Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Μικρές νοθείες

Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου


Με λένε Γιάννη, είμαι άδειος και νιώθω καλά.

Όχι εντελώς καλά, νομίζω. Μα, με τα έτσι και τα αλλιώς, με τις μικρές νοθείες που διδάχτηκα και που έμαθα καλά, γέμισα λίγο τις άγιες μέρες.

Είκοσι οχτώ χρονών άνεργος…

Πιο παλιά με ενοχλούσε αυτό. Άκουγα τους ψιθύρους των γονιών μου και μάτωνα.

«Πες του να κάνει κάτι, τι περιμένει»;

«Κάνε λίγο υπομονή Θανάση, ψάχνει το παιδί».

«Τι το σπουδάσαμε»;

«Να πάει λαντζέρης θες»;

Έκανα πως δεν άκουγα, μα πνιγόμουν…

Είχα όνειρα να κάνω καριέρα, να φτάσω ψηλά, να τους ξεκουράσω κι εκείνους τους δόλιους, να καμαρώνουν…

Τώρα ο πατέρας ούτε καν μου μιλάει. Ούτε με ρωτάει, ούτε με κοιτάζει με αγωνία κάθε που μπαίνω στο σπίτι. Κάθεται στην ίδια θέση ό,τι ώρα και να ‘ναι, με τα μάτια στυλωμένα στο κενό.

Η μάνα δεν άλλαξε. Είναι η ίδια. Έτσι όπως την ήξερα πάντα.

Η ίδια καρτερία στο βλέμμα της, τα ίδια σταυρώματα στην πλάτη μου κάθε φορά που ανοίγω την εξώπορτα.

Φέτος έκανε με περισσή χαρά τα στολίσματα. Γέμισε το σπίτι με γιρλάντες, τόσες, που δεν είχε βάλει ποτέ. Γιρλάντες που μαδούσαν όταν τις πλησίαζες. Φαντάσου να τις άγγιζες κιόλας.. Αχ η γλυκιά η μάνα... Ακόμη και στις φωτογραφίες απ’ τα πεθαμένα παππούδια κρέμασε κι από μια αστραφτερή γιρλάντα.

«Να νιώσει Χριστούγεννα το παιδί Θανάση», μονολογούσε. Λες και ο Θανάσης την ρώτησε... Λες και θα της απαντούσε…

Το φαΐ δε μας έλειψε. Ας είναι καλά το κοινωνικό παντοπωλείο. Τώρα πια δεν κρύβομαι όταν βλέπω το αυτοκίνητο του δήμου να σταθμεύει έξω απ’ το σπίτι και να κατεβάζει σακούλες. Ίσα ίσα, βγαίνω και τις μεταφέρω ο ίδιος, ευχαριστώντας τους υπαλλήλους.

Έτσι μου έμαθαν…

Να εκμεταλλεύομαι όλες τις παροχές, όλα τα βοηθήματα που δίνει από το κρατικό υστέρημα η κυβέρνηση στους αναξιοπαθούντες. Και η κατεψυγμένη γαλοπούλα ήταν υπέροχη. Όπως και τα μελομακάρονα και το τυρί και τα πορτοκάλια και οι πατάτες, όλα πεντανόστιμα.

Ευτυχώς που δηλώθηκα φιλοξενούμενος χωρίς να το ξέρει ο πατέρας και τσεπώσαμε και ένα 500αρι επιπλέον. Δεν τα κράτησα όλα. Τι να τα κάνω εγώ άλλωστε; Εκείνος πληρώνει το ενοίκιο, το ρεύμα, τα κοινόχρηστα. 60 ευρώ κράτησα μόνο, και πήρα ένα μπουφάν κι ένα ζευγάρι μποτάκια απ’ το κινέζικο της γειτονιάς.

«Σήκω πουλάκι μου».

«Να πας να πεις τα κάλαντα στη γιαγιά».

«Πήρε τη σύνταξη»

«Να είσαι ο πρώτος, μην σε προλάβει ο Αργύρης», (το άλλο εγγόνι της, ετών 26).

Πρωί πρωί παραμονής, η φωνή της μάνας ακούμπησε το μαξιλάρι μου μελιστάλαχτη

«Θα πάω μάνα», απάντησα και δεν με κατέπληξα. Το είχα κατά νου.
.
Ναι, αν και άδειος, είμαι καλά.

Και δεν ντρέπομαι να πω τα κάλαντα, αν και είκοσι οχτώ χρονών…

Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι εντελώς καλά.

Ακόμη ηχεί στα αφτιά μου η σπασμένη φωνή του πατέρα στο γιορτινό τραπέζι

«Μικρέ, πάρε κάνα ψιλό από το παντελόνι, να έχεις να βγεις χρονιάρα μέρα».

Είχα μήνες να την ακούσω…

Είχα μήνες να με νιώσω να αντιδρώ...

Με λένε Γιάννη και μόλις εισπράξω το βοήθημα αλληλεγγύης, θα είμαι καλύτερα.

Αλήθεια… μήπως ακούσατε πότε θα δοθεί ;



Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου