Του Ρούντι Ρινάλντι
Ιστορικά, σε τρεις κρίσιμες περιόδους η κεντροαριστερή συνταγή αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για το εγχώριο πολιτικο-οικονομικό σύστημα και τους διεθνείς προστάτες του.
Η πρώτη σχετίζεται με τη δημιουργία της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Βασική επιδίωξη, η αντιμετώπιση και εξουδετέρωση της ανόδου της ΕΔΑ (αξιωματική αντιπολίτευση με 24% και 80 βουλευτές μόλις το 1958, εννέα χρόνια μετά τον εμφύλιο) και η απορρόφηση του ριζοσπαστισμού σε δικομματικά κανάλια. Η «πολιτική ουράς» που ακολούθησε η ΕΔΑ προς την Ε.Κ. προσέδωσε πόντους και αποτελεσματικότητα στο όλο εγχείρημα. Αυτή η «κεντροαριστεροποίηση» οδήγησε σε μεγάλη κρίση το αριστερό και λαϊκό κίνημα, κάνοντας ευκολότερη την επικράτηση της χούντας το 1967.
Δεύτερη περίπτωση, η διαδρομή του ΠΑΣΟΚ από το 1974 έως και την περίοδο Σημίτη. Το κόμμα του Α. Παπανδρέου χρησιμοποίησε αρχικά αριστερό λόγο για να προσεταιριστεί τον ριζοσπαστισμό που αναδύθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας. Στη συνέχεια, αναδείχθηκε ως η πιο αποτελεσματική αστική πολιτική δύναμη για τη διαχείριση του συστήματος και την προώθηση του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού.
Η τρίτη φορά σχετίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε περίοδο οξύτατης κρίσης του πολιτικού συστήματος, ανέλαβε να διεκπεραιώσει και να προωθήσει τις μνημονιακές πολιτικές, αδρανοποιώντας το λαϊκό κίνημα και αποσαθρώνοντας τον ριζοσπαστισμό των χρόνων 2010-2012. Με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο κυβερνητισμός και η κεντροαριστεροποίηση αποτέλεσαν μοχλό διαιώνισης των μνημονιακών συνταγών και παλινόρθωσης του πολιτικού συστήματος.
Δεν είναι εύκολο να υπολογίσει κανείς ποιες θα ήταν οι εξελίξεις χωρίς την κεντροαριστερή διαχείριση και τον αντίστοιχο προσανατολισμό της πολιτικής ζωής. Πώς, σε τι βαθμό και με ποιες εναλλακτικές θα τιθασεύονταν ο λαϊκός παράγοντας και πόσα προβλήματα και δυσκολότερους όρους θα αντιμετώπιζε η αστική πολιτική στην Ελλάδα.
Η κεντροαριστερή πολιτική είναι μια βασική συστημική πολιτική. Ο πυρήνας από τον οποίο εκκινεί η εκφώνηση και η εκτύλιξή της, είναι η παραμονή εντός του υπάρχοντος συστήματος και των προδιαγραφών του. Δηλαδή στην περίπτωσή μας, η παραμονή εντός του καθεστώτος εξάρτησης (θέση και συμμαχίες της χώρας, συμμετοχή σε ενώσεις και συνασπισμούς) και εντός των πλαισίων όχι μόνο του καπιταλισμού γενικώς, αλλά και της συγκεκριμένης κάθε φορά κυρίαρχης οικονομικής συνταγής.
Η βασική διαφορά αυτής της πολιτικής από εκείνη που ασκούν οι δεξιές και κεντροδεξιές δυνάμεις, είναι η επίκληση μιας κοινωνικής ευαισθησίας, υποστηρίζοντας έναν υποτίθεται δίκαιο, λογικό, ευαίσθητο καπιταλισμό που μέσα από μεταρρυθμίσεις και αναδιανομή θα μετριάσει τις ανισότητες και τις αδικίες. Το μίγμα «δημοκρατίας και αγοράς» στον κεντροαριστερό λόγο δεν παρουσιάζει τα ακραία χαρακτηριστικά που έχει η ρητορική περί ανταγωνιστικής κοινωνίας και ατομικού ωφελιμισμού, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις τύπου Θάτσερ ή Ρήγκαν.
Στην Ελλάδα, δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί η αποτελεσματικότητα της κεντροαριστερής πολιτικής έναντι της δεξιάς. Οι τραγικές περιπέτειες και η ιστορία του τόπου, η ύπαρξη μιας πολύ μεγάλης «δεξαμενής» πολιτών δημοκρατικών και αριστερών παραδόσεων, η άμεση διασύνδεση των ελίτ με ξένα συμφέροντα, σκιαγραφούν μερικούς από τους λόγους.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο άξονας της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα έχει πιο κεντροαριστερό πρόσημο, δηλαδή κυριαρχείται από λόγο και επιχειρήματα που βρίσκονται πιο κοντά στην κεντροαριστερή αντίληψη. Αυτό σημαίνει πως μια αντιδεξιά, αντινεοφιλελεύθερη ρητορική είναι αναγκαία για την ύπαρξη ενός πυλώνα που θα διαχειρίζεται την κρατική μηχανή και εξουσία. Η κεντροαριστεροποίηση [οικονομικός νεοφιλελευθερισμός + κοινωνική ευαισθησία βιτρίνας+ γενικευμένο ψέμα] αποτελεί βασική συνιστώσα του πολιτικού συστήματος και των εξελίξεων στη χώρα. Έτσι, οι εξελίξεις διευκολύνονται και προωθούνται σε συστημική τροχιά κυρίως με κεντροαριστερές φόρμουλες, και όχι με ανοικτά κεντροδεξιές-ακροδεξιές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε το σύστημα από τεράστιους κινδύνους, προωθώντας ρυθμίσεις που άλλοι δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν.
Διεθνώς, όλες οι κεντροαριστερές δυνάμεις είναι ισχυροί υποστηρικτές του μπλοκ της παγκοσμιοποίησης. Είναι οι κυριότεροι εκφραστές της παγκοσμιοποίησης και έχουν εγκολπωθεί και χειραγωγήσει τον «δικαιωματισμό» και μεγάλο μέρος του εθελοντισμού. Πρωτοστατούν στον αγώνα ενάντια στον «εθνολαϊκισμό» και επιχειρηματολογούν για την ανάγκη παραχώρησης κυριαρχίας από τις χώρες στους υπερεθνικούς οργανισμούς, ενώ αναγνωρίζουν τις «αγορές» ως βασικά υποκείμενα της σύγχρονης ζωής.
Οι κεντροαριστερές πολιτικές δεν είναι άφθαρτες. Το αποδεικνύει το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ που από το 44% ξέπεσε στο 5%. Αυτός είναι ίσως και ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έχοντας εισέλθει ήδη σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο (μέχρι το 2019 θα διεξαχθούν εθνικές, αυτοδιοικητικές εκλογές και ευρωεκλογές) με συγκεκριμένες μνημονιακές υποχρεώσεις (τρίτη αξιολόγηση κλπ), ο πολιτικός χάρτης θα αλλάξει, μαζί και ο πολιτικός συσχετισμός στη χώρα.
Η γενικότερη ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς, οι εξελίξεις στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, οι κινήσεις Λαλιώτη, δείχνουν ότι αρκετοί κατανοούν την σημασία μιας κεντροαριστερής διαχείρισης, αλλά έχουν πολύ φθαρμένο προσωπικό για να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες προς όφελός τους.
Ο Αλ. Τσίπρας θα παίξει αυτό το χαρτί, με στόχο την διατήρηση ενός ικανοποιητικού ποσοστού που θα του επιτρέπει να κάνει «παιχνίδι» μετεκλογικά, έχοντας περιθώρια συνεργασιών και συμμαχιών. Έτσι, το ερώτημα δεν είναι τώρα ακριβώς «πόσο ΠΑΣΟΚ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ», ούτε «πόσα ΠΑΣΟΚ υπάρχουν στη χώρα». Είναι κυρίως πόσο πειστικός θα είναι ο κεντροαριστερός λόγος για τον εγκλωβισμό κόσμου απέναντι στην «λαίλαπα Μητσοτάκη». Ο νέος συσχετισμός που θα προκύψει, θα σημαδέψει και τις επόμενες κινήσεις της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Θα συνδράμει σε μια κυβέρνηση με την Ν.Δ.; Θα προτιμήσει νέα προσφυγή στις κάλπες; Κι αν υπάρξουν πιέσεις για σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής ενότητας»;
Το ξαναμοίρασμα της τράπουλας δεν θα είναι απλή υπόθεση, ούτε θα εξαρτηθεί από τις ικανότητες των επιτελείων ή των διαφημιστικών εταιρειών. Θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις πιέσεις της πραγματικότητας, από τα μέτρα και τις ρυθμίσεις που πρέπει ακόμα να περάσουν, από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις ενδοευρωπαϊκές διενέξεις. Αλλά και από τις ρητές ή άρρητες μορφές αντίστασης που θα εμφανιστούν. Ίσως και από την εκλογική συμπεριφορά της τελευταίας στιγμής, αφού το πόσοι θα πάνε στις κάλπες και τι θα κάνουν δεν είναι τόσο προκαθορισμένο.
Ο διαχωρισμός σε πολιτικό επίπεδο από την κεντροαριστερή αντίληψη και η συστηματική αποκάλυψή της, αποτελεί κομβικό σημείο για την αντιστροφή της ατμόσφαιρας καθήλωσης που έχει επικρατήσει στον λαϊκό παράγοντα. Η «αποσυριζοποίηση» είναι ένας όρος αναγκαίος αλλά όχι αρκετός. Καμιά φορά μάλιστα, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η γενικευμένη και ηχηρή «καταγγελιολογία» και τα δραματικά αναθέματα για την «προδοσία Τσίπρα» φανερώνουν το αντίθετο από αυτό που διακηρύσσουν, δείχνουν αυταπάτες που δεν έχουν ξεπεραστεί. Ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από προτάσεις στα καίρια ζητήματα. Μια ειδική πολιτική αντιμετώπισης του κεντροαριστερού λόγου και άξονα, της μεγάλης εξαπάτησης που επιχειρούν, είναι απαραίτητη για όσους επιδιώκουν την αντιστροφή της σημερινής κατάστασης.
Πηγή: e-dromos.gr
Ρούντι Ρινάλντι: Σχετικά με τον Συντάκτη
Ο ρόλος και η σημασία του στην ελληνική πολιτική ζωή
Ιστορικά, σε τρεις κρίσιμες περιόδους η κεντροαριστερή συνταγή αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για το εγχώριο πολιτικο-οικονομικό σύστημα και τους διεθνείς προστάτες του.
Η πρώτη σχετίζεται με τη δημιουργία της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Βασική επιδίωξη, η αντιμετώπιση και εξουδετέρωση της ανόδου της ΕΔΑ (αξιωματική αντιπολίτευση με 24% και 80 βουλευτές μόλις το 1958, εννέα χρόνια μετά τον εμφύλιο) και η απορρόφηση του ριζοσπαστισμού σε δικομματικά κανάλια. Η «πολιτική ουράς» που ακολούθησε η ΕΔΑ προς την Ε.Κ. προσέδωσε πόντους και αποτελεσματικότητα στο όλο εγχείρημα. Αυτή η «κεντροαριστεροποίηση» οδήγησε σε μεγάλη κρίση το αριστερό και λαϊκό κίνημα, κάνοντας ευκολότερη την επικράτηση της χούντας το 1967.
Δεύτερη περίπτωση, η διαδρομή του ΠΑΣΟΚ από το 1974 έως και την περίοδο Σημίτη. Το κόμμα του Α. Παπανδρέου χρησιμοποίησε αρχικά αριστερό λόγο για να προσεταιριστεί τον ριζοσπαστισμό που αναδύθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας. Στη συνέχεια, αναδείχθηκε ως η πιο αποτελεσματική αστική πολιτική δύναμη για τη διαχείριση του συστήματος και την προώθηση του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού.
Η τρίτη φορά σχετίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε περίοδο οξύτατης κρίσης του πολιτικού συστήματος, ανέλαβε να διεκπεραιώσει και να προωθήσει τις μνημονιακές πολιτικές, αδρανοποιώντας το λαϊκό κίνημα και αποσαθρώνοντας τον ριζοσπαστισμό των χρόνων 2010-2012. Με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο κυβερνητισμός και η κεντροαριστεροποίηση αποτέλεσαν μοχλό διαιώνισης των μνημονιακών συνταγών και παλινόρθωσης του πολιτικού συστήματος.
Δεν είναι εύκολο να υπολογίσει κανείς ποιες θα ήταν οι εξελίξεις χωρίς την κεντροαριστερή διαχείριση και τον αντίστοιχο προσανατολισμό της πολιτικής ζωής. Πώς, σε τι βαθμό και με ποιες εναλλακτικές θα τιθασεύονταν ο λαϊκός παράγοντας και πόσα προβλήματα και δυσκολότερους όρους θα αντιμετώπιζε η αστική πολιτική στην Ελλάδα.
Η βασική συνιστώσα
Η κεντροαριστερή πολιτική είναι μια βασική συστημική πολιτική. Ο πυρήνας από τον οποίο εκκινεί η εκφώνηση και η εκτύλιξή της, είναι η παραμονή εντός του υπάρχοντος συστήματος και των προδιαγραφών του. Δηλαδή στην περίπτωσή μας, η παραμονή εντός του καθεστώτος εξάρτησης (θέση και συμμαχίες της χώρας, συμμετοχή σε ενώσεις και συνασπισμούς) και εντός των πλαισίων όχι μόνο του καπιταλισμού γενικώς, αλλά και της συγκεκριμένης κάθε φορά κυρίαρχης οικονομικής συνταγής.
Η βασική διαφορά αυτής της πολιτικής από εκείνη που ασκούν οι δεξιές και κεντροδεξιές δυνάμεις, είναι η επίκληση μιας κοινωνικής ευαισθησίας, υποστηρίζοντας έναν υποτίθεται δίκαιο, λογικό, ευαίσθητο καπιταλισμό που μέσα από μεταρρυθμίσεις και αναδιανομή θα μετριάσει τις ανισότητες και τις αδικίες. Το μίγμα «δημοκρατίας και αγοράς» στον κεντροαριστερό λόγο δεν παρουσιάζει τα ακραία χαρακτηριστικά που έχει η ρητορική περί ανταγωνιστικής κοινωνίας και ατομικού ωφελιμισμού, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις τύπου Θάτσερ ή Ρήγκαν.
Στην Ελλάδα, δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί η αποτελεσματικότητα της κεντροαριστερής πολιτικής έναντι της δεξιάς. Οι τραγικές περιπέτειες και η ιστορία του τόπου, η ύπαρξη μιας πολύ μεγάλης «δεξαμενής» πολιτών δημοκρατικών και αριστερών παραδόσεων, η άμεση διασύνδεση των ελίτ με ξένα συμφέροντα, σκιαγραφούν μερικούς από τους λόγους.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο άξονας της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα έχει πιο κεντροαριστερό πρόσημο, δηλαδή κυριαρχείται από λόγο και επιχειρήματα που βρίσκονται πιο κοντά στην κεντροαριστερή αντίληψη. Αυτό σημαίνει πως μια αντιδεξιά, αντινεοφιλελεύθερη ρητορική είναι αναγκαία για την ύπαρξη ενός πυλώνα που θα διαχειρίζεται την κρατική μηχανή και εξουσία. Η κεντροαριστεροποίηση [οικονομικός νεοφιλελευθερισμός + κοινωνική ευαισθησία βιτρίνας+ γενικευμένο ψέμα] αποτελεί βασική συνιστώσα του πολιτικού συστήματος και των εξελίξεων στη χώρα. Έτσι, οι εξελίξεις διευκολύνονται και προωθούνται σε συστημική τροχιά κυρίως με κεντροαριστερές φόρμουλες, και όχι με ανοικτά κεντροδεξιές-ακροδεξιές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε το σύστημα από τεράστιους κινδύνους, προωθώντας ρυθμίσεις που άλλοι δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν.
Διεθνώς, όλες οι κεντροαριστερές δυνάμεις είναι ισχυροί υποστηρικτές του μπλοκ της παγκοσμιοποίησης. Είναι οι κυριότεροι εκφραστές της παγκοσμιοποίησης και έχουν εγκολπωθεί και χειραγωγήσει τον «δικαιωματισμό» και μεγάλο μέρος του εθελοντισμού. Πρωτοστατούν στον αγώνα ενάντια στον «εθνολαϊκισμό» και επιχειρηματολογούν για την ανάγκη παραχώρησης κυριαρχίας από τις χώρες στους υπερεθνικούς οργανισμούς, ενώ αναγνωρίζουν τις «αγορές» ως βασικά υποκείμενα της σύγχρονης ζωής.
Το επικείμενο ξαναμοίρασμα
Οι κεντροαριστερές πολιτικές δεν είναι άφθαρτες. Το αποδεικνύει το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ που από το 44% ξέπεσε στο 5%. Αυτός είναι ίσως και ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έχοντας εισέλθει ήδη σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο (μέχρι το 2019 θα διεξαχθούν εθνικές, αυτοδιοικητικές εκλογές και ευρωεκλογές) με συγκεκριμένες μνημονιακές υποχρεώσεις (τρίτη αξιολόγηση κλπ), ο πολιτικός χάρτης θα αλλάξει, μαζί και ο πολιτικός συσχετισμός στη χώρα.
Η γενικότερη ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς, οι εξελίξεις στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, οι κινήσεις Λαλιώτη, δείχνουν ότι αρκετοί κατανοούν την σημασία μιας κεντροαριστερής διαχείρισης, αλλά έχουν πολύ φθαρμένο προσωπικό για να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες προς όφελός τους.
Ο Αλ. Τσίπρας θα παίξει αυτό το χαρτί, με στόχο την διατήρηση ενός ικανοποιητικού ποσοστού που θα του επιτρέπει να κάνει «παιχνίδι» μετεκλογικά, έχοντας περιθώρια συνεργασιών και συμμαχιών. Έτσι, το ερώτημα δεν είναι τώρα ακριβώς «πόσο ΠΑΣΟΚ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ», ούτε «πόσα ΠΑΣΟΚ υπάρχουν στη χώρα». Είναι κυρίως πόσο πειστικός θα είναι ο κεντροαριστερός λόγος για τον εγκλωβισμό κόσμου απέναντι στην «λαίλαπα Μητσοτάκη». Ο νέος συσχετισμός που θα προκύψει, θα σημαδέψει και τις επόμενες κινήσεις της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Θα συνδράμει σε μια κυβέρνηση με την Ν.Δ.; Θα προτιμήσει νέα προσφυγή στις κάλπες; Κι αν υπάρξουν πιέσεις για σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής ενότητας»;
Το ξαναμοίρασμα της τράπουλας δεν θα είναι απλή υπόθεση, ούτε θα εξαρτηθεί από τις ικανότητες των επιτελείων ή των διαφημιστικών εταιρειών. Θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις πιέσεις της πραγματικότητας, από τα μέτρα και τις ρυθμίσεις που πρέπει ακόμα να περάσουν, από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις ενδοευρωπαϊκές διενέξεις. Αλλά και από τις ρητές ή άρρητες μορφές αντίστασης που θα εμφανιστούν. Ίσως και από την εκλογική συμπεριφορά της τελευταίας στιγμής, αφού το πόσοι θα πάνε στις κάλπες και τι θα κάνουν δεν είναι τόσο προκαθορισμένο.
Απαραίτητοι διαχωρισμοί
Ο διαχωρισμός σε πολιτικό επίπεδο από την κεντροαριστερή αντίληψη και η συστηματική αποκάλυψή της, αποτελεί κομβικό σημείο για την αντιστροφή της ατμόσφαιρας καθήλωσης που έχει επικρατήσει στον λαϊκό παράγοντα. Η «αποσυριζοποίηση» είναι ένας όρος αναγκαίος αλλά όχι αρκετός. Καμιά φορά μάλιστα, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η γενικευμένη και ηχηρή «καταγγελιολογία» και τα δραματικά αναθέματα για την «προδοσία Τσίπρα» φανερώνουν το αντίθετο από αυτό που διακηρύσσουν, δείχνουν αυταπάτες που δεν έχουν ξεπεραστεί. Ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από προτάσεις στα καίρια ζητήματα. Μια ειδική πολιτική αντιμετώπισης του κεντροαριστερού λόγου και άξονα, της μεγάλης εξαπάτησης που επιχειρούν, είναι απαραίτητη για όσους επιδιώκουν την αντιστροφή της σημερινής κατάστασης.
Πηγή: e-dromos.gr
Ρούντι Ρινάλντι: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου