Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Σκοτεινές ημέρες

Γιώργος Μαργαρίτης*


Στην ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους -στη μορφή που αυτό πήρε μετά το 1922- οι οξυμένες κοινωνικές εντάσεις και οι συνακόλουθες πολιτικές εκρήξεις εκδηλώθηκαν σε μια αυστηρά οριοθετημένη περίοδο: εκείνη του 1940 με 1950.

Στην περίοδο αυτή συμπυκνώθηκαν κοινωνικά και πολιτικά ανατρεπτικές προσδοκίες που εκτονώθηκαν τελικά -με τον τρόπο που «εκτονώνονται» παρόμοιες υποθέσεις- μέσα στον πολύνεκρο και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949.

Μπορεί να θεωρηθεί ιστορικό παράδοξο -τουλάχιστον για τους ιστορικούς που δεν περιορίζουν τη «μελέτη» των εμφύλιων πολέμων στην «αποκάλυψη» της «εγκληματικής φύσης της επανάστασης και του κομμουνισμού»- το γεγονός ότι στη χώρα μας δεν παρατηρήθηκε εκρηκτική «προϊστορία» ως προς την τρομερή δεκαετία του ’40-’50, τίποτε ανάλογο με τις συνεχείς κοινωνικές δονήσεις που σημάδεψαν την προεπαναστατική και προεμφυλιακή Ρωσία ώς το 1917 ή την αντίστοιχα προεμφυλιακή Ισπανία πριν από το 1936.

Υπαινίσσομαι ότι δεν υπήρξε εδώ τίποτα αντίστοιχο του 1905, του 1909-11 ή του 1934, χρονιές που σημάδεψαν το επαναστατικό κίνημα στις χώρες αυτές. Και όμως, η Ελλάδα του 1922-23, με τα πλήθη των προσφύγων, τη συνακόλουθη μιζέρια και εκμετάλλευση, προσφερόταν, σε συνδυασμό με το επαναστατικό κλίμα εκείνων των καιρών, για επαναστατικές εξελίξεις.

Ετούτο τον κίνδυνο διέκρινε το νέο -τότε- δημιούργημα του ιμπεριαλισμού, η Κοινωνία των Εθνών, η οποία ανέλαβε το έργο της πρόληψης και της αποτροπής επαναστατικών εξελίξεων.

Για περίπου επτά χρόνια (1923-1930) η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων διαχειρίστηκε το δημοσιονομικό και προπαντός το κοινωνικό πρόβλημα της χώρας αμβλύνοντας σε κάποιο βαθμό τις κοινωνικές ανισότητες και διαχειριζόμενη την απελπισία των ανθρώπων. Η αποστολή θεωρήθηκε εκ των πραγμάτων επιτυχημένη και η αναμενόμενη επανάσταση -αν και δεν ματαιώθηκε- αναβλήθηκε για την επόμενη δεκαετία.

Η άγρια εκμετάλλευση του εργατικού κόσμου της χώρας στη ναζιστική Κατοχή, η καταλήστευση του μόχθου των αγροτών και η ανάδειξη ενός νεόκοπου και ως εκ τούτου βάρβαρου και επιθετικού ελληνικού καπιταλισμού μέσα από την πολεμική οικονομία, τα οφέλη του δωσιλογισμού, τη συνεργασία με τον κατακτητή και την οικονομία της Νέας Ευρώπης και τη διαχείριση της «ανθρωπιστικής βοήθειας», έδωσε μετά το 1940 το υπόστρωμα για τις επαναστατικές εξελίξεις που ακολούθησαν.

Οι νικητές του εμφύλιου πολέμου και οικοδόμοι του μετεμφυλιακού κόσμου πάτησαν -με τον τρόπο που τους συμβούλευσαν οι Αμερικανοί μέντορές τους- σε δύο βάρκες. Από τη μία πλευρά είχαν το κράτος των «έκτακτων μέτρων» και της βάρβαρης καταστολής οποιασδήποτε μορφής λαϊκού κινήματος.

Από την άλλη όμως έχτισαν και μηχανισμούς άμβλυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων – ιδρύματα, προνοιακά μέτρα, πελατειακές σχέσεις και, τέλος, άνοιγμα της μαζικής μετανάστευσης στο εξωτερικό, μια δοκιμασμένη από τον δέκατο ένατο αιώνα συνταγή.

Σε γενικές γραμμές ετούτος ο δυϊσμός της κυρίαρχης πολιτικής λειτούργησε αποτελεσματικά στα «πέτρινα χρόνια» ώς το 1974 και τη μεταπολίτευση. Η τελευταία, ειδικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, απλά διεύρυνε τους κληροδοτημένους σε αυτήν μηχανισμούς άμβλυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων υπερκαλύπτοντας το κενό -και τους κινδύνους για την άρχουσα τάξη- που δημιουργούσε ο περιορισμός των μηχανισμών καταστολής.

Ολη αυτή η προϊστορία έχει ιδιαίτερη σημασία για τις ημέρες που ζούμε, για όσα βλέπουμε να χτίζονται γύρω μας. Στο σύνολό τους τα «τακτικά» ή τα «έκτακτα» μέτρα που νομοθετούν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της εκάστοτε συμπολίτευσης -και της αντιπολίτευσης μόλις γίνεται συμπολίτευση- έχουν έναν κοινό παρονομαστή: διευρύνουν και βαθαίνουν την κοινωνική άβυσσο που χωρίζει τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες στη χώρα μας.

Τα τρέχοντα νομοσχέδια για το ασφαλιστικό και το φορολογικό αναδεικνύουν τη ραγδαία επιτάχυνση της διαδικασίας κοινωνικής πόλωσης που ήταν ήδη ορατή από τον καιρό της ένταξης στην ευρωζώνη και την υιοθέτηση των «αξιών» του Μάαστριχτ.

Από τη μια πλευρά του κοινωνικού φάσματος, μονοπωλιακοί όμιλοι ελληνικών ή ξένων -πολύ δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει κανείς- συμφερόντων απολαμβάνουν με προπέτασμα την ιδιότητα του «επενδυτή» απεριόριστες ελευθερίες και δυνατότητες, που οδηγούν στη συνεπακόλουθη -φανερή ή κρυφή- κερδοφορία.

Κοντά και γύρω τους τα απαραίτητα για την ισορροπία του συστήματος αστικά στρώματα τα οποία απολαμβάνουν προνόμια «μεσάζοντα» στον κρατικό μηχανισμό, στη Δικαιοσύνη, στην ενημέρωση και σε όλους τους τομείς της παραοικονομίας.

Στους αντίποδες, ο κόσμος της εργασίας, της μισθωτής εργασίας και της παραγωγής, που οδηγείται στην απόλυτη εξαθλίωση. Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά την ώρα που γράφονται ετούτες οι γραμμές, το 50% των «ασφαλισμένων» δεν θα μπορέσει ποτέ να συμπληρώσει τα προαπαιτούμενα για συνταξιοδότηση.

Την περίφημη «εθνική σύνταξη» των 384 ευρώ θα την «απολαύσει» μικρό ποσοστό, καθώς χρειάζονται 20 πλήρη έτη εργασίας στην ηλικία των 67 ετών για να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις. Με πλήθος υποδιαιρέσεις και εξαιρέσεις προαναγγέλλεται καθεστώς συντάξεων ύψους 100, 200 ή 300 ευρώ. Τρεις, τέσσερις ή πέντε φορές κάτω από το κατώτερο παραδεκτό όριο φτώχειας! Περιττό να προσθέσουμε περισσότερα στα ήδη πολύ γνωστά.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά στη δημιουργία μιας κοινωνικής αβύσσου, απόλυτης κοινωνικής αδικίας, πρωτόγνωρης μάλιστα, καθώς δεν συμβαίνει σε συνθήκες πολέμου, καταστροφής ή κατοχής.

Από το σημείο αυτό μέχρι να προμαντέψει κανείς τις επιλογές της καταδικασμένης πλευράς της κοινωνίας, η απόσταση είναι μεγάλη. Η κοινή λογική όμως λέει ότι ακόμα και αν είχαν ολότελα χαθεί έννοιες όπως επανάσταση ή αντίσταση, μια τέτοια κοινωνία θα όφειλε να τις επανεφεύρει για να σωθεί.

*καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ

ΕΦ-ΣΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου