Του Νίκου Ταυρή
Ο πρωθυπουργός από τη Λαμία, με αφορμή τη σύσκεψη για την παραγωγική ανασυγκρότηση, εξήγγειλε «ήσυχο καλοκαίρι». Παράταιρη δήλωση, παρά το «θρίαμβο» της εξόδου στις αγορές, αν κανείς σκεφτεί την παραγωγική καθίζηση της χώρας. Παράταιρο αν κανείς συνυπολογίσει ότι το όριο της κυβερνητικής θριαμβολογίας είναι τα 6,7 δισ. ευρώ που θα κλιθούν να πληρώσουν οι πολίτες για φόρους τους επόμενους μήνες και η έναρξη του τρίτου γύρου αξιολόγησης και οι νέες οδυνηρές απαιτήσεις των δανειστών που θα ξεκινήσουν τον ερχόμενο Σεπτέμβρη.
Το κλίμα αυτό, δηλαδή η μεγάλη πολιτική ρευστότητα και η αναζήτηση οδών διαφυγής, αποτυπώνεται πιο ουσιαστικά και αποκαλυπτικά στην έντονη φραστική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και δικαστών.
Οι αφορμές της αντιπαράθεσης είναι λίγο πολύ γνωστές. Το βέβαιο είναι ότι ούτε οι δηλώσεις Πολάκη, ούτε η «επίθεση» κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ κατά της δικαστικής απόφασης για την Ηριάννα θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την εμπλοκή του Μαξίμου, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, του πρόεδρου του ΣτΕ, ακόμα και του προέδρου της Δημοκρατίας σε μια αντιπαράθεση με θέμα τον «κίνδυνο συνταγματικής εκτροπής» από την κυβέρνηση. Και μάλιστα, τη στιγμή που διεθνείς και εσωτερικοί δυναμικοί παράγοντες της αγοράς επιχαίρουν για την προσαρμογή ΣΥΡΙΖΑ και την επιστροφή στην κανονικότητα των αγορών και των νόμων τους.
Τι συμβαίνει λοιπόν;
Το κυβερνητικό επιτελείο γνωρίζει ότι είναι αναλώσιμο. Γνωρίζει ότι οι κατά παραγγελία «επιτυχίες» του δεν το αναβαθμίζουν από προσωρινό σε μόνιμο διαχειριστή των εξελίξεων στη χώρα. Η μόνιμη διαχείριση απαιτεί την εξασφάλιση ισχυρών δεσμών και ελέγχου των ισχυρών κέντρων εξουσίας, θεσμικών και οικονομικών. Η διακυβέρνηση της χώρας χωρίς αυτό τον έλεγχο είναι τυπική. Και ο ΣΥΡΙΖΑ αισθάνθηκε από τα πρώτα του βήματα «καυτή» την ανάσα αυτών των κέντρων. Η μετάλλαξη και πειθάρχησή του δεν άλλαξε την εικόνα. Η τροποποίηση των συσχετισμών σε αυτό το επίπεδο απαιτεί χρόνο και χρήμα. Κάτι που δεν υπάρχει, όπως στο παρελθόν, γεγονός που καθιστά το έργο πολλαπλά δύσκολο.
Η επίγνωση της δυσκολίας σε συνδυασμό με το «φόβο» μελλοντικών διώξεων, όταν ο χρόνος της προσωρινής διαχείρισης τελειώσει, αναγκάζει ορισμένους κυβερνητικούς παράγοντες να γίνονται νευρικοί και απρόσεκτοι. Οι πιο έμπειροι των πραγματικών εξουσιών γνωρίζουν το πολιτικό παιχνίδι και δεν αφήνουν χαμένες τις ευκαιρίες. Το, παντοτινό και μόνιμο, δίλημμα των κυβερνώντων είναι η ισχυροποίηση των δεσμών τους με τα πραγματικά κέντρα εξουσίας και η διαφύλαξη του πολιτικού τους μέλλοντος. Αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Και όσο το προσπαθεί άτσαλα «τρώει πόρτα»… Αντιλαμβάνεται ακόμα ότι ούτε με την συνδρομή των ΑΝΕΛ μπορεί να εξασφαλίσει μονιμότητα. Αυτό απαιτεί άνοιγμα προς το χώρο της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, τους «μοναδικούς συμμάχους» που λέει και ο Ν. Φίλης. Άνοιγμα με αντίκρισμα την αξιοποίηση των δικών της σχέσεων με κέντρα εξουσίας, οικοδομημένα από το παρελθόν. Η αποτελεσματικότητα του ανοίγματος, όμως, προς την παραδοσιακή κεντροαριστερά απαιτεί παράλληλα, όχι μόνο παραχώρηση πραγματικών εξουσιών, αλλά και πιστοποίηση ότι ο «προσφέρων» μηχανισμός παραμένει μέσα στο παιχνίδι. Το τελευταίο αμφισβητείται μπροστά στη μεγάλης έκτασης κυβερνητική φθορά. Και από εκεί ξεκινούν οι αμφιβολίες και οι διχογνωμίες.
Κατά συνέπεια, οι υψηλοί τόνοι αντιπαράθεσης ΣΥΡΙΖΑ και δικαστικών ξεδιπλώνονται παράλληλα με την προσπάθεια κατευνασμού των «ακροτήτων» και αποτελούν στοιχεία και δοκιμές σχεδιασμών για την επόμενη μέρα.
Ο Κ. Μητσοτάκη γνωρίζει ότι η κυβερνητική φθορά είναι σημαντική. Γνωρίζει ακόμα ότι δεν έχει καταφέρει να την εισπράξει και, το κυριότερο, ότι σε αυτή τη μάχη η Ν.Δ. βρίσκεται χωρίς συμμάχους. Γνωρίζει ότι οι «καλές επιδόσεις» του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους δανειστές και την αγορά της στερεί τη δυνατότητα για αποτελεσματικές αντιπολιτευτικές κορώνες. Στρέφει τη προσοχή της στην καταγγελία της κυβερνητικής διαφθοράς, της διαπλοκής της με οικονομικά συμφέροντα και των κινδύνων κατά της δημοκρατίας από μια αμετανόητη «αριστερή κυβέρνηση».
Η προσεγμένη ακροδεξιά ρητορική της Ν.Δ. εμφανίζεται εκσυγχρονισμένη. Κρατά αποστάσεις από την αντίστοιχη των Σαμαρά-Λαζαρίδη-Φ. Κρανιδιώτη και στηρίζεται σε ισχυρές σχέσεις με ΜΜΕ και δυναμικά κέντρα εξουσίας. Ο έλεγχος μερίδας ΜΜΕ από «νέους επιχειρηματίες» απαλύνει τις πρόσφατες εμβληματικές απώλειες. Και η χρησιμοποίηση ερεισμάτων σε θεσμικά κέντρα εξουσίας, όπως η Ένωση Δικαστών, δίνει στην αντιπολιτευτική κριτική της Ν.Δ. νομιμότητα και κύρος.
Η συστημική πολιτική αντιπαράθεση υποχωρεί όλο και πιο πολύ στα χαρακτηριστικά του νεο-αποικιακού της χαρακτήρα. Για τα μεγάλα θέματα αποφασίζουν οι πραγματικά κυρίαρχοι σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον. Για την εκπροσώπηση των κυρίαρχων ερίζουν οι τοπικοί «φύλαρχοι» με όρους που θυμίζουν όλο και πιο πολύ… ζούγκλα.
Πηγή: e-dromos.gr
Νίκος Ταυρής: Σχετικά με τον Συντάκτη
Τα κρυφά χαρτιά της φραστικής σύγκρουσης κυβέρνησης-δικαστών
Ο πρωθυπουργός από τη Λαμία, με αφορμή τη σύσκεψη για την παραγωγική ανασυγκρότηση, εξήγγειλε «ήσυχο καλοκαίρι». Παράταιρη δήλωση, παρά το «θρίαμβο» της εξόδου στις αγορές, αν κανείς σκεφτεί την παραγωγική καθίζηση της χώρας. Παράταιρο αν κανείς συνυπολογίσει ότι το όριο της κυβερνητικής θριαμβολογίας είναι τα 6,7 δισ. ευρώ που θα κλιθούν να πληρώσουν οι πολίτες για φόρους τους επόμενους μήνες και η έναρξη του τρίτου γύρου αξιολόγησης και οι νέες οδυνηρές απαιτήσεις των δανειστών που θα ξεκινήσουν τον ερχόμενο Σεπτέμβρη.
Το κλίμα αυτό, δηλαδή η μεγάλη πολιτική ρευστότητα και η αναζήτηση οδών διαφυγής, αποτυπώνεται πιο ουσιαστικά και αποκαλυπτικά στην έντονη φραστική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και δικαστών.
Οι αφορμές της αντιπαράθεσης είναι λίγο πολύ γνωστές. Το βέβαιο είναι ότι ούτε οι δηλώσεις Πολάκη, ούτε η «επίθεση» κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ κατά της δικαστικής απόφασης για την Ηριάννα θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την εμπλοκή του Μαξίμου, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, του πρόεδρου του ΣτΕ, ακόμα και του προέδρου της Δημοκρατίας σε μια αντιπαράθεση με θέμα τον «κίνδυνο συνταγματικής εκτροπής» από την κυβέρνηση. Και μάλιστα, τη στιγμή που διεθνείς και εσωτερικοί δυναμικοί παράγοντες της αγοράς επιχαίρουν για την προσαρμογή ΣΥΡΙΖΑ και την επιστροφή στην κανονικότητα των αγορών και των νόμων τους.
Τι συμβαίνει λοιπόν;
Αναλώσιμοι κυβερνήτες αναζητούν εγγυήσεις
Το κυβερνητικό επιτελείο γνωρίζει ότι είναι αναλώσιμο. Γνωρίζει ότι οι κατά παραγγελία «επιτυχίες» του δεν το αναβαθμίζουν από προσωρινό σε μόνιμο διαχειριστή των εξελίξεων στη χώρα. Η μόνιμη διαχείριση απαιτεί την εξασφάλιση ισχυρών δεσμών και ελέγχου των ισχυρών κέντρων εξουσίας, θεσμικών και οικονομικών. Η διακυβέρνηση της χώρας χωρίς αυτό τον έλεγχο είναι τυπική. Και ο ΣΥΡΙΖΑ αισθάνθηκε από τα πρώτα του βήματα «καυτή» την ανάσα αυτών των κέντρων. Η μετάλλαξη και πειθάρχησή του δεν άλλαξε την εικόνα. Η τροποποίηση των συσχετισμών σε αυτό το επίπεδο απαιτεί χρόνο και χρήμα. Κάτι που δεν υπάρχει, όπως στο παρελθόν, γεγονός που καθιστά το έργο πολλαπλά δύσκολο.
Η επίγνωση της δυσκολίας σε συνδυασμό με το «φόβο» μελλοντικών διώξεων, όταν ο χρόνος της προσωρινής διαχείρισης τελειώσει, αναγκάζει ορισμένους κυβερνητικούς παράγοντες να γίνονται νευρικοί και απρόσεκτοι. Οι πιο έμπειροι των πραγματικών εξουσιών γνωρίζουν το πολιτικό παιχνίδι και δεν αφήνουν χαμένες τις ευκαιρίες. Το, παντοτινό και μόνιμο, δίλημμα των κυβερνώντων είναι η ισχυροποίηση των δεσμών τους με τα πραγματικά κέντρα εξουσίας και η διαφύλαξη του πολιτικού τους μέλλοντος. Αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Και όσο το προσπαθεί άτσαλα «τρώει πόρτα»… Αντιλαμβάνεται ακόμα ότι ούτε με την συνδρομή των ΑΝΕΛ μπορεί να εξασφαλίσει μονιμότητα. Αυτό απαιτεί άνοιγμα προς το χώρο της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, τους «μοναδικούς συμμάχους» που λέει και ο Ν. Φίλης. Άνοιγμα με αντίκρισμα την αξιοποίηση των δικών της σχέσεων με κέντρα εξουσίας, οικοδομημένα από το παρελθόν. Η αποτελεσματικότητα του ανοίγματος, όμως, προς την παραδοσιακή κεντροαριστερά απαιτεί παράλληλα, όχι μόνο παραχώρηση πραγματικών εξουσιών, αλλά και πιστοποίηση ότι ο «προσφέρων» μηχανισμός παραμένει μέσα στο παιχνίδι. Το τελευταίο αμφισβητείται μπροστά στη μεγάλης έκτασης κυβερνητική φθορά. Και από εκεί ξεκινούν οι αμφιβολίες και οι διχογνωμίες.
Κατά συνέπεια, οι υψηλοί τόνοι αντιπαράθεσης ΣΥΡΙΖΑ και δικαστικών ξεδιπλώνονται παράλληλα με την προσπάθεια κατευνασμού των «ακροτήτων» και αποτελούν στοιχεία και δοκιμές σχεδιασμών για την επόμενη μέρα.
Η δεξιά δεν αρκείται στη λογική του ώριμου φρούτου
Ο Κ. Μητσοτάκη γνωρίζει ότι η κυβερνητική φθορά είναι σημαντική. Γνωρίζει ακόμα ότι δεν έχει καταφέρει να την εισπράξει και, το κυριότερο, ότι σε αυτή τη μάχη η Ν.Δ. βρίσκεται χωρίς συμμάχους. Γνωρίζει ότι οι «καλές επιδόσεις» του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους δανειστές και την αγορά της στερεί τη δυνατότητα για αποτελεσματικές αντιπολιτευτικές κορώνες. Στρέφει τη προσοχή της στην καταγγελία της κυβερνητικής διαφθοράς, της διαπλοκής της με οικονομικά συμφέροντα και των κινδύνων κατά της δημοκρατίας από μια αμετανόητη «αριστερή κυβέρνηση».
Η προσεγμένη ακροδεξιά ρητορική της Ν.Δ. εμφανίζεται εκσυγχρονισμένη. Κρατά αποστάσεις από την αντίστοιχη των Σαμαρά-Λαζαρίδη-Φ. Κρανιδιώτη και στηρίζεται σε ισχυρές σχέσεις με ΜΜΕ και δυναμικά κέντρα εξουσίας. Ο έλεγχος μερίδας ΜΜΕ από «νέους επιχειρηματίες» απαλύνει τις πρόσφατες εμβληματικές απώλειες. Και η χρησιμοποίηση ερεισμάτων σε θεσμικά κέντρα εξουσίας, όπως η Ένωση Δικαστών, δίνει στην αντιπολιτευτική κριτική της Ν.Δ. νομιμότητα και κύρος.
Η συστημική πολιτική αντιπαράθεση υποχωρεί όλο και πιο πολύ στα χαρακτηριστικά του νεο-αποικιακού της χαρακτήρα. Για τα μεγάλα θέματα αποφασίζουν οι πραγματικά κυρίαρχοι σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον. Για την εκπροσώπηση των κυρίαρχων ερίζουν οι τοπικοί «φύλαρχοι» με όρους που θυμίζουν όλο και πιο πολύ… ζούγκλα.
Πηγή: e-dromos.gr
Νίκος Ταυρής: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου