Στάθης
Καλημέρα σας! Οι γιορτές συνεχίζονται, για άλλους με τη μελαγχολία τους, για άλλους σαν ένα «Άρλεκιν» με το οποίο κανείς ξεχνιέται και για άλλους σαν μια σκυλοκατάσταση με πίστες, πιάτα, σπάσ’ τα και λαμέ λαμπάκια.
Έλεγε ο Νικολό Μακιαβέλι (ή μάλλον έγραφε σε μια επιστολή του στον Φραντζέσκο Βεττόρι το 1513): «Μόλις πέσει το βράδυ, γυρίζω στο σπίτι και μπαίνω στο γραφείο μου· και στο κατώφλι βγάζω από πάνω μου τα καθημερινά ρούχα, που είναι γεμάτα λάσπη και ιλύ, και φορώ ρούχα βασιλικά κι επίσημα· και ντυμένος όπως αρμόζει εισέρχομαι στις αρχαίες αυλές των αρχαίων ανδρών, όπου – όντας καλοδεχούμενος – τρέφομαι μ’ εκείνη την τροφή που είναι solum δική μου και που γι’ αυτή γεννήθηκα. Εκεί μέσα δεν ντρέπομαι να μιλώ μαζί τους και να τους ρωτώ για τις αιτίες των πράξεών τους. Κι εκείνοι από ευγένεια μου απαντούν, και για τέσσερις ώρες δεν νιώθω την παραμικρή πλήξη, ξεχνώ κάθε στενοχώρια, δεν φοβάμαι τη φτώχεια, δεν με τρομάζει ο θάνατος: αφοσιώνομαι ολότελα σ’ αυτούς». (Από τον πρόλογο του κ. Θανάση Γκιούρα στο έργο του Max Weber «Για την οικονομική και κοινωνική ιστορία της αρχαιότητας», εκδ. ΚΨΜ).
Ας φορέσουμε λοιπόν κι εμείς λίγη γαλήνη και περίσκεψη κι ας επισκεφθούμε όπως ο Μακιαβέλι τον Πλούταρχο δίπλα στο τζάκι του να γράφει το έργο του «Περί του μη δείν δανείζεσθαι», ή αλλέως πως «Οι συμφορές του δανεισμού», τίτλο υπό τον οποίον έχουν εκδώσει το εν λόγω έργο οι εκδόσεις «Νεφέλη» σε μετάφραση και σχολιασμό της κυρίας Πολυξένης Παπαθάνου.
Γράφει λοιπόν ο Πλούταρχος: «Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους – ή μάλλον ούτε καν δικοί τους, αυτό δεν θα ήταν και τόσο φοβερό. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βαρβάρων και βάναυσων, καθώς είναι οι τιμωροί και οι δήμιοι, που, όπως λέει ο Πλάτωνας («άνδρες άγριοι, διάπυροι ιδείν), περιμένουν τους ασεβείς στον Άδη». Αυτοί οι δανειστές (που κατά πλείονες μεταφραστές, στο συγκεκριμένο χωρίο ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί τη λέξη «αφανιστές») – αυτοί οι δανειστές - δυνάστες - αφανιστές, λοιπόν, «μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν «βυθίζοντας το ράμφος τους στα σωθικά τους» (αυτό το τελευταίο είναι Όμηρος, Οδύσσεια) – ενώ, τέλος, αυτοί οι ίδιοι οι (μελίρρυτοι πλέον για τον ΣΥΡΙΖΑ) δανειστές - δυνάστες και αφανιστές «εμποδίζουν τους δυστυχείς οφειλέτες να γευτούν τους καρπούς του δικού τους τρύγου και θερισμού».
Τι μας λένε ώς εδώ στην αρχαία και… νεκρή γλώσσα τους ο Πλούταρχος, ο Πλάτωνας και ο Όμηρος; Πρώτον ότι: όποιος δανείζεται γίνεται δούλος. Και δεύτερον ότι: γίνεται δούλος σε δούλους. Διότι μόνον δούλοι του χρήματος είναι εκείνοι που μετατρέπουν σε δούλους τους συνανθρώπους τους. Μόνον άξεστοι, τρισβάρβαροι και εν τέλει «υπεράνθρωποι» (ήγουν φασιστοπίτουρες) μπορεί να εκλαμβάνουν τους συνανθρώπους τους ως ανδράποδα και τους συμπατριώτες τους ως υπανθρώπους.
Πόσω μάλλον όλα αυτά, τη στιγμή που οι Έλληνες δεν φταίνε ως λαός για το χρέος στο οποίο αιχμαλωτίσθηκαν ως κοινωνία.
Δούλοι δούλων λοιπόν απ’ τους οποίους οι γραικύλοι περιμένουν έναν καλό λόγο, μια έξοδο στις αγορές (που οι εν λόγω δουλοειδείς αφέντες έχουν μετατρέψει σε «κολαστήρια»).
Καθ’ ότι γράφει στο ίδιο εδάφιο ο Πλούταρχος (παραπέμποντας με τη νεκρή κι ακατανόητη γλώσσα του στην… ασυνέχεια των πραγμάτων): «Όπως ο Δαρείος έστειλε τον Δάτι και τον Αρταφέρνη εναντίον της Αθήνας έχοντας στα χέρια αλυσίδες και δεσμά για όσους θα έπιαναν αιχμαλώτους, έτσι κι αυτοί (οι δανειστές) κουβαλώντας μαζί τους σάκους γεμάτους συμφωνητικά και συμβόλαια, σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδας, την οργώνουν από πόλη σε πόλη σπέρνωντας χρέη, που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους. Τόκους που δύσκολα ξεριζώνονται, ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν».
Έλεγαν οι Μεσσήνιοι (υπέρμαχοι κι αυτοί της… ασυνέχειας των Ελλήνων, όπως οι κ.κ. Μπαλτάς, Γαβρόγλου, Βερέμης και λοιποί Αβδηρίτες) ότι: «έστι Πύλος πρό Πύλοιο, Πύλος γε μέν έστι και άλλος», δηλαδή «υπάρχει μια Πύλος πριν την Πύλο κι υπάρχει κι άλλη μια Πύλος» ή, όπως θα έλεγε ο λαός, «σόι πάει το βασίλειο» και «πριν τον τόκο υπάρχει τόκος και μετά υπάρχει κι άλλος τόκος»…
Συνελόντι ειπείν, αν κάποιος ιδιώτης σαν άφρων δανείζεται, την τύχη του Τάνταλου για τον εαυτόν του απεργάζεται. Αν όμως, ένας λαός σε ένα χρέος παγιδευθεί, τότε ή την προδοσία θα πρέπει να αντιμετωπίσει ή στις σκιές του Άδη η ζωή των πολλών θα περιφέρεται…
Πηγή: topontiki.gr
Στάθης: Σχετικά με τον συντάκτη
Καλημέρα σας! Οι γιορτές συνεχίζονται, για άλλους με τη μελαγχολία τους, για άλλους σαν ένα «Άρλεκιν» με το οποίο κανείς ξεχνιέται και για άλλους σαν μια σκυλοκατάσταση με πίστες, πιάτα, σπάσ’ τα και λαμέ λαμπάκια.
Έλεγε ο Νικολό Μακιαβέλι (ή μάλλον έγραφε σε μια επιστολή του στον Φραντζέσκο Βεττόρι το 1513): «Μόλις πέσει το βράδυ, γυρίζω στο σπίτι και μπαίνω στο γραφείο μου· και στο κατώφλι βγάζω από πάνω μου τα καθημερινά ρούχα, που είναι γεμάτα λάσπη και ιλύ, και φορώ ρούχα βασιλικά κι επίσημα· και ντυμένος όπως αρμόζει εισέρχομαι στις αρχαίες αυλές των αρχαίων ανδρών, όπου – όντας καλοδεχούμενος – τρέφομαι μ’ εκείνη την τροφή που είναι solum δική μου και που γι’ αυτή γεννήθηκα. Εκεί μέσα δεν ντρέπομαι να μιλώ μαζί τους και να τους ρωτώ για τις αιτίες των πράξεών τους. Κι εκείνοι από ευγένεια μου απαντούν, και για τέσσερις ώρες δεν νιώθω την παραμικρή πλήξη, ξεχνώ κάθε στενοχώρια, δεν φοβάμαι τη φτώχεια, δεν με τρομάζει ο θάνατος: αφοσιώνομαι ολότελα σ’ αυτούς». (Από τον πρόλογο του κ. Θανάση Γκιούρα στο έργο του Max Weber «Για την οικονομική και κοινωνική ιστορία της αρχαιότητας», εκδ. ΚΨΜ).
Ας φορέσουμε λοιπόν κι εμείς λίγη γαλήνη και περίσκεψη κι ας επισκεφθούμε όπως ο Μακιαβέλι τον Πλούταρχο δίπλα στο τζάκι του να γράφει το έργο του «Περί του μη δείν δανείζεσθαι», ή αλλέως πως «Οι συμφορές του δανεισμού», τίτλο υπό τον οποίον έχουν εκδώσει το εν λόγω έργο οι εκδόσεις «Νεφέλη» σε μετάφραση και σχολιασμό της κυρίας Πολυξένης Παπαθάνου.
Γράφει λοιπόν ο Πλούταρχος: «Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους – ή μάλλον ούτε καν δικοί τους, αυτό δεν θα ήταν και τόσο φοβερό. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βαρβάρων και βάναυσων, καθώς είναι οι τιμωροί και οι δήμιοι, που, όπως λέει ο Πλάτωνας («άνδρες άγριοι, διάπυροι ιδείν), περιμένουν τους ασεβείς στον Άδη». Αυτοί οι δανειστές (που κατά πλείονες μεταφραστές, στο συγκεκριμένο χωρίο ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί τη λέξη «αφανιστές») – αυτοί οι δανειστές - δυνάστες - αφανιστές, λοιπόν, «μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν «βυθίζοντας το ράμφος τους στα σωθικά τους» (αυτό το τελευταίο είναι Όμηρος, Οδύσσεια) – ενώ, τέλος, αυτοί οι ίδιοι οι (μελίρρυτοι πλέον για τον ΣΥΡΙΖΑ) δανειστές - δυνάστες και αφανιστές «εμποδίζουν τους δυστυχείς οφειλέτες να γευτούν τους καρπούς του δικού τους τρύγου και θερισμού».
Τι μας λένε ώς εδώ στην αρχαία και… νεκρή γλώσσα τους ο Πλούταρχος, ο Πλάτωνας και ο Όμηρος; Πρώτον ότι: όποιος δανείζεται γίνεται δούλος. Και δεύτερον ότι: γίνεται δούλος σε δούλους. Διότι μόνον δούλοι του χρήματος είναι εκείνοι που μετατρέπουν σε δούλους τους συνανθρώπους τους. Μόνον άξεστοι, τρισβάρβαροι και εν τέλει «υπεράνθρωποι» (ήγουν φασιστοπίτουρες) μπορεί να εκλαμβάνουν τους συνανθρώπους τους ως ανδράποδα και τους συμπατριώτες τους ως υπανθρώπους.
Πόσω μάλλον όλα αυτά, τη στιγμή που οι Έλληνες δεν φταίνε ως λαός για το χρέος στο οποίο αιχμαλωτίσθηκαν ως κοινωνία.
Δούλοι δούλων λοιπόν απ’ τους οποίους οι γραικύλοι περιμένουν έναν καλό λόγο, μια έξοδο στις αγορές (που οι εν λόγω δουλοειδείς αφέντες έχουν μετατρέψει σε «κολαστήρια»).
Καθ’ ότι γράφει στο ίδιο εδάφιο ο Πλούταρχος (παραπέμποντας με τη νεκρή κι ακατανόητη γλώσσα του στην… ασυνέχεια των πραγμάτων): «Όπως ο Δαρείος έστειλε τον Δάτι και τον Αρταφέρνη εναντίον της Αθήνας έχοντας στα χέρια αλυσίδες και δεσμά για όσους θα έπιαναν αιχμαλώτους, έτσι κι αυτοί (οι δανειστές) κουβαλώντας μαζί τους σάκους γεμάτους συμφωνητικά και συμβόλαια, σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδας, την οργώνουν από πόλη σε πόλη σπέρνωντας χρέη, που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους. Τόκους που δύσκολα ξεριζώνονται, ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν».
Έλεγαν οι Μεσσήνιοι (υπέρμαχοι κι αυτοί της… ασυνέχειας των Ελλήνων, όπως οι κ.κ. Μπαλτάς, Γαβρόγλου, Βερέμης και λοιποί Αβδηρίτες) ότι: «έστι Πύλος πρό Πύλοιο, Πύλος γε μέν έστι και άλλος», δηλαδή «υπάρχει μια Πύλος πριν την Πύλο κι υπάρχει κι άλλη μια Πύλος» ή, όπως θα έλεγε ο λαός, «σόι πάει το βασίλειο» και «πριν τον τόκο υπάρχει τόκος και μετά υπάρχει κι άλλος τόκος»…
***
Συνελόντι ειπείν, αν κάποιος ιδιώτης σαν άφρων δανείζεται, την τύχη του Τάνταλου για τον εαυτόν του απεργάζεται. Αν όμως, ένας λαός σε ένα χρέος παγιδευθεί, τότε ή την προδοσία θα πρέπει να αντιμετωπίσει ή στις σκιές του Άδη η ζωή των πολλών θα περιφέρεται…
Πηγή: topontiki.gr
Στάθης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου