Του Ερρίκου Φινάλη
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι σήμερα, σε σχέση με 2-3 χρόνια πριν, έχει περιοριστεί η αιματοχυσία στη Συρία. Εκεί που πριν υπήρχαν δεκάδες ανοιχτά πολεμικά μέτωπα, με τα εδάφη που ελέγχονταν από κάθε εμπόλεμη πλευρά να διεισδύουν βαθιά στα εδάφη των αντιπάλων τους δημιουργώντας έναν χαοτικό χάρτη, σήμερα έχουν απομείνει ουσιαστικά μόνο δύο: η τουρκική εισβολή στο Αφρίν με στόχο την εκδίωξη των Κούρδων, και η επιχείρηση εκκαθάρισης του τελευταίου προπυργίου των αντικαθεστωτικών στη Γούτα από τις δυνάμεις που υποστηρίζουν τον Άσαντ. Προς επίρρωση των παραπάνω, θα επισημαινόταν και η στρατιωτική ήττα του ISIS (παρόλο που ο σκληρός τζιχαντισμός φαίνεται τελευταία να ανασυγκροτείται, είτε ως σύμμαχος του Ερντογάν είτε «αυτόνομα»).
Είναι όμως έτσι; Βαδίζει η Συρία και η ευρύτερη περιοχή προς ένα έστω βασανιστικό και αργό συμβιβασμό μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών και των ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών δυνάμεων που εμπλέκονται άμεσα στη σύρραξη; Ο περιορισμός των ανοιχτών μετώπων ξεγελάει. Οι διπλές, τριπλές και τετραπλές λυκοσυμμαχίες που έχουν διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα είναι εξίσου προσωρινές και τυχοδιωκτικές όσο ήταν και οι προηγούμενες, οι οποίες κατέρρευσαν όταν η Τουρκία συντάχθηκε ντε φάκτο με το στρατόπεδο που μέχρι πρόσφατα καταπολεμούσε. Και συμβάλλουν όχι στην εκτόνωση αλλά στη συνέχιση και περαιτέρω όξυνση της σύγκρουσης και της αιματοχυσίας.
Όποιος λοιπόν αναζητά καθαρές διαχωριστικές γραμμές στη Συρία και σε όλη την περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής δεν θα καταφέρει ούτε να διαβάσει την πραγματικότητα, ούτε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις – πόσο μάλλον να προσανατολιστεί και να προσανατολίσει. Ένα μονάχα πράγμα γίνεται διαχρονικά σαφές: ότι κάθε ιμπεριαλιστική και περιφερειακή δύναμη (κι από κοντά και οι, επίσης εναλλασσόμενοι, κολαούζοι της) κοιτά το συμφέρον της και δίνει ρεσιτάλ κυνισμού. Από αυτό το συμπέρασμα θα έπρεπε να ξεκινά κάθε προσπάθεια προσανατολισμού. Θα επιχειρήσουμε εδώ μια ερμηνεία των πρόσφατων εξελίξεων και της στάσης κάθε δύναμης, καθώς και την εξαγωγή κάποιων γενικών συμπερασμάτων.
Οι προσωρινές και τυχοδιωκτικές λυκοσυμμαχίες γενικεύουν τη σύρραξη
Η εκκένωση του Αφρίν από τις κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας αλλά και από τεράστιο αριθμό Κούρδων κατοίκων, και η κατάληψή του από τον τουρκικό στρατό και τους τζιχαντιστές συμμάχους του (η οποία «φυσικά» συνοδεύτηκε από σφαγές αμάχων και λεηλασίες σπιτιών και μαγαζιών που είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες τους), κάθε άλλο παρά κλείνει ένα ακόμη αιματηρό επεισόδιο της συριακής σύγκρουσης. Όχι μόνο επειδή οι Κούρδοι «υπόσχονται» ανταρτοπόλεμο κι επειδή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν ξεσπιτωθεί, ενώ την ίδια στιγμή οι Τούρκοι μεταφέρουν στο Αφρίν, κατά τη συνήθη πρακτική τους, εποίκους ώστε να αλλάξουν την πληθυσμιακή σύνθεση της επαρχίας. Ούτε μόνο επειδή ο κυνισμός των «μεγάλων» χτύπησε κόκκινο, όταν έδωσαν στον Ερντογάν το ελεύθερο να αλωνίσει σε συριακό έδαφος.
Το επεισόδιο θα έχει και συνέχεια: μέχρι πού θα προχωρήσει ο Ερντογάν, και μέχρι πού θα υποχωρήσουν οι υπό αμερικανική κηδεμονία Κούρδοι; Πόσο θα ανεχθεί η υπό ρωσική διοίκηση συμμαχία μια μονιμοποίηση της κατοχής συριακού εδάφους από τον τουρκικό στρατό, και πόσο μακριά (ή πόσο… δυτικά) είναι διατεθειμένες να φτάσουν οι ΗΠΑ ώστε να μην τα σπάσουν οριστικά με την Τουρκία; Τι στάση θα τηρήσουν οι Ιρανοί και οι σύμμαχοί τους (που επίσης δεν επιθυμούν τη δημιουργία κουρδικής οντότητας, πόσο μάλλον υπό αμερικανική επικυριαρχία) και πόσο θα εμπλακούν οι ισραηλινοί; Πόσο θα διαρκέσουν οι τωρινές τριγωνικές λυκοσυμμαχίες; Με πλευρές αυτών των ερωτημάτων καταπιανόμαστε στα παρακείμενα άρθρα. Αλλά το Αφρίν ανοίγει και πιο γενικά ερωτήματα.
Παρ’ όλη την αντιφατικότητα και τις εναλλαγές τακτικών, είναι εμφανές ότι η Ουάσιγκτον θα κινηθεί με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των «ζωτικών συμφερόντων» της και την ανάσχεση της ρωσικής διείσδυσης. Αλλά το βορειοαμερικανικό κατεστημένο, και κάθε κέντρο του ξεχωριστά, παραμένει βαθιά διχασμένο στο πώς μπορεί να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, ενώ ταυτόχρονα γίνεται σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιβάλουν τη γραμμή τους με μια μονοκοντυλιά, όπως παλιότερα. Έτσι εξηγείται και η αναγκαστική ανοχή τους προς το αρκετά «χειραφετημένο» πλέον τουρκικό καθεστώς.
Οπωσδήποτε η Ουάσιγκτον (όπως και κάθε άλλη ξένη δύναμη που παρεμβαίνει) κάνει μακρόπνοα και πιο γενικά σχέδια, ξανασχεδιάζοντας τους χάρτες της ευρύτερης περιοχής. Κάπου εκεί χωρά και ένα μικρό κουρδικό προτεκτοράτο με μονιμοποίηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, και πρόσθετα ανταλλάγματα προς την Τουρκία στα δυτικά της ώστε να επιδείξει κατανόηση. Μία Τουρκία στην οποία οι ΗΠΑ δεν βλέπουν αιώνια κυριαρχία του Ερντογάν. Ιδανικά για την Ουάσιγκτον, τα κατευναστικά δώρα προς την Άγκυρα θα δοθούν λοιπόν σε μια μετα-ερντογανική Τουρκία, ενισχύοντας τους αντικαταστάτες του σημερινού Σουλτάνου. Αλλά ούτως ή άλλως ήδη κατασκευάζονται.
Το πιο τυχοδιωκτικό τμήμα της βορειοαμερικανικής διοίκησης, με την «πολιτική» υποστήριξη του στρατοπέδου της παγκοσμιοποίησης, θα ήθελε δυναμικότερη αντιμετώπιση των Ρώσων και εκδίωξή τους από τη Συρία. Έτσι εξηγείται η κλιμάκωση της αντιρωσικής υστερίας από τη Βρετανία με αφορμή τη δηλητηρίαση του διπλού πράκτορα Σκρίπακ, με το Λονδίνο να βάζει όλη τη μαεστρία του ώστε να επιτύχει μια κοινή καταδίκη της Μόσχας από τις τέσσερις σημαντικότερες δυτικές δυνάμεις – και, κυρίως, να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για «αποφασιστικά αντίποινα» προς τη Ρωσία. Στο ίδιο πλαίσιο μπαίνει και η δυτική προπαγάνδα για «επιθέσεις του δικτάτορα Άσαντ σε αμάχους με χημικά όπλα». Και μάλιστα τη στιγμή που αποδείξεις υπάρχουν μόνο περί του αντιθέτου, αφού χημικά όπλα βρέθηκαν μόνο σε αποθήκες των αντικαθεστωτικών συμμάχων της Δύσης και του ISIS που καταλήφθηκαν από στρατεύματα της συμμαχίας Ρωσίας-Ιράν-Συρίας.
Αυτή η υστερική κλιμάκωση από πλευράς δυτικών κύκλων, με «λαγό» τη Βρετανία, αποσκοπούσε στην προετοιμασία της δυτικής κοινής γνώμης για ένα συντριπτικό χτύπημα εναντίον του Άσαντ (δηλαδή, εναντίον των Ρώσων) – πιθανά με τη μορφή πυραυλικής επίθεσης εναντίον της ίδιας της Δαμασκού. Η ρωσική αντίδραση, με τη γενική προειδοποίηση ότι «μια τέτοια επίθεση θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε κάποιος», φαίνεται ότι ακύρωσε ή ανέβαλε τέτοια σχέδια. Είναι άλλωστε αμφίβολο αν ο ίδιος ο Τραμπ τα υιοθετούσε, ρισκάροντας μια κατά μέτωπο σύγκρουση. Αντίθετα, ο Αμερικανός πρόεδρος έστειλε με μάλλον επιδεικτικό τρόπο συγχαρητήρια στον Πούτιν για την επανεκλογή του, κόντρα στις συμβουλές πολλών επιτελών του – και χωρίς να τα διανθίσει με διαμαρτυρίες για ρωσικές παρεμβάσεις είτε στις πολιτικές αναμετρήσεις εντός των ΗΠΑ είτε σε διεθνή μέτωπα.
Η επικέντρωση της προσοχής στο Αφρίν και τη Γούτα κάνει πολλούς να ξεχνούν τελευταία δύο περιφερειακές δυνάμεις που ήταν, άμεσα ή έμμεσα, από την αρχή αναμεμειγμένες στη συριακή σύρραξη: το Ιράν και το Ισραήλ. Και τα δύο αυτά σημαντικά κράτη έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τις πρόσφατες αναλύσεις, παρόλο που εξακολουθούν να είναι δρώσες (και ανειρήνευτα εχθρικές μεταξύ τους) δυνάμεις. Το μεν Ιράν συμμετέχει στον υπό ρωσική ηγεμονία άξονα, και έχει ρίξει χιλιάδες μαχητές στη σύρραξη, ενώ το Ισραήλ χρεώνεται στον φιλοαμερικάνικο άξονα. Και τα δύο όμως κράτη διατηρούν σημαντικό βαθμό αυτονομίας και κινούνται βάσει μακρόπνοου σχεδίου. Ιδίως το Ιράν δεν πρόκειται να αποδεχθεί τον υποβιβασμό του σε μια δύναμη βοηθητική της Μόσχας.
Σε κάθε περίπτωση, αν και δεν μπαίνουν πια στις πρωτοσέλιδες αναλύσεις, πολλοί εκτιμούν ότι Ιράν και ισραήλ θα πρωταγωνιστήσουν στο επόμενο επεισόδιο μιας πιο γενικευμένης σύρραξης. Το Ιράν βρίσκεται σαφώς στο στόχαστρο των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Ένα τμήμα του βορειοαμερικανικού κατεστημένου σπρώχνει σε άμεση ανάληψη δράσης κατά της Τεχεράνης, ενώ ένα άλλο αντιτίθεται. Δεν πρόκειται για αντιπαράθεση μεταξύ γερακιών και περιστερών, όπως νομίζουν οι περισσότεροι: στο στρατόπεδο αυτών που θεωρούν ότι δεν εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις για επίθεση κατά του Ιράν (και δεν θέλουν καν, για την ώρα, την απόσυρση των ΗΠΑ από την εξαμερή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν) περιλαμβάνονται και επιφανή γεράκια.
Αυτό δεν συμβαίνει επειδή ξαφνικά μετανόησαν και δεν επιθυμούν ένα μεγάλο μακελειό (διότι μπροστά σε μια επίθεση εναντίον του Ιράν η συριακή αιματοχυσία ίσως μοιάζει πλημμέλημα), αλλά επειδή εκτιμούν ότι πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί ένας διαφορετικός διεθνής συσχετισμός. Ένας συσχετισμός που θα περιλαμβάνει τη Γαλλία και τη Βρετανία, τουλάχιστον, στο στρατόπεδο των επιτιθέμενων – όπως και σουνίτες συμμάχους, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία. Γνωρίζουν ότι θα χρειαστούν χρόνο για να συμπήξουν έναν τέτοιον ενεργητικό αντι-ιρανικό συνασπισμό. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, της ίδιας γνώμης είναι και η στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ – που, σε αντίθεση με ένα ισραηλινό πολιτικό σύστημα κυριαρχούμενο από ακροδεξιούς τυχοδιώκτες, γνωρίζουν τη δυσκολία και τους κινδύνους του εγχειρήματος.
Έτσι, για την ώρα όλες οι πλευρές περιορίζονται σε αμοιβαίες αναγνωριστικές παρενοχλήσεις, εμπλέκοντας φυσικά και τον Λίβανο – που κατηγορείται ότι παρέχει πλήρη ασυλία στη φιλοϊρανική Χεζμπολά. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι πρόσφατοι ισραηλινοί βομβαρδισμοί συριακών θέσεων, αλλά και «τρομοκρατών» της Χεζμπολά. Στο ίδιο μοτίβο κινείται όμως και η προχθεσινή αιφνιδιαστική επίσημη παραδοχή από τον επικεφαλής της ισραηλινής αεροπορίας, πτέραρχο Νόρκιν, ότι ήταν το Ισραήλ που βομβάρδισε το 2007 συριακές εγκαταστάσεις «που προορίζονταν για εγκατάσταση πυρηνικού αντιδραστήρα με βορειοκορεατική(!) τεχνογνωσία». Κάτι που επίμονα αρνούνταν το Ισραήλ για πάνω από 10 χρόνια.
Ουσιαστικά, η παραδοχή ότι, σε ανύποπτο χρόνο, το Ισραήλ τσαλαπάτησε για μια ακόμη φορά το διεθνές δίκαιο, ενισχύει τις ισραηλινές προειδοποιήσεις ότι «δεν θα ανέχεται για πολύ την ιρανική απειλή». Κι όλα μαζί τα παραπάνω ενισχύουν την εκτίμηση ότι όλες οι αντιμαχόμενες δυνάμεις προετοιμάζονται όχι για κατευνασμό της σύγκρουσης, που σήμερα επικεντρώνεται στη Συρία, αλλά για τα επόμενα, ακόμη σοβαρότερα επεισόδια. Παροξύνουν έτσι τον κίνδυνο γενικευμένης πολεμικής σύρραξης, που δύσκολα θα περιοριστεί στη Μέση Ανατολή.
Ο κουρδικός λαός βρίσκεται μοιρασμένος σε τέσσερα κράτη: 15-18 εκατομμύρια στην Τουρκία, 8-11 εκατομμύρια Ιράν, 6-8 εκατομμύρια στο Ιράκ, 2-3 εκατομμύρια στη Συρία. Συν περίπου 2 εκατομμύρια της Διασποράς. Τις τελευταίες δεκαετίες το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα εκπροσωπείται κυρίως από το ΡΚΚ, που επεδίωκε τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους – θέση που έχει τροποποιηθεί τα τελευταία χρόνια με το κάλεσμα του Οτσαλάν για τη δημιουργία «δημοκρατικής συνομοσπονδίας» που θα έχει πολυεθνικό χαρακτήρα. Άλλες οργανωμένες δυνάμεις (ιδίως του ιρακινού Κουρδιστάν) έχουν από καιρό επιλέξει πιο συμβιβαστική και οριστικά φιλοδυτική στάση.
Τα τελευταία χρόνια το επίκεντρο της προσοχής μεταφέρθηκε σταδιακά στο συριακό κράτος, κυρίως αφότου το φιλοκουρδικό HDP, που κατάφερε για κάποιο διάστημα να μπει εμπόδιο στα σχέδια του Ερντογάν, υπέστη τεράστια καταστολή. Το κοινοτιστικό και ανεκτικό «πείραμα της Ροζάβα», σε μια περιοχή που σπαράσσεται από εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, προσέλκυσε τη συμπάθεια εκατομμυρίων ανθρώπων. Σε πρώτη φάση, οι Κούρδοι της Συρίας αντιμετώπισαν τη λυσσαλέα αντίδραση των τζιχαντιστών του ISIS και του τουρκικού καθεστώτος, ενώ γενικά απέφυγαν την κατά μέτωπο σύγκρουση με το συριακό καθεστώς και τους συμμάχους του.
Σταδιακά όμως η ηγεσία τους «ακούμπησε» όλο και πιο αποφασιστικά στις ΗΠΑ (και, λιγότερο φανερά, στο Ισραήλ) με την ελπίδα ότι έτσι θα φτάσουν στον πολυπόθητο στόχο: τη δημιουργία κουρδικού κράτους, όπως κι αν ονομαζόταν αυτό. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους υιοθέτησαν τους Κούρδους της Συρίας ακριβώς με τη σκέψη της δημιουργίας μιας κουρδικής οντότητας που θα είναι πλήρως εξαρτημένη και θα διασφαλίζει την αμερικανική παρουσία σε μια περιοχή όπου η Μόσχα σημείωσε θεαματική επιστροφή. Έτσι, η δικαίωση των ιστορικών επιδιώξεων του κουρδικού λαού μετατράπηκε σε μέσο εξυπηρέτησης των ΗΠΑ και σε όχημα ανατίναξης της περιοχής…
Η κουρδική ηγεσία οδηγήθηκε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και, κατά συνέπεια, σε επιλογές επιεικώς προβληματικές. Με αλαζονεία διακήρυξε ότι ήρθε η ώρα της ίδρυσης ενός μεγάλου κουρδικού κράτους το οποίο, μάλιστα, θα έχει διέξοδο και στη Μεσόγειο – κάτι που δεν υπήρχε, ούτε καν ως υπονοούμενο, μέχρι πρόσφατα. Όμως η υπόθεση ότι οι ΗΠΑ θα φτάσουν μέχρι τα άκρα την κόντρα τους με την Τουρκία διαψεύστηκε. Οι ΗΠΑ άναψαν κι αυτές, θέλοντας και μη, το πράσινο φως στον Ερντογάν για την εισβολή. Διότι το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι να ταπεινώσουν την Τουρκία και να τη σπρώξουν πιο μόνιμα στην αγκαλιά της Μόσχας. Το πολύ να στήσουν ένα μικρό κουρδικό προτεκτοράτο πέρα από τον Ευφράτη, προσφέροντας ως αντάλλαγμα στην Τουρκία την ικανοποίηση διεκδικήσεών της στα δυτικά της – με πρώτο θύμα, αλλά ίσως όχι μοναδικό, την Ελλάδα.
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ανακόψουν τη ρωσική προώθηση προς τη Μεσόγειο. Μ’ αυτήν την έννοια, όποιος πρακτορεύει αυτήν την επιδίωξη (αντί μιας πιο ανεξάρτητης στάσης, που φυσικά θα απαιτούσε άλλους, λιγότερο ντροπιαστικούς συμβιβασμούς – π.χ. με το συριακό καθεστώς), δεν μπορεί να θεωρεί αυτονόητη τη συμπαράσταση λαών που κι αυτοί αγωνίζονται για την επιβίωσή τους. Και θα πληρώσουν τη νύφη για να μπορεί μια ηγεσία να παριστάνει ότι διοικεί ένα αμερικανικό στην ουσία προτεκτοράτο. Μετά την ήττα της στο Αφρίν, η κουρδική ηγεσία αναγκαστικά προσκολλάται ακόμη στενότερα στις ΗΠΑ, στις οποίες εναποθέτει την τύχη ενός ιστορικού και μαρτυρικού κινήματος. Η μονόπλευρη καταγγελία του «ρωσικού» στρατοπέδου* εντάσσεται σε αυτήν την επιεικώς προβληματική γραμμή, που εξυπηρετεί την Ουάσιγκτον και αδιαφορεί για τις επιπτώσεις της στην ανατίναξη μιας ακόμη πιο διευρυμένης γεωγραφικά περιοχής.
* Από ανακοίνωση του Κουρδικού Γραφείου Ενημέρωσης με ημερομηνία 21/3/2018: «Το τουρκικό κράτος και οι συνεργάτες του, Ρωσία, Ιράν και Συρία, μετά την κατάληψη του Αφρίν, προχώρησαν σε λεηλασίες και σφαγές». Στην ίδια ανακοίνωση, οι Δυτικοί επικρίνονται απλώς για την «αδιαφορία τους»…
Πηγή: e-dromos.gr
Ερρίκος Φινάλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Οι προσωρινές και τυχοδιωκτικές λυκοσυμμαχίες γενικεύουν τη σύρραξη
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι σήμερα, σε σχέση με 2-3 χρόνια πριν, έχει περιοριστεί η αιματοχυσία στη Συρία. Εκεί που πριν υπήρχαν δεκάδες ανοιχτά πολεμικά μέτωπα, με τα εδάφη που ελέγχονταν από κάθε εμπόλεμη πλευρά να διεισδύουν βαθιά στα εδάφη των αντιπάλων τους δημιουργώντας έναν χαοτικό χάρτη, σήμερα έχουν απομείνει ουσιαστικά μόνο δύο: η τουρκική εισβολή στο Αφρίν με στόχο την εκδίωξη των Κούρδων, και η επιχείρηση εκκαθάρισης του τελευταίου προπυργίου των αντικαθεστωτικών στη Γούτα από τις δυνάμεις που υποστηρίζουν τον Άσαντ. Προς επίρρωση των παραπάνω, θα επισημαινόταν και η στρατιωτική ήττα του ISIS (παρόλο που ο σκληρός τζιχαντισμός φαίνεται τελευταία να ανασυγκροτείται, είτε ως σύμμαχος του Ερντογάν είτε «αυτόνομα»).
Είναι όμως έτσι; Βαδίζει η Συρία και η ευρύτερη περιοχή προς ένα έστω βασανιστικό και αργό συμβιβασμό μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών και των ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών δυνάμεων που εμπλέκονται άμεσα στη σύρραξη; Ο περιορισμός των ανοιχτών μετώπων ξεγελάει. Οι διπλές, τριπλές και τετραπλές λυκοσυμμαχίες που έχουν διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα είναι εξίσου προσωρινές και τυχοδιωκτικές όσο ήταν και οι προηγούμενες, οι οποίες κατέρρευσαν όταν η Τουρκία συντάχθηκε ντε φάκτο με το στρατόπεδο που μέχρι πρόσφατα καταπολεμούσε. Και συμβάλλουν όχι στην εκτόνωση αλλά στη συνέχιση και περαιτέρω όξυνση της σύγκρουσης και της αιματοχυσίας.
Όποιος λοιπόν αναζητά καθαρές διαχωριστικές γραμμές στη Συρία και σε όλη την περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής δεν θα καταφέρει ούτε να διαβάσει την πραγματικότητα, ούτε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις – πόσο μάλλον να προσανατολιστεί και να προσανατολίσει. Ένα μονάχα πράγμα γίνεται διαχρονικά σαφές: ότι κάθε ιμπεριαλιστική και περιφερειακή δύναμη (κι από κοντά και οι, επίσης εναλλασσόμενοι, κολαούζοι της) κοιτά το συμφέρον της και δίνει ρεσιτάλ κυνισμού. Από αυτό το συμπέρασμα θα έπρεπε να ξεκινά κάθε προσπάθεια προσανατολισμού. Θα επιχειρήσουμε εδώ μια ερμηνεία των πρόσφατων εξελίξεων και της στάσης κάθε δύναμης, καθώς και την εξαγωγή κάποιων γενικών συμπερασμάτων.
Το Αφρίν ήταν μόνο η αρχή
Οι προσωρινές και τυχοδιωκτικές λυκοσυμμαχίες γενικεύουν τη σύρραξη
Η εκκένωση του Αφρίν από τις κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας αλλά και από τεράστιο αριθμό Κούρδων κατοίκων, και η κατάληψή του από τον τουρκικό στρατό και τους τζιχαντιστές συμμάχους του (η οποία «φυσικά» συνοδεύτηκε από σφαγές αμάχων και λεηλασίες σπιτιών και μαγαζιών που είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες τους), κάθε άλλο παρά κλείνει ένα ακόμη αιματηρό επεισόδιο της συριακής σύγκρουσης. Όχι μόνο επειδή οι Κούρδοι «υπόσχονται» ανταρτοπόλεμο κι επειδή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν ξεσπιτωθεί, ενώ την ίδια στιγμή οι Τούρκοι μεταφέρουν στο Αφρίν, κατά τη συνήθη πρακτική τους, εποίκους ώστε να αλλάξουν την πληθυσμιακή σύνθεση της επαρχίας. Ούτε μόνο επειδή ο κυνισμός των «μεγάλων» χτύπησε κόκκινο, όταν έδωσαν στον Ερντογάν το ελεύθερο να αλωνίσει σε συριακό έδαφος.
Το επεισόδιο θα έχει και συνέχεια: μέχρι πού θα προχωρήσει ο Ερντογάν, και μέχρι πού θα υποχωρήσουν οι υπό αμερικανική κηδεμονία Κούρδοι; Πόσο θα ανεχθεί η υπό ρωσική διοίκηση συμμαχία μια μονιμοποίηση της κατοχής συριακού εδάφους από τον τουρκικό στρατό, και πόσο μακριά (ή πόσο… δυτικά) είναι διατεθειμένες να φτάσουν οι ΗΠΑ ώστε να μην τα σπάσουν οριστικά με την Τουρκία; Τι στάση θα τηρήσουν οι Ιρανοί και οι σύμμαχοί τους (που επίσης δεν επιθυμούν τη δημιουργία κουρδικής οντότητας, πόσο μάλλον υπό αμερικανική επικυριαρχία) και πόσο θα εμπλακούν οι ισραηλινοί; Πόσο θα διαρκέσουν οι τωρινές τριγωνικές λυκοσυμμαχίες; Με πλευρές αυτών των ερωτημάτων καταπιανόμαστε στα παρακείμενα άρθρα. Αλλά το Αφρίν ανοίγει και πιο γενικά ερωτήματα.
Μακρόπνοος σχεδιασμός των ΗΠΑ
Παρ’ όλη την αντιφατικότητα και τις εναλλαγές τακτικών, είναι εμφανές ότι η Ουάσιγκτον θα κινηθεί με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των «ζωτικών συμφερόντων» της και την ανάσχεση της ρωσικής διείσδυσης. Αλλά το βορειοαμερικανικό κατεστημένο, και κάθε κέντρο του ξεχωριστά, παραμένει βαθιά διχασμένο στο πώς μπορεί να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, ενώ ταυτόχρονα γίνεται σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιβάλουν τη γραμμή τους με μια μονοκοντυλιά, όπως παλιότερα. Έτσι εξηγείται και η αναγκαστική ανοχή τους προς το αρκετά «χειραφετημένο» πλέον τουρκικό καθεστώς.
Οπωσδήποτε η Ουάσιγκτον (όπως και κάθε άλλη ξένη δύναμη που παρεμβαίνει) κάνει μακρόπνοα και πιο γενικά σχέδια, ξανασχεδιάζοντας τους χάρτες της ευρύτερης περιοχής. Κάπου εκεί χωρά και ένα μικρό κουρδικό προτεκτοράτο με μονιμοποίηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, και πρόσθετα ανταλλάγματα προς την Τουρκία στα δυτικά της ώστε να επιδείξει κατανόηση. Μία Τουρκία στην οποία οι ΗΠΑ δεν βλέπουν αιώνια κυριαρχία του Ερντογάν. Ιδανικά για την Ουάσιγκτον, τα κατευναστικά δώρα προς την Άγκυρα θα δοθούν λοιπόν σε μια μετα-ερντογανική Τουρκία, ενισχύοντας τους αντικαταστάτες του σημερινού Σουλτάνου. Αλλά ούτως ή άλλως ήδη κατασκευάζονται.
«Προετοιμασία» της δυτικής κοινής γνώμης
Το πιο τυχοδιωκτικό τμήμα της βορειοαμερικανικής διοίκησης, με την «πολιτική» υποστήριξη του στρατοπέδου της παγκοσμιοποίησης, θα ήθελε δυναμικότερη αντιμετώπιση των Ρώσων και εκδίωξή τους από τη Συρία. Έτσι εξηγείται η κλιμάκωση της αντιρωσικής υστερίας από τη Βρετανία με αφορμή τη δηλητηρίαση του διπλού πράκτορα Σκρίπακ, με το Λονδίνο να βάζει όλη τη μαεστρία του ώστε να επιτύχει μια κοινή καταδίκη της Μόσχας από τις τέσσερις σημαντικότερες δυτικές δυνάμεις – και, κυρίως, να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για «αποφασιστικά αντίποινα» προς τη Ρωσία. Στο ίδιο πλαίσιο μπαίνει και η δυτική προπαγάνδα για «επιθέσεις του δικτάτορα Άσαντ σε αμάχους με χημικά όπλα». Και μάλιστα τη στιγμή που αποδείξεις υπάρχουν μόνο περί του αντιθέτου, αφού χημικά όπλα βρέθηκαν μόνο σε αποθήκες των αντικαθεστωτικών συμμάχων της Δύσης και του ISIS που καταλήφθηκαν από στρατεύματα της συμμαχίας Ρωσίας-Ιράν-Συρίας.
Αυτή η υστερική κλιμάκωση από πλευράς δυτικών κύκλων, με «λαγό» τη Βρετανία, αποσκοπούσε στην προετοιμασία της δυτικής κοινής γνώμης για ένα συντριπτικό χτύπημα εναντίον του Άσαντ (δηλαδή, εναντίον των Ρώσων) – πιθανά με τη μορφή πυραυλικής επίθεσης εναντίον της ίδιας της Δαμασκού. Η ρωσική αντίδραση, με τη γενική προειδοποίηση ότι «μια τέτοια επίθεση θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε κάποιος», φαίνεται ότι ακύρωσε ή ανέβαλε τέτοια σχέδια. Είναι άλλωστε αμφίβολο αν ο ίδιος ο Τραμπ τα υιοθετούσε, ρισκάροντας μια κατά μέτωπο σύγκρουση. Αντίθετα, ο Αμερικανός πρόεδρος έστειλε με μάλλον επιδεικτικό τρόπο συγχαρητήρια στον Πούτιν για την επανεκλογή του, κόντρα στις συμβουλές πολλών επιτελών του – και χωρίς να τα διανθίσει με διαμαρτυρίες για ρωσικές παρεμβάσεις είτε στις πολιτικές αναμετρήσεις εντός των ΗΠΑ είτε σε διεθνή μέτωπα.
Πού είναι το Ιράν και το Ισραήλ;
Η επικέντρωση της προσοχής στο Αφρίν και τη Γούτα κάνει πολλούς να ξεχνούν τελευταία δύο περιφερειακές δυνάμεις που ήταν, άμεσα ή έμμεσα, από την αρχή αναμεμειγμένες στη συριακή σύρραξη: το Ιράν και το Ισραήλ. Και τα δύο αυτά σημαντικά κράτη έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τις πρόσφατες αναλύσεις, παρόλο που εξακολουθούν να είναι δρώσες (και ανειρήνευτα εχθρικές μεταξύ τους) δυνάμεις. Το μεν Ιράν συμμετέχει στον υπό ρωσική ηγεμονία άξονα, και έχει ρίξει χιλιάδες μαχητές στη σύρραξη, ενώ το Ισραήλ χρεώνεται στον φιλοαμερικάνικο άξονα. Και τα δύο όμως κράτη διατηρούν σημαντικό βαθμό αυτονομίας και κινούνται βάσει μακρόπνοου σχεδίου. Ιδίως το Ιράν δεν πρόκειται να αποδεχθεί τον υποβιβασμό του σε μια δύναμη βοηθητική της Μόσχας.
Σε κάθε περίπτωση, αν και δεν μπαίνουν πια στις πρωτοσέλιδες αναλύσεις, πολλοί εκτιμούν ότι Ιράν και ισραήλ θα πρωταγωνιστήσουν στο επόμενο επεισόδιο μιας πιο γενικευμένης σύρραξης. Το Ιράν βρίσκεται σαφώς στο στόχαστρο των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Ένα τμήμα του βορειοαμερικανικού κατεστημένου σπρώχνει σε άμεση ανάληψη δράσης κατά της Τεχεράνης, ενώ ένα άλλο αντιτίθεται. Δεν πρόκειται για αντιπαράθεση μεταξύ γερακιών και περιστερών, όπως νομίζουν οι περισσότεροι: στο στρατόπεδο αυτών που θεωρούν ότι δεν εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις για επίθεση κατά του Ιράν (και δεν θέλουν καν, για την ώρα, την απόσυρση των ΗΠΑ από την εξαμερή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν) περιλαμβάνονται και επιφανή γεράκια.
Προετοιμασία για επέκταση της σύρραξης
Αυτό δεν συμβαίνει επειδή ξαφνικά μετανόησαν και δεν επιθυμούν ένα μεγάλο μακελειό (διότι μπροστά σε μια επίθεση εναντίον του Ιράν η συριακή αιματοχυσία ίσως μοιάζει πλημμέλημα), αλλά επειδή εκτιμούν ότι πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί ένας διαφορετικός διεθνής συσχετισμός. Ένας συσχετισμός που θα περιλαμβάνει τη Γαλλία και τη Βρετανία, τουλάχιστον, στο στρατόπεδο των επιτιθέμενων – όπως και σουνίτες συμμάχους, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία. Γνωρίζουν ότι θα χρειαστούν χρόνο για να συμπήξουν έναν τέτοιον ενεργητικό αντι-ιρανικό συνασπισμό. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, της ίδιας γνώμης είναι και η στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ – που, σε αντίθεση με ένα ισραηλινό πολιτικό σύστημα κυριαρχούμενο από ακροδεξιούς τυχοδιώκτες, γνωρίζουν τη δυσκολία και τους κινδύνους του εγχειρήματος.
Έτσι, για την ώρα όλες οι πλευρές περιορίζονται σε αμοιβαίες αναγνωριστικές παρενοχλήσεις, εμπλέκοντας φυσικά και τον Λίβανο – που κατηγορείται ότι παρέχει πλήρη ασυλία στη φιλοϊρανική Χεζμπολά. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι πρόσφατοι ισραηλινοί βομβαρδισμοί συριακών θέσεων, αλλά και «τρομοκρατών» της Χεζμπολά. Στο ίδιο μοτίβο κινείται όμως και η προχθεσινή αιφνιδιαστική επίσημη παραδοχή από τον επικεφαλής της ισραηλινής αεροπορίας, πτέραρχο Νόρκιν, ότι ήταν το Ισραήλ που βομβάρδισε το 2007 συριακές εγκαταστάσεις «που προορίζονταν για εγκατάσταση πυρηνικού αντιδραστήρα με βορειοκορεατική(!) τεχνογνωσία». Κάτι που επίμονα αρνούνταν το Ισραήλ για πάνω από 10 χρόνια.
Ουσιαστικά, η παραδοχή ότι, σε ανύποπτο χρόνο, το Ισραήλ τσαλαπάτησε για μια ακόμη φορά το διεθνές δίκαιο, ενισχύει τις ισραηλινές προειδοποιήσεις ότι «δεν θα ανέχεται για πολύ την ιρανική απειλή». Κι όλα μαζί τα παραπάνω ενισχύουν την εκτίμηση ότι όλες οι αντιμαχόμενες δυνάμεις προετοιμάζονται όχι για κατευνασμό της σύγκρουσης, που σήμερα επικεντρώνεται στη Συρία, αλλά για τα επόμενα, ακόμη σοβαρότερα επεισόδια. Παροξύνουν έτσι τον κίνδυνο γενικευμένης πολεμικής σύρραξης, που δύσκολα θα περιοριστεί στη Μέση Ανατολή.
Ο ρόλος των Κούρδων
Ο κουρδικός λαός βρίσκεται μοιρασμένος σε τέσσερα κράτη: 15-18 εκατομμύρια στην Τουρκία, 8-11 εκατομμύρια Ιράν, 6-8 εκατομμύρια στο Ιράκ, 2-3 εκατομμύρια στη Συρία. Συν περίπου 2 εκατομμύρια της Διασποράς. Τις τελευταίες δεκαετίες το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα εκπροσωπείται κυρίως από το ΡΚΚ, που επεδίωκε τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους – θέση που έχει τροποποιηθεί τα τελευταία χρόνια με το κάλεσμα του Οτσαλάν για τη δημιουργία «δημοκρατικής συνομοσπονδίας» που θα έχει πολυεθνικό χαρακτήρα. Άλλες οργανωμένες δυνάμεις (ιδίως του ιρακινού Κουρδιστάν) έχουν από καιρό επιλέξει πιο συμβιβαστική και οριστικά φιλοδυτική στάση.
Τα τελευταία χρόνια το επίκεντρο της προσοχής μεταφέρθηκε σταδιακά στο συριακό κράτος, κυρίως αφότου το φιλοκουρδικό HDP, που κατάφερε για κάποιο διάστημα να μπει εμπόδιο στα σχέδια του Ερντογάν, υπέστη τεράστια καταστολή. Το κοινοτιστικό και ανεκτικό «πείραμα της Ροζάβα», σε μια περιοχή που σπαράσσεται από εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, προσέλκυσε τη συμπάθεια εκατομμυρίων ανθρώπων. Σε πρώτη φάση, οι Κούρδοι της Συρίας αντιμετώπισαν τη λυσσαλέα αντίδραση των τζιχαντιστών του ISIS και του τουρκικού καθεστώτος, ενώ γενικά απέφυγαν την κατά μέτωπο σύγκρουση με το συριακό καθεστώς και τους συμμάχους του.
Σταδιακά όμως η ηγεσία τους «ακούμπησε» όλο και πιο αποφασιστικά στις ΗΠΑ (και, λιγότερο φανερά, στο Ισραήλ) με την ελπίδα ότι έτσι θα φτάσουν στον πολυπόθητο στόχο: τη δημιουργία κουρδικού κράτους, όπως κι αν ονομαζόταν αυτό. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους υιοθέτησαν τους Κούρδους της Συρίας ακριβώς με τη σκέψη της δημιουργίας μιας κουρδικής οντότητας που θα είναι πλήρως εξαρτημένη και θα διασφαλίζει την αμερικανική παρουσία σε μια περιοχή όπου η Μόσχα σημείωσε θεαματική επιστροφή. Έτσι, η δικαίωση των ιστορικών επιδιώξεων του κουρδικού λαού μετατράπηκε σε μέσο εξυπηρέτησης των ΗΠΑ και σε όχημα ανατίναξης της περιοχής…
Προβληματικές επιλογές της κουρδικής ηγεσίας
Η κουρδική ηγεσία οδηγήθηκε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και, κατά συνέπεια, σε επιλογές επιεικώς προβληματικές. Με αλαζονεία διακήρυξε ότι ήρθε η ώρα της ίδρυσης ενός μεγάλου κουρδικού κράτους το οποίο, μάλιστα, θα έχει διέξοδο και στη Μεσόγειο – κάτι που δεν υπήρχε, ούτε καν ως υπονοούμενο, μέχρι πρόσφατα. Όμως η υπόθεση ότι οι ΗΠΑ θα φτάσουν μέχρι τα άκρα την κόντρα τους με την Τουρκία διαψεύστηκε. Οι ΗΠΑ άναψαν κι αυτές, θέλοντας και μη, το πράσινο φως στον Ερντογάν για την εισβολή. Διότι το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι να ταπεινώσουν την Τουρκία και να τη σπρώξουν πιο μόνιμα στην αγκαλιά της Μόσχας. Το πολύ να στήσουν ένα μικρό κουρδικό προτεκτοράτο πέρα από τον Ευφράτη, προσφέροντας ως αντάλλαγμα στην Τουρκία την ικανοποίηση διεκδικήσεών της στα δυτικά της – με πρώτο θύμα, αλλά ίσως όχι μοναδικό, την Ελλάδα.
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ανακόψουν τη ρωσική προώθηση προς τη Μεσόγειο. Μ’ αυτήν την έννοια, όποιος πρακτορεύει αυτήν την επιδίωξη (αντί μιας πιο ανεξάρτητης στάσης, που φυσικά θα απαιτούσε άλλους, λιγότερο ντροπιαστικούς συμβιβασμούς – π.χ. με το συριακό καθεστώς), δεν μπορεί να θεωρεί αυτονόητη τη συμπαράσταση λαών που κι αυτοί αγωνίζονται για την επιβίωσή τους. Και θα πληρώσουν τη νύφη για να μπορεί μια ηγεσία να παριστάνει ότι διοικεί ένα αμερικανικό στην ουσία προτεκτοράτο. Μετά την ήττα της στο Αφρίν, η κουρδική ηγεσία αναγκαστικά προσκολλάται ακόμη στενότερα στις ΗΠΑ, στις οποίες εναποθέτει την τύχη ενός ιστορικού και μαρτυρικού κινήματος. Η μονόπλευρη καταγγελία του «ρωσικού» στρατοπέδου* εντάσσεται σε αυτήν την επιεικώς προβληματική γραμμή, που εξυπηρετεί την Ουάσιγκτον και αδιαφορεί για τις επιπτώσεις της στην ανατίναξη μιας ακόμη πιο διευρυμένης γεωγραφικά περιοχής.
* Από ανακοίνωση του Κουρδικού Γραφείου Ενημέρωσης με ημερομηνία 21/3/2018: «Το τουρκικό κράτος και οι συνεργάτες του, Ρωσία, Ιράν και Συρία, μετά την κατάληψη του Αφρίν, προχώρησαν σε λεηλασίες και σφαγές». Στην ίδια ανακοίνωση, οι Δυτικοί επικρίνονται απλώς για την «αδιαφορία τους»…
Πηγή: e-dromos.gr
Ερρίκος Φινάλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου