεν θα τη διευκολύνουν…
* Αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr
Δρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου