Του Αναστάσιου Κώνστα
Πολλά γράφονται και λέγονται τελευταία για την υποτιθέμενη σύγκρουση της Δικαιοσύνης με την εκτελεστική εξουσία εξ αφορμής της τοποθέτησης της Β. Θάνου ως προϊσταμένης της νομικής υπηρεσίας του γραφείου του Αλ. Τσίπρα, αλλά και των τοποθετήσεων υπουργών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για αποφάσεις του ΣτΕ. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν όντως πρόκειται για σύγκρουση και βέβαια εάν υπήρξε ποτέ σύγκρουση μεταξύ Δικαιοσύνης και των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Πριν δοθεί οποιαδήποτε απάντηση, θα πρέπει να προσδιοριστεί ο ρόλος του συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης, αφού αυτός προφανώς δεν εξαντλείται στην ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Η συγκρότηση οργανωμένων κοινωνιών ανέδειξε την ανάγκη δημιουργίας συστήματος επίλυσης διαφορών και κοινωνικών συγκρούσεων. Τον ρόλο αυτόν ανέλαβε αρχικά η «επίσημη» εξουσία, ωστόσο αρκετές κοινωνίες κατέφευγαν στον μάγο της φυλής για τέτοια θέματα. Με την εγκαθίδρυση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας η επίλυση των διαφορών ανατέθηκε (και ορθά) σε πολυμελή λαϊκά δικαστήρια, των οποίων τα μέλη κληρώνονταν. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο, διότι ο ρόλος του συστήματος απονομής δικαιοσύνης είναι διττός: Αφ’ ενός αναλαμβάνει την επίλυση διαφορών και κοινωνικών συγκρούσεων βάσει των νόμων, δηλαδή βάσει της νομοθετικής έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, αφ’ ετέρου συνιστά το καταφύγιο του πολίτη έναντι της κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των λειτουργών της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας (η οποία ορθότερα ορίζεται ως εκτελεστική λειτουργία στη θεωρία του συνταγματικού δικαίου). Αυτά, όμως, ισχύουν μόνο όταν υπάρχει αυθεντική δημοκρατία, όπως η περίφημη Αθηναϊκή Δημοκρατία.
Στο σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης διατηρείται φυσικά ο διττός ρόλος του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, αλλά με ενισχυμένη την παράμετρο της προστασίας του πολίτη από τις αυθαιρεσίες της εκάστοτε κρατικής εξουσίας. Ακριβώς λόγω του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης όλα τα σύγχρονα κράτη διαθέτουν σύνταγμα ή καταστατικό χάρτη, δηλαδή σύνολο υπέρτερων κανόνων δικαίου, οι οποίοι δεσμεύουν πρωτίστως την κρατική εξουσία, διότι αποτελούν το όριο που θέτει ο λαός σε αυτήν, όριο που πρέπει να είναι απαραβίαστο. Γι’ αυτό άλλωστε δεν έχουν κατά το Σύνταγμα οποιαδήποτε ισχύ οι νόμοι που αντίκεινται σε συνταγματικές διατάξεις. Η τήρηση επομένως των συνταγματικών κανόνων αποτελεί πλέον την κύρια αποστολή της Δικαιοσύνης. Αν αποτύχει να διαφυλάξει τη συνεπή εφαρμογή των συνταγματικών κανόνων, τότε ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, αφού στον λαό εμπεδώνεται η αίσθηση της αδικίας, με αποτέλεσμα να χάνεται η όποια εμπιστοσύνη στις κρίσεις των δικαστηρίων και την εν γένει πολιτική εξουσία, κατάσταση που νομοτελειακά ωθεί στην «επίλυση» των όποιων διαφορών και κοινωνικών συγκρούσεων εκτός του πλαισίου των νόμων με πράξεις αναρχίας ή και αυτοδικίας.
Ορθώς παρατηρείται ότι η απολύτως αναγκαία διάκριση των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής) πάσχει βαθύτατα και υπό το ισχύον (;) Σύνταγμα του 1975. Η δικαστική λειτουργία δεν είναι απολύτως ανεξάρτητη, αφού η επιλογή των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων γίνεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία έχουν συσσωματωθεί δυνάμει της καταστροφικής αντίληψης της κομματικής πειθαρχίας, με αποτέλεσμα σπανίως να μην υπερψηφίζεται ακόμα και αντισυνταγματικός νόμος από τους κυβερνητικούς βουλευτές. Το πλέγμα αυτό, εμπλουτιζόμενο με την εκάστοτε οικονομική και μιντιακή εξουσία, ουσιαστικά αναιρεί τον κρίσιμο ρόλο του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, εμφανίζοντας την κρατική εξουσία ως σύνολο ισχυρό που δύναται εύκολα να καταδυναστεύει τους πολίτες. Η παθογένεια αυτή υπάρχει πολλές δεκαετίες, αλλά σε καιρούς κρίσης καθίσταται κατά πολύ εναργέστερη.
Αληθινή επομένως σύγκρουση μεταξύ της Δικαιοσύνης και της εκάστοτε κυβέρνησης ουδέποτε υπήρξε και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει εξαιτίας του συμπλέγματος των μεταξύ τους σχέσεων. Η δε «επιβράβευση» δικαστικών λειτουργών με θέσεις άσκησης κυβερνητικής εξουσίας και η καταφανώς αδικαιολόγητη ανοχή συγκεκριμένων συνθέσεων ανωτάτων δικαστηρίων σε εξόφθαλμα αντισυνταγματικούς νόμους, φαινόμενα που εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια, απλά επιβεβαιώνει τη γενικότερη αίσθηση ότι… «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Η παραφιλολογία λοιπόν περί δήθεν σύγκρουσης δικαιοσύνης και κυβέρνησης παραπέμπει στην υποτιθέμενη σύγκρουση μεταξύ ΔΝΤ και Κομισιόν κλπ, που παρά τις «διαφωνίες» τους πάντα καταλήγουν σε λήψη ανθρωποκτόνων μέτρων σε βάρος της πατρίδας και του λαού μας.
Ακόμα και ιστορικά να εξετάσει κανείς το θέμα, θα διαπιστώσει ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης ουδέποτε συγκρούστηκε με την όποια εξουσία, ούτε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, ούτε κατά την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών. Αντιθέτως είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η δικαιοσύνη αποτελεί τομέα κρισιμότατο για την εν γένει λειτουργία του κράτους, ουδέποτε έπαυσε να λειτουργεί, για να εξαναγκάσει τους εκάστοτε σφετεριστές της κρατικής εξουσίας (ντόπιους ή ξένους) να υποχωρήσουν. Επιδεικνύει λοιπόν διαχρονικά μία εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής προς τις «νέες συνθήκες» άσκησης της κρατικής εξουσίας.
Συνεπώς η έκδοση αυστηρών ανακοινώσεων εκ μέρους δικαστικών ενώσεων δεν δείχνει οποιαδήποτε ουσιαστική διάθεση σύγκρουσης με την κυβέρνηση. Τέτοια διάθεση θα υπήρχε, εάν οι συνδικαλιστικές ενώσεις των δικαστικών λειτουργών δεσμεύονταν επισήμως και όλως ενδεικτικώς ότι εφεξής:
Γιατί προϋπόθεση για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι η αποκατάσταση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της δημοκρατίας, της νομιμότητας με την έννοια της δίωξης όσων μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση και της επαναλειτουργίας του Συντάγματος. Τα υπόλοιπα είναι λόγια του αέρα.
Πηγή: dromosanoixtos.gr
Δρόμος Ανοιχτός: Επιλογές
Πολλά γράφονται και λέγονται τελευταία για την υποτιθέμενη σύγκρουση της Δικαιοσύνης με την εκτελεστική εξουσία εξ αφορμής της τοποθέτησης της Β. Θάνου ως προϊσταμένης της νομικής υπηρεσίας του γραφείου του Αλ. Τσίπρα, αλλά και των τοποθετήσεων υπουργών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για αποφάσεις του ΣτΕ. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν όντως πρόκειται για σύγκρουση και βέβαια εάν υπήρξε ποτέ σύγκρουση μεταξύ Δικαιοσύνης και των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Πριν δοθεί οποιαδήποτε απάντηση, θα πρέπει να προσδιοριστεί ο ρόλος του συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης, αφού αυτός προφανώς δεν εξαντλείται στην ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Η συγκρότηση οργανωμένων κοινωνιών ανέδειξε την ανάγκη δημιουργίας συστήματος επίλυσης διαφορών και κοινωνικών συγκρούσεων. Τον ρόλο αυτόν ανέλαβε αρχικά η «επίσημη» εξουσία, ωστόσο αρκετές κοινωνίες κατέφευγαν στον μάγο της φυλής για τέτοια θέματα. Με την εγκαθίδρυση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας η επίλυση των διαφορών ανατέθηκε (και ορθά) σε πολυμελή λαϊκά δικαστήρια, των οποίων τα μέλη κληρώνονταν. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο, διότι ο ρόλος του συστήματος απονομής δικαιοσύνης είναι διττός: Αφ’ ενός αναλαμβάνει την επίλυση διαφορών και κοινωνικών συγκρούσεων βάσει των νόμων, δηλαδή βάσει της νομοθετικής έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, αφ’ ετέρου συνιστά το καταφύγιο του πολίτη έναντι της κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των λειτουργών της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας (η οποία ορθότερα ορίζεται ως εκτελεστική λειτουργία στη θεωρία του συνταγματικού δικαίου). Αυτά, όμως, ισχύουν μόνο όταν υπάρχει αυθεντική δημοκρατία, όπως η περίφημη Αθηναϊκή Δημοκρατία.
Στο σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης διατηρείται φυσικά ο διττός ρόλος του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, αλλά με ενισχυμένη την παράμετρο της προστασίας του πολίτη από τις αυθαιρεσίες της εκάστοτε κρατικής εξουσίας. Ακριβώς λόγω του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης όλα τα σύγχρονα κράτη διαθέτουν σύνταγμα ή καταστατικό χάρτη, δηλαδή σύνολο υπέρτερων κανόνων δικαίου, οι οποίοι δεσμεύουν πρωτίστως την κρατική εξουσία, διότι αποτελούν το όριο που θέτει ο λαός σε αυτήν, όριο που πρέπει να είναι απαραβίαστο. Γι’ αυτό άλλωστε δεν έχουν κατά το Σύνταγμα οποιαδήποτε ισχύ οι νόμοι που αντίκεινται σε συνταγματικές διατάξεις. Η τήρηση επομένως των συνταγματικών κανόνων αποτελεί πλέον την κύρια αποστολή της Δικαιοσύνης. Αν αποτύχει να διαφυλάξει τη συνεπή εφαρμογή των συνταγματικών κανόνων, τότε ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, αφού στον λαό εμπεδώνεται η αίσθηση της αδικίας, με αποτέλεσμα να χάνεται η όποια εμπιστοσύνη στις κρίσεις των δικαστηρίων και την εν γένει πολιτική εξουσία, κατάσταση που νομοτελειακά ωθεί στην «επίλυση» των όποιων διαφορών και κοινωνικών συγκρούσεων εκτός του πλαισίου των νόμων με πράξεις αναρχίας ή και αυτοδικίας.
Ορθώς παρατηρείται ότι η απολύτως αναγκαία διάκριση των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής) πάσχει βαθύτατα και υπό το ισχύον (;) Σύνταγμα του 1975. Η δικαστική λειτουργία δεν είναι απολύτως ανεξάρτητη, αφού η επιλογή των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων γίνεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία έχουν συσσωματωθεί δυνάμει της καταστροφικής αντίληψης της κομματικής πειθαρχίας, με αποτέλεσμα σπανίως να μην υπερψηφίζεται ακόμα και αντισυνταγματικός νόμος από τους κυβερνητικούς βουλευτές. Το πλέγμα αυτό, εμπλουτιζόμενο με την εκάστοτε οικονομική και μιντιακή εξουσία, ουσιαστικά αναιρεί τον κρίσιμο ρόλο του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, εμφανίζοντας την κρατική εξουσία ως σύνολο ισχυρό που δύναται εύκολα να καταδυναστεύει τους πολίτες. Η παθογένεια αυτή υπάρχει πολλές δεκαετίες, αλλά σε καιρούς κρίσης καθίσταται κατά πολύ εναργέστερη.
Αληθινή επομένως σύγκρουση μεταξύ της Δικαιοσύνης και της εκάστοτε κυβέρνησης ουδέποτε υπήρξε και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει εξαιτίας του συμπλέγματος των μεταξύ τους σχέσεων. Η δε «επιβράβευση» δικαστικών λειτουργών με θέσεις άσκησης κυβερνητικής εξουσίας και η καταφανώς αδικαιολόγητη ανοχή συγκεκριμένων συνθέσεων ανωτάτων δικαστηρίων σε εξόφθαλμα αντισυνταγματικούς νόμους, φαινόμενα που εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια, απλά επιβεβαιώνει τη γενικότερη αίσθηση ότι… «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Η παραφιλολογία λοιπόν περί δήθεν σύγκρουσης δικαιοσύνης και κυβέρνησης παραπέμπει στην υποτιθέμενη σύγκρουση μεταξύ ΔΝΤ και Κομισιόν κλπ, που παρά τις «διαφωνίες» τους πάντα καταλήγουν σε λήψη ανθρωποκτόνων μέτρων σε βάρος της πατρίδας και του λαού μας.
Ακόμα και ιστορικά να εξετάσει κανείς το θέμα, θα διαπιστώσει ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης ουδέποτε συγκρούστηκε με την όποια εξουσία, ούτε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, ούτε κατά την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών. Αντιθέτως είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η δικαιοσύνη αποτελεί τομέα κρισιμότατο για την εν γένει λειτουργία του κράτους, ουδέποτε έπαυσε να λειτουργεί, για να εξαναγκάσει τους εκάστοτε σφετεριστές της κρατικής εξουσίας (ντόπιους ή ξένους) να υποχωρήσουν. Επιδεικνύει λοιπόν διαχρονικά μία εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής προς τις «νέες συνθήκες» άσκησης της κρατικής εξουσίας.
Συνεπώς η έκδοση αυστηρών ανακοινώσεων εκ μέρους δικαστικών ενώσεων δεν δείχνει οποιαδήποτε ουσιαστική διάθεση σύγκρουσης με την κυβέρνηση. Τέτοια διάθεση θα υπήρχε, εάν οι συνδικαλιστικές ενώσεις των δικαστικών λειτουργών δεσμεύονταν επισήμως και όλως ενδεικτικώς ότι εφεξής:
α) δεν θα εφαρμόζουν όλους τους αντισυνταγματικούς μνημονιακούς νόμους,
β) θα σταθούν έμπρακτα στο πλευρό του πολίτη αγνοώντας τα αντισυνταγματικά προνόμια του κράτους λ.χ. σε θέματα αναγκαστικής κατάσχεσης λογαριασμών και ακινήτων, σε ζητήματα αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης άνευ προκαταβολής όλου ή μέρους του δήθεν οφειλόμενου φόρου,
γ) θα ακυρώνουν διαταγές πληρωμής τραπεζών που στηρίζονται σε παράνομα πανωτόκια
δ) θα αθωώνουν όσους διώκονται για οφειλές προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά δεν πλήρωσαν λόγω αδυναμίας
ε) θα ανακαλέσουν τις ήδη εκδοθείσες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων που ανέχτηκαν μνημονιακές ρυθμίσεις χάριν του δημοσιονομικού συμφέροντος των… ξένων τραπεζών και
στ) θα διώξουν άμεσα όλους όσοι ενέχονται στη δεδομένη κατάλυση του Συντάγματος ως συμμέτοχους σε εσχάτη προδοσία.
Γιατί προϋπόθεση για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι η αποκατάσταση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της δημοκρατίας, της νομιμότητας με την έννοια της δίωξης όσων μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση και της επαναλειτουργίας του Συντάγματος. Τα υπόλοιπα είναι λόγια του αέρα.
Πηγή: dromosanoixtos.gr
Δρόμος Ανοιχτός: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου