Του Καλλίνικου Νικολακόπουλου
Ο εθελόδουλος μνημονιακός διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας, έχει επανειλημμένα δικαιώσει τους δανειστές ενοχοποιώντας την Ελλάδα. Κατά την άποψή του, τα μνημόνια 1, 2 και 3, που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα την τελευταία επταετία από τους Ευρωπαίους ‘εταίρους’, δεν είναι υπεύθυνα για τη φοβερή και αέναη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας από το 2010 μέχρι και τώρα, ούτε για τη σημερινή μη ορατή στο άμεσο μέλλον σταθεροποίηση και ανάκαμψή της. Διατείνεται ότι τα επιβληθέντα μνημόνια και οι ακολουθούμενες μνημονιακές πολιτικές δεν ήταν ποτέ μέρος του προβλήματος, αλλά αποτελούν μέρος της λύσης του.
Με την ίδια συλλογιστική, επιμένει ότι η πολιτική που έχει συρρικνώσει την οικονομία ήταν ‘δυσάρεστη’, αλλά ‘απαραίτητη’ για τη θεραπεία των παθογενειών που είχαν συσσωρευθεί από τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά και από την ελληνική κοινωνία που επέμενε να συντηρεί με δανεικά ένα βιοτικό επίπεδο που ήταν υπέρτερο των δυνάμεών της. Ο ίδιος θεωρεί ότι για την ελληνική κρίση δεν είναι υπεύθυνες οι ελληνικές τράπεζες, γιατί δεν την πυροδότησαν, αλλά ευθύνεται το δημοσιονομικό αδιέξοδο που οδήγησε σε πτώση όλη την ελληνική οικονομία, πλήττοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις τράπεζες.
Η αυθαίρετη ερμηνεία του δημιουργεί με αφάνταστη ευκολία ενόχους και θύματα, που τιμωρούνται για ατασθαλίες στις οποίες δεν συμμετείχαν ποτέ και δεν γνώριζαν ούτε εξ αποστάσεως. Το 2013 ακόμη και ο τότε διευθυντής μελετών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Ολιβιέ Μπλανσάρ, απέδωσε σε γνωστή έκθεσή του τη βαθειά ύφεση της ελληνικής οικονομίας στην υποεκτίμηση των υφεσιακών επιπτώσεων από τα σκληρότατα μέτρα ακραίας λιτότητας των μνημονίων και όχι τόσο στην υπερχρέωσή της.
Τα αντίστοιχα μνημονιακά προγράμματα που εφαρμόσθηκαν στις Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο, δεν έφθασαν ποτέ την ακραία σκληρότητα, εκδικητικότητα και βιαιότητα των ελληνικών. Ενώ στην Ελλάδα οι επιβληθείσες περικοπές μισθών και συντάξεων άγγιξαν το 50%, σε αυτές τις χώρες δεν ξεπέρασαν το 10-15%. Η ελληνική ύφεση παραμένει μέχρι και τώρα βαθύτερη και η ανεργία η υψηλότερη στην ευρωζώνη κι αυτό δεν οφείλεται στο αρχικό ύψος του χρέους, αλλά στην αναποτελεσματικότατη κακοδιαχείρισή του από τα τρία μνημόνια και με την αδιαμφισβήτητη συνέργεια των ελληνικών κυβερνήσεων.
Μετά από υπερεπταετή εφαρμογή των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων στην Ελλάδα, το ελληνικό δημόσιο χρέος όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά αντίθετα διογκώθηκε περισσότερο, είτε ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) είτε και ως απόλυτο μέγεθος. Ταυτόχρονα, οι μνημονιακές περικοπές εισοδημάτων και δημόσιων δαπανών και οι φοροαφαιμάξεις, εξακολουθούν να απομυζούν τη ρευστότητα κίνησης στην ελληνική αγορά, με αναπόφευκτη συνέπεια την αέναα αυτοτροφοδοτούμενη κατάσταση της οικονομίας σε καθοδικό φαύλο κύκλο.
Η άποψη ότι δήθεν αιτία της ελληνικής ύφεσης είναι η άρνηση και καθυστέρηση υλοποίησης των ‘αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων’, αμφισβητείται ακόμη και από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση υλοποίησης των ‘διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων’ μεταξύ των 34 χωρών-μελών του. Βέβαια και ο ΟΟΣΑ και ο Στουρνάρας, παραλείπουν να αναφέρουν ότι η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων ‘μεταρρυθμίσεων’ σε υφεσιακό πλαίσιο θα μεγεθύνει και αυξήσει το υφεσιακό αποτέλεσμα και αυτό ερμηνεύει γιατί ενώ η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη στην εφαρμογή ‘μεταρρυθμίσεων’, παραμένει τελευταία στην οικονομική ανάκαμψη.
Η Ελλάδα είναι υπόλογη όχι για την μη πραγματοποίηση των ‘μεταρρυθμίσεων’, αλλά για την επιμονή της στην υλοποίησή τους σε έντονα υφεσιακό πλαίσιο με διαρκώς αρνητικά αποτελέσματα. Η μετατροπή του δημοσιονομικού ελλείμματος σε πλεόνασμα, στο χρονικό διάστημα της τελευταίας επταετίας, δεν οφείλεται στην αύξηση των δημοσίων εσόδων, παρά τις σαρωτικές φορολεηλασίες, αλλά στην άγρια περικοπή των δημόσιων δαπανών και ιδιαίτερα των κοινωνικών, είτε μισθών και συντάξεων του δημοσίου είτε δαπανών εκπαίδευσης και υγείας, που η περικοπή τους συνολικά υπερέβη το 30%. Οι κοινωνικές δαπάνες λειτουργούν παγκόσμια ως αυτόματοι σταθεροποιητικοί μηχανισμοί που η αύξησή τους περιορίζει την επέκταση της κρίσης και δεν ενοχοποιούνται, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, για τη δήθεν πρόκληση και μεγέθυνσή της.
Ο ισχυρισμός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ευθύνονται για την κρίση, ούτε την έχουν προκαλέσει και ούτε την οξύνουν, αλλά αποτελούν κι αυτές θύματά της, είναι τουλάχιστον αστείος γιατί το 45% περίπου του δημόσιου ελληνικού χρέους αποτελεί ευρωπαϊκό χρήμα που χρεώθηκε μεν στους έλληνες φορολογούμενους, αλλά τελικός αποδέκτης του ήταν οι τράπεζες. Αν στην Ελλάδα εφαρμοσθεί η αρχή του διαχωρισμού του τραπεζικού χρέους από το δημόσιο, όπως σε άλλες χώρες, τότε αυτό δεν θα ήταν περίπου 185% του ΑΕΠ, αλλά μόνο 95%. Αυτό το κρατικό χρήμα που ‘διασώζει’ τις τράπεζες αφαιρείται από την οικονομία, από την εποχή που υπουργός οικονομίας ήταν το 2009 ο Γιώργος Αλογοσκούφης, με διαδοχικές ‘ανακεφαλαιοποιήσεις’ συρρικνώνοντας την ήδη ανεπαρκή ρευστότητά της.
Στις τρείς ‘ανακεφαλαιοποήσεις’, που ακολούθησαν αυτή του 2009, εκτός του ευρωπαϊκού χρήματος που χρεώνεται στους έλληνες φορολογούμενους, συμμετέχει και ελληνικό χρήμα που προέρχεται είτε από το δημόσιο είτε από τους ιδιώτες για αγορά νέων μετοχών. Το τοποθετούμενο χρήμα στις νέες τραπεζικές μετοχές αφαιρείται από την ελληνική αγορά, επιφέροντας περαιτέρω συρρίκνωση στην ανεπαρκή ρευστότητα κίνησης της ελληνικής οικονομίας. Η προβληθείσα άποψη ότι οποιαδήποτε ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σταθεροποιεί την ελληνική οικονομία, είναι φαιδρή και αστεία γιατί οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν χορηγούν το προσφερθέν σε αυτούς χρήμα για χρηματοδότηση οικονομιών και επιχειρήσεων, με επιχείρημα τη δικαιολογία ότι βρίσκονται στα όρια της πτώχευσης.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σήμερα σε τροχιά χρεοκοπίας και αυτό οφείλεται στο ‘στέγνωμα’ της αγοράς, λόγω της διαρκούς διοχέτευσης της όποιας ρευστότητας προς τις τράπεζες. Η διαρκής αυτοτροφοδοτούμενη πτωτική πορεία, αποδεικνύει ότι οι τράπεζες είναι ο θύτης και όχι το θύμα της ελληνικής οικονομίας. Ενώ η ελληνική οικονομία πνέει τα λοίσθια, οι τράπεζες έχουν θωρακισμένους τους ισολογισμούς τους και με τις πρόσθετες εγγυήσεις του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Η σταθερότητα της οικονομίας δεν εξαρτάται από αυτή των τραπεζών, αλλά η σταθερότητα των τραπεζών εξαρτάται από τη σταθερότητα της οικονομίας και η συνέχιση της απομύζησής της ρευστότητας υπέρ των τραπεζών, θα προκαλέσει και τη δική τους δυσλειτουργία.
Η ελληνική ‘ιδιαιτερότητα’ δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά είναι μέρος της διεθνούς αστάθειας. Οι αιτίες της γενικής πτώσης οφείλονται άμεσα στις δυσοίωνες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής, που παρασύρει και τις υπόλοιπες εθνικές οικονομίες. Το ευρωπαϊκό αδιέξοδο προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις και σε μακρινές περιοχές της γης, όπως η Κίνα, η Βραζιλία κλπ.
Αρκετοί ευρωπαίοι ‘αναλυτές’ αποδίδουν τη διεθνή κρίση στη μεταδοτικότητα της ελληνικής κρίσης, θεωρώντας ότι αυτή πυροδοτεί την ευρωπαϊκή κρίση και κατ’ επέκταση την παγκόσμια. Περιοδικά αναζωπυρώνονται σενάρια αποβολής της Ελλάδας από την ευρωζώνη, για να επακολουθήσει σωρεία διαβεβαιώσεων ευρωπαίων ‘ιθυνόντων’ ότι δεν πρόκειται να συμβεί τέτοιο ενδεχόμενο με οποιοδήποτε τίμημα και δεν θα επιτρέψουν την αποβολή της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την κατάρρευσή της με οποιονδήποτε τρόπο. Παραμένει όμως αδιαμφισβήτητο γεγονός, η μη διαχειρισιμότητα και βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους και της ελληνικής οικονομίας, που διαρκώς επιδεινώνεται από τα μνημονιακά μέτρα, αντί να θεραπεύεται και σταθεροποιείται. Οι πραγματικές αιτίες της σωρευτικής αστάθειας στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται ουσιαστικά αλλά αγνοούνται, με συνέπεια το κόστος της ελληνικής ‘διάσωσης’ να αυξάνεται συνεχώς υπερβαίνοντας κάθε προηγούμενο.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος θεωρείται διεθνώς, ακόμη και ‘επίσημα’ από το ΔΝΤ, ως μη διαχειρίσιμο και βιώσιμο. Κανένα δημόσιο χρέος όμως δεν μπορεί να εξυπηρετείται, όταν το κόστος δανεισμού ξεπερνά τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας. Αν και το κόστος του ελληνικού δανεισμού έχει κατέλθει στα επίπεδα του 1,5-2%, αυτό δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με αρνητικούς και μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Αν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ένταξη της σε μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, όπως διατείνονται κυβερνητικοί ‘αξιωματούχοι’, φιλοδοξώντας να αντλήσει δανειακά χρήματα από τις διεθνείς ‘αγορές’, αυτό συνεπάγεται την εκτίναξη του κόστους δανεισμού σε τετραπλάσια και πενταπλάσια επίπεδα, γιατί με τα σημερινά δεδομένα το επιτόκιο του 2% θα αντικατασταθεί με επιτόκια 8% ή και 10% και το χρέος θα αποβεί ακόμη περισσότερο μη εξυπηρετήσιμο.
Ο μόνος τρόπος να μπορέσει αυτό να επιτευχθεί, είναι ο ρυθμός της ελληνικής ανάπτυξης να ανέλθει σε επίπεδα μεγαλύτερα του επιτοκίου του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, απορροφώντας μικρότερο μέρος του ΑΕΠ από ότι μέχρι τώρα. Η οποιαδήποτε ψευδεπίγραφη διακήρυξη για μελλοντική έξοδο από τα μνημόνια, εκ μέρους της τωρινής ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς την ευρωπαϊκή ‘στήριξη’ με την εξασφάλιση ‘προληπτικής πιστωτικής γραμμής’ έναντι των πιέσεων των χρηματαγορών, και ο κομπασμός για ‘ισχυρή οικονομία’, όταν αυτή βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης κινούμενη μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, είναι λόγια του αέρα για εύπεπτη κατανάλωση.
Η ευρωζώνη καλύπτει δήθεν ελληνικές αδυναμίες, για τις οποίες όμως ευθύνεται πολύ περισσότερο από την Ελλάδα, συνεχίζοντας να προτάσσει τη διαρκή ακραία λιτότητα και το στράγγισμα της ρευστότητας, με προσχηματική δογματική δικαιολογία τη ‘διαρθρωτική εξυγίανση’. Η ‘αλληλεγγύη’ στην Ελλάδα αποτελεί υπέρβαση των ευρωπαϊκών συνθηκών, που απαγορεύουν ρητά οποιαδήποτε παρόμοια αλληλεγγύη, με πρόσχημα το άθλιο γερμανικής έμπνευσης επιχείρημα ότι όποια αλληλεγγύη σε ‘ασθενή’ χώρα έχει αρνητικές συνέπειες, ενθαρρύνοντας τις ‘σπάταλες και αμαρτωλές’ συνήθειες.
Η ενεργοποίηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πρόσθετου προγράμματος ‘διάσωσης’ για την Ελλάδα, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει κανένα θρίαμβο των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά τουναντίον υποδηλώνει τη βαθύτατη αποτυχία τους, αφού τέτοιου είδους αποφάσεις έχουν καθαρά εξω-συμβατικά χαρακτηριστικά υπερβαίνοντας τις ιδρυτικές ευρωζωνικές συνθήκες με τη λήψη ‘ανορθόδοξων’ πρωτοβουλιών. Η ‘διάσωση’ της Ελλάδας με ‘εξω-συμβατικά’ μέσα, αποδεικνύει τον νοσηρό χαρακτήρα των ευρωζωνικών συνθηκών που επιβάλλουν τη μονόπλευρη ακραία λιτότητα, χωρίς αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, τη μαζική ανεργία και την κοινωνική αποσάθρωση ως ‘θεραπευτική αγωγή’, με υποθετική αιτιολόγηση την εξυγίανση και αναμόρφωσή τους. Ουσιαστική αιτία της ευρωπαϊκής κρίσης, είναι οι νοσογόνες και εμμονικές ευρωζωνικές δεσμευτικές συμφωνίες και η λαθεμένη ευρωπαϊκή συνταγή και όχι η επικαλούμενη ελληνική ‘αφροσύνη’.
Καλλίνικος Νικολακόπουλος: Σχετικά με τον συντάκτη
Ο εθελόδουλος μνημονιακός διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας, έχει επανειλημμένα δικαιώσει τους δανειστές ενοχοποιώντας την Ελλάδα. Κατά την άποψή του, τα μνημόνια 1, 2 και 3, που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα την τελευταία επταετία από τους Ευρωπαίους ‘εταίρους’, δεν είναι υπεύθυνα για τη φοβερή και αέναη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας από το 2010 μέχρι και τώρα, ούτε για τη σημερινή μη ορατή στο άμεσο μέλλον σταθεροποίηση και ανάκαμψή της. Διατείνεται ότι τα επιβληθέντα μνημόνια και οι ακολουθούμενες μνημονιακές πολιτικές δεν ήταν ποτέ μέρος του προβλήματος, αλλά αποτελούν μέρος της λύσης του.
Με την ίδια συλλογιστική, επιμένει ότι η πολιτική που έχει συρρικνώσει την οικονομία ήταν ‘δυσάρεστη’, αλλά ‘απαραίτητη’ για τη θεραπεία των παθογενειών που είχαν συσσωρευθεί από τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά και από την ελληνική κοινωνία που επέμενε να συντηρεί με δανεικά ένα βιοτικό επίπεδο που ήταν υπέρτερο των δυνάμεών της. Ο ίδιος θεωρεί ότι για την ελληνική κρίση δεν είναι υπεύθυνες οι ελληνικές τράπεζες, γιατί δεν την πυροδότησαν, αλλά ευθύνεται το δημοσιονομικό αδιέξοδο που οδήγησε σε πτώση όλη την ελληνική οικονομία, πλήττοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις τράπεζες.
Η αυθαίρετη ερμηνεία του δημιουργεί με αφάνταστη ευκολία ενόχους και θύματα, που τιμωρούνται για ατασθαλίες στις οποίες δεν συμμετείχαν ποτέ και δεν γνώριζαν ούτε εξ αποστάσεως. Το 2013 ακόμη και ο τότε διευθυντής μελετών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Ολιβιέ Μπλανσάρ, απέδωσε σε γνωστή έκθεσή του τη βαθειά ύφεση της ελληνικής οικονομίας στην υποεκτίμηση των υφεσιακών επιπτώσεων από τα σκληρότατα μέτρα ακραίας λιτότητας των μνημονίων και όχι τόσο στην υπερχρέωσή της.
Τα αντίστοιχα μνημονιακά προγράμματα που εφαρμόσθηκαν στις Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο, δεν έφθασαν ποτέ την ακραία σκληρότητα, εκδικητικότητα και βιαιότητα των ελληνικών. Ενώ στην Ελλάδα οι επιβληθείσες περικοπές μισθών και συντάξεων άγγιξαν το 50%, σε αυτές τις χώρες δεν ξεπέρασαν το 10-15%. Η ελληνική ύφεση παραμένει μέχρι και τώρα βαθύτερη και η ανεργία η υψηλότερη στην ευρωζώνη κι αυτό δεν οφείλεται στο αρχικό ύψος του χρέους, αλλά στην αναποτελεσματικότατη κακοδιαχείρισή του από τα τρία μνημόνια και με την αδιαμφισβήτητη συνέργεια των ελληνικών κυβερνήσεων.
Μετά από υπερεπταετή εφαρμογή των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων στην Ελλάδα, το ελληνικό δημόσιο χρέος όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά αντίθετα διογκώθηκε περισσότερο, είτε ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) είτε και ως απόλυτο μέγεθος. Ταυτόχρονα, οι μνημονιακές περικοπές εισοδημάτων και δημόσιων δαπανών και οι φοροαφαιμάξεις, εξακολουθούν να απομυζούν τη ρευστότητα κίνησης στην ελληνική αγορά, με αναπόφευκτη συνέπεια την αέναα αυτοτροφοδοτούμενη κατάσταση της οικονομίας σε καθοδικό φαύλο κύκλο.
Η άποψη ότι δήθεν αιτία της ελληνικής ύφεσης είναι η άρνηση και καθυστέρηση υλοποίησης των ‘αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων’, αμφισβητείται ακόμη και από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση υλοποίησης των ‘διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων’ μεταξύ των 34 χωρών-μελών του. Βέβαια και ο ΟΟΣΑ και ο Στουρνάρας, παραλείπουν να αναφέρουν ότι η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων ‘μεταρρυθμίσεων’ σε υφεσιακό πλαίσιο θα μεγεθύνει και αυξήσει το υφεσιακό αποτέλεσμα και αυτό ερμηνεύει γιατί ενώ η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη στην εφαρμογή ‘μεταρρυθμίσεων’, παραμένει τελευταία στην οικονομική ανάκαμψη.
Η Ελλάδα είναι υπόλογη όχι για την μη πραγματοποίηση των ‘μεταρρυθμίσεων’, αλλά για την επιμονή της στην υλοποίησή τους σε έντονα υφεσιακό πλαίσιο με διαρκώς αρνητικά αποτελέσματα. Η μετατροπή του δημοσιονομικού ελλείμματος σε πλεόνασμα, στο χρονικό διάστημα της τελευταίας επταετίας, δεν οφείλεται στην αύξηση των δημοσίων εσόδων, παρά τις σαρωτικές φορολεηλασίες, αλλά στην άγρια περικοπή των δημόσιων δαπανών και ιδιαίτερα των κοινωνικών, είτε μισθών και συντάξεων του δημοσίου είτε δαπανών εκπαίδευσης και υγείας, που η περικοπή τους συνολικά υπερέβη το 30%. Οι κοινωνικές δαπάνες λειτουργούν παγκόσμια ως αυτόματοι σταθεροποιητικοί μηχανισμοί που η αύξησή τους περιορίζει την επέκταση της κρίσης και δεν ενοχοποιούνται, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, για τη δήθεν πρόκληση και μεγέθυνσή της.
Ο ισχυρισμός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ευθύνονται για την κρίση, ούτε την έχουν προκαλέσει και ούτε την οξύνουν, αλλά αποτελούν κι αυτές θύματά της, είναι τουλάχιστον αστείος γιατί το 45% περίπου του δημόσιου ελληνικού χρέους αποτελεί ευρωπαϊκό χρήμα που χρεώθηκε μεν στους έλληνες φορολογούμενους, αλλά τελικός αποδέκτης του ήταν οι τράπεζες. Αν στην Ελλάδα εφαρμοσθεί η αρχή του διαχωρισμού του τραπεζικού χρέους από το δημόσιο, όπως σε άλλες χώρες, τότε αυτό δεν θα ήταν περίπου 185% του ΑΕΠ, αλλά μόνο 95%. Αυτό το κρατικό χρήμα που ‘διασώζει’ τις τράπεζες αφαιρείται από την οικονομία, από την εποχή που υπουργός οικονομίας ήταν το 2009 ο Γιώργος Αλογοσκούφης, με διαδοχικές ‘ανακεφαλαιοποιήσεις’ συρρικνώνοντας την ήδη ανεπαρκή ρευστότητά της.
Στις τρείς ‘ανακεφαλαιοποήσεις’, που ακολούθησαν αυτή του 2009, εκτός του ευρωπαϊκού χρήματος που χρεώνεται στους έλληνες φορολογούμενους, συμμετέχει και ελληνικό χρήμα που προέρχεται είτε από το δημόσιο είτε από τους ιδιώτες για αγορά νέων μετοχών. Το τοποθετούμενο χρήμα στις νέες τραπεζικές μετοχές αφαιρείται από την ελληνική αγορά, επιφέροντας περαιτέρω συρρίκνωση στην ανεπαρκή ρευστότητα κίνησης της ελληνικής οικονομίας. Η προβληθείσα άποψη ότι οποιαδήποτε ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σταθεροποιεί την ελληνική οικονομία, είναι φαιδρή και αστεία γιατί οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν χορηγούν το προσφερθέν σε αυτούς χρήμα για χρηματοδότηση οικονομιών και επιχειρήσεων, με επιχείρημα τη δικαιολογία ότι βρίσκονται στα όρια της πτώχευσης.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σήμερα σε τροχιά χρεοκοπίας και αυτό οφείλεται στο ‘στέγνωμα’ της αγοράς, λόγω της διαρκούς διοχέτευσης της όποιας ρευστότητας προς τις τράπεζες. Η διαρκής αυτοτροφοδοτούμενη πτωτική πορεία, αποδεικνύει ότι οι τράπεζες είναι ο θύτης και όχι το θύμα της ελληνικής οικονομίας. Ενώ η ελληνική οικονομία πνέει τα λοίσθια, οι τράπεζες έχουν θωρακισμένους τους ισολογισμούς τους και με τις πρόσθετες εγγυήσεις του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Η σταθερότητα της οικονομίας δεν εξαρτάται από αυτή των τραπεζών, αλλά η σταθερότητα των τραπεζών εξαρτάται από τη σταθερότητα της οικονομίας και η συνέχιση της απομύζησής της ρευστότητας υπέρ των τραπεζών, θα προκαλέσει και τη δική τους δυσλειτουργία.
Η ελληνική ‘ιδιαιτερότητα’ δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά είναι μέρος της διεθνούς αστάθειας. Οι αιτίες της γενικής πτώσης οφείλονται άμεσα στις δυσοίωνες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής, που παρασύρει και τις υπόλοιπες εθνικές οικονομίες. Το ευρωπαϊκό αδιέξοδο προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις και σε μακρινές περιοχές της γης, όπως η Κίνα, η Βραζιλία κλπ.
Αρκετοί ευρωπαίοι ‘αναλυτές’ αποδίδουν τη διεθνή κρίση στη μεταδοτικότητα της ελληνικής κρίσης, θεωρώντας ότι αυτή πυροδοτεί την ευρωπαϊκή κρίση και κατ’ επέκταση την παγκόσμια. Περιοδικά αναζωπυρώνονται σενάρια αποβολής της Ελλάδας από την ευρωζώνη, για να επακολουθήσει σωρεία διαβεβαιώσεων ευρωπαίων ‘ιθυνόντων’ ότι δεν πρόκειται να συμβεί τέτοιο ενδεχόμενο με οποιοδήποτε τίμημα και δεν θα επιτρέψουν την αποβολή της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την κατάρρευσή της με οποιονδήποτε τρόπο. Παραμένει όμως αδιαμφισβήτητο γεγονός, η μη διαχειρισιμότητα και βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους και της ελληνικής οικονομίας, που διαρκώς επιδεινώνεται από τα μνημονιακά μέτρα, αντί να θεραπεύεται και σταθεροποιείται. Οι πραγματικές αιτίες της σωρευτικής αστάθειας στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται ουσιαστικά αλλά αγνοούνται, με συνέπεια το κόστος της ελληνικής ‘διάσωσης’ να αυξάνεται συνεχώς υπερβαίνοντας κάθε προηγούμενο.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος θεωρείται διεθνώς, ακόμη και ‘επίσημα’ από το ΔΝΤ, ως μη διαχειρίσιμο και βιώσιμο. Κανένα δημόσιο χρέος όμως δεν μπορεί να εξυπηρετείται, όταν το κόστος δανεισμού ξεπερνά τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας. Αν και το κόστος του ελληνικού δανεισμού έχει κατέλθει στα επίπεδα του 1,5-2%, αυτό δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με αρνητικούς και μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Αν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ένταξη της σε μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, όπως διατείνονται κυβερνητικοί ‘αξιωματούχοι’, φιλοδοξώντας να αντλήσει δανειακά χρήματα από τις διεθνείς ‘αγορές’, αυτό συνεπάγεται την εκτίναξη του κόστους δανεισμού σε τετραπλάσια και πενταπλάσια επίπεδα, γιατί με τα σημερινά δεδομένα το επιτόκιο του 2% θα αντικατασταθεί με επιτόκια 8% ή και 10% και το χρέος θα αποβεί ακόμη περισσότερο μη εξυπηρετήσιμο.
Ο μόνος τρόπος να μπορέσει αυτό να επιτευχθεί, είναι ο ρυθμός της ελληνικής ανάπτυξης να ανέλθει σε επίπεδα μεγαλύτερα του επιτοκίου του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, απορροφώντας μικρότερο μέρος του ΑΕΠ από ότι μέχρι τώρα. Η οποιαδήποτε ψευδεπίγραφη διακήρυξη για μελλοντική έξοδο από τα μνημόνια, εκ μέρους της τωρινής ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς την ευρωπαϊκή ‘στήριξη’ με την εξασφάλιση ‘προληπτικής πιστωτικής γραμμής’ έναντι των πιέσεων των χρηματαγορών, και ο κομπασμός για ‘ισχυρή οικονομία’, όταν αυτή βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης κινούμενη μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, είναι λόγια του αέρα για εύπεπτη κατανάλωση.
Η ευρωζώνη καλύπτει δήθεν ελληνικές αδυναμίες, για τις οποίες όμως ευθύνεται πολύ περισσότερο από την Ελλάδα, συνεχίζοντας να προτάσσει τη διαρκή ακραία λιτότητα και το στράγγισμα της ρευστότητας, με προσχηματική δογματική δικαιολογία τη ‘διαρθρωτική εξυγίανση’. Η ‘αλληλεγγύη’ στην Ελλάδα αποτελεί υπέρβαση των ευρωπαϊκών συνθηκών, που απαγορεύουν ρητά οποιαδήποτε παρόμοια αλληλεγγύη, με πρόσχημα το άθλιο γερμανικής έμπνευσης επιχείρημα ότι όποια αλληλεγγύη σε ‘ασθενή’ χώρα έχει αρνητικές συνέπειες, ενθαρρύνοντας τις ‘σπάταλες και αμαρτωλές’ συνήθειες.
Η ενεργοποίηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πρόσθετου προγράμματος ‘διάσωσης’ για την Ελλάδα, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει κανένα θρίαμβο των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά τουναντίον υποδηλώνει τη βαθύτατη αποτυχία τους, αφού τέτοιου είδους αποφάσεις έχουν καθαρά εξω-συμβατικά χαρακτηριστικά υπερβαίνοντας τις ιδρυτικές ευρωζωνικές συνθήκες με τη λήψη ‘ανορθόδοξων’ πρωτοβουλιών. Η ‘διάσωση’ της Ελλάδας με ‘εξω-συμβατικά’ μέσα, αποδεικνύει τον νοσηρό χαρακτήρα των ευρωζωνικών συνθηκών που επιβάλλουν τη μονόπλευρη ακραία λιτότητα, χωρίς αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, τη μαζική ανεργία και την κοινωνική αποσάθρωση ως ‘θεραπευτική αγωγή’, με υποθετική αιτιολόγηση την εξυγίανση και αναμόρφωσή τους. Ουσιαστική αιτία της ευρωπαϊκής κρίσης, είναι οι νοσογόνες και εμμονικές ευρωζωνικές δεσμευτικές συμφωνίες και η λαθεμένη ευρωπαϊκή συνταγή και όχι η επικαλούμενη ελληνική ‘αφροσύνη’.
Καλλίνικος Νικολακόπουλος: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου