Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Ο ταχυδρομικός του σάκος

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης


Η χειρότερή του ήταν κάθε Δευτέρα. Που έπρεπε να πάρει το αυτοκίνητο. Δρομολόγιο στο τέρμα του πουθενά. Από έναν ζικ ζακ δρόμο. Σκέτη ζαλούρα και μπόλικα γκρεμνά. Με λίγα μόνο χιλιόμετρα άσφαλτο, άλλα τόσα χοντρό χαλίκι και όλα τα άλλα χώμα. Σκαμμένο χώμα, γεμάτο λακκούβες και εμπόδια. Που την άνοιξη και το φθινόπωρο πλημμύριζε από τους χειμάρρους, τον χειμώνα σκεπαζόταν από μισό μέτρο χιόνι και τον υπόλοιπο χρόνο ήταν μονίμως λασπωμένος. Συν τις κατολισθήσεις, τις διαβρώσεις, τους πεσμένους κορμούς των δέντρων. Τα μηχανήματα του δήμου σπάνια ανέβαιναν για να τον ανοίξουν, να τον στρώσουν και να τον συμμαζέψουν. Αφού εκτός από τον αγροτικό γιατρό και τον ίδιο, ψυχή δεν πάταγε εκεί πάνω. Ακόμη και για ολόκληρες βδομάδες. Και ούτε που υπήρχε λόγος να πατήσει. Σαράντα μόλις κάτοικοι. Οι πιο πολλοί υπερήλικες. Χίλια τετρακόσια μέτρα υψόμετρο. Πενήντα χιλιόμετρα μακριά από τον πολιτισμό. Και κάμποσες δεκαετίες πίσω από τον χρόνο.

Έτσι τουλάχιστον ένιωθε κάθε φορά που κατάφερνε μετά κόπων και βασάνων να φτάσει. Με την ίδια αίσθηση που είχε κι όταν πήγε προσκυνητής στο Άγιο Όρος. Ότι οι δείχτες μερικών ρολογιών αλλιώς γυρνάνε. Ή μπορεί να μη γυρνάνε καθόλου. Μένοντας κολλημένοι στο παρελθόν. Σαν τις κιτρινισμένες φωτογραφίες από το άλμπουμ της γιαγιάς του. Σκόρπια χαμόσπιτα στις πλαγιές, κοπάδια από κριάρια και κατσίκες στα ξέφωτα του δάσους, τσαρούχια από δέρμα χοίρου, αχνιστή αγελαδινή σβουνιά στους δρόμους, μαυροφορεμένες γριές με τσεμπέρια κι ένα μπακάλικο της κακιάς ώρας. Που ’ταν και καφενείο. Κουρείο. Αγροτικό ιατρείο. Και ασφαλώς ταχυδρομείο.

Εκεί απέθετε κάθε πρωί Δευτέρας, γύρω στις 11, το ελάχιστο περιεχόμενο του ταχυδρομικού του σάκου. Ενόσω τα γεροντίστικα μάτια φωτίζονταν από μια αμυδρή ελπίδα. Ότι τούτη τη φορά μπορεί και να ’βλεπαν κάτι παραπάνω από λογαριασμούς ρεύματος, τραπεζικές ειδοποιήσεις και διαφημιστικά έντυπα για γυμναστήρια, προγράμματα διαίτης και προσφορές των σούπερ μάρκετ. Ίσως μια επιστολή από τον γιο τους στη Βοστώνη ή μια ευχετήρια κάρτα από την ανιψιά τους στην Καμπέρα της Αυστραλίας ή τουλάχιστον μια φωτογραφία από τον γάμο της εγγονής τους στη Θεσσαλονίκη. Αλλά περήφανοι άνθρωποι. Δεν ξιπάζονταν με κλάψες και παρακαλητά και ανυπομονησίες. Καμώνονταν τους αδιάφορους και τους υπεράνω, έστω κι αν το βλέμμα τους στον σάκο του συνέχεια ξαναγύρναγε.

Κι ήταν όμορφα κείνες τις ελάχιστες στιγμές. Με όλους τους γέρους και τις γριές του χωριού να στριμώχνονται στα γύρω τραπέζια. Όση περίπου ώρα έβαζε το χέρι κι έκανε ότι έψαχνε. Καθυστερώντας σκόπιμα τη διαδικασία. Άλλοτε με πειράγματα για το αν ήτανε καλά παιδιά αυτή τη βδομάδα, άλλοτε με σόκιν χωρατά για τα πονηρά όνειρα που έβλεπαν τις νύχτες και άλλοτε με περίεργες ειδήσεις από όλο τον κόσμο. Ότι σχεδιάζουνε οι Αμερικανοί ταξίδια αναψυχής στο διάστημα ή ότι στην Αθήνα έγιναν καλλιστεία για πολύ ευτραφείς κυρίες ή ότι στο Μαλί έχουνε σαν έδεσμα σκυλίσιο κρέας. Ώσπου να ξαναβγάλει τα άδεια χέρια του από τον σάκο, επικυρώνοντας τελετουργικά μια ακόμη διάψευση.

Την ίδια ακριβώς διάψευση που διέκρινε στο πρόσωπο της γιαγιάκας του, όταν οι γονείς του, από χρόνια στη Γερμανία, ξεχνούσαν να τις απευθύνουν με κάρτα τον στερεότυπο μηνιαίο χαιρετισμό: «Σεβαστή μας μητέρα, εν υγεία και προκοπήν τελούντες ευχόμεθα καλόν μήναν δια εσάς και δια τον Πετράκην μας…». Ο δε Πετράκης το ’χε μάθει καλά το μάθημά του κι ήξερε ότι κάθε φορά που γυρνούσε με άδεια χέρια από τον ταχυδρόμο η γιαγιά του θα έπρεπε να μιμηθεί τον κόκορα από το κοτέτσι τους, «κικιρίκουουου», και την κατσίκα από το μαντρί τους, «μπεεεε», για να διώξει τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονταν στο πρόσωπό της και να ξαναβγεί λιγουλάκι ο ήλιος στα θαμπά της μάτια.

Πολύ θα ’θελε με ένα «κικιρίκουουου» και με ένα «μπεεεε» να άλλαζε και τώρα το κλίμα στο καφενείο. Ή να αποκτήσει τις μαγικές ικανότητες των ταχυδακτυλουργών με το καπέλο. Και βάζοντας ξανά το χέρι του στον άδειο σάκο να τραβήξει από μέσα λαγούς, περιστέρια, ημίγυμνες βοηθούς και στο τέλος τέλος επιστολές -πάρα πολλές επιστολές. Μπας και διαλύσει μαζί με τις δικές τους συννεφιές και τη χειμερινή ομίχλη της γιαγιάκας του. Έτσι όπως ανακαλούσε τη μορφή της. Όταν την τρίτη μέρα της νοσηλείας της στο νοσοκομείο, τον φώναξε εσπευσμένα. Αλλά αυτός έδινε εξετάσεις για το πτυχίο. Και την άλλη μέρα, που έτρεξε κοντά της, ήταν πια πολύ αργά. Από τότε κάποια «κικιρίκουουου» και «μπεεεε» εκκρεμούν μες στο μυαλό του. Βοώντας σιωπηλά όταν διαβαίνει την έξοδο του μπακάλικου. Που ’ταν και καφενείο. Κουρείο. Αγροτικό ιατρείο. Και ασφαλώς ταχυδρομείο.

Και αυτός ασφαλώς ο ταχυδρόμος. Με έναν άδειο σάκο, ελαφρύ σαν πούπουλο, που βάραινε παρ’ όλα αυτά στην πλάτη του. Γεμάτος διαψεύσεις. Και μπόλικες σιωπές. Ώσπου είδε κι απόειδε. Μια Κυριακή απόγευμα. Όχι, όχι άλλα συννεφάκια, σκέφτηκε. Φτάνουν πια οι δυνατές βροχές και οι πυκνές οι χιονοπτώσεις.

Την άλλη μέρα, πρωί Δευτέρας. Στα μέσα του Φλεβάρη. Ώρα 11.30. Μπαίνει όπως κάθε άλλη φορά στο μπακάλικο. Αποθέτει τον σάκο στο τραπέζι. Για να βγάλει από μέσα όχι λογαριασμούς του ρεύματος, τραπεζικές ειδοποιήσεις και διαφημιστικά με τις προσφορές των σούπερ μάρκετ αλλά επιστολές. Με φάκελο. Όνομα παραλήπτη. Και περιεχόμενο. Ναι, και περιεχόμενο. Κάτι ποιήματα. Του Σολωμού και του Καρυωτάκη και του Λειβαδίτη και του Δροσίνη και του Αλεξάνδρου. Και άλλων και άλλων. Και αφού μοίρασε τα γράμματα, φορτώθηκε αμέσως τον άδειο σάκο. Που σαν να ελάφρυνε στον ώμο του. Βγήκε από την πόρτα. Σταμάτησε για λίγο έξω από το παράθυρο. Βλέποντάς τους τη στιγμή που άνοιγαν τους φακέλους, έβγαζαν τα ποιήματα και άρχιζαν την ανάγνωση. Μουρμουρίζοντας τις λέξεις και ξύνοντας τα κεφάλια τους. Σαν μαθητούδια του δημοτικού. Ή ρωτώντας δεξιά και αριστερά τι σημαίνει αυτό και τι σημαίνει το άλλο.

Και όταν την άλλη βδομάδα, ξαναμπήκε στο μπακάλικο. Σαν κάτι να είχε αλλάξει. Αντί για τα δικά του χωρατά και τα πειράγματα και τις ειδήσεις με τα περίεργα γεγονότα, πήραν μονάχοι τους τον λόγο και του έλεγαν. Πόσο πολύ τους άρεσαν τα ποιήματα. Ώστε να τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους. Δροσίνης τέσσερα αβγά. Λειβαδίτης ένα ποτήρι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Και Σολωμός ένας βαρύς γλυκός με μπόλικες φουσκάλες. Ή να απαγγέλλουν στα ξεκάρφωτα στίχους. Ενόσω παίζανε το τάβλι τους και το κουμ καν τους, πλέκανε τις καλτσίνες τους και σκουπίζανε τα μαντριά τους. «Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης» και «η ποίησης είναι το καταφύγιο που φθονούμε» και «την είδα την ξανθούλα, την είδα ’ψες αργά».

Πήρε θάρρος αυτός. Και έβγαλε αμέσως από τον σάκο τις καινούριες επιστολές. Γραμμένες επιστολές. Με φάκελο. Όνομα παραλήπτη. Και περιεχόμενο. Ναι, και περιεχόμενο. Κάτι ζωγραφιές. Καρδούλες και καραβάκια και ανθρωπάκια και σπιτάκια. Που σκάρωσε ο γιος του και οι φίλοι του όλη τη βδομάδα στο νηπιαγωγείο. Και αφού μοίρασε όλες τις επιστολές, έσκυψε το κεφάλι, φορτώθηκε τον άδειο σάκο και βγήκε. Σταματώντας ξανά στο παράθυρο. Για να τους δει την ώρα που έσχιζαν με περιέργεια τον φάκελο, άνοιγαν διάπλατα τα μάτια, έτριβαν αμήχανοι το μέτωπο και στο τέλος έλαμπε από χαρά το πρόσωπό τους. Δείχνοντας δεξιά και αριστερά το σκίτσο που τους έλαχε.

Και όταν την άλλη τη βδομάδα, ξαναμπήκε στο μπακάλικο. Πρώτη Δευτέρα του Μάρτη. Ξανά στις 11.30. Είδε τις ζωγραφιές του γιου και των φίλων του να στολίζουν τα παράθυρα και τους τοίχους. Αλλά πιο πολύ του άρεσε που είδε το φλιτζάνι του καφέ ζωγραφισμένο και την πλάτη της καρέκλας ζωγραφισμένη και το ψυγείο με τα αναψυκτικά ζωγραφισμένο και τα μάτια των γερόντων ζωγραφισμένα. Όλα με έντονα χρώματα. Από κείνα τα πολύχρωμα του ουράνιου τόξου, όταν βγαίνει απότομα ο ήλιος εν μέσω δυνατής βροχής.

«Τι γράμματα μάς έχεις για σήμερα γραμμένα, ταχυδρόμε;» τον ρωτούν. Μεμιάς μοιράζει μολύβι, σβήστρα και χαρτί σε όλους. Όσα λιμνάζουν μέσα τους να πούνε. Κάτι αμίλητες σιωπές να τις μιλήσουν μεταξύ τους. Στα γράμματα που ποτέ δεν τόλμησαν να γράψουν ο ένας για τον άλλον. Για το μεράκι μιας παλιάς αγάπης. Την κουμπαριά που χάλασε στα καλά καθούμενα. Κάποια καταπατημένα μέτρα από το οικόπεδο με τον μπαξέ. Ή ακόμη βαθύτερα. Το νόημα της ζωής. Τον φόβο του θανάτου. Την ύπαρξη ή μη Θεού.

Παίρνει καρέκλα ανάμεσά τους και ο ίδιος. Βγάζει μολύβι, σβήστρα και χαρτί. Ξεκινώντας με ένα «Σεβαστή μου γιαγιάκα», ενόσω νιώθει μέσα του να σιγούν τα βελάσματα και τα κακαρίσματα, «εν υγεία και προκοπήν τελών εύχομαι καλόν μήναν δια εσέ και δια τους λατρεμένους μου γονείς…».

Πηγή: artinews.gr



Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου