Γελωτοποιός
Συμβαίνει συχνά, οι άνθρωποι που γεννήθηκαν φτωχοί και μεγάλωσαν στη φτώχεια, αν γίνονται πλούσιοι να συμπεριφέρονται χειρότερα απ’ αυτούς που γεννήθηκαν με το χρυσό κουτάλι στο στόμα.
Οι εκ γενετής πλούσιοι αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά τους φτωχούς, πολλές φορές δεν τους βλέπουν καν και σίγουρα δεν μπορούν να τους καταλάβουν, όπως η Αντουανέτα με το παντεσπάνι της.
Όμως οι νεόπλουτοι απεχθάνονται όσο τίποτα άλλο τους φτωχούς, γιατί τους θυμίζει τι αφήσαν πίσω τους. Άλλωστε εκείνοι έχουν πιο πολύ τη στρεβλωμένη ιδέα ότι πλούτισαν μόνο επειδή ήταν ικανοί, σε αντίθεση με τους εκ γενετής που απλώς ήταν τυχεροί να γεννηθούν απ’ τους σωστούς γονείς.
Έτσι κι ο Αλέξης Δόγκας, πολύ γρήγορα έγινε χειρότερος δυνάστης απ’ τον πεθερό του. Γιατί ήξερε πώς σκέφτονταν οι υποτακτικοί του, ότι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να του κλέψουν κάτι, να του κρύψουν κάτι. Και γνώριζε τις μεθόδους τους, τις κρυψώνες, τα ψέματα, ό,τι έκαναν για να εξασφαλίσουν λίγη παραπάνω τροφή για την οικογένεια τους -παίρνοντας ‘την απ’ τον Αφέντη.
Ναι, ο Αλέξης γρήγορα έγινε ο «Αφέντης» κι αλίμονο σ’ εκείνους που νόμιζαν ότι μπορούσαν να τον κοροϊδέψουν.
Μέσα σε δύο μόλις χρόνια έμαθε να ντύνεται σαν πλούσιος, να τρώει σαν πλούσιος, να διατάζει σαν πλούσιος. Πήγαινε από κτήμα σε κτήμα με το αυτοκίνητο του και κατσάδιαζε τους επιστάτες που δεν πίεζαν περισσότερο τους εργάτες.
Στη Θάλαττα, το χωριό του, δεν ξαναπάτησε ούτε και είδε τη μάνα του ξανά. Ήταν ευτυχισμένος με την περιουσία του και την οικογένεια του, δεν ήθελε να θυμάται τίποτα απ’ τα παλιά.
Η Λήδα, η γυναίκα του, με τον καιρό μαλάκωσε. Σιγά σιγά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον χωρίσει, δεν της το επέτρεπε ο αδελφός της, έπρεπε να μάθει να ζει με κείνον που διάλεξε.
Κι αφού δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τις νυχτερινές συνευρέσεις αποφάσισε να τις κάνει πιο απολαυστικές -για τον Αλέξη κυρίως. Σταμάτησε να του αντιστέκεται. Στην αρχή τον δεχόταν με απάθεια, αλλά μετά κατάλαβε το πάθος του για τα πόδια της και έκανε ό,τι μπορούσε για να το ικανοποιήσει.
Μέχρι που έστειλε την υπηρέτρια στο Κατάκωλο, στο λιμάνι με τα κακόφημα μαγαζιά, για να της αγοράσει κάλτσες. Όχι σαν αυτές που φορούσαν οι κυρίες, μα απ’ τις άλλες, αυτές που έβαζαν οι γυναίκες του λιμανιού. Διχτυωτές και με σχέδια, σε όλα τα χρώματα, με ζαρτιέρες και στολίδια, τις «πουτανίστικες».
Κάθε βράδυ φορούσε διαφορετικές κι ο Αλέξης αποθέωνε τα πόδια της, φλεγόμενος αλλά μη καιόμενος. Τον έπαιζε και τον χάιδευε με τις πατούσες της ώρες πολλές, μα μόλις τον έβλεπε ότι ήταν έτοιμος να τελειώσει τον τραβούσε να μπει μέσα της.
Έτσι σύντομα, μετά από μερικούς μήνες πάθους, η Λήδα έμεινε έγκυος. Γέννησε ένα αγοράκι κι η ευδαιμονία του Αλέξη ολοκληρώθηκε. Είχε καταφέρει να έχει όλα όσα ήθελε.
Αποφάσισε να βαφτίσουν το παιδί στις 17 Μαρτίου, την ημέρα του Οσίου Αλεξίου, του ανθρώπου του θεού. Και φυσικά θα του έδινε το όνομα του πατέρα του -και δικό του.
Στον παπά της ενορίας, που ήταν λίγο προληπτικός, δεν άρεσε αυτή η επιλογή.
«Είναι κακοτυχία να δώσεις στο παιδί το όνομα του πατέρα σου, που πέθανε τόσο νέος.»
«Κακοτυχία;» είπε ο Αλέξης. «Για δες εμένα, παπά. Σου φαίνομαι για κακότυχος;
Κι αφού του είπε ότι αυτή ήταν η απόφαση του κι ότι δεν υπήρχε λόγος να το συζητάνε, τον ενημέρωσε ότι είχε αποφασίσει να χτίσει παρεκκλήσι σ’ ένα απ’ τα κτήματα του, μια εκκλησία του Άγιου Αλέξη, που θα λειτουργούσε για πρώτη φορά στη βάφτιση του πρωτότοκου γιου του.
Πρωτότοκος, γιατί η Λήδα ήταν πάλι έγκυος, κι όπως φαινόταν απ’ την κοιλιά της, που ήταν μυτερή στον τρίτο μήνα, θα γεννούσε πάλι αγόρι. Όλοι έτσι έλεγαν κι ίσως να είχαν δίκιο.
Ο παπάς ευαρεστήθηκε και του δωσε την ευχή του. Το παρεκκλήσι χτίστηκε γρήγορα, αφού οι υποτακτικοί δούλευαν νυχθημερόν -και αμισθί- για τη χάρη του.
Ο Αλέξης οργάνωσε μια μεγάλη γιορτή. Το μεγαλύτερο φαγοπότι που ‘χε δει το Χελιδόνι και τα περίχωρα. Όλοι ήταν καλεσμένοι. Προύχοντες και πολιτικοί, δάσκαλοι και χωροφυλάκοι, χωρικοί και βιοπαλαιστές. Όλοι έπρεπε να ‘ναι ‘κει, για να τιμήσουν τον Αλέξη τον Τρίτο.
Μόνο η γιαγιά, η Αρβανίτισσα, δεν θα ‘ταν.
Λίγες μέρες πριν τη βασιλική βάφτιση βρέθηκε στην πόρτα του αρχοντικού η γητεύτρα απ’ τη Θάλαττα και ζήτησε να δει τον Αφέντη.
«Η μάνα σου είναι στα τελευταία της», του είπε χωρίς να μπει μέσα.
Ο Αλέξης πήγε κι έφερε δυο χρυσές λίρες.
«Αυτά αρκούν για την κηδεία της», είπε κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
«Περίμενε!» πρόλαβε να του πει η γητεύτρα.
Ο Αλέξης στήθηκε να την ακούσει. Η γητεύτρα έβαλε τα χρυσά στην ποδιά της και του είπε:
«Ξέχασες τη μάνα σου. Ξέχασες τη συμφωνία μας. Ξέχασες τον διάβολο. Αλλά ο διάολος δεν σε ξεχνάει.»
Ο Αλέξης την κλώτσησε στα μούτρα και την γκρεμοτσάκισε απ’ τα σκαλιά.
«Αν σε ξαναδώ στα κτήματα μου, στρίγγλα, θα βάλω να σου σπάσουν όλα σου τα κόκαλα», της είπε και μπήκε μέσα.
Η γητεύτρα δεν μίλησε. Έκανε μόνο, με το αριστερό της χέρι, τα κέρατα του διαβόλου. Και γύρισε στο χωριό για να θάψει τη Σοφία.
Η βάφτιση έγινε κι ήταν πραγματικά βασιλική. Το μωρό δεν έκλαιγε, ο ήλιος έλαμπε, όλοι έφαγαν και ήπιαν, κι ο Αλέξης ένιωθε ότι όλος ο κόσμος του άνηκε. Και δεν πρόσεξε το πρόσωπο της Λήδας, το χαμόγελο της που θύμιζε την παλιά αρχόντισσα.
Ήταν λυκόφως όταν ξεκίνησαν με το αμάξι για το σπίτι. Κάποια στιγμή, κι ενώ πήγαιναν παράλληλα με το ποτάμι, του είπε να σταματήσει για λίγο, να κατέβει με το μωρό να του δείξει τις λιβελούλες.
Ο Αλέξης δέχτηκε, αλλά της είπε να κάνει γρήγορα, γιατί ήταν και πιωμένος.
Ο Ενιππέας, το ποτάμι, είναι ρηχός και ήρεμος όλο το χρόνο. Εκτός απ’ την άνοιξη που γίνεται χειμαρρώδης.
Ο Αλέξης είδε απ’ τον καθρέφτη την εγκυμονούσα Λήδα, με το νεοβάφτιστο αγκαλιά, να πηγαίνει στην όχθη. Εκεί έκατσε σ’ έναν βράχο, έβγαλε τα παπούτσια της και ξεκίνησε να βγάζει τις κάλτσες. Εκείνος έσκυψε να πιάσει το πακέτο με τα τσιγάρα του και καθώς άναβε το τσακμάκι τον φώτισε ο τρόμος.
Βγήκε γρήγορα απ’ το αμάξι και φώναξε τη γυναίκα του. Εκείνη δεν απάντησε κι έτρεξε να την προλάβει.
«Λήδα!» ξαναείπε βλέποντας ‘την να πηγαίνει ξυπόλητη στην άκρη του νερού.
«Ποιος φοβάται τώρα, χωριάτη;» του είπε η Λήδα.
Και πήδηξε στο ποτάμι, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά κι ένα μες στην κοιλιά. Τους κατάπιε χωρίς ν’ ακουστεί κλάμα.
Βούτησε κι ο Αλέξης, κολύμπησε για να τους σώσει, και παραλίγο να πνιγεί κι ο ίδιος. Τελικά πιάστηκε από ένα κλαδί και βγήκε έξω ξέπνοος.
Δεν γύρισε στο αρχοντικό. Επί του ποταμού Ενιππέα έκατσε κι έκλαψε. Το πρωί κρέμασε σε μια ιτιά το σακάκι του και μπήκε στο αυτοκίνητο. Πήγε κοντά στον Καράτουλα και στη Θάλαττα, σ’ ένα απομακρυσμένο μέρος όπου του άνηκε μια παράγκα, κι έμεινε εκεί.
Στην αστυνομία δεν ήθελε να μιλήσει. Και στην κηδεία της γυναίκας του και του παιδιού, που ξέβρασε ο ποταμός λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, δεν πήγε. Την περιουσία του και τα δικαιώματα του τα εγκατάλειψε. Πούλησε μόνο το αυτοκίνητο κι αγόρασε μερικά τραπέζια και καρέκλες, κονιάκ, ελληνικό καφέ και παξιμάδια.
Κάποιους αγρότες που περνούσαν απ’ έξω και μπήκαν να τον συλλυπηθούν τους κέρασε τα δέοντα. Εκείνοι ντραπήκαν να φύγουν χωρίς να πληρώσουν κάτι, κι άφησαν λίγες δραχμές. Το ίδιο έκαναν κι οι επόμενοι -κι όσοι πήγαν μετά.
Έτσι, χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος, δημιουργήθηκε το καφενείο του Πεντακόσια, και κανείς δεν ξέρει γιατί τον λέγαν έτσι.
Το παράξενο είναι ότι με τα χρόνια το καφενείο του, που είχε μόνο κονιάκ, σκέτο καφέ και παξιμάδια, έγινε σταθμός για τους άντρες της περιοχής -και για κείνους που ‘χαν φύγει στις πόλεις.
Κάθε άντρας με οικογένεια έπρεπε να πηγαίνει εκεί όταν μπορούσε, ίσως για να διώχνει την κακοτυχία απ’ τη ζωή του. Ή μπορεί να το έκαναν για να συλλογίζονται πόσο μάταια ήταν όλα και πόσοι τυχεροί ήταν που είχαν όσα είχαν.
Κανείς δεν ξέρει να σου πει γιατί το κάνει. Ούτε κι εγώ.
Γιατί όποτε βρίσκομαι στη Θάλαττα, σπάνια τώρα πια, πηγαίνω στο θλιμμένο καφενείο του Πεντακόσια, πίνω τον καφέ μου και το κονιάκ, κι ύστερα φεύγω χωρίς να μιλήσω.
Αλλά βγαίνω εξιλεωμένος.
~~~~~~~~~~~~~~~
Η αρχή της ιστορίας εδώ Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου
~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Robert Frank, «Funeral, South Carolina, 1955»
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Συμβαίνει συχνά, οι άνθρωποι που γεννήθηκαν φτωχοί και μεγάλωσαν στη φτώχεια, αν γίνονται πλούσιοι να συμπεριφέρονται χειρότερα απ’ αυτούς που γεννήθηκαν με το χρυσό κουτάλι στο στόμα.
Οι εκ γενετής πλούσιοι αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά τους φτωχούς, πολλές φορές δεν τους βλέπουν καν και σίγουρα δεν μπορούν να τους καταλάβουν, όπως η Αντουανέτα με το παντεσπάνι της.
Όμως οι νεόπλουτοι απεχθάνονται όσο τίποτα άλλο τους φτωχούς, γιατί τους θυμίζει τι αφήσαν πίσω τους. Άλλωστε εκείνοι έχουν πιο πολύ τη στρεβλωμένη ιδέα ότι πλούτισαν μόνο επειδή ήταν ικανοί, σε αντίθεση με τους εκ γενετής που απλώς ήταν τυχεροί να γεννηθούν απ’ τους σωστούς γονείς.
Έτσι κι ο Αλέξης Δόγκας, πολύ γρήγορα έγινε χειρότερος δυνάστης απ’ τον πεθερό του. Γιατί ήξερε πώς σκέφτονταν οι υποτακτικοί του, ότι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να του κλέψουν κάτι, να του κρύψουν κάτι. Και γνώριζε τις μεθόδους τους, τις κρυψώνες, τα ψέματα, ό,τι έκαναν για να εξασφαλίσουν λίγη παραπάνω τροφή για την οικογένεια τους -παίρνοντας ‘την απ’ τον Αφέντη.
Ναι, ο Αλέξης γρήγορα έγινε ο «Αφέντης» κι αλίμονο σ’ εκείνους που νόμιζαν ότι μπορούσαν να τον κοροϊδέψουν.
Μέσα σε δύο μόλις χρόνια έμαθε να ντύνεται σαν πλούσιος, να τρώει σαν πλούσιος, να διατάζει σαν πλούσιος. Πήγαινε από κτήμα σε κτήμα με το αυτοκίνητο του και κατσάδιαζε τους επιστάτες που δεν πίεζαν περισσότερο τους εργάτες.
Στη Θάλαττα, το χωριό του, δεν ξαναπάτησε ούτε και είδε τη μάνα του ξανά. Ήταν ευτυχισμένος με την περιουσία του και την οικογένεια του, δεν ήθελε να θυμάται τίποτα απ’ τα παλιά.
~~
Η Λήδα, η γυναίκα του, με τον καιρό μαλάκωσε. Σιγά σιγά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον χωρίσει, δεν της το επέτρεπε ο αδελφός της, έπρεπε να μάθει να ζει με κείνον που διάλεξε.
Κι αφού δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τις νυχτερινές συνευρέσεις αποφάσισε να τις κάνει πιο απολαυστικές -για τον Αλέξη κυρίως. Σταμάτησε να του αντιστέκεται. Στην αρχή τον δεχόταν με απάθεια, αλλά μετά κατάλαβε το πάθος του για τα πόδια της και έκανε ό,τι μπορούσε για να το ικανοποιήσει.
Μέχρι που έστειλε την υπηρέτρια στο Κατάκωλο, στο λιμάνι με τα κακόφημα μαγαζιά, για να της αγοράσει κάλτσες. Όχι σαν αυτές που φορούσαν οι κυρίες, μα απ’ τις άλλες, αυτές που έβαζαν οι γυναίκες του λιμανιού. Διχτυωτές και με σχέδια, σε όλα τα χρώματα, με ζαρτιέρες και στολίδια, τις «πουτανίστικες».
Κάθε βράδυ φορούσε διαφορετικές κι ο Αλέξης αποθέωνε τα πόδια της, φλεγόμενος αλλά μη καιόμενος. Τον έπαιζε και τον χάιδευε με τις πατούσες της ώρες πολλές, μα μόλις τον έβλεπε ότι ήταν έτοιμος να τελειώσει τον τραβούσε να μπει μέσα της.
Έτσι σύντομα, μετά από μερικούς μήνες πάθους, η Λήδα έμεινε έγκυος. Γέννησε ένα αγοράκι κι η ευδαιμονία του Αλέξη ολοκληρώθηκε. Είχε καταφέρει να έχει όλα όσα ήθελε.
~~
Αποφάσισε να βαφτίσουν το παιδί στις 17 Μαρτίου, την ημέρα του Οσίου Αλεξίου, του ανθρώπου του θεού. Και φυσικά θα του έδινε το όνομα του πατέρα του -και δικό του.
Στον παπά της ενορίας, που ήταν λίγο προληπτικός, δεν άρεσε αυτή η επιλογή.
«Είναι κακοτυχία να δώσεις στο παιδί το όνομα του πατέρα σου, που πέθανε τόσο νέος.»
«Κακοτυχία;» είπε ο Αλέξης. «Για δες εμένα, παπά. Σου φαίνομαι για κακότυχος;
Κι αφού του είπε ότι αυτή ήταν η απόφαση του κι ότι δεν υπήρχε λόγος να το συζητάνε, τον ενημέρωσε ότι είχε αποφασίσει να χτίσει παρεκκλήσι σ’ ένα απ’ τα κτήματα του, μια εκκλησία του Άγιου Αλέξη, που θα λειτουργούσε για πρώτη φορά στη βάφτιση του πρωτότοκου γιου του.
Πρωτότοκος, γιατί η Λήδα ήταν πάλι έγκυος, κι όπως φαινόταν απ’ την κοιλιά της, που ήταν μυτερή στον τρίτο μήνα, θα γεννούσε πάλι αγόρι. Όλοι έτσι έλεγαν κι ίσως να είχαν δίκιο.
Ο παπάς ευαρεστήθηκε και του δωσε την ευχή του. Το παρεκκλήσι χτίστηκε γρήγορα, αφού οι υποτακτικοί δούλευαν νυχθημερόν -και αμισθί- για τη χάρη του.
Ο Αλέξης οργάνωσε μια μεγάλη γιορτή. Το μεγαλύτερο φαγοπότι που ‘χε δει το Χελιδόνι και τα περίχωρα. Όλοι ήταν καλεσμένοι. Προύχοντες και πολιτικοί, δάσκαλοι και χωροφυλάκοι, χωρικοί και βιοπαλαιστές. Όλοι έπρεπε να ‘ναι ‘κει, για να τιμήσουν τον Αλέξη τον Τρίτο.
Μόνο η γιαγιά, η Αρβανίτισσα, δεν θα ‘ταν.
~~
Λίγες μέρες πριν τη βασιλική βάφτιση βρέθηκε στην πόρτα του αρχοντικού η γητεύτρα απ’ τη Θάλαττα και ζήτησε να δει τον Αφέντη.
«Η μάνα σου είναι στα τελευταία της», του είπε χωρίς να μπει μέσα.
Ο Αλέξης πήγε κι έφερε δυο χρυσές λίρες.
«Αυτά αρκούν για την κηδεία της», είπε κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
«Περίμενε!» πρόλαβε να του πει η γητεύτρα.
Ο Αλέξης στήθηκε να την ακούσει. Η γητεύτρα έβαλε τα χρυσά στην ποδιά της και του είπε:
«Ξέχασες τη μάνα σου. Ξέχασες τη συμφωνία μας. Ξέχασες τον διάβολο. Αλλά ο διάολος δεν σε ξεχνάει.»
Ο Αλέξης την κλώτσησε στα μούτρα και την γκρεμοτσάκισε απ’ τα σκαλιά.
«Αν σε ξαναδώ στα κτήματα μου, στρίγγλα, θα βάλω να σου σπάσουν όλα σου τα κόκαλα», της είπε και μπήκε μέσα.
Η γητεύτρα δεν μίλησε. Έκανε μόνο, με το αριστερό της χέρι, τα κέρατα του διαβόλου. Και γύρισε στο χωριό για να θάψει τη Σοφία.
~~
Η βάφτιση έγινε κι ήταν πραγματικά βασιλική. Το μωρό δεν έκλαιγε, ο ήλιος έλαμπε, όλοι έφαγαν και ήπιαν, κι ο Αλέξης ένιωθε ότι όλος ο κόσμος του άνηκε. Και δεν πρόσεξε το πρόσωπο της Λήδας, το χαμόγελο της που θύμιζε την παλιά αρχόντισσα.
Ήταν λυκόφως όταν ξεκίνησαν με το αμάξι για το σπίτι. Κάποια στιγμή, κι ενώ πήγαιναν παράλληλα με το ποτάμι, του είπε να σταματήσει για λίγο, να κατέβει με το μωρό να του δείξει τις λιβελούλες.
Ο Αλέξης δέχτηκε, αλλά της είπε να κάνει γρήγορα, γιατί ήταν και πιωμένος.
Ο Ενιππέας, το ποτάμι, είναι ρηχός και ήρεμος όλο το χρόνο. Εκτός απ’ την άνοιξη που γίνεται χειμαρρώδης.
Ο Αλέξης είδε απ’ τον καθρέφτη την εγκυμονούσα Λήδα, με το νεοβάφτιστο αγκαλιά, να πηγαίνει στην όχθη. Εκεί έκατσε σ’ έναν βράχο, έβγαλε τα παπούτσια της και ξεκίνησε να βγάζει τις κάλτσες. Εκείνος έσκυψε να πιάσει το πακέτο με τα τσιγάρα του και καθώς άναβε το τσακμάκι τον φώτισε ο τρόμος.
Βγήκε γρήγορα απ’ το αμάξι και φώναξε τη γυναίκα του. Εκείνη δεν απάντησε κι έτρεξε να την προλάβει.
«Λήδα!» ξαναείπε βλέποντας ‘την να πηγαίνει ξυπόλητη στην άκρη του νερού.
«Ποιος φοβάται τώρα, χωριάτη;» του είπε η Λήδα.
Και πήδηξε στο ποτάμι, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά κι ένα μες στην κοιλιά. Τους κατάπιε χωρίς ν’ ακουστεί κλάμα.
Βούτησε κι ο Αλέξης, κολύμπησε για να τους σώσει, και παραλίγο να πνιγεί κι ο ίδιος. Τελικά πιάστηκε από ένα κλαδί και βγήκε έξω ξέπνοος.
~~
Δεν γύρισε στο αρχοντικό. Επί του ποταμού Ενιππέα έκατσε κι έκλαψε. Το πρωί κρέμασε σε μια ιτιά το σακάκι του και μπήκε στο αυτοκίνητο. Πήγε κοντά στον Καράτουλα και στη Θάλαττα, σ’ ένα απομακρυσμένο μέρος όπου του άνηκε μια παράγκα, κι έμεινε εκεί.
Στην αστυνομία δεν ήθελε να μιλήσει. Και στην κηδεία της γυναίκας του και του παιδιού, που ξέβρασε ο ποταμός λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, δεν πήγε. Την περιουσία του και τα δικαιώματα του τα εγκατάλειψε. Πούλησε μόνο το αυτοκίνητο κι αγόρασε μερικά τραπέζια και καρέκλες, κονιάκ, ελληνικό καφέ και παξιμάδια.
Κάποιους αγρότες που περνούσαν απ’ έξω και μπήκαν να τον συλλυπηθούν τους κέρασε τα δέοντα. Εκείνοι ντραπήκαν να φύγουν χωρίς να πληρώσουν κάτι, κι άφησαν λίγες δραχμές. Το ίδιο έκαναν κι οι επόμενοι -κι όσοι πήγαν μετά.
Έτσι, χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος, δημιουργήθηκε το καφενείο του Πεντακόσια, και κανείς δεν ξέρει γιατί τον λέγαν έτσι.
~~
Το παράξενο είναι ότι με τα χρόνια το καφενείο του, που είχε μόνο κονιάκ, σκέτο καφέ και παξιμάδια, έγινε σταθμός για τους άντρες της περιοχής -και για κείνους που ‘χαν φύγει στις πόλεις.
Κάθε άντρας με οικογένεια έπρεπε να πηγαίνει εκεί όταν μπορούσε, ίσως για να διώχνει την κακοτυχία απ’ τη ζωή του. Ή μπορεί να το έκαναν για να συλλογίζονται πόσο μάταια ήταν όλα και πόσοι τυχεροί ήταν που είχαν όσα είχαν.
~~
Κανείς δεν ξέρει να σου πει γιατί το κάνει. Ούτε κι εγώ.
Γιατί όποτε βρίσκομαι στη Θάλαττα, σπάνια τώρα πια, πηγαίνω στο θλιμμένο καφενείο του Πεντακόσια, πίνω τον καφέ μου και το κονιάκ, κι ύστερα φεύγω χωρίς να μιλήσω.
Αλλά βγαίνω εξιλεωμένος.
~~~~~~~~~~~~~~~
Η αρχή της ιστορίας εδώ Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου
~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Robert Frank, «Funeral, South Carolina, 1955»
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου