Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
«Πάντα αφήνω τη σκέψη μου να τριγυρνά ασύδοτη»! μου είπε ένας Δάσκαλος.
Όλοι έχουμε Δασκάλους. Ξεχωριστούς!
Διότι άλλο να είσαι Δάσκαλος, κι άλλο Δάσκαλος Δασκάλου!
Αυτοί λοιπόν οι Δάσκαλοι είναι ενίοτε ενοχλητικοί.
Εκεί που έχεις χαθεί στα γρανάζια των θολών σου τοπίων, εμφανίζονται απ’ το πουθενά και με σοφία αξήγητη, σου χαρίζουν τέτοιες ρήσεις μονολεκτικές.
Κι η Ομίχλη διαλύεται αυθαίρετα!
Τον θωρούσα ν’ απομακρύνεται ήρεμα, σαν τους βομβιστές π’ εκπλήρωσαν το χρέος. Κι άρχισ’ ασύδοτος να περιπλανιέται ο Λογισμός.
Όσο σκέφτομαι χάνομαι κι όσο χάνομαι σκέφτομαι.
Οι όψεις των ειδώλων αποσπασμένες, στο κίτρινο φίδι της φθοράς.
Απορείς που δεν βλέπεις το κίτρινο;
Ανέτειλε ο αιώνας, π’ η Μοναξιά, στην οθόνη τις γωνίες της λειαίνει.
Τέσσερις τοίχοι με πόρτες πολλές, το Τίποτα σφιχτοδένουν φωνασκώντας:
«Έλα τα likes μας ν’ ανταλλάξουμε,
Θα νομίζω πως με διαβάζεις∙
Θα νομίζεις πως νοιάζεις…»
Στο παλκοσένικο οι θνητοί, και πρωταγωνιστής στο δράμα του ο καθένας.
Στραφταλίζουν οι αστοχίες των ανθρώπων, που σ’ άλλων αδαών σερβίρονται το πιάτο. Με χρυσά κουτάλια η όρεξη.
Οι Βολεμένοι πουλούν τρέλα για το νόημα της ζωής, προφυλαγμένοι στης ανοχής τ’ απόρθητο φρούριο. Κι εξυπνάδες περί οπτικής του «Πάθους»∙ επιδεικνύοντας τα τσιμπούσια στις ταβέρνες, τις θάλασσες των θερινών διακοπών∙ αναμνήσεις πιασάρικες της επιρροής τους.
Οι Χαμένοι πουλούν αμισθί πληροφορίες, προσκρούοντας στη σιωπηλή οργή της Ενοχής στο υποσυνείδητο του αναγνώστη.
Οι Εξαθλιωμένοι πουλούν έδαφος λύπησης, με το μέτρο τ’ αγοράζουν οι Βολεμένοι∙. Κάθε γιορτή και σχόλη, ανάγκες Συμπόνιας κι οίκτου να καλύψουν.
Στα Πανεπιστήμια σεξιστικοί εκβιασμοί, απ’ το σκαμνί της Ακαδημαϊκής Εξουσίας. Στις Φυλακές κατασίγαση των καταλήψεων, υπό την αρωγή άλλων φυλακισμένων. Τη ρουφιανιά τη συντηρείς πάντα εκ των έσω.
Οι ρυθμοί του Χρόνου, το αίμα τους σμίγουν στα Ορυχεία της Νύχτας∙ με σορτς, αθλητικά και γκρι μαλλιά, δεν φοβάσαι του Κάιν τις μεταπτώσεις∙ μήτε την παροξυντική θέληση του Άβελ. Ατάραχα παίρνεις τις κατασκευές από χαρτί τσαλακωμένο, που σου χαρίζει ένας ναρκομανής.
Θέτεις τη γραφή υπό τη συγγένεια του Άχρονου. Γλιστρά η θλίψη στα σαπισμένα νιάτα του∙ Μιαν ηλικία με τον γιο και τους μαθητές.
Το σώμα να δεις να υποφέρει, σ’ εμβρυική στάση ξαπλωμένο∙ εφιάλτης που κληροδοτήθηκε στον Κόσμο. Ακόμη και το χάδι σαν ύβρις κοντοστέκει.
Τζαμιά κι Ορθόδοξοι ναοί πλάι-πλάι, μα οι ουρανοί γεμάτοι εκδορές.
Δεξιώσεις για της Δημοκρατίας την αποκατάσταση.
Πως να μην εκμαυλιστούν οι ψυχές απ’ τ’ ανήθικα θεάματα…
«Ξένεψε ο Κόσμος»!
Μια γερόντισσα με βοτάνια στο μεταίχμιο, σε καμιά ευεργετική διάταξη να μην χωρούν οι ρυτίδες της∙ Κι όλες οι εκμυστηρεύσεις, στο κενό να πηδήξουν που χάσκει!
Όσο περιμένεις αποκρίσεις, αυτές κάπου τσακίζονται. Το τείχος της ψυχής είναι το πιο σκληρό. Δεν γκρεμίζεται με τίποτα. Τιτιβίζει καθώς της σύνθεσης οι φθόγγοι από φωνές αδειάζουν.
Πόσο μακρόσυρτη η ουρά του ήχου! Ταξιδιού ορμή σε άλλες Νήσους∙ όχι πολύ μακρινούς.
«Ο Κόσμος αλλάζει, αρκεί να βυθιστείς στην ηδονή μου» φωνασκούν οι Αγαπημένοι, όλο εκνευρισμό κι αδημονία.
Οι στρογγυλές ευδίες μ’ αρρωσταίνουν. Είναι déjà vu!
Τι να την κάνεις και τη σελήνη, αν δεν είναι μουντή.
Άλλο την ήβη να προκαλείς ενός Άνδρα, κι άλλο τη σκέψη του...
Μόλις ανακάλυψα πως γράφω άναρχα. Μ’ αρρωσταίνει το μέτρο στη ρίμα. Καιροσκοπισμός ενάντια στην Αναρχία.
Αυτή τη «Μεγάλη Περιουσία» λοιπόν, στις νέες γενιές καταλείπουμε.
Έχει σοκάκια στον αέρα;
Μην σκοντάψει το αεροπλάνο μας…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
«Πάντα αφήνω τη σκέψη μου να τριγυρνά ασύδοτη»! μου είπε ένας Δάσκαλος.
Όλοι έχουμε Δασκάλους. Ξεχωριστούς!
Διότι άλλο να είσαι Δάσκαλος, κι άλλο Δάσκαλος Δασκάλου!
Αυτοί λοιπόν οι Δάσκαλοι είναι ενίοτε ενοχλητικοί.
Εκεί που έχεις χαθεί στα γρανάζια των θολών σου τοπίων, εμφανίζονται απ’ το πουθενά και με σοφία αξήγητη, σου χαρίζουν τέτοιες ρήσεις μονολεκτικές.
Κι η Ομίχλη διαλύεται αυθαίρετα!
Τον θωρούσα ν’ απομακρύνεται ήρεμα, σαν τους βομβιστές π’ εκπλήρωσαν το χρέος. Κι άρχισ’ ασύδοτος να περιπλανιέται ο Λογισμός.
Όσο σκέφτομαι χάνομαι κι όσο χάνομαι σκέφτομαι.
Οι όψεις των ειδώλων αποσπασμένες, στο κίτρινο φίδι της φθοράς.
Απορείς που δεν βλέπεις το κίτρινο;
Ανέτειλε ο αιώνας, π’ η Μοναξιά, στην οθόνη τις γωνίες της λειαίνει.
Τέσσερις τοίχοι με πόρτες πολλές, το Τίποτα σφιχτοδένουν φωνασκώντας:
«Έλα τα likes μας ν’ ανταλλάξουμε,
Θα νομίζω πως με διαβάζεις∙
Θα νομίζεις πως νοιάζεις…»
Στο παλκοσένικο οι θνητοί, και πρωταγωνιστής στο δράμα του ο καθένας.
Στραφταλίζουν οι αστοχίες των ανθρώπων, που σ’ άλλων αδαών σερβίρονται το πιάτο. Με χρυσά κουτάλια η όρεξη.
Οι Βολεμένοι πουλούν τρέλα για το νόημα της ζωής, προφυλαγμένοι στης ανοχής τ’ απόρθητο φρούριο. Κι εξυπνάδες περί οπτικής του «Πάθους»∙ επιδεικνύοντας τα τσιμπούσια στις ταβέρνες, τις θάλασσες των θερινών διακοπών∙ αναμνήσεις πιασάρικες της επιρροής τους.
Οι Χαμένοι πουλούν αμισθί πληροφορίες, προσκρούοντας στη σιωπηλή οργή της Ενοχής στο υποσυνείδητο του αναγνώστη.
Οι Εξαθλιωμένοι πουλούν έδαφος λύπησης, με το μέτρο τ’ αγοράζουν οι Βολεμένοι∙. Κάθε γιορτή και σχόλη, ανάγκες Συμπόνιας κι οίκτου να καλύψουν.
Στα Πανεπιστήμια σεξιστικοί εκβιασμοί, απ’ το σκαμνί της Ακαδημαϊκής Εξουσίας. Στις Φυλακές κατασίγαση των καταλήψεων, υπό την αρωγή άλλων φυλακισμένων. Τη ρουφιανιά τη συντηρείς πάντα εκ των έσω.
Οι ρυθμοί του Χρόνου, το αίμα τους σμίγουν στα Ορυχεία της Νύχτας∙ με σορτς, αθλητικά και γκρι μαλλιά, δεν φοβάσαι του Κάιν τις μεταπτώσεις∙ μήτε την παροξυντική θέληση του Άβελ. Ατάραχα παίρνεις τις κατασκευές από χαρτί τσαλακωμένο, που σου χαρίζει ένας ναρκομανής.
Θέτεις τη γραφή υπό τη συγγένεια του Άχρονου. Γλιστρά η θλίψη στα σαπισμένα νιάτα του∙ Μιαν ηλικία με τον γιο και τους μαθητές.
Το σώμα να δεις να υποφέρει, σ’ εμβρυική στάση ξαπλωμένο∙ εφιάλτης που κληροδοτήθηκε στον Κόσμο. Ακόμη και το χάδι σαν ύβρις κοντοστέκει.
Τζαμιά κι Ορθόδοξοι ναοί πλάι-πλάι, μα οι ουρανοί γεμάτοι εκδορές.
Δεξιώσεις για της Δημοκρατίας την αποκατάσταση.
Πως να μην εκμαυλιστούν οι ψυχές απ’ τ’ ανήθικα θεάματα…
«Ξένεψε ο Κόσμος»!
Μια γερόντισσα με βοτάνια στο μεταίχμιο, σε καμιά ευεργετική διάταξη να μην χωρούν οι ρυτίδες της∙ Κι όλες οι εκμυστηρεύσεις, στο κενό να πηδήξουν που χάσκει!
Όσο περιμένεις αποκρίσεις, αυτές κάπου τσακίζονται. Το τείχος της ψυχής είναι το πιο σκληρό. Δεν γκρεμίζεται με τίποτα. Τιτιβίζει καθώς της σύνθεσης οι φθόγγοι από φωνές αδειάζουν.
Πόσο μακρόσυρτη η ουρά του ήχου! Ταξιδιού ορμή σε άλλες Νήσους∙ όχι πολύ μακρινούς.
«Ο Κόσμος αλλάζει, αρκεί να βυθιστείς στην ηδονή μου» φωνασκούν οι Αγαπημένοι, όλο εκνευρισμό κι αδημονία.
Οι στρογγυλές ευδίες μ’ αρρωσταίνουν. Είναι déjà vu!
Τι να την κάνεις και τη σελήνη, αν δεν είναι μουντή.
Άλλο την ήβη να προκαλείς ενός Άνδρα, κι άλλο τη σκέψη του...
Μόλις ανακάλυψα πως γράφω άναρχα. Μ’ αρρωσταίνει το μέτρο στη ρίμα. Καιροσκοπισμός ενάντια στην Αναρχία.
Αυτή τη «Μεγάλη Περιουσία» λοιπόν, στις νέες γενιές καταλείπουμε.
Έχει σοκάκια στον αέρα;
Μην σκοντάψει το αεροπλάνο μας…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου