Του Καλλίνικου Νικολακόπουλου
Το τρίτο μνημονιακό πρόγραμμα, που επιβλήθηκε από τους ‘δανειστές’ με τη συναίνεση της προδοτικής ελληνικής κυβέρνησης, μεταθέτει στο μέλλον ότι θα έπρεπε να προηγείται, ανάγοντας τις συνέπειες ως αιτίες και υποβαθμίζοντας τις πραγματικές αιτίες της ελληνικής κρίσης και καταστροφής σε απλές συνέπειες. Οι μόνιμες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, δεν στάθηκαν εμπόδιο για την πραγματοποίηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, επιτρέποντας τη διαιώνιση και αναπαραγωγή τους. Αυτές όμως μεγεθύνθηκαν, λαμβάνοντας πελώριες και μη ελέγξιμες διαστάσεις, λόγω των μνημονιακών πολιτικών που καθήλωσαν την ελληνική οικονομία σε έντονα αρνητικούς ρυθμούς. Η ‘θεραπευτική αγωγή’, από το 2010 ως και σήμερα, ήταν όχι μόνο ανώφελη αλλά και πολύ χειρότερη από την αρχική αρρώστια.
Κλασικό παράδειγμα μνημονιακής επιβολής, είναι η πρόταξη επίλυσης του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού, που τίθεται ως προϋπόθεση της επιστροφής της Ελλάδας στην ανάπτυξη, της αξιολόγησης και της απαραίτητης επίλυσης του προβλήματος του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η τωρινή κρίση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού δεν είναι βέβαια αιτία, αλλά προφανής συνέπεια της διεθνούς, ευρωπαϊκής και ελληνικής κρίσης και του υφεσιακού αέναου κύκλου που έχουν επιβάλει οι μνημονιακές πολιτικές. Η συρρίκνωση των συνταξιοδοτικών δαπανών και συντάξεων και η ‘εξυγίανση’ των συνταξιοδοτικών ταμείων, όχι μόνο δεν θα επιφέρουν την επιστροφή της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά θα καταφέρουν να θέσουν την οικονομία σε έναν μόνιμο αέναο υφεσιακό κύκλο, χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Οποιαδήποτε προσαρμογή πραγματοποιείται σε υφεσιακές συνθήκες, δυσχεραίνει, παρατείνει ή και ματαιώνει την οικονομική ανάκαμψη. Οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν επιτύχει παγκόσμια, πχ Σουηδία, Νορβηγία κλπ, έχουν πραγματοποιηθεί σταδιακά με χρονικό βάθος και όχι εξ απήνης, λαμβάνοντας ταυτόχρονα μέριμνα για τη διατήρηση των αναπτυξιακών ρυθμών και την αποφυγή της οικονομικής επιβράδυνσης.
Στην Ελλάδα, με ακραία αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο τρόπο, η προσαρμογή του ασφαλιστικού τίθεται ως αναγκαία προϋπόθεση της ανάκαμψης, ενώ ισχύει το ακριβώς αντίθετο που συνιστά ότι η ανάκαμψη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της επίλυσης και εξυγίανσης του ασφαλιστικού. Δεν ισχύει βέβαια η ψευδεπίγραφη ‘θεωρία’, ότι δήθεν η τωρινή γενιά μετακυλά το κόστος των συνταξιοδοτικών παροχών στις επόμενες. Είναι αυτονόητο, ότι κάθε γενιά μεταθέτει το κόστος στην επόμενη κι αυτή στη μεθεπόμενη κι αυτό συμβαίνει στο διηνεκές και μόνο η οριστική διακοπή και το τέλος της αναπτυξιακής πορείας, μπορεί να ματαιώσει κάτι τέτοιο. Η ‘τακτοποίηση’ του ασφαλιστικού που προωθείται από τη νεο-μνημονιακή κυβέρνηση, για την ικανοποίηση των όρων των ‘δανειστών’, μειώνει την κρατική συμμετοχή στο ασφαλιστικό κόστος αυξάνοντας τις εισφορές ως αντιστάθμισμα και περικόπτει τις συντάξεις με περιορισμό της εθνικής δαπάνης. Όταν σήμερα οι συντάξεις συμμετέχουν κατά περίπου 50% στην εσωτερική ζήτηση, κάθε επιπλέον περικοπή τους σηματοδοτεί, εκτός του ανθρωπιστικού-κοινωνικού προβλήματος, την επιπλέον μείωση του δαπανώμενου συνολικού εισοδήματος στην ελληνική εσωτερική αγορά και οικονομία. Το λογικό αποτέλεσμα τέτοιων παρεμβάσεων, είναι η καταβαράθρωση της οικονομίας, με λειτουργία της σε κατώτερα επίπεδα, και όχι η σταθεροποίησή της. Με αυτές τις ‘εξυγιαντικές’ παρεμβάσεις, από το 2010 μέχρι σήμερα, συνταξιοδοτήθηκαν χιλιάδες εργαζόμενοι μειώνοντας φοβερά την εργασιακή απασχόληση, εκτινάσσοντας τον αριθμό των ετήσια αποσυρόμενων από περίπου 50.000 άτομα σε περίπου 120.000 άτομα.
Οι συνολικά απασχολούμενοι έχουν μειωθεί δραματικά κατά περίπου 25%, ως αποτέλεσμα των επιλογών της ακραίας λιτότητας, έχοντας ως συνέπεια την αντίστοιχη μείωση των εισφορών στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Το ελληνικό κράτος με το εγκληματικό PSI το 2012, διέγραψε μονομερώς περίπου 17 δις ευρώ αποθεματικών των ταμείων που ήταν τοποθετημένα σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου, δίνοντάς τους τη χαριστική βολή. Ταυτόχρονα, από τη δεκαετία του 1950, το ελληνικό κράτος καθιστούσε υποχρεωτική την άτοκη τοποθέτηση των αποθεματικών τους στην Τράπεζα της Ελλάδας, καθιστώντας τα με αυτό τον τρόπο αναγκαστικό άτοκο χρηματοδότη του. Όταν μειώνεται η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη, δεν πλήττονται μόνο οι συνταξιούχοι αλλά συνολικά η ελληνική οικονομία. Αν το ελληνικό κράτος δεν διέγραφε μονομερών τα αποθεματικά των ταμείων το 2012, το ασφαλιστικό θα ήταν βιώσιμο για κάποιες δεκαετίες. Το μνημονιακό πρόγραμμα όχι μόνο δεν οδηγεί σε ανάκαμψη ή σταθεροποίηση, αλλά διαιωνίζει εμβαθύνοντας την ύφεση, έχοντας ως συνέπεια την μη διαχειρισιμότητα του ασφαλιστικού και όλων των άλλων προβλημάτων. Η σημερινή κυβέρνηση το γνωρίζει πολύ καλά, από την εποχή που ήταν στην αντιπολίτευση, ενώ σήμερα προσποιείται ότι το αγνοεί. Η εκλογική νίκη της τον Σεπτέμβριο του 2015, επιτεύχθηκε λόγω της υπόσχεσης για εκπόνηση ‘παράλληλου προγράμματος’ αντιστάθμισης των υφεσιακών συνεπειών των μνημονιακών δεσμεύσεων και όχι λόγω της επαγγελίας πιστής εφαρμογής τους. Μέχρι και σήμερα δεν έχει εφαρμόσει κανένα ‘παράλληλο πρόγραμμα’, αλλά έχει αποδειχθεί ότι είναι ο επιμελέστερος μαθητής στην εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων, υποσχόμενη φανταστική επιστροφή σε κάποια υποτιθέμενη ‘κανονικότητα’.
Κατ’ επανάληψη ο τωρινός πρωθυπουργός έχει διακηρύξει ότι η Ελλάδα θα ‘καταπλήξει’ τον κόσμο, ότι θα προσέλθει σωρεία ξένων επενδυτών γιατί βαδίζει στον ορθό δρόμο, μετά την ‘επιτυχή’ ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και την απορρόφηση των διαρθρωτικών ευρωπαϊκών κονδυλίων. Παρά όμως την πραγματοποίηση της ανακεφαλαιοποίησης, σε βάρος της ελληνικής οικονομίας, οι τράπεζες όχι μόνο δεν χρηματοδοτούν επιχειρήσεις αλλά βρίσκονται στα όρια της χρεοκοπίας, κινούμενες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Επίσης, παρά την επιτυχή απορρόφηση των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, το κράτος περικόπτοντας εισοδήματα και δαπάνες, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές, και επιβάλλοντας τεράστιες αυξήσεις φόρων και εισφορών, εξουδετερώνει κάθε θετική επίπτωσή τους στη λειτουργία της οικονομίας. Εφόσον η οικονομία συρρικνώνεται διαρκώς, παρά την επιβράβευση των ‘δανειστών’, όχι μόνο δεν προσελκύει και πείθει υποψήφιους επενδυτές, αλλά τους απωθεί περαιτέρω. Υπό αυτές τις συνθήκες, τυχόν επαναφορά της Ελλάδας σε αναπτυξιακή τροχιά, θα συνιστούσε πρωτοφανές κατόρθωμα παγκόσμιας πρωτοτυπίας, προξενώντας παγκόσμια κατάπληξη. Είναι καταφανής ο εμπαιγμός, ότι με αυτή την αδιέξοδη πορεία η Ελλάδα μπορεί να φθάσει οπουδήποτε αλλού πέρα από τον μαρασμό και της καταστροφή της. Οι όποιες πρόσθετες θυσίες, τις οποίες η κυβέρνηση καλεί τους πολίτες να πράξουν, δεν οδηγούν σε καμμιά ‘κανονικότητα’ κι απλά την οδηγούν να απωλέσει τα όποια κοινωνικά ερείσματα της έχουν απομείνει. Η κοινωνική αφασία και κατάθλιψη έχουν εγκατασταθεί στη θέση των ρητορειών της ‘μεγάλης ανατροπής’, αφού ο κόσμος της εργασίας δεν έλαβε μέρος σε κανένα ‘πάρτυ’ και του αμφισβητείται και το στοιχειώδες δικαίωμα για ζωή.
Η διαχείριση της ελληνικής κρίσης από το 2010 μέχρι και σήμερα, βασίζεται σε λανθασμένη διάγνωση και εφαρμόζεται μια νεοφιλελεύθερη δηλητηριώδης συνταγή που αντί να τη βγάζει από την κρίση, την βυθίζει συνεχώς και περισσότερο σε αυτή. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, μέσα στην τελευταία οκταετία, αλλά η κατάσταση της Ελλάδας επιδεινώνεται συνεχώς, εφόσον η νεοφιλελεύθερη συνταγή παραμένει αναλλοίωτη. Η πολιτική της ακραίας λιτότητας απομυζά τεράστιους πόρους από το εσωτερικό της υπερχρεωμένης χώρας, κατευθύνοντας τους στην εξυπηρέτηση των ‘δανειστών, διαιωνίζοντας έναν ‘καταραμένο κύκλο’ και καθηλώνοντάς την σε συνθήκες ασφυξίας. Σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις υπερχρεωμένων χωρών ή πολιτειών, οι περικοπές δαπανών και εισοδημάτων δεν υπερέβησαν το 15% και αποκαταστάθηκαν μετά την πάροδο τριετίας, για να μην ανασταλεί η αναγκαία ανάπτυξη δημιουργώντας πρόσθετο εισόδημα για την εξυπηρέτηση του χρέους και τη μη συρρίκνωση της οικονομίας. Στην Ελλάδα συνέβη το άκρως αντίθετο, σε ευθεία σύγκρουση με οποιαδήποτε οικονομική θεωρία και ιστορική εμπειρία, καθιστώντας ανέφικτη τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την επαναφορά σε αναπτυξιακή τροχιά, για να καταστεί το δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο και εξυπηρετήσιμο, μετά την ονομαστική διαγραφή-απομείωση μεγάλου μέρους του.
Στην Ελλάδα επίσης, η βοήθεια που παρέχεται στις ελληνικές τράπεζες από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (European Stability Mechanism- ESM) προστίθεται στο ελληνικό δημόσιο χρέος, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στις άλλες χώρες της ευρωζώνης (πχ Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία κλπ). Αν υπήρχε αντίστοιχος διαχωρισμός των τραπεζικών χρεών από το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα, το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν θα ανερχόταν σε ποσοστό περίπου 180-185% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) αλλά θα περιοριζόταν στο 95-100%. Οι τράπεζες αφού ‘απορρόφησαν’ κάθε ρευστότητα από το κράτος για τη σταθεροποίησή τους, το κατηγόρησαν ως ‘σπάταλο και διεφθαρμένο, παραλείποντας όμως να αναφέρουν ότι αποδέκτες και ωφεληθείσες αυτής της ‘σπατάλης και διαφθοράς’ ήταν οι ίδιες. Η πρώτη βέβαια τραπεζική ‘διάσωση’ πραγματοποιήθηκε το 2009, πριν από την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων. Αν και μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί τέσσερις τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις, αξίας αρκετών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, μέχρι και σήμερα η υποθετική σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, δεν ήταν επωφελής για την ελληνική οικονομία στο παραμικρό.
Παρότι η τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση θεωρήθηκε ‘επιτυχής’, οι τράπεζες έχουν σταματήσει ουσιαστικά τη χρηματοδότηση της οικονομίας, είτε αφορά την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών είτε κεφάλαια κίνησης των επιχειρήσεων, επικαλούμενες τον υπαρκτό κίνδυνο χρηματοδότησης σε συνθήκες ουσιαστικής οικονομικής χρεοκοπίας. Όμως, αν η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε συνθήκες ουσιαστικής χρεοκοπίας, αυτό οφείλεται στην απομύζηση τεράστιας ποσότητας ρευστότητας που υφίσταται, με αιτιολογία τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Οι ανακεφαλαιοποιήσεις δεν πραγματοποιούνται μόνο με ελληνικό χρήμα, που αφαιρείται από την ανεπαρκή ρευστότητα της αγοράς, αλλά και με ευρωπαϊκό που προστίθεται στο δημόσιο χρέος επιβαρύνοντάς το διαρκώς, έχοντας ως συνέπεια αυτό να διογκώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, που συρρικνώνεται, παρότι σε απόλυτα μεγέθη ελάχιστα έχει αυξηθεί. Η προτεραιότητα που έχει δοθεί στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, είτε με ελληνικό είτε με ευρωπαϊκό χρήμα, ουσιαστικά επιβαρύνει διπλά την ελληνική οικονομία, στερώντας της ρευστότητα και διογκώνοντας το δημόσιο χρέος. Οι τιμητές, επικαλούμενοι τις μόνιμες ελληνικές παθογένειες του παρελθόντος, αποκρύπτουν και συγκαλύπτουν τις τωρινές, από τις οποίες μόνοι ωφελημένοι είναι οι ίδιοι. Τα ‘παπαγαλάκια’ των ΜΜΕ, διαιωνίζοντας τη διάδοση της άρχουσας ιδεολογίας, έχουν δημιουργήσει ως ενόχους εκατοντάδες χιλιάδες θύματά τους που αυτομαστιγώνονται.
Η κυρίαρχη αστική ιδεολογία, έχει δημιουργήσει ένα υποκριτικό αφήγημα υπερκαταναλωτισμού για την οκταετία πριν από την έναρξη της ελληνικής κρίσης, ενοχοποιώντας τους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά και συγκαλύπτοντας παράλληλα τον καταλυτικό ρόλο των τραπεζών και των διαπλεκόμενων κεφαλαίων στο ‘μεγάλο φαγοπότι’. Στη διάρκεια όμως της οκταετίας 2001-2008, με ετήσια μέση καταγραμμένη ανάπτυξη 4,2%, οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,75%, όταν τα κέρδη του κεφαλαίου αυξάνονταν κατά μέσο όρο με 8%. Η συνολική εθνική κατανάλωση μειώθηκε από 63% σε 60% του ΑΕΠ και οι κεφαλαιουχικές δαπάνες εκτοξεύθηκαν από 19,8% του ΑΕΠ το 2000 σε 26% το 2008. Η Ελλάδα αναδείχθηκε πρωταθλήτρια στη ευρωζώνη σε υπερεπενδύσεις, με ρυθμό 3,5 φορές μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης. Στην οκταετία πριν την εκδήλωση της κρίσης, η Ελλάδα όχι μόνο δεν υπήρξε θύμα κάποιου υποτιθέμενου υπερκαταναλωτισμού, αλλά αντίθετα έπεσε θύμα της άγριας αρπακτικής κεφαλαιοποίησης και βούτηξε απότομα στο κενό με την εκδήλωση της αμερικάνικης κρίσης των subprimes και της επακόλουθης παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης το φθινόπωρο του 2008.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και η υιοθέτηση του ευρώ, δημιούργησε συνθήκες ενός νέου ‘Eldorado’ για τα επιθετικά και διαπλεκόμενα κεφάλαια, προσελκύοντας υπερβολικό όγκο ‘επενδύσεων’, όπως όλες οι χώρες του ευρωζωνικού ‘νότου’-περιφέρειας, εξαιτίας του χαμηλότερου εργασιακού κόστους και της γειτονίας με τις αγορές του ευρωζωνικού ‘βορρά’-κέντρου. Με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, διαψεύσθηκαν οικτρά οι προσδοκίες των επιθετικών επενδυτών και όχι τόσο αυτές των καταναλωτών. Η στρεβλή και ανορθόδοξη νεοφιλελεύθερη δόμηση του ευρώ, που επέτρεψε στη γερμανική διαχείριση της κρίσης να διασώζει τις γαλλογερμανικές τράπεζες επιρρίπτοντας το κόστος αποκλειστικά στις οφειλέτριες χώρες του ευρωπαϊκού ‘νότου’-περιφέρειας, μαζί με τη διεθνή κρίση, φέρουν την αποκλειστική ευθύνη. Η ευρωζώνη εξέρχεται αποδυναμωμένη και με μειωμένη αξιοπιστία από την κρίση του 2008, με συνολική μείωση των επενδύσεων στο εσωτερικό της 12%. Οι ιθύνοντες της ευρωζώνης έσπρωξαν την ελληνική οικονομία στην άβυσσο, κατορθώνοντας μέχρι και σήμερα να επιρρίπτουν την ευθύνη και το κόστος της κρίσης στα θύματά τους και ταυτόχρονα να αυτοαπαλάσσονται από κάθε δυνητική συνέπεια. Η άρχουσα ιδεολογία, όντας κυρίαρχη αλλά και λειτουργική, υιοθετείται και εσωτερικεύεται από τα ίδια τα θύματά της που παραδίνονται έρμαια και ανυπεράσπιστα στις ενοχοποιητικές μυθοπλασίες της.
Καλλίνικος Νικολακόπουλος: Σχετικά με τον συντάκτη
Το τρίτο μνημονιακό πρόγραμμα, που επιβλήθηκε από τους ‘δανειστές’ με τη συναίνεση της προδοτικής ελληνικής κυβέρνησης, μεταθέτει στο μέλλον ότι θα έπρεπε να προηγείται, ανάγοντας τις συνέπειες ως αιτίες και υποβαθμίζοντας τις πραγματικές αιτίες της ελληνικής κρίσης και καταστροφής σε απλές συνέπειες. Οι μόνιμες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, δεν στάθηκαν εμπόδιο για την πραγματοποίηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, επιτρέποντας τη διαιώνιση και αναπαραγωγή τους. Αυτές όμως μεγεθύνθηκαν, λαμβάνοντας πελώριες και μη ελέγξιμες διαστάσεις, λόγω των μνημονιακών πολιτικών που καθήλωσαν την ελληνική οικονομία σε έντονα αρνητικούς ρυθμούς. Η ‘θεραπευτική αγωγή’, από το 2010 ως και σήμερα, ήταν όχι μόνο ανώφελη αλλά και πολύ χειρότερη από την αρχική αρρώστια.
Κλασικό παράδειγμα μνημονιακής επιβολής, είναι η πρόταξη επίλυσης του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού, που τίθεται ως προϋπόθεση της επιστροφής της Ελλάδας στην ανάπτυξη, της αξιολόγησης και της απαραίτητης επίλυσης του προβλήματος του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η τωρινή κρίση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού δεν είναι βέβαια αιτία, αλλά προφανής συνέπεια της διεθνούς, ευρωπαϊκής και ελληνικής κρίσης και του υφεσιακού αέναου κύκλου που έχουν επιβάλει οι μνημονιακές πολιτικές. Η συρρίκνωση των συνταξιοδοτικών δαπανών και συντάξεων και η ‘εξυγίανση’ των συνταξιοδοτικών ταμείων, όχι μόνο δεν θα επιφέρουν την επιστροφή της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά θα καταφέρουν να θέσουν την οικονομία σε έναν μόνιμο αέναο υφεσιακό κύκλο, χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Οποιαδήποτε προσαρμογή πραγματοποιείται σε υφεσιακές συνθήκες, δυσχεραίνει, παρατείνει ή και ματαιώνει την οικονομική ανάκαμψη. Οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν επιτύχει παγκόσμια, πχ Σουηδία, Νορβηγία κλπ, έχουν πραγματοποιηθεί σταδιακά με χρονικό βάθος και όχι εξ απήνης, λαμβάνοντας ταυτόχρονα μέριμνα για τη διατήρηση των αναπτυξιακών ρυθμών και την αποφυγή της οικονομικής επιβράδυνσης.
Στην Ελλάδα, με ακραία αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο τρόπο, η προσαρμογή του ασφαλιστικού τίθεται ως αναγκαία προϋπόθεση της ανάκαμψης, ενώ ισχύει το ακριβώς αντίθετο που συνιστά ότι η ανάκαμψη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της επίλυσης και εξυγίανσης του ασφαλιστικού. Δεν ισχύει βέβαια η ψευδεπίγραφη ‘θεωρία’, ότι δήθεν η τωρινή γενιά μετακυλά το κόστος των συνταξιοδοτικών παροχών στις επόμενες. Είναι αυτονόητο, ότι κάθε γενιά μεταθέτει το κόστος στην επόμενη κι αυτή στη μεθεπόμενη κι αυτό συμβαίνει στο διηνεκές και μόνο η οριστική διακοπή και το τέλος της αναπτυξιακής πορείας, μπορεί να ματαιώσει κάτι τέτοιο. Η ‘τακτοποίηση’ του ασφαλιστικού που προωθείται από τη νεο-μνημονιακή κυβέρνηση, για την ικανοποίηση των όρων των ‘δανειστών’, μειώνει την κρατική συμμετοχή στο ασφαλιστικό κόστος αυξάνοντας τις εισφορές ως αντιστάθμισμα και περικόπτει τις συντάξεις με περιορισμό της εθνικής δαπάνης. Όταν σήμερα οι συντάξεις συμμετέχουν κατά περίπου 50% στην εσωτερική ζήτηση, κάθε επιπλέον περικοπή τους σηματοδοτεί, εκτός του ανθρωπιστικού-κοινωνικού προβλήματος, την επιπλέον μείωση του δαπανώμενου συνολικού εισοδήματος στην ελληνική εσωτερική αγορά και οικονομία. Το λογικό αποτέλεσμα τέτοιων παρεμβάσεων, είναι η καταβαράθρωση της οικονομίας, με λειτουργία της σε κατώτερα επίπεδα, και όχι η σταθεροποίησή της. Με αυτές τις ‘εξυγιαντικές’ παρεμβάσεις, από το 2010 μέχρι σήμερα, συνταξιοδοτήθηκαν χιλιάδες εργαζόμενοι μειώνοντας φοβερά την εργασιακή απασχόληση, εκτινάσσοντας τον αριθμό των ετήσια αποσυρόμενων από περίπου 50.000 άτομα σε περίπου 120.000 άτομα.
Οι συνολικά απασχολούμενοι έχουν μειωθεί δραματικά κατά περίπου 25%, ως αποτέλεσμα των επιλογών της ακραίας λιτότητας, έχοντας ως συνέπεια την αντίστοιχη μείωση των εισφορών στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Το ελληνικό κράτος με το εγκληματικό PSI το 2012, διέγραψε μονομερώς περίπου 17 δις ευρώ αποθεματικών των ταμείων που ήταν τοποθετημένα σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου, δίνοντάς τους τη χαριστική βολή. Ταυτόχρονα, από τη δεκαετία του 1950, το ελληνικό κράτος καθιστούσε υποχρεωτική την άτοκη τοποθέτηση των αποθεματικών τους στην Τράπεζα της Ελλάδας, καθιστώντας τα με αυτό τον τρόπο αναγκαστικό άτοκο χρηματοδότη του. Όταν μειώνεται η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη, δεν πλήττονται μόνο οι συνταξιούχοι αλλά συνολικά η ελληνική οικονομία. Αν το ελληνικό κράτος δεν διέγραφε μονομερών τα αποθεματικά των ταμείων το 2012, το ασφαλιστικό θα ήταν βιώσιμο για κάποιες δεκαετίες. Το μνημονιακό πρόγραμμα όχι μόνο δεν οδηγεί σε ανάκαμψη ή σταθεροποίηση, αλλά διαιωνίζει εμβαθύνοντας την ύφεση, έχοντας ως συνέπεια την μη διαχειρισιμότητα του ασφαλιστικού και όλων των άλλων προβλημάτων. Η σημερινή κυβέρνηση το γνωρίζει πολύ καλά, από την εποχή που ήταν στην αντιπολίτευση, ενώ σήμερα προσποιείται ότι το αγνοεί. Η εκλογική νίκη της τον Σεπτέμβριο του 2015, επιτεύχθηκε λόγω της υπόσχεσης για εκπόνηση ‘παράλληλου προγράμματος’ αντιστάθμισης των υφεσιακών συνεπειών των μνημονιακών δεσμεύσεων και όχι λόγω της επαγγελίας πιστής εφαρμογής τους. Μέχρι και σήμερα δεν έχει εφαρμόσει κανένα ‘παράλληλο πρόγραμμα’, αλλά έχει αποδειχθεί ότι είναι ο επιμελέστερος μαθητής στην εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων, υποσχόμενη φανταστική επιστροφή σε κάποια υποτιθέμενη ‘κανονικότητα’.
Κατ’ επανάληψη ο τωρινός πρωθυπουργός έχει διακηρύξει ότι η Ελλάδα θα ‘καταπλήξει’ τον κόσμο, ότι θα προσέλθει σωρεία ξένων επενδυτών γιατί βαδίζει στον ορθό δρόμο, μετά την ‘επιτυχή’ ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και την απορρόφηση των διαρθρωτικών ευρωπαϊκών κονδυλίων. Παρά όμως την πραγματοποίηση της ανακεφαλαιοποίησης, σε βάρος της ελληνικής οικονομίας, οι τράπεζες όχι μόνο δεν χρηματοδοτούν επιχειρήσεις αλλά βρίσκονται στα όρια της χρεοκοπίας, κινούμενες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Επίσης, παρά την επιτυχή απορρόφηση των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, το κράτος περικόπτοντας εισοδήματα και δαπάνες, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές, και επιβάλλοντας τεράστιες αυξήσεις φόρων και εισφορών, εξουδετερώνει κάθε θετική επίπτωσή τους στη λειτουργία της οικονομίας. Εφόσον η οικονομία συρρικνώνεται διαρκώς, παρά την επιβράβευση των ‘δανειστών’, όχι μόνο δεν προσελκύει και πείθει υποψήφιους επενδυτές, αλλά τους απωθεί περαιτέρω. Υπό αυτές τις συνθήκες, τυχόν επαναφορά της Ελλάδας σε αναπτυξιακή τροχιά, θα συνιστούσε πρωτοφανές κατόρθωμα παγκόσμιας πρωτοτυπίας, προξενώντας παγκόσμια κατάπληξη. Είναι καταφανής ο εμπαιγμός, ότι με αυτή την αδιέξοδη πορεία η Ελλάδα μπορεί να φθάσει οπουδήποτε αλλού πέρα από τον μαρασμό και της καταστροφή της. Οι όποιες πρόσθετες θυσίες, τις οποίες η κυβέρνηση καλεί τους πολίτες να πράξουν, δεν οδηγούν σε καμμιά ‘κανονικότητα’ κι απλά την οδηγούν να απωλέσει τα όποια κοινωνικά ερείσματα της έχουν απομείνει. Η κοινωνική αφασία και κατάθλιψη έχουν εγκατασταθεί στη θέση των ρητορειών της ‘μεγάλης ανατροπής’, αφού ο κόσμος της εργασίας δεν έλαβε μέρος σε κανένα ‘πάρτυ’ και του αμφισβητείται και το στοιχειώδες δικαίωμα για ζωή.
Η διαχείριση της ελληνικής κρίσης από το 2010 μέχρι και σήμερα, βασίζεται σε λανθασμένη διάγνωση και εφαρμόζεται μια νεοφιλελεύθερη δηλητηριώδης συνταγή που αντί να τη βγάζει από την κρίση, την βυθίζει συνεχώς και περισσότερο σε αυτή. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, μέσα στην τελευταία οκταετία, αλλά η κατάσταση της Ελλάδας επιδεινώνεται συνεχώς, εφόσον η νεοφιλελεύθερη συνταγή παραμένει αναλλοίωτη. Η πολιτική της ακραίας λιτότητας απομυζά τεράστιους πόρους από το εσωτερικό της υπερχρεωμένης χώρας, κατευθύνοντας τους στην εξυπηρέτηση των ‘δανειστών, διαιωνίζοντας έναν ‘καταραμένο κύκλο’ και καθηλώνοντάς την σε συνθήκες ασφυξίας. Σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις υπερχρεωμένων χωρών ή πολιτειών, οι περικοπές δαπανών και εισοδημάτων δεν υπερέβησαν το 15% και αποκαταστάθηκαν μετά την πάροδο τριετίας, για να μην ανασταλεί η αναγκαία ανάπτυξη δημιουργώντας πρόσθετο εισόδημα για την εξυπηρέτηση του χρέους και τη μη συρρίκνωση της οικονομίας. Στην Ελλάδα συνέβη το άκρως αντίθετο, σε ευθεία σύγκρουση με οποιαδήποτε οικονομική θεωρία και ιστορική εμπειρία, καθιστώντας ανέφικτη τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την επαναφορά σε αναπτυξιακή τροχιά, για να καταστεί το δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο και εξυπηρετήσιμο, μετά την ονομαστική διαγραφή-απομείωση μεγάλου μέρους του.
Στην Ελλάδα επίσης, η βοήθεια που παρέχεται στις ελληνικές τράπεζες από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (European Stability Mechanism- ESM) προστίθεται στο ελληνικό δημόσιο χρέος, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στις άλλες χώρες της ευρωζώνης (πχ Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία κλπ). Αν υπήρχε αντίστοιχος διαχωρισμός των τραπεζικών χρεών από το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα, το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν θα ανερχόταν σε ποσοστό περίπου 180-185% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) αλλά θα περιοριζόταν στο 95-100%. Οι τράπεζες αφού ‘απορρόφησαν’ κάθε ρευστότητα από το κράτος για τη σταθεροποίησή τους, το κατηγόρησαν ως ‘σπάταλο και διεφθαρμένο, παραλείποντας όμως να αναφέρουν ότι αποδέκτες και ωφεληθείσες αυτής της ‘σπατάλης και διαφθοράς’ ήταν οι ίδιες. Η πρώτη βέβαια τραπεζική ‘διάσωση’ πραγματοποιήθηκε το 2009, πριν από την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων. Αν και μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί τέσσερις τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις, αξίας αρκετών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, μέχρι και σήμερα η υποθετική σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, δεν ήταν επωφελής για την ελληνική οικονομία στο παραμικρό.
Παρότι η τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση θεωρήθηκε ‘επιτυχής’, οι τράπεζες έχουν σταματήσει ουσιαστικά τη χρηματοδότηση της οικονομίας, είτε αφορά την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών είτε κεφάλαια κίνησης των επιχειρήσεων, επικαλούμενες τον υπαρκτό κίνδυνο χρηματοδότησης σε συνθήκες ουσιαστικής οικονομικής χρεοκοπίας. Όμως, αν η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε συνθήκες ουσιαστικής χρεοκοπίας, αυτό οφείλεται στην απομύζηση τεράστιας ποσότητας ρευστότητας που υφίσταται, με αιτιολογία τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Οι ανακεφαλαιοποιήσεις δεν πραγματοποιούνται μόνο με ελληνικό χρήμα, που αφαιρείται από την ανεπαρκή ρευστότητα της αγοράς, αλλά και με ευρωπαϊκό που προστίθεται στο δημόσιο χρέος επιβαρύνοντάς το διαρκώς, έχοντας ως συνέπεια αυτό να διογκώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, που συρρικνώνεται, παρότι σε απόλυτα μεγέθη ελάχιστα έχει αυξηθεί. Η προτεραιότητα που έχει δοθεί στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, είτε με ελληνικό είτε με ευρωπαϊκό χρήμα, ουσιαστικά επιβαρύνει διπλά την ελληνική οικονομία, στερώντας της ρευστότητα και διογκώνοντας το δημόσιο χρέος. Οι τιμητές, επικαλούμενοι τις μόνιμες ελληνικές παθογένειες του παρελθόντος, αποκρύπτουν και συγκαλύπτουν τις τωρινές, από τις οποίες μόνοι ωφελημένοι είναι οι ίδιοι. Τα ‘παπαγαλάκια’ των ΜΜΕ, διαιωνίζοντας τη διάδοση της άρχουσας ιδεολογίας, έχουν δημιουργήσει ως ενόχους εκατοντάδες χιλιάδες θύματά τους που αυτομαστιγώνονται.
Η κυρίαρχη αστική ιδεολογία, έχει δημιουργήσει ένα υποκριτικό αφήγημα υπερκαταναλωτισμού για την οκταετία πριν από την έναρξη της ελληνικής κρίσης, ενοχοποιώντας τους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά και συγκαλύπτοντας παράλληλα τον καταλυτικό ρόλο των τραπεζών και των διαπλεκόμενων κεφαλαίων στο ‘μεγάλο φαγοπότι’. Στη διάρκεια όμως της οκταετίας 2001-2008, με ετήσια μέση καταγραμμένη ανάπτυξη 4,2%, οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,75%, όταν τα κέρδη του κεφαλαίου αυξάνονταν κατά μέσο όρο με 8%. Η συνολική εθνική κατανάλωση μειώθηκε από 63% σε 60% του ΑΕΠ και οι κεφαλαιουχικές δαπάνες εκτοξεύθηκαν από 19,8% του ΑΕΠ το 2000 σε 26% το 2008. Η Ελλάδα αναδείχθηκε πρωταθλήτρια στη ευρωζώνη σε υπερεπενδύσεις, με ρυθμό 3,5 φορές μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης. Στην οκταετία πριν την εκδήλωση της κρίσης, η Ελλάδα όχι μόνο δεν υπήρξε θύμα κάποιου υποτιθέμενου υπερκαταναλωτισμού, αλλά αντίθετα έπεσε θύμα της άγριας αρπακτικής κεφαλαιοποίησης και βούτηξε απότομα στο κενό με την εκδήλωση της αμερικάνικης κρίσης των subprimes και της επακόλουθης παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης το φθινόπωρο του 2008.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και η υιοθέτηση του ευρώ, δημιούργησε συνθήκες ενός νέου ‘Eldorado’ για τα επιθετικά και διαπλεκόμενα κεφάλαια, προσελκύοντας υπερβολικό όγκο ‘επενδύσεων’, όπως όλες οι χώρες του ευρωζωνικού ‘νότου’-περιφέρειας, εξαιτίας του χαμηλότερου εργασιακού κόστους και της γειτονίας με τις αγορές του ευρωζωνικού ‘βορρά’-κέντρου. Με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, διαψεύσθηκαν οικτρά οι προσδοκίες των επιθετικών επενδυτών και όχι τόσο αυτές των καταναλωτών. Η στρεβλή και ανορθόδοξη νεοφιλελεύθερη δόμηση του ευρώ, που επέτρεψε στη γερμανική διαχείριση της κρίσης να διασώζει τις γαλλογερμανικές τράπεζες επιρρίπτοντας το κόστος αποκλειστικά στις οφειλέτριες χώρες του ευρωπαϊκού ‘νότου’-περιφέρειας, μαζί με τη διεθνή κρίση, φέρουν την αποκλειστική ευθύνη. Η ευρωζώνη εξέρχεται αποδυναμωμένη και με μειωμένη αξιοπιστία από την κρίση του 2008, με συνολική μείωση των επενδύσεων στο εσωτερικό της 12%. Οι ιθύνοντες της ευρωζώνης έσπρωξαν την ελληνική οικονομία στην άβυσσο, κατορθώνοντας μέχρι και σήμερα να επιρρίπτουν την ευθύνη και το κόστος της κρίσης στα θύματά τους και ταυτόχρονα να αυτοαπαλάσσονται από κάθε δυνητική συνέπεια. Η άρχουσα ιδεολογία, όντας κυρίαρχη αλλά και λειτουργική, υιοθετείται και εσωτερικεύεται από τα ίδια τα θύματά της που παραδίνονται έρμαια και ανυπεράσπιστα στις ενοχοποιητικές μυθοπλασίες της.
Καλλίνικος Νικολακόπουλος: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου