Κατέ Καζάντη
Το πρόβλημα, στη συζήτηση που διεξάγεται σήμερα στα πορτοπαράθυρα της τηλοψίας, δεν βρίσκεται –ή, τουλάχιστον, δεν βρίσκεται μόνον- σ’ αυτήν καθαυτή την ιδεολογική χοντροκοπιά της θεωρίας των άκρων, που συνταυτίζει τον ναζισμό με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Βρίσκεται κυρίως στον τρόπο που διαχέεται εντός της κοινωνίας, όπως και στους όρους, ολωσδιόλου μη πολιτικούς, με τους οποίους διεξάγεται. Διότι, είναι ολοφάνερο: από την πλευρά της Δεξιάς, από την πλευρά δηλαδή εκείνων που ομνύουν στη συνταύτιση, η έκπτωση από τα πολιτικά επιχειρήματα στις θωπείες του θυμικού είναι προφανής. Και είναι τόση, ώστε η νέα αφήγηση προσομοιάζει πια με τη ναζιστική – ολοκληρωτική τέχνη η οποία, παραστατική και συγκινησιακή, απλοϊκή και αφελής, καταργεί όλες τις ενδιάμεσες, λεπτές ή όχι, αποχρώσεις, μένοντας αισθητηριακά στο ζωικό μέρος. Εκείνο το ανθρώπινο κομμάτι δηλαδή που νιώθει μόνο τα στοιχειώδη, αδυνατώντας να διανοηθεί.
Σε ό,τι αφορά την Ιστορία, λέει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, η κατανόησή της «είναι μια διαδικασία συγκινησιακής ταύτισης, που η πηγή της βρίσκεται στην αδράνεια της καρδιάς, στην ακηδεία». Εδώ, υπερβαίνοντας, και κοκκοποιώντας, τούτη τη βασική αρχή, χρησιμοποιούνται δημόσια ιδιωτικές μυθολογικές αφηγήσεις, τύπου μελό δεκαετίας ‘60 με αίμα, δάκρυα και σπαραγμό, χωρίς πολλές πολλές περιπλοκότητες. Περνάς έτσι το μήνυμα που θες και καθαρίζεις. Ο εργαλειακός τρόπος του χειρισμού της προσωπικής μελαγχολίας είναι εδώ. Όπως και η φασιστική αισθητική, που σ’ αυτήν στηρίζεται και αυτήν υπηρετεί και τώρα διαπερνά και το πεδίο της επιστήμης.
Η αφήγηση της Εύας Καϊλή, ευρωβουλεύτριας του ΠΑΣΟΚ (Δημοκρατική Παράταξη), που «κομμουνιστές εγκληματίες» σκότωσαν τον παππούλη της, όπως και το δημοσίευμα της εφημερίδας του κομιστή για τη Ζωή Λάσκαρη, που πάλι «εγκληματίες κομμουνιστές» σκότωσαν τον αξιωματικό πατέρα της, εντάσσονται και υπηρετούν την αισθητηριακή λογική της μυθοπλασίας που επικράτησε την ψυχροπολεμική περίοδο. Τα αλήστου μνήμης ηθικοπλαστικά – εθνικοπατριωτικά βιβλιαράκια, τα οποία κοσμούσαν τις σχολικές βιβλιοθήκες, επί Χούντας αλλά και αργότερα (π.χ. οι εκδόσεις της γνωστής παραεκκλησιαστικής οργάνωσης «ΣΩΤΗΡ»), έχουν πανομοιότυπο τρόπο γραφής και αναπαράγουν (σχεδόν) τα ίδια ιδεολογήματα. Κεντρικός άξονας κι εκεί κι εδώ, ο «εγκληματίας κομμουνιστής».
Το πολιτικό πρόβλημα, να ξαναγράφεται η Ιστορία αναλόγως του νικητή της εποχής, είναι σύμφυτο, βέβαια, με την γέννηση του γραπτού πολιτισμού. Το καινούργιο, στη σύγχρονη ιστορία μας, είναι η οπισθοδρόμηση στον τρόπο γραφής, όπου ο όρος «του καφενείου» προσβάλλει κατάφωρα την ομορφιά της προφορικότητας των διηγήσεων ηλικιωμένων ή μη θαμώνων. Και ταυτόχρονα η κατρακύλα που πιστοποιεί αυτή η οπισθοδρόμηση. Και της παραδοσιακής δεξιάς αλλά κυρίως του αθύρματός της, του πολιτικού εκείνου σχηματισμού που αυτοαποκαλείται Κεντροδεξιά.
Πηγή: artinews.gr
Κατέ Καζάντη: Σχετικά με τον Συντάκτη
Το πρόβλημα, στη συζήτηση που διεξάγεται σήμερα στα πορτοπαράθυρα της τηλοψίας, δεν βρίσκεται –ή, τουλάχιστον, δεν βρίσκεται μόνον- σ’ αυτήν καθαυτή την ιδεολογική χοντροκοπιά της θεωρίας των άκρων, που συνταυτίζει τον ναζισμό με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Βρίσκεται κυρίως στον τρόπο που διαχέεται εντός της κοινωνίας, όπως και στους όρους, ολωσδιόλου μη πολιτικούς, με τους οποίους διεξάγεται. Διότι, είναι ολοφάνερο: από την πλευρά της Δεξιάς, από την πλευρά δηλαδή εκείνων που ομνύουν στη συνταύτιση, η έκπτωση από τα πολιτικά επιχειρήματα στις θωπείες του θυμικού είναι προφανής. Και είναι τόση, ώστε η νέα αφήγηση προσομοιάζει πια με τη ναζιστική – ολοκληρωτική τέχνη η οποία, παραστατική και συγκινησιακή, απλοϊκή και αφελής, καταργεί όλες τις ενδιάμεσες, λεπτές ή όχι, αποχρώσεις, μένοντας αισθητηριακά στο ζωικό μέρος. Εκείνο το ανθρώπινο κομμάτι δηλαδή που νιώθει μόνο τα στοιχειώδη, αδυνατώντας να διανοηθεί.
Σε ό,τι αφορά την Ιστορία, λέει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, η κατανόησή της «είναι μια διαδικασία συγκινησιακής ταύτισης, που η πηγή της βρίσκεται στην αδράνεια της καρδιάς, στην ακηδεία». Εδώ, υπερβαίνοντας, και κοκκοποιώντας, τούτη τη βασική αρχή, χρησιμοποιούνται δημόσια ιδιωτικές μυθολογικές αφηγήσεις, τύπου μελό δεκαετίας ‘60 με αίμα, δάκρυα και σπαραγμό, χωρίς πολλές πολλές περιπλοκότητες. Περνάς έτσι το μήνυμα που θες και καθαρίζεις. Ο εργαλειακός τρόπος του χειρισμού της προσωπικής μελαγχολίας είναι εδώ. Όπως και η φασιστική αισθητική, που σ’ αυτήν στηρίζεται και αυτήν υπηρετεί και τώρα διαπερνά και το πεδίο της επιστήμης.
Η αφήγηση της Εύας Καϊλή, ευρωβουλεύτριας του ΠΑΣΟΚ (Δημοκρατική Παράταξη), που «κομμουνιστές εγκληματίες» σκότωσαν τον παππούλη της, όπως και το δημοσίευμα της εφημερίδας του κομιστή για τη Ζωή Λάσκαρη, που πάλι «εγκληματίες κομμουνιστές» σκότωσαν τον αξιωματικό πατέρα της, εντάσσονται και υπηρετούν την αισθητηριακή λογική της μυθοπλασίας που επικράτησε την ψυχροπολεμική περίοδο. Τα αλήστου μνήμης ηθικοπλαστικά – εθνικοπατριωτικά βιβλιαράκια, τα οποία κοσμούσαν τις σχολικές βιβλιοθήκες, επί Χούντας αλλά και αργότερα (π.χ. οι εκδόσεις της γνωστής παραεκκλησιαστικής οργάνωσης «ΣΩΤΗΡ»), έχουν πανομοιότυπο τρόπο γραφής και αναπαράγουν (σχεδόν) τα ίδια ιδεολογήματα. Κεντρικός άξονας κι εκεί κι εδώ, ο «εγκληματίας κομμουνιστής».
Το πολιτικό πρόβλημα, να ξαναγράφεται η Ιστορία αναλόγως του νικητή της εποχής, είναι σύμφυτο, βέβαια, με την γέννηση του γραπτού πολιτισμού. Το καινούργιο, στη σύγχρονη ιστορία μας, είναι η οπισθοδρόμηση στον τρόπο γραφής, όπου ο όρος «του καφενείου» προσβάλλει κατάφωρα την ομορφιά της προφορικότητας των διηγήσεων ηλικιωμένων ή μη θαμώνων. Και ταυτόχρονα η κατρακύλα που πιστοποιεί αυτή η οπισθοδρόμηση. Και της παραδοσιακής δεξιάς αλλά κυρίως του αθύρματός της, του πολιτικού εκείνου σχηματισμού που αυτοαποκαλείται Κεντροδεξιά.
Πηγή: artinews.gr
Κατέ Καζάντη: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου