Παναγιώτης Οικονομίδης
Το περίγραμμα των βουνών διαγραφόταν πλέον καθαρά. Ο χωλός ζητιάνος άνοιξε τα μάτια του και τέντωσε τα μέλη του. Το φως ήταν αρκετό ώστε να μπορέσει να βρει τα δεκανίκια του και να πάει μέχρι τον πυκνό θάμνο για να ανακουφίσει το σώμα του.
Επέστρεψε στη θέση του και βόλεψε τα κουρέλια και το κορμί του πάνω στην φθαρμένη ψάθα. Έστρεψε προς το εσωτερικό της πύλης. Θόρυβος από άμαξα ακουγόταν. Άπλωσε βιαστικά το χωλό μέλος του πάνω στον δρόμο και πήρε το ύφος που πάντα έπειθε τους περαστικούς. Η άμαξα φάνηκε στη πύλη. Ο ηνίοχος τράβηξε τα γκέμια και σταμάτησε. Ένας στρατιώτης από την συνοδεία πέρασε μπροστά και κλώτσησε το δεκανίκι του χωλού.
-Μαζέψου να περάσει ο άρχοντας.
Ο χωλός απευθύνθηκε στον επιβάτη του άρματος.
-Που πηγαίνεις άρχοντα; Η κορυφή του Ελικώνα ακόμα δεν φωτίστηκε. Ποια ανάγκη μπορεί να απομακρύνει το βασιλιά από το ανάκτορο του μια τέτοια ώρα; Ή μήπως δεν είναι ανάγκη αλλά κάτι πιο σκοτεινό;
-Σώπα ζητιάνε. Δεν ξέρεις σε ποιόν απευθύνεσαι.
Ο χωλός στράφηκε στον στρατιώτη.
-Μάθε να υπακούς τι διαταγές του αφέντη σου και σκέψου ότι εσύ μπορεί να μην ξέρεις σε ποιόν απευθύνομαι.
Ο άρχοντας πάνω από το άρμα μίλησε στον ζητιάνο.
-Τι σε μέλει που πηγαίνει ο άρχοντας της πόλης;
-Πάντα με μέλει όταν οι άρχοντες δείχνουν σπουδή μια τέτοια ώρα.
-Τι εννοείς μίλα καθαρά και μην παριστάνεις την Σφίγγα.
-Α! Ναι η Σφίγγα. Αυτός είναι ο φόβος σου; Αυτή που με τον χαμό της θα σου δείξει ότι έφτασε η ώρα σου; Τότε έπρεπε να βγεις από άλλη πύλη, αυτή με τις βρύσες. Αλήθεια πάνε δυο μέρες που δεν έχω ακούσει την στριγκλιά της σαν κατασπαράζει κάποιον. Αν δεν γυρεύεις αυτή τότε τι σε φέρνει σε αυτόν τον δρόμο;
-Στους Δελφούς πηγαίνω για να πάρω χρησμό.
-Κιόλας άρχοντα;
- Τί εννοείς κιόλας;
-Θα μου πεις επέρασαν 20 χρόνια από τότε; Σωστά;
Ο άρχοντας κατέβηκε από το άρμα του.
-Και ποιος είσαι εσύ; Πως βρέθηκες εδώ; Ποιο είναι το όνομά σου;
-Σιγά, σιγά άρχοντα. Μια μια τις ερωτήσεις. Το όνομά μου είναι Εσύ. Βρέθηκα εδώ με την άδεια ενός άλλου άρχοντα που με αντάμειψε για την θυσία μου. Είμαι αυτός που στέκεται εδώ από τότε που ξαναπέρασες πηγαίνοντας στο ναό του Λοξία.
-Τι κουταμάρες μου λες. Το όνομά σου είναι το δικό μου;
-Όχι δεν είπα αυτό. Είπα το όνομά μου είναι Εσύ. Έτσι με φωνάζουν εδώ. Όποιος περνάει μου λέει :Εϊ! Εσύ.
-Και το πόδι σου πως το έχασες;
-Σε μια μάχη, που στρατός μας καταστράφηκε ολοσχερώς. Μπήκα μπροστά από τον πεσμένο μου άρχοντα την ώρα που ένας στρατιώτης πήγαινε να τον σκοτώσει. Το σπαθί του βόγκηξε πάνω στην περικνημίδα μου αλλά άφησε ένα επιπόλαιο τραύμα. Αργότερα το πόδι μου πρήστηκε και το έκοψαν για να σωθεί το υπόλοιπο σώμα μου, αυτό που τώρα βλέπεις ντυμένο με τα κουρέλια που μου αφήνουν οι διαβάτες. Ο άρχοντας αυτός, μου επέτρεψε να στέκομαι εδώ και με άφησε να εξασφαλίζω την ύπαρξη μου από την φιλευσπλαχνία των περαστικών. Γι’ αυτό αν θέλεις λάβε και συ θέση στο τραπέζι μου με την προσφορά σου.
Το άλογο από το άρμα χτύπησε τα πόδια του στο έδαφος. Ο άρχοντας, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το πρόσωπο του άλλου, χαμήλωσε το σώμα του ώστε το πρόσωπό του να βρεθεί στο ύψος του προσώπου του χωλού και παράγγειλε στον στρατιώτη.
-Βλέπει περισσότερα απ’ όσα δείχνει. Δώστε σε αυτόν τον άνθρωπο το νερό μας και το μισό ψωμί μας. Εμείς θα μπορέσουμε να βρούμε άλλο στον δρόμο μας. Μέχρι μεθαύριο που θα επιστρέψουμε θα του φτάσει. Τότε θα μπορέσουμε να τον ξαναρωτήσουμε για να μας πει τι είδε.
-Σαν άνθρωπος με τρεισήμισι πόδια έχω δει πολλά. Αλλά δεν ξέρω αν θέλεις να τα μάθεις. Άρχοντα ευχαριστώ για την γενναιόδωρη προσφορά σου. Έχετε πολύ δρόμο να κάνετε. Εμένα όλο και κάποιος θα με συντρέξει για αύριο. Εξασφάλισέ μου το τώρα και για το μετά θα περάσουν κι άλλοι από εδώ.
-Όχι. Θα γίνει όπως είπα. Πρέπει όμως να κινήσουμε γιατί η μέρα θα είναι ζεστή.
-Το νου σου άρχοντα. Τα μάτια και τα αυτιά σου ανοιχτά.
Το άρμα ξεκίνησε και οι στρατιώτες ακολουθούσαν βαδίζοντας με βιά. Μετά από τα χωράφια μπήκαν πλέον να πορεύονται ανάμεσα στους λόγγους και το δάσος. Τα πουρνάρια είχαν αρχίσει να μυρίζουν και οι δροσοσταλίδες είχαν χαθεί από τα φύλλα. Θα πλησίαζαν στην Δαυλιίδα όταν ο άρχοντας παράγγειλε να σταθούν στον ίσκιο. Ο ιδρώτας αυλάκωνε τον σβέρκο του. Οι στρατιώτες έκατσαν παρέκει. Ο ηνίοχος μοίρασε ένα κομμάτι ψωμί και ελιές στον καθένα. Άρχισαν να μασουλάνε αργά το φαΐ τους. Ο άρχοντας ζήτησε να φέρουν νερό. Κίνησε ένας στρατιώτης να βρει εκεί κοντά. Το λιγοστό που είχαν μαζί τους το μοιράστηκαν αφού πρώτα ο άρχοντας έσβησε την δίψα του. Μέχρι να επιστρέψει ο ιχνηλάτης, ο άρχοντας ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια του.
Του φάνηκε ότι είδε ξαφνικά ψηλά στον ουρανό, ανάμεσα από τα τσίνορά του, ένα όρνιο να τον κοιτάζει μέσα στα μάτια. Η μύτη του έσταζε αίμα στο πρόσωπό του. Τα φτερά του τον χτυπούσαν στους ώμους. Πετάχτηκε. Οι στρατιώτες ήταν από πάνω του και ο ηνίοχος του έβρεχε τα χείλη και τον σκουντούσε να ξυπνήσει.
-Άρχοντά μου ξύπνα. Ο ήλιος μεσουράνησε.
Σηκώθηκε και περιτριγύρισε με το βλέμμα του ένα γύρο.
-Νερό βρήκατε;
-Όχι άρχοντά μου. Αλλά θα βρούμε παρακάτω σίγουρα.
Ο ηνίοχος έπιασε τα γκέμια και ο άρχοντας πέζεψε στο άρμα. Βγήκαν από το ξέφωτο. Η λαύρα της μέρας έκανε το τοπίο σκληρό. Τα λιθάρια θαρρείς και φλέγονταν. Πίσω τους οι ελιές ασήμιζαν ακίνητες στον κάμπο. Η σκόνη που σήκωναν λες και τους ακολουθούσε. Καθόταν πάνω στους δερμάτινους θώρακές τους και τρύπωνε στους πόρους του κορμιού τους. Οι περικεφαλαίες κουδούνιζαν κρεμασμένες στην πλάτη τους γδέρνοντας το δέρμα τους. Μακριά μπροστά τους ένα στρατοκόπος προχωρούσε στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι. Το άρμα κινήθηκε στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Πλησιάζοντας, ο άνθρωπος αυτός παραμέρισε και στάθηκε να περάσει το άρμα. Ακούμπησε στο μπαστούνι του, που πάνω του είχε δεμένη μια κολοκύθα με νερό. Ο μανδύας που φορούσε κάλυπτε τα μάτια του. Ο άρχοντας έβαλε το χέρι του στο σπαθί του και δεν τον άφησε από τα μάτια του μέχρι να περάσουν από μπροστά του. Το εξασκημένο βλέμμα του διέκρινε το σπαθί του ανθρώπου κάτω από τον μανδύα.
Μόλις το άρμα προσπέρασε ο άνθρωπος κινήθηκε με μικρά βήματα στον δρόμο του. Ένας στρατιώτης άπλωσε να πάρει την κολοκύθα με το νερό. Εκείνος με μια αστραπιαία κίνηση του μπαστουνιού τον ξάπλωσε ανάσκελα με το κεφάλι σπασμένο. Οι άλλοι δύο τον περικύκλωσαν. Το στόμα τους κόλλαγε. Η σκόνη είχε κάτσει στα μάτια τους. Τράβηξαν τα σπαθιά τους. Ο άνθρωπος τίναξε τον χιτώνα του με το αριστερό χέρι, με το δεξί χέρι τράβηξε το σπαθί του και έστρεψε το κορμί του βάζοντας τον ήλιο στην πλάτη του Το σπαθί του βυθίστηκε στο στέρνο του στρατιώτη που ερχόταν από πίσω του ενώ το μπαστούνι του έσπαζε το λαιμό του δεύτερου στρατιώτη. Σήκωσε το χιτώνα του με το μπαστούνι του χωρίς να κουνήσει τα πόδια του. Ο άρχοντας έχοντας τραβήξει το σπαθί του πλησίαζε με προσεκτικά βήματα. Είδε τον άλλον να στέκει λές και τα πόδια του ήταν βιδωμένα στο έδαφος. Ο άνθρωπος του αποκρίθηκε:
-Άρχοντα. Μπορεί να είναι και τελευταία μας ημέρα σήμερα εδώ. Σκέψου το. Εγώ δεν έχω να χάσω τίποτα ενώ εσύ μάλλον διακινδυνεύεις πολλά.
Ο άρχοντας χαμήλωσε το σπαθί του ελαφρά.
-Κατέβασε το σπαθί σου.
Ο άνθρωπός χαμήλωσε το σπαθί του και έσφιξε το μπαστούνι του.
-Διψάς και σύ άρχοντά μου; Να σου προσφέρω το νερό μου;
Έτεινε το παγούρι του στη άκρη του μπαστουνιού. Ο άρχοντας πισωπάτησε. Ο παγούρι βρέθηκε ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του.
-Θα το πάρεις πριν μετανιώσω για την προσφορά μου;
Ο άρχοντας άπλωσε το χέρι του και πήρε το παγούρι.
-Βάστηξε μια γουλιά και για μένα άρχοντα.
Σήκωσε το παγούρι και κατέβασε μια μεγάλη ποσότητα νερού. Μικρά ρυάκια έτρεξαν από τις άκρες των χειλιών του. Κατέβασε το κεφάλι του και έτεινε το παγούρι στον άνθρωπο. Αυτός το σήκωσε μέχρι τα χείλη του και χωρίς να σαλέψει τα μάτια του ήπιε μια μικρή γουλιά. Ο άρχοντας κινήθηκε κοιτώντας πίσω από τον άνθρωπό. Αυτός με μια γρήγορη κίνηση άπλωσε το μπαστούνι του και ο άρχοντας έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος. Τη ίδια στιγμή ο ηνίοχος το έσκασε τρέχοντας μέσα στους θάμνους. Ο άνθρωπος έκανε μισή στροφή γύρω από τον εαυτό του με το σώμα του και τα πόδια του σαν να ακολούθησαν με καθυστέρηση την κίνηση του κορμιού του έκαναν την άλλη μισή στροφή. Ο άρχοντας σήκωσε το σκονισμένο πρόσωπό του από το έδαφος φτύνοντας χώμα. Στάθηκε στα γόνατα και με το χέρι του έψαχνε να ακουμπήσει κάπου.
-Δεν βλέπω! Δεν βλέπω!
Ο άνθρωπος του έτεινε το μπαστούνι.
-Ησύχασε άρχοντα. Δεν είσαι τυφλός ακόμα. Σκόνη έχεις στα μάτια σου. Να πάρε πλύσου.
Ο άρχοντας πιάστηκε από το μπαστούνι και βρήκε το παγούρι. Σηκώθηκε έπλυνε τα μάτια του και πλησίασε τον νέο. Του έτεινε το χέρι.
-Χα χα χα! Άρχοντα ευτυχώς έχεις ακόμα το άλογό σου. Μπορείς να το ανταλλάξεις αν χρειαστεί. Έχεις σκεφτεί με τι θα το αντάλλασσες αν ερχόταν εκείνη η στιγμή;
-Όχι αλλά μπορούμε να συνεχίσουμε παρέα και να το σκεφτώ. Ξέρω κάποιον που αντάλλαξε το βασίλειο του για ένα άλογο.
-Περίεργο θα έλεγα να φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο. Εγώ όμως πορεύομαι αντίθετα από εσένα. Πως θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε μαζί;
-Εγώ πηγαίνω στους Δελφούς.
Το πρόσωπο του ανθρώπου συσπάστηκε από πόνο. Ακούμπησε πάνω στο μπαστούνι του. Έγειρε πάνω του. Θαρρείς και πέρασαν από πάνω του 20 χρόνια.
-Ω! Άρχοντα μη μου το θυμίζεις. Από κει έρχομαι. Και από τότε περιπλανιέμαι ένα μήνα τώρα γύρω από αυτήν την πόλη. Πέρασα κάτω από τον βράχο που ζει εκείνο το απαίσιο τέρας. Δυο μέρες στοίχειωνε η στριγκλιά του τον ύπνο μου. Δείλιασα δεν μπόρεσα να πάω να το συναντήσω.
-Γιατί να θες να κάνεις αυτό το κακό στον εαυτό σου Είσαι νέος άνθρωπός. Δυνατός και έξυπνος αν και λίγο αργός στα πόδια θα έλεγα. Αλήθεια τι συμβαίνει με τα πόδια σου;
-Άρχοντά μου σίγουρα δεν θέλεις να ακούσεις τις ιστορίες ενός νέου που θα μπορούσε να είναι παιδί σου.
-Όχι πες μου. Θέλω πολύ να μάθω. Τι έχει συμβεί με τα πόδια σου;
-Καλά λοιπόν. Γεννήθηκα με τα πόδια πρησμένα. Κάτι που δεν με άφησε να παίξω και να τρέξω σαν τα άλλα παιδιά. Παρόλα αυτά έγινα άξιος στο σπαθί, μα πιο πολύ απ’ όλα έγινα άξιος στην σκέψη. Όσο το σώμα μου ήταν δεμένο, τόσο το μυαλό μου πετούσε. Είμαι πριγκιπόπουλο από την Κόρινθο. Είχα καλούς γονείς και καλούς δασκάλους. Κάποια μέρα, όταν ήμουν ακόμα μικρός, κάποιος με αποκάλεσε μπάσταρδο. Από τότε κανένας δεν μου απάντησε σχετικά με αυτό. Τώρα λοιπόν πήρα και γώ τα πόδια μου και πήγα στο μαντείο. Από τότε η ψυχή μου είναι πιο δεμένη από τα πόδια μου. Σαν να έμεινε ακίνητη εκεί έξω από τον ναό του θεού. Με έδιωξαν οι ιερείς. Η Πυθία δεν μπορούσε να μεταφέρει τα μηνύματα του θεού όσο ήμουν εκεί. Με ξαπόστειλαν και από τότε περιπλανιέμαι. Να γιατί είπα να πάω να συναντήσω το τέρας.
Συνεχίζεται...
Βρείτε όλες τις συνέχειες: εδώ
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Το περίγραμμα των βουνών διαγραφόταν πλέον καθαρά. Ο χωλός ζητιάνος άνοιξε τα μάτια του και τέντωσε τα μέλη του. Το φως ήταν αρκετό ώστε να μπορέσει να βρει τα δεκανίκια του και να πάει μέχρι τον πυκνό θάμνο για να ανακουφίσει το σώμα του.
Επέστρεψε στη θέση του και βόλεψε τα κουρέλια και το κορμί του πάνω στην φθαρμένη ψάθα. Έστρεψε προς το εσωτερικό της πύλης. Θόρυβος από άμαξα ακουγόταν. Άπλωσε βιαστικά το χωλό μέλος του πάνω στον δρόμο και πήρε το ύφος που πάντα έπειθε τους περαστικούς. Η άμαξα φάνηκε στη πύλη. Ο ηνίοχος τράβηξε τα γκέμια και σταμάτησε. Ένας στρατιώτης από την συνοδεία πέρασε μπροστά και κλώτσησε το δεκανίκι του χωλού.
-Μαζέψου να περάσει ο άρχοντας.
Ο χωλός απευθύνθηκε στον επιβάτη του άρματος.
-Που πηγαίνεις άρχοντα; Η κορυφή του Ελικώνα ακόμα δεν φωτίστηκε. Ποια ανάγκη μπορεί να απομακρύνει το βασιλιά από το ανάκτορο του μια τέτοια ώρα; Ή μήπως δεν είναι ανάγκη αλλά κάτι πιο σκοτεινό;
-Σώπα ζητιάνε. Δεν ξέρεις σε ποιόν απευθύνεσαι.
Ο χωλός στράφηκε στον στρατιώτη.
-Μάθε να υπακούς τι διαταγές του αφέντη σου και σκέψου ότι εσύ μπορεί να μην ξέρεις σε ποιόν απευθύνομαι.
Ο άρχοντας πάνω από το άρμα μίλησε στον ζητιάνο.
-Τι σε μέλει που πηγαίνει ο άρχοντας της πόλης;
-Πάντα με μέλει όταν οι άρχοντες δείχνουν σπουδή μια τέτοια ώρα.
-Τι εννοείς μίλα καθαρά και μην παριστάνεις την Σφίγγα.
-Α! Ναι η Σφίγγα. Αυτός είναι ο φόβος σου; Αυτή που με τον χαμό της θα σου δείξει ότι έφτασε η ώρα σου; Τότε έπρεπε να βγεις από άλλη πύλη, αυτή με τις βρύσες. Αλήθεια πάνε δυο μέρες που δεν έχω ακούσει την στριγκλιά της σαν κατασπαράζει κάποιον. Αν δεν γυρεύεις αυτή τότε τι σε φέρνει σε αυτόν τον δρόμο;
-Στους Δελφούς πηγαίνω για να πάρω χρησμό.
-Κιόλας άρχοντα;
- Τί εννοείς κιόλας;
-Θα μου πεις επέρασαν 20 χρόνια από τότε; Σωστά;
Ο άρχοντας κατέβηκε από το άρμα του.
-Και ποιος είσαι εσύ; Πως βρέθηκες εδώ; Ποιο είναι το όνομά σου;
-Σιγά, σιγά άρχοντα. Μια μια τις ερωτήσεις. Το όνομά μου είναι Εσύ. Βρέθηκα εδώ με την άδεια ενός άλλου άρχοντα που με αντάμειψε για την θυσία μου. Είμαι αυτός που στέκεται εδώ από τότε που ξαναπέρασες πηγαίνοντας στο ναό του Λοξία.
-Τι κουταμάρες μου λες. Το όνομά σου είναι το δικό μου;
-Όχι δεν είπα αυτό. Είπα το όνομά μου είναι Εσύ. Έτσι με φωνάζουν εδώ. Όποιος περνάει μου λέει :Εϊ! Εσύ.
-Και το πόδι σου πως το έχασες;
-Σε μια μάχη, που στρατός μας καταστράφηκε ολοσχερώς. Μπήκα μπροστά από τον πεσμένο μου άρχοντα την ώρα που ένας στρατιώτης πήγαινε να τον σκοτώσει. Το σπαθί του βόγκηξε πάνω στην περικνημίδα μου αλλά άφησε ένα επιπόλαιο τραύμα. Αργότερα το πόδι μου πρήστηκε και το έκοψαν για να σωθεί το υπόλοιπο σώμα μου, αυτό που τώρα βλέπεις ντυμένο με τα κουρέλια που μου αφήνουν οι διαβάτες. Ο άρχοντας αυτός, μου επέτρεψε να στέκομαι εδώ και με άφησε να εξασφαλίζω την ύπαρξη μου από την φιλευσπλαχνία των περαστικών. Γι’ αυτό αν θέλεις λάβε και συ θέση στο τραπέζι μου με την προσφορά σου.
Το άλογο από το άρμα χτύπησε τα πόδια του στο έδαφος. Ο άρχοντας, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το πρόσωπο του άλλου, χαμήλωσε το σώμα του ώστε το πρόσωπό του να βρεθεί στο ύψος του προσώπου του χωλού και παράγγειλε στον στρατιώτη.
-Βλέπει περισσότερα απ’ όσα δείχνει. Δώστε σε αυτόν τον άνθρωπο το νερό μας και το μισό ψωμί μας. Εμείς θα μπορέσουμε να βρούμε άλλο στον δρόμο μας. Μέχρι μεθαύριο που θα επιστρέψουμε θα του φτάσει. Τότε θα μπορέσουμε να τον ξαναρωτήσουμε για να μας πει τι είδε.
-Σαν άνθρωπος με τρεισήμισι πόδια έχω δει πολλά. Αλλά δεν ξέρω αν θέλεις να τα μάθεις. Άρχοντα ευχαριστώ για την γενναιόδωρη προσφορά σου. Έχετε πολύ δρόμο να κάνετε. Εμένα όλο και κάποιος θα με συντρέξει για αύριο. Εξασφάλισέ μου το τώρα και για το μετά θα περάσουν κι άλλοι από εδώ.
-Όχι. Θα γίνει όπως είπα. Πρέπει όμως να κινήσουμε γιατί η μέρα θα είναι ζεστή.
-Το νου σου άρχοντα. Τα μάτια και τα αυτιά σου ανοιχτά.
Το άρμα ξεκίνησε και οι στρατιώτες ακολουθούσαν βαδίζοντας με βιά. Μετά από τα χωράφια μπήκαν πλέον να πορεύονται ανάμεσα στους λόγγους και το δάσος. Τα πουρνάρια είχαν αρχίσει να μυρίζουν και οι δροσοσταλίδες είχαν χαθεί από τα φύλλα. Θα πλησίαζαν στην Δαυλιίδα όταν ο άρχοντας παράγγειλε να σταθούν στον ίσκιο. Ο ιδρώτας αυλάκωνε τον σβέρκο του. Οι στρατιώτες έκατσαν παρέκει. Ο ηνίοχος μοίρασε ένα κομμάτι ψωμί και ελιές στον καθένα. Άρχισαν να μασουλάνε αργά το φαΐ τους. Ο άρχοντας ζήτησε να φέρουν νερό. Κίνησε ένας στρατιώτης να βρει εκεί κοντά. Το λιγοστό που είχαν μαζί τους το μοιράστηκαν αφού πρώτα ο άρχοντας έσβησε την δίψα του. Μέχρι να επιστρέψει ο ιχνηλάτης, ο άρχοντας ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια του.
Του φάνηκε ότι είδε ξαφνικά ψηλά στον ουρανό, ανάμεσα από τα τσίνορά του, ένα όρνιο να τον κοιτάζει μέσα στα μάτια. Η μύτη του έσταζε αίμα στο πρόσωπό του. Τα φτερά του τον χτυπούσαν στους ώμους. Πετάχτηκε. Οι στρατιώτες ήταν από πάνω του και ο ηνίοχος του έβρεχε τα χείλη και τον σκουντούσε να ξυπνήσει.
-Άρχοντά μου ξύπνα. Ο ήλιος μεσουράνησε.
Σηκώθηκε και περιτριγύρισε με το βλέμμα του ένα γύρο.
-Νερό βρήκατε;
-Όχι άρχοντά μου. Αλλά θα βρούμε παρακάτω σίγουρα.
Ο ηνίοχος έπιασε τα γκέμια και ο άρχοντας πέζεψε στο άρμα. Βγήκαν από το ξέφωτο. Η λαύρα της μέρας έκανε το τοπίο σκληρό. Τα λιθάρια θαρρείς και φλέγονταν. Πίσω τους οι ελιές ασήμιζαν ακίνητες στον κάμπο. Η σκόνη που σήκωναν λες και τους ακολουθούσε. Καθόταν πάνω στους δερμάτινους θώρακές τους και τρύπωνε στους πόρους του κορμιού τους. Οι περικεφαλαίες κουδούνιζαν κρεμασμένες στην πλάτη τους γδέρνοντας το δέρμα τους. Μακριά μπροστά τους ένα στρατοκόπος προχωρούσε στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι. Το άρμα κινήθηκε στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Πλησιάζοντας, ο άνθρωπος αυτός παραμέρισε και στάθηκε να περάσει το άρμα. Ακούμπησε στο μπαστούνι του, που πάνω του είχε δεμένη μια κολοκύθα με νερό. Ο μανδύας που φορούσε κάλυπτε τα μάτια του. Ο άρχοντας έβαλε το χέρι του στο σπαθί του και δεν τον άφησε από τα μάτια του μέχρι να περάσουν από μπροστά του. Το εξασκημένο βλέμμα του διέκρινε το σπαθί του ανθρώπου κάτω από τον μανδύα.
Μόλις το άρμα προσπέρασε ο άνθρωπος κινήθηκε με μικρά βήματα στον δρόμο του. Ένας στρατιώτης άπλωσε να πάρει την κολοκύθα με το νερό. Εκείνος με μια αστραπιαία κίνηση του μπαστουνιού τον ξάπλωσε ανάσκελα με το κεφάλι σπασμένο. Οι άλλοι δύο τον περικύκλωσαν. Το στόμα τους κόλλαγε. Η σκόνη είχε κάτσει στα μάτια τους. Τράβηξαν τα σπαθιά τους. Ο άνθρωπος τίναξε τον χιτώνα του με το αριστερό χέρι, με το δεξί χέρι τράβηξε το σπαθί του και έστρεψε το κορμί του βάζοντας τον ήλιο στην πλάτη του Το σπαθί του βυθίστηκε στο στέρνο του στρατιώτη που ερχόταν από πίσω του ενώ το μπαστούνι του έσπαζε το λαιμό του δεύτερου στρατιώτη. Σήκωσε το χιτώνα του με το μπαστούνι του χωρίς να κουνήσει τα πόδια του. Ο άρχοντας έχοντας τραβήξει το σπαθί του πλησίαζε με προσεκτικά βήματα. Είδε τον άλλον να στέκει λές και τα πόδια του ήταν βιδωμένα στο έδαφος. Ο άνθρωπος του αποκρίθηκε:
-Άρχοντα. Μπορεί να είναι και τελευταία μας ημέρα σήμερα εδώ. Σκέψου το. Εγώ δεν έχω να χάσω τίποτα ενώ εσύ μάλλον διακινδυνεύεις πολλά.
Ο άρχοντας χαμήλωσε το σπαθί του ελαφρά.
-Κατέβασε το σπαθί σου.
Ο άνθρωπός χαμήλωσε το σπαθί του και έσφιξε το μπαστούνι του.
-Διψάς και σύ άρχοντά μου; Να σου προσφέρω το νερό μου;
Έτεινε το παγούρι του στη άκρη του μπαστουνιού. Ο άρχοντας πισωπάτησε. Ο παγούρι βρέθηκε ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του.
-Θα το πάρεις πριν μετανιώσω για την προσφορά μου;
Ο άρχοντας άπλωσε το χέρι του και πήρε το παγούρι.
-Βάστηξε μια γουλιά και για μένα άρχοντα.
Σήκωσε το παγούρι και κατέβασε μια μεγάλη ποσότητα νερού. Μικρά ρυάκια έτρεξαν από τις άκρες των χειλιών του. Κατέβασε το κεφάλι του και έτεινε το παγούρι στον άνθρωπο. Αυτός το σήκωσε μέχρι τα χείλη του και χωρίς να σαλέψει τα μάτια του ήπιε μια μικρή γουλιά. Ο άρχοντας κινήθηκε κοιτώντας πίσω από τον άνθρωπό. Αυτός με μια γρήγορη κίνηση άπλωσε το μπαστούνι του και ο άρχοντας έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος. Τη ίδια στιγμή ο ηνίοχος το έσκασε τρέχοντας μέσα στους θάμνους. Ο άνθρωπος έκανε μισή στροφή γύρω από τον εαυτό του με το σώμα του και τα πόδια του σαν να ακολούθησαν με καθυστέρηση την κίνηση του κορμιού του έκαναν την άλλη μισή στροφή. Ο άρχοντας σήκωσε το σκονισμένο πρόσωπό του από το έδαφος φτύνοντας χώμα. Στάθηκε στα γόνατα και με το χέρι του έψαχνε να ακουμπήσει κάπου.
-Δεν βλέπω! Δεν βλέπω!
Ο άνθρωπος του έτεινε το μπαστούνι.
-Ησύχασε άρχοντα. Δεν είσαι τυφλός ακόμα. Σκόνη έχεις στα μάτια σου. Να πάρε πλύσου.
Ο άρχοντας πιάστηκε από το μπαστούνι και βρήκε το παγούρι. Σηκώθηκε έπλυνε τα μάτια του και πλησίασε τον νέο. Του έτεινε το χέρι.
-Χα χα χα! Άρχοντα ευτυχώς έχεις ακόμα το άλογό σου. Μπορείς να το ανταλλάξεις αν χρειαστεί. Έχεις σκεφτεί με τι θα το αντάλλασσες αν ερχόταν εκείνη η στιγμή;
-Όχι αλλά μπορούμε να συνεχίσουμε παρέα και να το σκεφτώ. Ξέρω κάποιον που αντάλλαξε το βασίλειο του για ένα άλογο.
-Περίεργο θα έλεγα να φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο. Εγώ όμως πορεύομαι αντίθετα από εσένα. Πως θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε μαζί;
-Εγώ πηγαίνω στους Δελφούς.
Το πρόσωπο του ανθρώπου συσπάστηκε από πόνο. Ακούμπησε πάνω στο μπαστούνι του. Έγειρε πάνω του. Θαρρείς και πέρασαν από πάνω του 20 χρόνια.
-Ω! Άρχοντα μη μου το θυμίζεις. Από κει έρχομαι. Και από τότε περιπλανιέμαι ένα μήνα τώρα γύρω από αυτήν την πόλη. Πέρασα κάτω από τον βράχο που ζει εκείνο το απαίσιο τέρας. Δυο μέρες στοίχειωνε η στριγκλιά του τον ύπνο μου. Δείλιασα δεν μπόρεσα να πάω να το συναντήσω.
-Γιατί να θες να κάνεις αυτό το κακό στον εαυτό σου Είσαι νέος άνθρωπός. Δυνατός και έξυπνος αν και λίγο αργός στα πόδια θα έλεγα. Αλήθεια τι συμβαίνει με τα πόδια σου;
-Άρχοντά μου σίγουρα δεν θέλεις να ακούσεις τις ιστορίες ενός νέου που θα μπορούσε να είναι παιδί σου.
-Όχι πες μου. Θέλω πολύ να μάθω. Τι έχει συμβεί με τα πόδια σου;
-Καλά λοιπόν. Γεννήθηκα με τα πόδια πρησμένα. Κάτι που δεν με άφησε να παίξω και να τρέξω σαν τα άλλα παιδιά. Παρόλα αυτά έγινα άξιος στο σπαθί, μα πιο πολύ απ’ όλα έγινα άξιος στην σκέψη. Όσο το σώμα μου ήταν δεμένο, τόσο το μυαλό μου πετούσε. Είμαι πριγκιπόπουλο από την Κόρινθο. Είχα καλούς γονείς και καλούς δασκάλους. Κάποια μέρα, όταν ήμουν ακόμα μικρός, κάποιος με αποκάλεσε μπάσταρδο. Από τότε κανένας δεν μου απάντησε σχετικά με αυτό. Τώρα λοιπόν πήρα και γώ τα πόδια μου και πήγα στο μαντείο. Από τότε η ψυχή μου είναι πιο δεμένη από τα πόδια μου. Σαν να έμεινε ακίνητη εκεί έξω από τον ναό του θεού. Με έδιωξαν οι ιερείς. Η Πυθία δεν μπορούσε να μεταφέρει τα μηνύματα του θεού όσο ήμουν εκεί. Με ξαπόστειλαν και από τότε περιπλανιέμαι. Να γιατί είπα να πάω να συναντήσω το τέρας.
Συνεχίζεται...
Βρείτε όλες τις συνέχειες: εδώ
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου