Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Ένας σκύλος που τον έλεγαν Τέσλα

Του Μιχάλη Καλούπη


Ντυμένος με τα πιο ζεστά ρούχα που διέθετε η γκαρνταρόμπα του –ένα μαύρο ζιβάγκο,δώρο της μητέρας του,και ένα βαμβακερό μπορντό παντελόνι- κατέβηκε από τα σκαλιά του 2ου ορόφου έως το ισόγειο. Διαβαίνοντας την εξώπορτα τα δάχτυλά του αγκάλιασαν μηχανικά το πηγούνι του για να συναντήσει τα δυο ημερών γένια του και αφού βλαστήμησε ψιθυριστά για την αμέλειά του να ξυριστεί,άφησε ένα κύμα ζεστής ανάσας να δραπετεύσει απ τα χείλη του,φέρνοντας ταυτόχρονα τα χέρια κοντά στο στόμα και τρίβοντάς τα μεταξύ τους.

«Καλημέρα μπουρδέλο…» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του καθώς έστρεφε το βλέμμα του ψηλά στον γκρίζο ουρανό και έβαζε τα ελαφρώς ζεστά πια χέρια του στις τσέπες.Όχι πως θυμόταν τον Αθηναϊκό ορίζοντα βαμμένο με διαφορετικό χρώμα,απλώς σήμερα μπορούσε να το αποδώσει κανείς στον καιρό. Ανηφόρισε τον στενό δρόμο προς τον ηλεκτρικό σταθμό του Θησείου και έστριψε δεξιά,συνεχίζοντας προς τις καφετέριες.Ο παγωμένος αέρας που έφτανε τσουχτερός μέσα από το πάρκο στα αριστερά του έκανε τα μάγουλά του να καίνε και προσπάθησε να κουρνιάσει περισσότερο ανάμεσα στον ανασηκωμένο γιακά της καπαρντίνας του.

Αρκετός κόσμος είχε αρχίσει να πηγαινοέρχεται στον πεζόδρομο αψηφώντας την παγωνιά. Δύο νέοι,όχι πάνω από 20 χρονών,περπατούσαν μπροστά του πιασμένοι αγκαζέ ανταλλάσσοντας από ένα τρυφερό φιλί κάθε λίγο. Πιο μπροστά, ένα μικρό κορίτσι ούρλιαζε προς τη μητέρα του για έναν ανεξήγητο λόγο, κρατώντας ένα μπαλόνι με τη μορφή μιας ροζ γάτας. Οι μικροπωλητές τριγύρω, απτόητοι από την παγωνιά και την πιθανότητα βροχής,είχαν στήσει τους πάγκους τους και χαμογελούσαν στους περαστικούς. Ανάμεσά τους μία γνώριμη φιγούρα που μόλις τον εντόπισε άρχισε να κουνάει με ενθουσιασμό το χέρι του για να γίνει ορατός, σαν ναυαγός καταμεσής του πελάγου προς τους σωτήρες του.Ο Θάνος πλησίασε στον πάγκο χαμογελώντας πλατιά και αβίαστα.
«Γεια σου κυρ Γιάννη,καλημέρα.»

«Καλημέρα αγόρι μου,καλώς τόνε»,απάντησε ο ηλικιωμένος με έναν ειλικρινή ευδιάθετο τόνο, χαμογελώντας κάτω από τα πυκνά γένια του, κάνοντάς τα να σαλεύουν λιγάκι αστεία, σαν μια ενιαία μάζα, ανεξάρτητη από το υπόλοιπο πρόσωπό του.

Ένας σκουροπράσινος μάλλινος σκούφος στόλιζε το κεφάλι του και έμοιαζε να τον ζεσταίνει καθώς το μέτωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο από την ετοιμασία του πάγκου του.Είχε σπαταλήσει σίγουρα αρκετό χρόνο για να στήσει με ευλάβεια τα φρέσκα κουλούρια του που ακόμη άχνιζαν.Φορούσε ένα ξεβαμμένο τζιν και ένα γκριζωπό πανοφώρι που ταίριαζε με τον ουρανό.

Τον ήξερε τον Γιάννη από τις πρώτες μέρες που ήρθε στην Αθήνα ο Θάνος.Πάντα στο ίδιο σημείο έστηνε τον πάγκο του και ζωντάνευε θαρρείς όλη την περιοχή με ένα χαμόγελό πιο γνήσιο από οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη συμπεριφορά. Πάντα πρόσχαρος και εύθυμος,είχε μια καλή κουβέντα για όλους.Το συμπαθητικό παρουσιαστικό του σε συνδυασμό με την ήρεμη ματιά του, σου έδινε την εικόνα ενός αρχοντικού και μορφωμένου ανθρώπου που είχε ξεπέσει από μια αναποδιά της ζωής. «Μια στραβή ζαριά»,όπως έλεγε ο Γιάννης,κι έτσι ήταν.Είχε τα πάντα – τη γυναίκα του,μια καλή δουλειά κι έναν καλό φίλο,τον σκύλο του τον Τέσλα. Είχε και την αρρώστια του όμως. Ο τζόγος του κατέστρεψε τη ζωή,του πήρε τα πάντα σε μία νύχτα μόνο, κυριολεκτικά.Έχασε το σπίτι του,τα όποια χρήματα είχε και μαζί και τη γυναίκα του η οποία τον παράτησε το ίδιο βράδυ που το έμαθε.Ήταν έως τότε ιδιοκτήτης μίας μικρής βιοτεχνίας η οποία και φαλίρισε μαζί του.Μόνο ο Τέσλα του έμεινε πιστός,γιατί οι σκύλοι δεν καταλαβαίνουν από τέτοια,και περιτριγύριζε ακόμα και σήμερα σαν φύλακας του πάγκου, δίχως να παραπονεθεί ποτέ για τις λιγότερες πια ανέσεις του. Τα ήξερε αυτά ο Θάνος από άλλους, του τα είχε πει κι ο Γιάννης όμως, σαν επιβεβαίωση της φήμης που τον συνόδευε.

«Δε με πείραξε που έχασα τη γυναίκα μου,το σπίτι και τα λεφτά»,του’χε εκμυστηρευτεί μια μέρα,«Τα θελα και τα’ παθα, τα πάθη και τα λάθη μας να τα πληρώνουμε.»τον κοίταξε στα μάτια και η ειλικρίνειά του ξεχείλιζε. «Το μόνο που με πείραξε γιε μου είναι που χρεοκόπησα την επιχείρησή μου και άφησα ξαφνικά 8 οικογένειες στο δρόμο.»

Ο γέρος έμεινε να κοιτάζει για λίγο τον Θάνο κατ’ευθείαν στα μάτια ενώ τα δικά του είχαν ανοίξει διάπλατα, σαν να ζητούσε συγχώρεση.Σαν να έψαχνε μια λύτρωση. Έπειτα ήρθε θαρρείς η ντροπή και έστρεψε το βλέμμα του χαμηλά, ίσως έτοιμος να βουρκώσει. Ο Θάνος του χαμογέλασε και τον έσφιξε συμπονετικά στον ώμο,ταρακουνώντας τον. Τον συμπαθούσε τον Γιάννη ο Θάνος.

«Έχει κίνηση κυρ Γιάννη;»,ρώτησε τρίβοντας και πάλι τα χέρια του σε μία απόπειρα να ζεσταθεί εκ νέου και να πιάσει κουβέντα.

«Έχει παιδί μου,έχει.Ο κόσμος δεν έχει λεφτά και σταμάτησε να δίνει 2 και 3 ευρώ για να παίρνει σάντουιτς και τυρόπιτες απ’έξω.Με πενήντα σέντσια χορταίνεις!»,είπε και του κλεισε τσαχπίνικα το δεξί μάτι κάτω από τα παχιά φρύδια του.

«Ε βάλε το κουλούρι μου να χορτάσω κι εγώ» απάντησε ο Θάνος κλείνοντας κι αυτός με τη σειρά του το μάτι στον γέροντα και αφήνοντας το αντίτιμο πάνω στον πάγκο. Εντωμεταξύ,ο Τέσλα που μέχρι εκείνη την ώρα έκοβε βόλτες στους διπλανούς πάγκους είχε αντιληφθεί τη γνώριμη φιγούρα του Θάνου,ή είχε μυρίσει το χαρακτηριστικό του άρωμα,ποιος ξέρει,και πλησίασε κουνώντας την ουρά του.

«Καλώς τον γεροΤέσλα!» έκανε δήθεν ξαφνιασμένα ο Θάνος,αφού τον είχε δει να πλησιάζει και χάϊδεψε το μαύρο λαμπραντόρ που έκλεισε τα μάτια του ως ένδειξη ικανοποίησης.

Ήταν κι ο Τέσλα σαν το αφεντικό του,αρχοντικός.Τα χρόνια τον είχαν κάνει να δείχνει κουρασμένος,όπως υπολόγιζε ο Θάνος θα ήταν 10 ή 11 χρονών,όμως πάσχιζε να το κρύψει σαν άλλη πλούσια κυρία που δεν δέχονταν να συμβιβαστεί με την ηλικία της. Ήλεγχε κάθε έναν που πλησίαζε τον πάγκο τους και αν δεν έδινε την άδειά του μυρίζοντάς τον, ο πελάτης δεν εξυπηρετούνταν.Ήταν καλοθρεμμένος καθώς αγαπητός σε όλους στην περιοχή,αλλά και πονηρός,αφού ήξερε πού και πότε να πάει να κάνει τα νάζια του για να κερδίσει φαγητό.

Πρωί στο φούρνο. Απόγευμα στο χασάπικο. Βράδυ έξω από τις ταβέρνες.

Ο Τέσλα έπαιρνε πολύ στα σοβαρά το πρόγραμμά του.

«Γέρασε ο Τέσλα αγόρι μου,γέρασε καλά..Φοβάμαι μη μ’αφήσει και τούτος καμιά μέρα…»

Σταμάτησε απότομα και το βλέμμα του χάιδεψε στοργικά τον σκύλο του.Φάνηκε να χάνεται για μια στιγμή.Ίσως να σκεφτόταν όσους άλλους τον είχαν αφήσει από καιρό.

«Μη σκας,είναι γερό σκαρί σαν εσένα.»

Πήρε το κουλούρι από τον γέρο και κοίταξε το σκυλί που του έκανε χαρές, φέρνοντας τη μουσούδα του στη παλάμη του. Ίσως και να διαισθάνθηκε πως ο Θάνος είχε ξυλιάσει και προσπαθούσε να του ζεστάνει τα χέρια με τα χνώτα του. Ίσως τα σκυλιά να καταλαβαίνουν πάντα πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε.

«Είναι ζεστό ακόμα,θα το ευχαριστηθείς!» του είπε ο Γιάννης και τα μάτια του φανέρωσαν τον γνωστό ειλικρινή ενθουσιασμό του, λες και η ικανοποίηση του πελάτη από το κουλούρι του ήταν το πιο σοβαρό πράγμα στον κόσμο. Γι’αυτόν, ίσως και να ήταν.

«Είμαι σίγουρος!» είπε ενοχικά ο Θάνος.Δεν είχε βρει ποτέ το κουράγιο να πει ή να δείξει στον κυρ Γιάννη πως το κουλούρι του κάθε φορά γινόταν τροφή για τα περιστέρια,καθώς το σουσάμι που είχε τίναζε στον αέρα το στομάχι του και δεν μπορούσε να το φάει. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του όμως να μην αγοράζει το κουλούρι. Αυτός ο άνθρωπος είχε σίγουρα τα 50 του λεπτά περισσότερη ανάγκη από τον ίδιο,κι εκτός αυτού δεν ήταν φιλανθρωπία. Το γεγονός ότι τον γέμιζε αισιοδοξία και όρεξη για την υπόλοιπη ημέρα, άξιζε πολύ περισσότερα.

Αποχαιρετίστηκαν και ο Θάνος με το κουλούρι πλέον σε μία πλάστική διάφανη σακούλα συνέχισε τον δρόμο του,κάνοντας μανούβρες μέσα από το πλήθος που είχε πολλαπλασιαστεί θαρρείς σε 2 λεπτά.

Δύο ή τρεις αργότερα, ανηφορίζοντας προς το Θησείο, θα ήταν ίσως η πρώτη φορά εδώ και πάρα πολύ καιρό που κανένα χέρι δεν υψώθηκε να τον χαιρετήσει. Η μεγαλόσωμη μορφή του κυρ Γιάννη δε φαινόταν πουθενά και δεν έφταιγε η χειμερινή καταχνιά. Του φάνηκε λες και ο δρόμος ήταν ξένος, σαν να είχαν αλλάξει χρώμα οι τοίχοι ή θέσεις τα δέντρα. Πλησιάζοντας ο πάγκος ήταν όντως άδειος.

Ο κυρ Γιάννης είχε φύγει στον ύπνο του όπως έμαθε από τους διπλανούς πωλητές, ήσυχα, διακριτικά και μοναχικά, όπως ακριβώς ζούσε τα τελευταία χρόνια. Σε μία μακάβρια σκέψη που δε μπορούσε να διώξει από κεφάλι του, ο Θάνος φαντάστηκε τον γλυκό γεράκο να σβήνει ονειρευόμενος στον ύπνο του τη συγχώρεση που τόσο λαχταρούσε από τα πρόσωπα που αγάπησε, που πρόδωσε και προδώθηκε με ένα μικρό χαμόγελο στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. Δε μπορούσε να κάνει και διαφορετική εικόνα άλλωστε μιας και συνειδητοποίησε, συγκρατώντας ένα δάκρυ, πως ποτέ δεν είχε δει τον ευγενικό γέρο κατσούφη ή θυμωμένο.

Μπροστά στο πάγκο, όρθιος και ακίνητος στεκόταν ο Τέσλα με το μαύρο τρίχωμά του πιο ταιριαστό από ποτέ και αυτή τη βαθιά θλίψη στα ολοκάστανα μάτια του που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να προκαλέσει στα ζώα. Ίσως να μην είχε πάει στο φούρνο για το πρωινό του, αφού ήρθε από νωρίς επωμισμένος την ευθύνη να ανοίξει το κατάστημα τώρα που έλειπε πια το αφεντικό του ώστε να μη λείψει από κανέναν το πρωινό του κουλούρι. Ήταν πολύ σημαντική δουλειά, το ήξερε ο Τέσλα, ο πάγκος έπρεπε να δουλέψει μα, ποιος θα αγόραζε κουλούρι από έναν σκύλο;

Και όταν τον πλησίασε ο Θάνος, δεν πήγε να του κάνει τις γνωστές ανέμελες χαρές του ή να κουνήσει την ουρά του, τα πράγματα πια είχαν αλλάξει, ο Τέσλα είχε αναλάβει ευθύνες και τον κοίταξε ζητώντας βοήθεια για να τα βγάλει πέρα με τα κουλούρια που που θα έπεφταν σε λίγο από τον ουρανό.

projectblackfish

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου