Ευσταθία Ματζαρίδου
Oι κότες ήταν ένα κοτέτσι και υπήρχαν ένας ή δύο πετεινοί. Οι περισσότερες ήταν γερές, έκαναν μπόλικα αυγά, τα κλωσσούσαν και είχαν και τα κλωσσόπουλά τους, κάποια στιγμή οδηγούνταν στο μπαλτά κι από εκεί κατέληγαν στην κατσαρόλα, μερικές έβγαιναν απ’ το αβγό -ή τους δημιουργούνταν αργότερα, δε θυμάμαι ακριβώς- με κάποιο πρόβλημα στα μάτια, το μισό μάτι τους ή και ολόκληρο ήταν καλυμμένο με μια μεμβράνη, κάτι σαν τον καταρράκτη που παθαίνουν τα μάτια των μεγάλων. Όταν ήταν μικρά κλωσσόπουλα και δεν έβλεπαν καλά να ακολουθήσουν τη μάνα-κλώσσα, χάνονταν και κακάριζαν μόνα τους, μέχρι να τα βρει κάποιος, κι όταν δεν τα έβρισκε, χάνονταν δια παντός. Όταν μεγάλωναν κι έπεφταν οι σπόροι για να φάνε, δεν τους έβλεπαν ή έτσι δυσκίνητες που ήταν, λόγω της περιορισμένης ορατότητας, τους άρπαζαν οι άλλες, τσιμπολογώντας μάλιστα και τις ίδιες για να τις εξουδετερώσουν παντελώς ως διεκδικητές σπόρων.
Oι πετεινοί, όταν δεν τους κάθονταν οι άλλες κότες, γιατί είχαν κι αυτές τα κέφια τους και την προσωπικότητά τους, εκτονώνονταν πάνω τους, μια και δεν μπορούσαν να ξεφύγουν τρέχοντας, κι ως εκ τούτου ήταν πάντα διαθέσιμες, γι’ αυτό κι απ' τη συχνή χρήση και την ελλιπή όραση, ήταν μονίμως ζαβλακωμένες.΄Oλη τους η φορεσιά ήταν μέσα στη βρώμα, έσερναν με τα φτερά τους κουτσουλιές και κοπριές ζώων, μπλέκονταν σε σύρματα και μάτωναν, περνούσαν από αγκάθια και άφηναν υπολείμματα των φτερών τους. Με τον καιρό το φτέρωμά τους είχε βρωμίσει και σχεδόν είχαν ξεπουπουλιαστεί, έσερναν το άθλιο κορμί τους από ‘δω και από ‘κει και δεν τις πλησίαζαν πια ούτε οι πετεινοί, ούτε και για μπαλτά τις προόριζε κανείς, όλοι θεωρούσαν το κρέας τους άρρωστο, μολονότι δεν έφεραν ίχνος αρρώστιας, τις κρατούσαν μάλλον μόνο για τα αυγά τους.
Τις έβλεπα να κόβουν βόλτα στην αυλή απελπισμένες, αποχαυνωμένες απ' τα πάθη τους και τις λυπόμουνα, έλεγα, όταν μεγαλώσω θα βρω έναν τρόπο να γιατρεύω τα μάτια τους, κάποιες φορές μάλιστα έπιανα τα πουλάκια και προσπαθούσα με ένα λεπτό ξυλάκι να απομακρύνω τη μεμβράνη απ' τα μάτια τους. Δεν τα κατάφερα όμως ποτέ και μάλλον τα πλήγωνα, αν κρίνω απ' τα κακαρίσματά τους μετά. Αν εξέλιπε αυτή η μεμβράνη απ' τα μάτια τους, όλη η ζωή τους θα είχε μια άλλη πορεία. Φορές φορές νιώθω μια τέτοια άρρωστη κότα.
Πηγή: artinews.gr
Ευσταθία Ματζαρίδου: Σχετικά με τον συντάκτη
Oι κότες ήταν ένα κοτέτσι και υπήρχαν ένας ή δύο πετεινοί. Οι περισσότερες ήταν γερές, έκαναν μπόλικα αυγά, τα κλωσσούσαν και είχαν και τα κλωσσόπουλά τους, κάποια στιγμή οδηγούνταν στο μπαλτά κι από εκεί κατέληγαν στην κατσαρόλα, μερικές έβγαιναν απ’ το αβγό -ή τους δημιουργούνταν αργότερα, δε θυμάμαι ακριβώς- με κάποιο πρόβλημα στα μάτια, το μισό μάτι τους ή και ολόκληρο ήταν καλυμμένο με μια μεμβράνη, κάτι σαν τον καταρράκτη που παθαίνουν τα μάτια των μεγάλων. Όταν ήταν μικρά κλωσσόπουλα και δεν έβλεπαν καλά να ακολουθήσουν τη μάνα-κλώσσα, χάνονταν και κακάριζαν μόνα τους, μέχρι να τα βρει κάποιος, κι όταν δεν τα έβρισκε, χάνονταν δια παντός. Όταν μεγάλωναν κι έπεφταν οι σπόροι για να φάνε, δεν τους έβλεπαν ή έτσι δυσκίνητες που ήταν, λόγω της περιορισμένης ορατότητας, τους άρπαζαν οι άλλες, τσιμπολογώντας μάλιστα και τις ίδιες για να τις εξουδετερώσουν παντελώς ως διεκδικητές σπόρων.
Oι πετεινοί, όταν δεν τους κάθονταν οι άλλες κότες, γιατί είχαν κι αυτές τα κέφια τους και την προσωπικότητά τους, εκτονώνονταν πάνω τους, μια και δεν μπορούσαν να ξεφύγουν τρέχοντας, κι ως εκ τούτου ήταν πάντα διαθέσιμες, γι’ αυτό κι απ' τη συχνή χρήση και την ελλιπή όραση, ήταν μονίμως ζαβλακωμένες.΄Oλη τους η φορεσιά ήταν μέσα στη βρώμα, έσερναν με τα φτερά τους κουτσουλιές και κοπριές ζώων, μπλέκονταν σε σύρματα και μάτωναν, περνούσαν από αγκάθια και άφηναν υπολείμματα των φτερών τους. Με τον καιρό το φτέρωμά τους είχε βρωμίσει και σχεδόν είχαν ξεπουπουλιαστεί, έσερναν το άθλιο κορμί τους από ‘δω και από ‘κει και δεν τις πλησίαζαν πια ούτε οι πετεινοί, ούτε και για μπαλτά τις προόριζε κανείς, όλοι θεωρούσαν το κρέας τους άρρωστο, μολονότι δεν έφεραν ίχνος αρρώστιας, τις κρατούσαν μάλλον μόνο για τα αυγά τους.
Τις έβλεπα να κόβουν βόλτα στην αυλή απελπισμένες, αποχαυνωμένες απ' τα πάθη τους και τις λυπόμουνα, έλεγα, όταν μεγαλώσω θα βρω έναν τρόπο να γιατρεύω τα μάτια τους, κάποιες φορές μάλιστα έπιανα τα πουλάκια και προσπαθούσα με ένα λεπτό ξυλάκι να απομακρύνω τη μεμβράνη απ' τα μάτια τους. Δεν τα κατάφερα όμως ποτέ και μάλλον τα πλήγωνα, αν κρίνω απ' τα κακαρίσματά τους μετά. Αν εξέλιπε αυτή η μεμβράνη απ' τα μάτια τους, όλη η ζωή τους θα είχε μια άλλη πορεία. Φορές φορές νιώθω μια τέτοια άρρωστη κότα.
Πηγή: artinews.gr
Ευσταθία Ματζαρίδου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου