Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Λαχτάρας κι αποστροφής ανάμεσα,
Εκφυλίζουν τη θνητότητα οι σταγόνες∙
Μα σήμερα είχες πει πως θα ‘ρθεις…
Όταν τα ζώα σταμάτησαν τα ουρλιαχτά,
Κι άρχισαν συλλαβές ν’ αρθρώνουν∙
Έβγαλαν τις τρίχες τους και φόρεσαν ρούχα.
Όταν τις αισθήσεις τους αποδυνάμωσαν τα ζώα,
Κι επέκτειναν τα καλώδια∙
Έπαψε κι ο Διόνυσος στο σταφύλι πάνω να κοιμάται,
Κι η τροφή σε πλαστικούς παγιδεύτηκε μανδύες∙
Και κανένα νταούλι από δέρμα κατσικίσιο.
Ένας Πλανήτης στον αυτόματο πιλότο!
Και γι’ αλλαγές ώρα δεν ήταν.
Στη Μαύρη ανήκουν Ήπειρο οι «λιμασμένοι»,
Στα βομβαρδισμένα οι «πρόσφυγες» εδάφη∙
Στον Βορρά γινόμασταν ανάδοχοι εκ του μακρόθεν,
Πρωτίστως να ξενοιάσεις με την ανυπάκουη συνείδηση∙
Που καμιά φορά εγείρει ενοχές εκεί που δεν τη σπέρνουν.
Στη μέση τα δύσμοιρα Βαλκάνια,
Το μαύρο χρήμα να ξεπλένεται στη σκάφη∙
Να πλαστογραφούνται τα δημοψηφίσματα με θεσμικές ρυθμίσεις.
Εθνοκτονίας κι αρμονικότητας ανάμεσα,
Γκρέμιζαν γύρω ιδανικά κι έσπερναν ολέθρους∙
Μα σήμερα είχες πει πως θα ‘ρθεις…
Το δρεπανηφόρο του χειμάρρου άρμα κατέβαζε πολύ νερό,
Κι ο διαβρωμένος της Κοίτης πάτος∙
Ρουφούσε το «μάννα» αδημονώντας.
Και μόνο μιαν υπερυψωμένη ξέρα φέγγριζε,
Την πρωτογενή υπό-ανάπτυξή της∙
Να κουρνιάζει πάνω μια χήνα τα τσαλακωμένα της φτερά.
Η Εκάβη τα σαπισμένα στην ήβη κλώνια,
Με τρόπο εμβρυουλκούσε θεμιτό∙
Μ’ αθέμιτη ειρωνεία η Εκάτη τα προσκολλούσε πάλι,
Μ’ αιδοιοραφή φυλακίζοντάς τα.
Όλα τ’ ανδρείκελα με μιαν Υποκρισία ακατάσχετη,
Έρμαια στη στρατιωτικό-εξουσιαστική τους εργονομία∙
Παρηγοριές να προσφέρουν σ’ ακατανόητους στίχους.
Κι ύστερα τα πουλιά άρχισαν να καίγονται στα σύρματα,
Και κάθε που μια ψυχή χανόταν∙
Ένας «Ειδικός» βύζαινε τη θηλαία της στο ρείθρο.
Μια Λύπη πάντα να με παραστέκει!
Μα σήμερα νόμιζα πως θα ‘ρθεις…
Στον βραδινό μου περίπατο είδα έναν να ΣΟΥ μοιάζει!
Ίδια αφρόντιστη σκουρόχρωμη γενειάδα∙
Ίδιο βλέμμα καφετί χαοτικά σκουρόχρωμο∙
Ίδιο χαμόγελο με ντροπή συνεσταλμένη καθώς με κοιτούσες∙
Ποτέ σαν τ’ άλλα ζώα δεν πορευόσουν∙
Και Κανείς δεν γνώριζε πως Σ’ είχα γνωρίσει,
Σε Νύχτες τυφλές∙
Μ’ όλο το φως μέσα στα μάτια ΜΑΣ μόνο.
Ταράχτηκα!
Μα έστριψα τη μούρη απ’ την άλλη,
Νάζια να κάμω που ΜΕ ξέχασες.
Κι όλους τους θυμούς πέταξα στον ξένο,
Που μ’ απορία με θωρούσε περισσή.
Είχα κουραστεί να κοιτώ τριγύρω,
Πανό και συνθήματα στους τοίχους∙
Σαν δυσκαμψία δόγματος καθολικού.
Έγραφα πάντα χωρίς κανείς να ξέρει,
Όταν όλοι νόμιζαν «ηλιθιωδώς» πως με ξέρουν∙
Κι έτσι όπως έγραφα και τα ‘κρυβα κάτω απ’ το στρώμα,
Μην τα βρει κανείς κι αλήθεια ποτέ κανείς δεν τα ‘βρισκε∙
Κι έτσι όπως έγραφα και κάτω απ’ το στρώμα τα ξεχνούσα,
Δεν γνώριζα ούτε κι εγώ πως γράφω.
Μια Λύπη πάντα να με παραστέκει!
Μα σήμερα νόμιζα πως θα ‘ρθεις…
Κάποιος οργάνωνε διασκέψεις για εξάρτηση,
Φυσούσε ο Άνεμος∙
Προσφέροντας στο Σκοπό εξηγήσεις.
Κι αφού Κανείς δεν αντιστεκόταν,
Καχύποπτη έστεκα στη μέση του Ποταμού∙
Να υποτιμούσαν ή να διαχειρίζονταν οι Θνητοί,
Της Καλοκαγαθίας το κίνητρο;
Κανένα πλάσμα δεν έχει μοίρα,
Μόνο η Μοίρα έχει φτωχά υποκατάστατά της∙
Όλες οι αλλαγές αδιαχώριστες.
Ένας ζητιάνος άναβε το τελευταίο του σπίρτο,
Τα μάτια μεταμορφώνοντας της αγαπημένης του∙
Μια γιαγιά μισότυφλη άπλωνε τη μαγκούρα,
Στ’ απέναντι πεζοδρόμιο να περάσει∙
Η Στιγμή διέφθειρε την αίσθησή της,
Με πλήρη της Τέχνης της αυστηρότητα∙
Η Αντοχή είχε συλλέξει στο γραμματοκιβώτιο τα κριτήριά της,
Κι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει∙
Η περιγραφή είναι της Στιγμής.
Κι αφού όλα εξελίσσονταν με τρόπο ταχύ,
Μιαν άσωστη Νύχτα εξέλισσε και τη γραφή μου∙
Επειδή σήμερα είχες πει πως θα ‘ρθεις…
Φυσάει ο Άνεμος,
Γύρω ρήμαζε ο Ουρανός∙
Τι κι αν όλοι τη βασιλεία του υμνούσαν,
Μια σπαρακτική του αναμένοντας εξομολόγηση.
Η Κυρά των Αμπελιών σιωπηρή,
Με τον ίμερο τον ατελεύτητο τις αντιφάσεις της να μάσει∙
Οι Γυναίκες θα βιάζονταν με ψηφίσματα πια,
Κι όλοι με μιαν επίγνωση θα πορεύονταν∙
Στην οπτική που πρόσφερε ελπίδες.
Είχα κουραστεί να κοιτάζω γύρω,
Παράγκες σφαλιστές και καταδικασμένοι ειδωλολάτρες∙
Μόνο απ’ της χούφτας το ενδοσύμπαν,
Δραπέτευε το αόρατο μ’ ενυπόστατη ορμή∙
Πολύχρωμες κουκκίδες π’ ετοίμαζαν την έγερσή τους,
Κατά της πραγματικότητας του Χρόνου∙
Στης Δημιουργίας τη νομοθεσία ενάντια.
Μια Λύπη πάντα να με παραστέκει!
Μα σήμερα νόμιζα πως θα ‘ρθεις…
Πως ν’ αντέξεις τη διττή της Ζήσης ευθραυστότητα,
Κι όσα η ψυχή άγγιζε απ’ το Μέλλον∙
Κι αφού Πουλί δεν ήμουν να ‘χω φτερά,
Μήτε ελεημοσύνη τα μυστικά της να προδίδω∙
Κι αφού Ουρανός δεν ήμουν, αστέρια να ταξινομώ∙
Μήτε της Θάλασσας μιαν άσωστη φυσαλίδα,
Της διαίσθησης τις ρωγμές να φράζω.
Οι ζωγραφιές μου σε παράταξη,
Με νεύματα αισθαντικά παραλαλούσαν∙
Μάζευαν τα συντρίμμια στο πιθάρι,
Το Όλον να ξαναχτίσουν.
Επειδή ο Άνεμος φυσούσε,
Κι η Βία καταστέρωνε τους συμμάχους.
Μεσάνυχτα!
Και δεν ήρθες…
Η γραμμική του Χρόνου Μοναξιά,
Ροδοβολούσε ψίχουλα∙
Με ταπεινότητα τα μάζεψα δίχως να εκλιπαρώ,
Να τα μοιράσω στα πουλιά.
Όταν βρέχει κλειδώνω την ομπρέλα στο συρτάρι,
Όταν κάτι μετριάζεται για το καλό μου∙
Φορώ τα δαχτυλίδια μου σαν κάτοπτρα στην αρένα.
Όταν η Γνώση περιπλανάει την πεθυμιά,
Τον Άνεμο ηχογραφώ και τις κληρώσεις του.
Και το κεφάλι κρατώ στις φούχτες,
Σαν ετεροκίνητη προθυμία ψυχρή.
Κι ανάμεσα εγώ!
Βρήκα όλα τα γραπτά κάτω απ’ το στρώμα,
Κι όπως φυσούσε ο άνεμος μου τα σκορπούσε∙
Κι εγώ ήμουν ένας συλημένος τάφος,
Και τυμβωρύχος ο κάθε δυνητικός Αναγνώστης.
Και περιμετρικά της αρένας στρατιώτες με όπλα παρατεταγμένα∙
Να μην ελευθερωθεί κανείς.
Κι οι Ψίθυροι έλεγαν κρυφά,
Τις βόλτες τους στα Ξένα∙
Και στων selfies την ανασφάλεια,
Κρύβονταν οι Θνητοί∙
Η Ζωή χωρίς αυταπάτες,
Ένα Τίποτα θα ‘ταν.
Και δεν ήρθες…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Λαχτάρας κι αποστροφής ανάμεσα,
Εκφυλίζουν τη θνητότητα οι σταγόνες∙
Μα σήμερα είχες πει πως θα ‘ρθεις…
Όταν τα ζώα σταμάτησαν τα ουρλιαχτά,
Κι άρχισαν συλλαβές ν’ αρθρώνουν∙
Έβγαλαν τις τρίχες τους και φόρεσαν ρούχα.
Όταν τις αισθήσεις τους αποδυνάμωσαν τα ζώα,
Κι επέκτειναν τα καλώδια∙
Έπαψε κι ο Διόνυσος στο σταφύλι πάνω να κοιμάται,
Κι η τροφή σε πλαστικούς παγιδεύτηκε μανδύες∙
Και κανένα νταούλι από δέρμα κατσικίσιο.
Ένας Πλανήτης στον αυτόματο πιλότο!
Και γι’ αλλαγές ώρα δεν ήταν.
Στη Μαύρη ανήκουν Ήπειρο οι «λιμασμένοι»,
Στα βομβαρδισμένα οι «πρόσφυγες» εδάφη∙
Στον Βορρά γινόμασταν ανάδοχοι εκ του μακρόθεν,
Πρωτίστως να ξενοιάσεις με την ανυπάκουη συνείδηση∙
Που καμιά φορά εγείρει ενοχές εκεί που δεν τη σπέρνουν.
Στη μέση τα δύσμοιρα Βαλκάνια,
Το μαύρο χρήμα να ξεπλένεται στη σκάφη∙
Να πλαστογραφούνται τα δημοψηφίσματα με θεσμικές ρυθμίσεις.
Εθνοκτονίας κι αρμονικότητας ανάμεσα,
Γκρέμιζαν γύρω ιδανικά κι έσπερναν ολέθρους∙
Μα σήμερα είχες πει πως θα ‘ρθεις…
Το δρεπανηφόρο του χειμάρρου άρμα κατέβαζε πολύ νερό,
Κι ο διαβρωμένος της Κοίτης πάτος∙
Ρουφούσε το «μάννα» αδημονώντας.
Και μόνο μιαν υπερυψωμένη ξέρα φέγγριζε,
Την πρωτογενή υπό-ανάπτυξή της∙
Να κουρνιάζει πάνω μια χήνα τα τσαλακωμένα της φτερά.
Η Εκάβη τα σαπισμένα στην ήβη κλώνια,
Με τρόπο εμβρυουλκούσε θεμιτό∙
Μ’ αθέμιτη ειρωνεία η Εκάτη τα προσκολλούσε πάλι,
Μ’ αιδοιοραφή φυλακίζοντάς τα.
Όλα τ’ ανδρείκελα με μιαν Υποκρισία ακατάσχετη,
Έρμαια στη στρατιωτικό-εξουσιαστική τους εργονομία∙
Παρηγοριές να προσφέρουν σ’ ακατανόητους στίχους.
Κι ύστερα τα πουλιά άρχισαν να καίγονται στα σύρματα,
Και κάθε που μια ψυχή χανόταν∙
Ένας «Ειδικός» βύζαινε τη θηλαία της στο ρείθρο.
Μια Λύπη πάντα να με παραστέκει!
Μα σήμερα νόμιζα πως θα ‘ρθεις…
Στον βραδινό μου περίπατο είδα έναν να ΣΟΥ μοιάζει!
Ίδια αφρόντιστη σκουρόχρωμη γενειάδα∙
Ίδιο βλέμμα καφετί χαοτικά σκουρόχρωμο∙
Ίδιο χαμόγελο με ντροπή συνεσταλμένη καθώς με κοιτούσες∙
Ποτέ σαν τ’ άλλα ζώα δεν πορευόσουν∙
Και Κανείς δεν γνώριζε πως Σ’ είχα γνωρίσει,
Σε Νύχτες τυφλές∙
Μ’ όλο το φως μέσα στα μάτια ΜΑΣ μόνο.
Ταράχτηκα!
Μα έστριψα τη μούρη απ’ την άλλη,
Νάζια να κάμω που ΜΕ ξέχασες.
Κι όλους τους θυμούς πέταξα στον ξένο,
Που μ’ απορία με θωρούσε περισσή.
Είχα κουραστεί να κοιτώ τριγύρω,
Πανό και συνθήματα στους τοίχους∙
Σαν δυσκαμψία δόγματος καθολικού.
Έγραφα πάντα χωρίς κανείς να ξέρει,
Όταν όλοι νόμιζαν «ηλιθιωδώς» πως με ξέρουν∙
Κι έτσι όπως έγραφα και τα ‘κρυβα κάτω απ’ το στρώμα,
Μην τα βρει κανείς κι αλήθεια ποτέ κανείς δεν τα ‘βρισκε∙
Κι έτσι όπως έγραφα και κάτω απ’ το στρώμα τα ξεχνούσα,
Δεν γνώριζα ούτε κι εγώ πως γράφω.
Μια Λύπη πάντα να με παραστέκει!
Μα σήμερα νόμιζα πως θα ‘ρθεις…
Κάποιος οργάνωνε διασκέψεις για εξάρτηση,
Φυσούσε ο Άνεμος∙
Προσφέροντας στο Σκοπό εξηγήσεις.
Κι αφού Κανείς δεν αντιστεκόταν,
Καχύποπτη έστεκα στη μέση του Ποταμού∙
Να υποτιμούσαν ή να διαχειρίζονταν οι Θνητοί,
Της Καλοκαγαθίας το κίνητρο;
Κανένα πλάσμα δεν έχει μοίρα,
Μόνο η Μοίρα έχει φτωχά υποκατάστατά της∙
Όλες οι αλλαγές αδιαχώριστες.
Ένας ζητιάνος άναβε το τελευταίο του σπίρτο,
Τα μάτια μεταμορφώνοντας της αγαπημένης του∙
Μια γιαγιά μισότυφλη άπλωνε τη μαγκούρα,
Στ’ απέναντι πεζοδρόμιο να περάσει∙
Η Στιγμή διέφθειρε την αίσθησή της,
Με πλήρη της Τέχνης της αυστηρότητα∙
Η Αντοχή είχε συλλέξει στο γραμματοκιβώτιο τα κριτήριά της,
Κι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει∙
Η περιγραφή είναι της Στιγμής.
Κι αφού όλα εξελίσσονταν με τρόπο ταχύ,
Μιαν άσωστη Νύχτα εξέλισσε και τη γραφή μου∙
Επειδή σήμερα είχες πει πως θα ‘ρθεις…
Φυσάει ο Άνεμος,
Γύρω ρήμαζε ο Ουρανός∙
Τι κι αν όλοι τη βασιλεία του υμνούσαν,
Μια σπαρακτική του αναμένοντας εξομολόγηση.
Η Κυρά των Αμπελιών σιωπηρή,
Με τον ίμερο τον ατελεύτητο τις αντιφάσεις της να μάσει∙
Οι Γυναίκες θα βιάζονταν με ψηφίσματα πια,
Κι όλοι με μιαν επίγνωση θα πορεύονταν∙
Στην οπτική που πρόσφερε ελπίδες.
Είχα κουραστεί να κοιτάζω γύρω,
Παράγκες σφαλιστές και καταδικασμένοι ειδωλολάτρες∙
Μόνο απ’ της χούφτας το ενδοσύμπαν,
Δραπέτευε το αόρατο μ’ ενυπόστατη ορμή∙
Πολύχρωμες κουκκίδες π’ ετοίμαζαν την έγερσή τους,
Κατά της πραγματικότητας του Χρόνου∙
Στης Δημιουργίας τη νομοθεσία ενάντια.
Μια Λύπη πάντα να με παραστέκει!
Μα σήμερα νόμιζα πως θα ‘ρθεις…
Πως ν’ αντέξεις τη διττή της Ζήσης ευθραυστότητα,
Κι όσα η ψυχή άγγιζε απ’ το Μέλλον∙
Κι αφού Πουλί δεν ήμουν να ‘χω φτερά,
Μήτε ελεημοσύνη τα μυστικά της να προδίδω∙
Κι αφού Ουρανός δεν ήμουν, αστέρια να ταξινομώ∙
Μήτε της Θάλασσας μιαν άσωστη φυσαλίδα,
Της διαίσθησης τις ρωγμές να φράζω.
Οι ζωγραφιές μου σε παράταξη,
Με νεύματα αισθαντικά παραλαλούσαν∙
Μάζευαν τα συντρίμμια στο πιθάρι,
Το Όλον να ξαναχτίσουν.
Επειδή ο Άνεμος φυσούσε,
Κι η Βία καταστέρωνε τους συμμάχους.
Μεσάνυχτα!
Και δεν ήρθες…
Η γραμμική του Χρόνου Μοναξιά,
Ροδοβολούσε ψίχουλα∙
Με ταπεινότητα τα μάζεψα δίχως να εκλιπαρώ,
Να τα μοιράσω στα πουλιά.
Όταν βρέχει κλειδώνω την ομπρέλα στο συρτάρι,
Όταν κάτι μετριάζεται για το καλό μου∙
Φορώ τα δαχτυλίδια μου σαν κάτοπτρα στην αρένα.
Όταν η Γνώση περιπλανάει την πεθυμιά,
Τον Άνεμο ηχογραφώ και τις κληρώσεις του.
Και το κεφάλι κρατώ στις φούχτες,
Σαν ετεροκίνητη προθυμία ψυχρή.
Κι ανάμεσα εγώ!
Βρήκα όλα τα γραπτά κάτω απ’ το στρώμα,
Κι όπως φυσούσε ο άνεμος μου τα σκορπούσε∙
Κι εγώ ήμουν ένας συλημένος τάφος,
Και τυμβωρύχος ο κάθε δυνητικός Αναγνώστης.
Και περιμετρικά της αρένας στρατιώτες με όπλα παρατεταγμένα∙
Να μην ελευθερωθεί κανείς.
Κι οι Ψίθυροι έλεγαν κρυφά,
Τις βόλτες τους στα Ξένα∙
Και στων selfies την ανασφάλεια,
Κρύβονταν οι Θνητοί∙
Η Ζωή χωρίς αυταπάτες,
Ένα Τίποτα θα ‘ταν.
Και δεν ήρθες…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου