Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

«Μου χρωστάς ένα καλοκαίρι...»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης


Του Σπύρου, ξανά.

«Μου χρωστάς ένα καλοκαίρι. Μην το ξεχνάς» του έγραφε. Αλλά πώς να το ξεχάσει; Κολλημένο στο μυαλό του το χρέος. Όπως τα βερεσέδια στον ψιλικατζή της γειτονιάς. Ή το τραγούδι του Λοΐζου για τις νύχτες της αγρύπνιας. Και να ’θελε να το ξεχάσει, δεν μπορούσε. Έτσι όπως το ’βλεπε από εκεί που ’μενε. Στον απέναντι δρόμο. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ένα τεράστιο σύνθημα, κατά μήκος του μαντρότοιχου. Να του θυμίζει, λοιπόν. Ότι δεν πρέπει να ξεχνάει. Κι ούτε να τσιγκουνεύεται.

Μπόλικα αφού, τα διαθέσιμα καλοκαίρια στο εξής. Και οι χειμώνες. Και οι άνοιξες. Και τα φθινόπωρά του. Κι ήταν τρόπον τινά αυτή η ανταμοιβή του, έστω και εκ των υστέρων. Κάτι σαν ανταπόδοση, αλλά πολύ πριν να μπει στη σύνταξη. Για όλα τα προηγούμενα τρεξίματά του. Από τη μια δουλειά στην άλλη και από την άλλη δουλειά στην τρίτη. Έτσι που ποτέ να μην προλαβαίνει. Ούτε μια στιγμούλα να κονομήσει για τον εαυτό του. Ή για την Ευανθούλα του.

Για να πεταχτούνε μέχρι τη θάλασσα. Να κάνουνε το μπάνιο τους. Να παίξουνε με το νερό. Να λιαστούν στην αμμουδιά. Να πάνε σε ταβέρνα. Να παραγγείλουν τζατζίκι, χωριάτικη, σαρδέλα στα κάρβουνα. Να τσουγκρίσουν τα ποτήρια με την μπύρα. Ή τουλάχιστον να βγούνε βόλτα στην Αριστοτέλους. Να κάτσουν για έναν φραπέ. Να κουτσομπολέψουνε τον άλφα ή τη βήτα. Να χαζέψουν τα εμπορικά στον γυρισμό. Να πέσουν μετά στο κρεβάτι. Να αγκαλιαστούνε τρυφερά. Να ανταλλάξουν ερωτόλογα.

Και απ’ όλα αυτά, έμενε μόνο το κρεβάτι. Αλλά χωρίς πολλά πολλά αγκαλιάσματα. Μια ξεπέτα η δική τους η αγάπη. Δυο λεπτά υπόθεση. Σαν αγγαρεία. Και κάτι μισοπνιγμένα αγκομαχητά. Ώσπου να τελειώσει. Για να γυρίσει αμέσως από το άλλο πλευρό. Και να αρχίσει το ροχαλητό. Αφήνοντας την Ευανθούλα με τα μάτια ανοιχτά να απορεί, μήπως υπάρχει κάποια άλλη ή τι δεν κάνει σωστά η ίδια.

Αφού σε τέσσερις, πέντε ώρες το πολύ θα έπιανε ξανά δουλειά. Και δεν προλάβαινε τίποτα άλλο να κάνει. Ούτε μια κουβέντα να αλλάξει. Έναν καλό λόγο να σταυρώσει. Αλλά έχει ο Θεός. Μπορούν να περιμένουν. Δεν χάθηκε δα ο κόσμος. Νέοι είναι ακόμα. Κι ας έλεγε το τραγούδι του Λοΐζου ότι έγινε κιόλας τριάντα χρονών. Διαμέρισμα νοικιάζουν. Σπιτικό θέλουν να στήσουν. Οικοσκευή να πάρουν. Ένα παιδικό δωμάτιο να ετοιμάσουν. Να κλείσουν ημερομηνία για το δημαρχείο. Κοστούμι, φόρεμα, δώρα κουμπάρων και τα τοιαύτα.

Και με αυτά και με τα τοιαύτα περνούσε ο καιρός. Τρέχοντας με χίλια. Όπως έτρεχε και αυτός με το μηχανάκι. Σε ταχυμεταφορές το πρωί και για να μοιράζει γύρους και σαλάτες του σεφ το βράδυ. Με το ένα αφεντικό να τον βρίζει γιατί άργησε δυο λεπτά να χτυπήσει κάρτα, το άλλο αφεντικό να του χρεώνει τις φθορές στο μηχανάκι και να ’χει αποπάνω τους πελάτες να γκρινιάζουν για έναν χαμένο φάκελο ή για την τυροκαυτερή που ξέχασαν να βάλουνε στο σάιντουίτς τους.

Και αυτός να μη μιλάει. Να καταπίνει το ένα και το άλλο και το τρίτο. Σαν φλώρος. Έστω και αν κάποτε ήτανε ΡΟΚ. Πολύ ΡΟΚ. Και κανονικά θα έπρεπε να τον φοβούνται. Αλλά τώρα δεν έχει μείνει τίποτα από το κάποτε. Ούτε τα μακριά μαλλιά ούτε η ηλεκτρική κιθάρα. Η μπάντα που είχε φοιτητής. Όγδοο έτος, γεωπονική. Όταν έπαιξε σε δυο τρεις συναυλίες για σαπόρτ. Όπου γνώρισε την Ευανθούλα. Κι είπανε να πάνε διακοπές το καλοκαίρι. Παρόλο που δεν είχαν δεκάρα τσακιστή.

Κάπου θα έβρισκε όμως να παίξει. Ακόμη και σκυλάδικα. Δεν θέλει πολυτέλειες η ευτυχία. Ένα σλίμπιμπανκ, μια κιθάρα και μια Ευανθούλα. Αλλά τότε ήταν που βρήκε δουλειά στις ταχυμεταφορές. Και καπάκι στο σαντουιτσάδικο. Το καλοκαίρι έμεινε χρεωστούμενο. Όπως και μερικά νοίκια. Μαζί με τα έξοδα για το μωρουδιακά. Στον πέμπτο μήνα πια η Ευανθούλα. Δίχως να ’χουνε ορίσει ημερομηνία στο δημαρχείο. Ή να πάνε για να δουν παιδικό δωμάτιο, κοστούμι, νυφικό. Όσο κι αν έτρεχε, δεν έφταναν τα ψίχουλα που μάζευε από τις δουλειές του. Και να ’χει κολλημένο το τραγούδι του Λοΐζου στο μυαλό του. Για τα αναφρανίλ και τα τριπτιζόλ, που τα κατέβαζε ήδη με τις χούφτες.

Κάτι δύσκολες, κάτι πολύ δύσκολες νύχτες. Όταν δεν τον έπιανε ο ύπνος. Και στο μυαλό του σολάριζαν οι εφιάλτες. Κάνοντας την Ευανθούλα από δίπλα να φοβάται. Έτσι όπως τον άκουγε να γρατζουνάει στους τοίχους τα όνειρά του. Και ύστερα να τα τσακίζει στο πάτωμα σαν τις σπασμένες κιθάρες των χεβιμεταλάδων. Χωρίς καμιά ελπίδα. Ότι ίσως και ότι αν και ότι μπορεί. Τίποτα. Τι-πο-τα. Τίποτα παρεκτός από χρέη και χρέη. Μια ζωή όλο χρέη. Και μια παραπονεμένη Ευανθούλα. Και ένα μωρό να περιμένει τα πάμπερς και τα μωρομάντιλα και τη σκόνη γάλακτος και τον βραστήρα του νερού και τον αποστειρωτή του μπιμπερό.

Ό,τι ακριβώς σκεφτόταν το πρωί. Που καβάλησε το μηχανάκι. Ένα δέμα να τσακιστεί να μεταφέρει. Κέντρο-Τριανδρία οχτώ λεπτά και Τριανδρία-Κέντρο άλλα οχτώ. Τόσο του είπε ο αφεντικός του. Και γκάζωνε αυτός τρέχοντας για να προλάβει. Μην τύχει και αφήσει τον αγέννητο γιο και την Ευανθούλα του χωρίς τα χρειαζούμενα. Ώσπου από το πολύ το τρέξιμο, τους άφησε χωρίς αυτόνα. Γιατί πήγε και κόλλησε με το παπάκι στην πόρτα ενός αστικού. Αγίου Δημητρίου. Λίγο πριν από τα πανεπιστήμια. Για να μη μείνει στο τέλος τίποτα. Τι-πο-τα.

Τίποτα παρεκτός από ένα σύνθημα. Γραμμένο από την Ευανθούλα. Με κάτι τεράστια κόκκινα γράμματα. Στον μαντρότοιχο του δρόμου. Μπρος από το νεκροταφείο Φλώρινας. Όπου τον θάψανε. Στην πλάτη εκεί του λόφου. Να το βλέπει πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Χειμώνα-καλοκαίρι. Και να θυμάται το χρέος του στην Ευανθούλα. Σκεφτόμενος να σταματήσει επιτέλους τον Λοΐζο και να αρχίσει τα δημοτικά τραγούδια.

Ειδικά την παραλογή του νεκρού αδελφού. Που του υπόσχεται τουλάχιστον την ελπίδα. Ότι μπορεί κάποτε να πετάξει από πάνω του το μάρμαρο και να βγει από τον τάφο. Για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε. Να πάρει δηλαδή την Ευανθούλα και τον γεννημένο γιο του. Και να πάνε διακοπές. Στο κάτω κάτω, άνθρωποι είναι και αυτοί. Το δικαιούνται.

Πηγή: artinews.gr



Arti News: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου