Παναγιώτης Οικονομίδης
Ο Οιδίποδας τον ακολούθησε. Το μεσημέρι βρέθηκαν στην κορυφή. Ο κάμπος κάτω άχνιζε από την ζέστη. Στάθηκαν στον ίσκιο ενός μοναχικού δέντρου.
Έβγαλαν ψωμί και ελιές για να φάνε. Ο άρχοντας αναμετρούσε τον τόπο. Μακριά φαινόταν αχνά η πόλη του. Η σκέψη του πήγε πίσω είκοσι χρόνια, τότε που είχε πάει στο μαντείο για να πάρει πάλι χρησμό. Ήταν όταν ξεκινούσε η βασιλεία του. Η επιστροφή του τότε, ήταν ο πιο δύσκολος δρόμος που είχε κάνει στην ζωή του. Το βάρος του χρησμού που είχε πάρει ήταν πιο μεγάλο από την ευθύνη της πόλης. Μέχρι να γυρίσει στην πόλη είχε αποφασίσει τι θα έκανε. Από τότε δεν αναρωτήθηκε γι’ αυτό το γεγονός. Τώρα τελευταία μόνο, τριγύριζε στο μυαλό του ο χρησμός, σαν κοράκι που πετάει γύρω γύρω από την πόλη κρώζοντας. Πού άραγε να ήταν το πτώμα του παιδιού του; Γύρισε στο πλάι και κοίταξε τον νέο. Αυτός κοίταζε μπροστά του ευθυτενής και σίγουρος.
-Τι σκέφτεσαι;
-Άρχοντά μου προσπαθώ να βρω το νόημα σε αυτό που σου είπε ο κουτσός.
-Μην ασχολείσαι με τα λόγια ενός ζητιάνου. Τι μπορεί να ξέρει ένας άνθρωπος που έχει μείνει στο ίδιο σημείο για είκοσι χρόνια;
-Το τι ξέρει ο καθένας, άρχοντά μου, δεν είναι γνωστό σε κανέναν. Μόνο ο Απόλλωνας μπορεί να το φανερώσει. Τι εννοούσε όμως λέγοντας τρεισήμισι πόδια;
-Είναι προφανές. Αυτός ο άνθρωπός έχει ενάμιση δικό του πόδι και δύο δανεικά. Τα δεκανίκια του.
-Σωστά τα λες. Είναι προφανές. Αλλά το τι ξέρει, δεν είναι προφανές.
-Και συ σωστά το λες. Η σκέψη δεν είναι γνωστή πάρα μόνο σε αυτόν που την έχει. Μόνο ο θεός μπορεί να την αποκαλύψει στους άλλους.
-Και πάλι άρχοντά μου θα πρέπει να είσαι έτοιμος να την δεις. Γιατί αυτός που δεν βλέπει και δεν ακούει έχει και το μυαλό του κλειστό στους χρησμούς.
Ο άρχοντας όρθωσε τον κορμό του και κοίταξε τον νέο με θαυμασμό. Τόσο λαμπρή αυτή η σκέψη. Ένα αίσθημα τρυφερότητα για αυτόν τον νέο τον κυρίεψε. Άπλωσε το χέρι του και τον αγκάλιασε από τους ώμους. Ο νέος γύρισε το κεφάλι του προς τον άρχοντα και χαμογέλασε με συστολή.
-Φαίνεται ότι εσύ έχεις και τα μάτια και τα αυτιά και το μυαλό σου ανοιχτά.. Αλήθεια τι σου είπε ο θεός.
-Άρχοντά μου είναι μια δύσκολη συζήτηση αυτή. Νοιώθω ότι αν αρχίσω να μιλάω θα σκοτεινιάσει ο Ήλιος. Φαίνεσαι άνθρωπός με θέληση και δύναμη ψυχής, αλλά σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεται και κάτι άλλο. Χρειάζεται διαύγεια πνεύματος για να ξεδιαλύνεις την καταχνιά που φέρνει ο χρησμός.
-Και τι σκέφτεσαι να κάνεις; Θα περάσεις όλη την ζωή σου κρύβοντας αυτά τα λόγια; Αφήνοντας τα να θολώνουν την σκέψη σου συνέχεια;
Ο άρχοντας είχε σηκωθεί και βημάτιζε μπροστά από τον νέο. Η σκιά του περνούσε πάνω από τον Οιδίποδα. Ο νέος τον κοιτούσε που πηγαινοερχόταν και το φως πότε τον θάμπωνε και πονούσε το μυαλό του και πότε η σκιά έπεφτε σαν χάδι και τον ανακούφιζε.
-Πες μου τι θα κάνεις; Θα ζήσεις μέσα σε αυτήν σκιά όλη σου την ζωή; Ξέρεις τι δράμα είναι αυτό; Δεν θα μπορείς να ησυχάσεις ούτε στον ύπνο σου. Κάποιες στιγμές θα είναι σαν να ζεις μέσα σε μια σπηλιά χωρίς φως.
Ο νέος κοίταζε τον άρχοντα στα μάτια. Είχε σταθεί από πάνω του. Οι φλέβες στα μηνίγγια του χτυπούσαν. Τα μάτια του ήταν υγρά. Το βλέμμα του συναντήθηκε με του νέου. Στάθηκε για μια στιγμή πάνω στα μάτια του. Ο νέος ένοιωσε ότι τον κοιτούσε αλλά δεν τον έβλεπε. Σαν να κοίταζε πιο μέσα από τα μάτια του.
Ο άρχοντας έκανε μεταβολή. Ο ήλιος θάμπωσε τον νέο. Λες και ένα αστροπελέκι έπεσε στο πρόσωπό του. Έβαλε τα χέρια του μπρος στα μάτια του. Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο. Ιδρώτας κυλούσε στον σβέρκο του. Πέρασε πολύ ώρα. Άκουσε τα βήματα του άρχοντα που πλησίαζαν. Του χάιδεψε την πλάτη.
-Σήκω. Πάμε να κατηφορίσουμε, πριν γείρει ο ήλιος.
Σηκώθηκε στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Τα βήματά του ήταν αργά και κοφτά. Πάλι αυτός ο πόνος.
-Στάσου να σου τρίψω τα πόδια.
-Δεν χρειάζεται άρχοντα μου. Είμαι εντάξει τώρα.
Έπιασαν να κατηφορίζουν. Ένα μονοπάτι με πέτρες. Κακοτράχαλο και στριφογυριστό. Προχωρούσαν αμίλητοι. Ο άρχοντας πήγαινε μπροστά και κοντοστεκόταν να περιμένει τον νέο. Μόλις εκείνος πλησίαζε στα λίγα βήματα ξανακινούσε μπροστά. Έφτασαν σε έναν μεγάλο δρόμο. Τον διέσχισαν και συνέχισαν.
-Εδώ παρακάτω έχει μια πηγή. Πάω μπροστά. Έλα σιγά σιγά.
Ο Οιδίποδας προχωρούσε σταθερά αλλά κουρασμένος. Το μέτωπό του ήταν λουσμένο στον ιδρώτα. Τα μαλλιά του είχαν κολλήσει σαν στεφάνι. Άτακτα. Σκονισμένα. Θαμπά σαν το βλέμμα του που λες και μετρούσε κάθε βήμα που έκανε. Κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Ο ίσκιος των δέντρων που πύκνωναν τον έκανε να αναθαρρήσει. Μάζεψε τα κουράγια του και προχώρησε. Έφτασε στην πηγή. Ο άρχοντας καθόταν χαμογελαστός και τον κοιτούσε. Είχε βρέξει το κεφάλι του και είχε πλύνει την σκόνη από το πρόσωπό του. Ο Οιδίποδας έκατσε βαριά δίπλα του. Ο άρχοντας του έδωσε να πιεί νερό από τη κολοκύθα.
-Θέλει αρκετά ακόμα για να γύρει ο ήλιος νέε. Αλλά μπορούμε να μείνουμε εδώ αν το θες.
-Μόνο να ξαποστάσω λίγο άρχοντά μου. Λίγο μόνο.
-Καλά να μοιραστούμε ψωμί και ελιές. Για το βραδινό θα έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για κανέναν λαγό.
-Ναι άρχοντά μου. Θα μου δώσεις το τόξο να το κουβαλάω εγώ.
-Ξεκουράσου τώρα.
Ο νέος μάσησε καλά καλά το ψωμί και τις ελιές. Τα ανακάτεψε στο στόμα του και το ψωμί μύρισε λάδι. Θυμήθηκε την βάγια του στην Κόρινθο που το ζύμωνε το ψωμί με ελιές και τυρί άσπρο. Έκλεισε τα μάτια του και τέντωσε το κορμί του.
Ήταν σε έναν κήπο. Καταπράσινο. Δροσερό. Χωρίς σκέψεις αλλά με την καρδιά γεμάτη χαρά και γαλήνη. Σιγά σιγά ένα δυνατό φως εμφανίστηκε. Δεν ήταν καυτό σαν τον ήλιο. Αλλά λευκό και δυνατό. Δεν τύφλωνε. Απλά υπήρχε γύρω του. Τα πάντα χάθηκαν μέσα στο φως. Ένα ρυάκι του έβρεχε τα πόδια. Έκανε να τα κουνήσει αλλά δεν μπορούσε. Σαν να ήταν δεμένα. Προσπάθησε ξανά. Δεν ένοιωθε σχοινί να τρίβεται ανάμεσά τους. Έβγαλε ένα βαθύ βογκητό. Το φως είχε χαθεί. Άνοιξε τα μάτια του απότομα. Ο άρχοντας ήταν σκυμμένος στα πόδια του. Τα έτριβε με ένα υγρό πράσινο που είχε μέσα φύλλα.
-Αυτό θα σε βοηθήσει αρκετά.
Ο νέος τον κοίταξε έτσι όπως ήταν σκυμμένος κι άπλωσε το χέρι του μέχρι το κεφάλι του άρχοντα. Μόλις το πλησίασε τραβήχτηκε πίσω αναποφάσιστος. Τα πόδια του ήταν πιο ανάλαφρα.
-Μπορούμε να κινήσουμε τώρα άρχοντά μου.
-Περίμενε λίγο μην βιαστείς ακόμα.
Ο νέος ξανάκατσε. Κοιτούσε τον άρχοντα που μάζευε από κάτω τα όπλα τους και την κολοκύθα. Πήγε μέχρι την πηγή και την γέμισε. Την σφράγισε με ένα ξύλο. Την έδεσε στο σακούλι και το έριξε στην πλάτη του. Το σώμα του κινούταν με μια σιγουριά. Οι μύωνές του δεν είχαν την σπιρτάδα των δικών του αλλά κινούνταν με μια οικονομία θα έλεγες. Πόσο να ήταν ο άρχοντας; Είχε παιδιά; Σίγουρα θα είχε. Τι άρχοντας θα ήταν χωρίς διάδοχο. Τι κουτή σκέψη; Τώρα ο γιος του μπορεί να ήταν με την ομάδα των ανιχνευτών. Τι χαρά θα έκανε όταν θα εύρισκε τον πατέρα του. Η σκέψη αυτή τον σκοτείνιασε. Εκείνος δεν θα ξανάβλεπε τον δικό του. Μελαγχόλησε. Τα φρύδια του σμίχτηκαν. Το βλέμμα χαμήλωσε.
Ο άρχοντας γύρισε προς το μέρος του. Είδε την σκοτεινιά στο πρόσωπο του νέου.
Είδε και το δάκρυ που έτρεξε από την άκρη της μύτης του. Αυτός ό νέος σκέφτηκε έχει έναν πατέρα να τον περιμένει. Τι χαρά θα κάνει σαν τον δει. Θα τρέξει να ανοίξει την πύλη και θα σφάξει το καλύτερό του μοσχάρι. Και η μητέρα του τρελή από χαρά θα τρέξει να του πλύνει τα πόδια. Θα του βγάλει τα σανδάλια, θα τα ακουμπήσει στο στήθος της και θα τα τρίβει να ξεκουραστούν. Η χαρά των γονιών όταν ανταμώνουν με το παιδί τους είναι μεγάλη.
Ο νέος σηκώθηκε. Πήγε να κάνει ένα βήμα και αμέσως κρατήθηκε. Ένα ξάφνιασμα έκανε το πρόσωπό του να φωτιστεί. Τα πόδια του δεν πονούσαν. Λες και δεν είχε περπατήσει καθόλου όλη μέρα. Έκανε έναν πήδο. Ο άρχοντας γέλασε.
-Πάμε. Δεν θα κάνουμε πολύ δρόμο απόψε.
-Μα όχι άρχοντά μου. Μπορώ να περπατάω μέχρι το πρωί.
-Καλά. Πάμε και βλέπουμε. Πάρε το τόξο.
Ο νέος πέρασε το τόξο και την φαρέτρα σταυρωτά στο σώμα του. Τύλιξε τον μανδύα του και τον πέρασε από κάτω για να μη τον κόβει η χορδή στον ώμο. Πήρε το σπαθί με τη θήκη και το κράτησε στο χέρι του. Έπιασε το μπαστούνι του και κίνησε πίσω από τον άρχοντα. Ξαναβγήκαν στον δρόμο. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση διαδρομή είχαν μέχρι τους Δελφούς. Εκείνος δεν είχε ξαναπεράσει από εδώ. Θα το θυμόταν. Δεν τον ένοιαζε όμως. Ένοιωθε μια αλαφράδα στην καρδιά. Ο άρχοντας προχωρούσε σβέλτα μπροστά. Έριχνε που και που μια λοξή ματιά πάνω από τον ώμο, του να δει αν ο νέος ακολουθούσε. Ο ήλιος είχε γυρίσει στο άλλο μισό του ουρανού. Είχαν πολύ χρόνο μέχρι να βασιλέψει. Τα πουλιά ξεσηκώνονταν στο πέρασμα τους. Τα μικρά ζώα του δάσους ήταν κρυμμένα στις δροσερές τρύπες τους και περίμεναν το απόγευμα για να ξεμυτίσουν. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν υπήρχε περίπτωση να χτυπήσουν τίποτα. Θα είχαν το νου τους αργότερα. Περπάτησαν αρκετά. Ο ήλιος είχε κατέβει στα δυο καλάμια όταν ο άρχοντας έκοψε από τον δρόμο. Έκανε σινιάλο στον νέο να ακολουθήσει. Βρήκε έναν βράχο και κούρνιαξε από πίσω του. Ο νέος μαζεύτηκε δίπλα του απορημένος. Σε λίγο άκουσαν θόρυβο από άμαξα. Περίμεναν να ξεμακρύνει και βγήκαν στον δρόμο πάλι.
-Γιατί άρχοντα μου κρύβεσαι;
-Έχω τους λόγους μου. Θα ήθελα να φτάσω στο μαντείο χωρίς να καταλάβουν ποιος είμαι. Εκεί ξέρουν ήδη ότι πάω. Θα καταλάβεις όταν φτάσουμε. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά τώρα. Να χτυπήσουμε τίποτα γιατί το βράδυ θα την βγάλουμε πάλι με ελιές και ψωμί.
-Έννοια σου. Εδώ είναι λαγότοπος. Το βλέπω. Οι θάμνοι είναι γεμάτοι από σημάδια.
Ο νέος κρέμασε το σπαθί στην πλάτη του, έβγαλε το τόξο και πέρασε ένα βέλος στην χορδή.
Προχωρούσε μπροστά. Ο άρχοντας από πίσω τον κοιτούσε. Κινούταν αλαφροπάτητος χωρίς να έχει κόψει το βήμα του. Η πλάτη του ήταν ίσια και στιβαρή. Ένα μικρό καμπούριασμα, ίσως από την συνήθεια στην χρήση του μπαστουνιού που τώρα το είχε περάσει μαζί με το σπαθί του στην πλάτη. Το βήμα του σταθερό αλλά με μια μικρή καθυστέρηση την ώρα που πατούσε στην γη. Σαν να δοκίμαζε το έδαφος κάθε που πατούσε. Μια μικρή αδιόρατη κίνηση που δεν την έπιανε εύκολα το μάτι. Τι άραγε να είχε πάθει αυτό το παιδί όταν γεννήθηκε και του έμεινε αυτό το κουσούρι; Τι συνέβη στην γέννα του; Είπε ότι ήταν πριγκιπόπουλο. Κρίμα ίσως για έναν άνθρωπό μιας τέτοιας γενιάς. Μπορεί όμως και να μην ήταν αυτός ο διάδοχος. Να είχε άραγε άλλα αδέλφια; Αυτές οι σιωπές του και το βουβό σπάραγμα της ψυχής του. . . Τι σκοτούρα έχει στο κεφάλι του; Τι βάρος να κουβαλάει; Ο ίδιος ήξερε το βάρος που κουβαλούσε για το εαυτό του. Περίπου από την ηλικία αυτού του νέου. Αυτός όμως; Άγνωστες οι βουλές των θεών! Ας είναι. Τώρα ήταν μια καλή παρέα μέχρι το μαντείο. Τον εμπιστευόταν. Είχε καταλάβει ότι το βάρος της ψυχής του δεν θα του επέτρεπε να κάνει κάτι απειλητικό Αλλά και πέρα από αυτό είχε δείξει την ευγένεια της καταγωγής του. Ο νέος βράδυνε το βήμα του. Μια φτέρη που είχε πάρει να κιτρινίζει κουνήθηκε λίγο. Στάθηκε.
Συνεχίζεται...
Βρείτε όλες τις συνέχειες: εδώ
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Ο Οιδίποδας τον ακολούθησε. Το μεσημέρι βρέθηκαν στην κορυφή. Ο κάμπος κάτω άχνιζε από την ζέστη. Στάθηκαν στον ίσκιο ενός μοναχικού δέντρου.
Έβγαλαν ψωμί και ελιές για να φάνε. Ο άρχοντας αναμετρούσε τον τόπο. Μακριά φαινόταν αχνά η πόλη του. Η σκέψη του πήγε πίσω είκοσι χρόνια, τότε που είχε πάει στο μαντείο για να πάρει πάλι χρησμό. Ήταν όταν ξεκινούσε η βασιλεία του. Η επιστροφή του τότε, ήταν ο πιο δύσκολος δρόμος που είχε κάνει στην ζωή του. Το βάρος του χρησμού που είχε πάρει ήταν πιο μεγάλο από την ευθύνη της πόλης. Μέχρι να γυρίσει στην πόλη είχε αποφασίσει τι θα έκανε. Από τότε δεν αναρωτήθηκε γι’ αυτό το γεγονός. Τώρα τελευταία μόνο, τριγύριζε στο μυαλό του ο χρησμός, σαν κοράκι που πετάει γύρω γύρω από την πόλη κρώζοντας. Πού άραγε να ήταν το πτώμα του παιδιού του; Γύρισε στο πλάι και κοίταξε τον νέο. Αυτός κοίταζε μπροστά του ευθυτενής και σίγουρος.
-Τι σκέφτεσαι;
-Άρχοντά μου προσπαθώ να βρω το νόημα σε αυτό που σου είπε ο κουτσός.
-Μην ασχολείσαι με τα λόγια ενός ζητιάνου. Τι μπορεί να ξέρει ένας άνθρωπος που έχει μείνει στο ίδιο σημείο για είκοσι χρόνια;
-Το τι ξέρει ο καθένας, άρχοντά μου, δεν είναι γνωστό σε κανέναν. Μόνο ο Απόλλωνας μπορεί να το φανερώσει. Τι εννοούσε όμως λέγοντας τρεισήμισι πόδια;
-Είναι προφανές. Αυτός ο άνθρωπός έχει ενάμιση δικό του πόδι και δύο δανεικά. Τα δεκανίκια του.
-Σωστά τα λες. Είναι προφανές. Αλλά το τι ξέρει, δεν είναι προφανές.
-Και συ σωστά το λες. Η σκέψη δεν είναι γνωστή πάρα μόνο σε αυτόν που την έχει. Μόνο ο θεός μπορεί να την αποκαλύψει στους άλλους.
-Και πάλι άρχοντά μου θα πρέπει να είσαι έτοιμος να την δεις. Γιατί αυτός που δεν βλέπει και δεν ακούει έχει και το μυαλό του κλειστό στους χρησμούς.
Ο άρχοντας όρθωσε τον κορμό του και κοίταξε τον νέο με θαυμασμό. Τόσο λαμπρή αυτή η σκέψη. Ένα αίσθημα τρυφερότητα για αυτόν τον νέο τον κυρίεψε. Άπλωσε το χέρι του και τον αγκάλιασε από τους ώμους. Ο νέος γύρισε το κεφάλι του προς τον άρχοντα και χαμογέλασε με συστολή.
-Φαίνεται ότι εσύ έχεις και τα μάτια και τα αυτιά και το μυαλό σου ανοιχτά.. Αλήθεια τι σου είπε ο θεός.
-Άρχοντά μου είναι μια δύσκολη συζήτηση αυτή. Νοιώθω ότι αν αρχίσω να μιλάω θα σκοτεινιάσει ο Ήλιος. Φαίνεσαι άνθρωπός με θέληση και δύναμη ψυχής, αλλά σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεται και κάτι άλλο. Χρειάζεται διαύγεια πνεύματος για να ξεδιαλύνεις την καταχνιά που φέρνει ο χρησμός.
-Και τι σκέφτεσαι να κάνεις; Θα περάσεις όλη την ζωή σου κρύβοντας αυτά τα λόγια; Αφήνοντας τα να θολώνουν την σκέψη σου συνέχεια;
Ο άρχοντας είχε σηκωθεί και βημάτιζε μπροστά από τον νέο. Η σκιά του περνούσε πάνω από τον Οιδίποδα. Ο νέος τον κοιτούσε που πηγαινοερχόταν και το φως πότε τον θάμπωνε και πονούσε το μυαλό του και πότε η σκιά έπεφτε σαν χάδι και τον ανακούφιζε.
-Πες μου τι θα κάνεις; Θα ζήσεις μέσα σε αυτήν σκιά όλη σου την ζωή; Ξέρεις τι δράμα είναι αυτό; Δεν θα μπορείς να ησυχάσεις ούτε στον ύπνο σου. Κάποιες στιγμές θα είναι σαν να ζεις μέσα σε μια σπηλιά χωρίς φως.
Ο νέος κοίταζε τον άρχοντα στα μάτια. Είχε σταθεί από πάνω του. Οι φλέβες στα μηνίγγια του χτυπούσαν. Τα μάτια του ήταν υγρά. Το βλέμμα του συναντήθηκε με του νέου. Στάθηκε για μια στιγμή πάνω στα μάτια του. Ο νέος ένοιωσε ότι τον κοιτούσε αλλά δεν τον έβλεπε. Σαν να κοίταζε πιο μέσα από τα μάτια του.
Ο άρχοντας έκανε μεταβολή. Ο ήλιος θάμπωσε τον νέο. Λες και ένα αστροπελέκι έπεσε στο πρόσωπό του. Έβαλε τα χέρια του μπρος στα μάτια του. Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο. Ιδρώτας κυλούσε στον σβέρκο του. Πέρασε πολύ ώρα. Άκουσε τα βήματα του άρχοντα που πλησίαζαν. Του χάιδεψε την πλάτη.
-Σήκω. Πάμε να κατηφορίσουμε, πριν γείρει ο ήλιος.
Σηκώθηκε στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Τα βήματά του ήταν αργά και κοφτά. Πάλι αυτός ο πόνος.
-Στάσου να σου τρίψω τα πόδια.
-Δεν χρειάζεται άρχοντα μου. Είμαι εντάξει τώρα.
Έπιασαν να κατηφορίζουν. Ένα μονοπάτι με πέτρες. Κακοτράχαλο και στριφογυριστό. Προχωρούσαν αμίλητοι. Ο άρχοντας πήγαινε μπροστά και κοντοστεκόταν να περιμένει τον νέο. Μόλις εκείνος πλησίαζε στα λίγα βήματα ξανακινούσε μπροστά. Έφτασαν σε έναν μεγάλο δρόμο. Τον διέσχισαν και συνέχισαν.
-Εδώ παρακάτω έχει μια πηγή. Πάω μπροστά. Έλα σιγά σιγά.
Ο Οιδίποδας προχωρούσε σταθερά αλλά κουρασμένος. Το μέτωπό του ήταν λουσμένο στον ιδρώτα. Τα μαλλιά του είχαν κολλήσει σαν στεφάνι. Άτακτα. Σκονισμένα. Θαμπά σαν το βλέμμα του που λες και μετρούσε κάθε βήμα που έκανε. Κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Ο ίσκιος των δέντρων που πύκνωναν τον έκανε να αναθαρρήσει. Μάζεψε τα κουράγια του και προχώρησε. Έφτασε στην πηγή. Ο άρχοντας καθόταν χαμογελαστός και τον κοιτούσε. Είχε βρέξει το κεφάλι του και είχε πλύνει την σκόνη από το πρόσωπό του. Ο Οιδίποδας έκατσε βαριά δίπλα του. Ο άρχοντας του έδωσε να πιεί νερό από τη κολοκύθα.
-Θέλει αρκετά ακόμα για να γύρει ο ήλιος νέε. Αλλά μπορούμε να μείνουμε εδώ αν το θες.
-Μόνο να ξαποστάσω λίγο άρχοντά μου. Λίγο μόνο.
-Καλά να μοιραστούμε ψωμί και ελιές. Για το βραδινό θα έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για κανέναν λαγό.
-Ναι άρχοντά μου. Θα μου δώσεις το τόξο να το κουβαλάω εγώ.
-Ξεκουράσου τώρα.
Ο νέος μάσησε καλά καλά το ψωμί και τις ελιές. Τα ανακάτεψε στο στόμα του και το ψωμί μύρισε λάδι. Θυμήθηκε την βάγια του στην Κόρινθο που το ζύμωνε το ψωμί με ελιές και τυρί άσπρο. Έκλεισε τα μάτια του και τέντωσε το κορμί του.
Ήταν σε έναν κήπο. Καταπράσινο. Δροσερό. Χωρίς σκέψεις αλλά με την καρδιά γεμάτη χαρά και γαλήνη. Σιγά σιγά ένα δυνατό φως εμφανίστηκε. Δεν ήταν καυτό σαν τον ήλιο. Αλλά λευκό και δυνατό. Δεν τύφλωνε. Απλά υπήρχε γύρω του. Τα πάντα χάθηκαν μέσα στο φως. Ένα ρυάκι του έβρεχε τα πόδια. Έκανε να τα κουνήσει αλλά δεν μπορούσε. Σαν να ήταν δεμένα. Προσπάθησε ξανά. Δεν ένοιωθε σχοινί να τρίβεται ανάμεσά τους. Έβγαλε ένα βαθύ βογκητό. Το φως είχε χαθεί. Άνοιξε τα μάτια του απότομα. Ο άρχοντας ήταν σκυμμένος στα πόδια του. Τα έτριβε με ένα υγρό πράσινο που είχε μέσα φύλλα.
-Αυτό θα σε βοηθήσει αρκετά.
Ο νέος τον κοίταξε έτσι όπως ήταν σκυμμένος κι άπλωσε το χέρι του μέχρι το κεφάλι του άρχοντα. Μόλις το πλησίασε τραβήχτηκε πίσω αναποφάσιστος. Τα πόδια του ήταν πιο ανάλαφρα.
-Μπορούμε να κινήσουμε τώρα άρχοντά μου.
-Περίμενε λίγο μην βιαστείς ακόμα.
Ο νέος ξανάκατσε. Κοιτούσε τον άρχοντα που μάζευε από κάτω τα όπλα τους και την κολοκύθα. Πήγε μέχρι την πηγή και την γέμισε. Την σφράγισε με ένα ξύλο. Την έδεσε στο σακούλι και το έριξε στην πλάτη του. Το σώμα του κινούταν με μια σιγουριά. Οι μύωνές του δεν είχαν την σπιρτάδα των δικών του αλλά κινούνταν με μια οικονομία θα έλεγες. Πόσο να ήταν ο άρχοντας; Είχε παιδιά; Σίγουρα θα είχε. Τι άρχοντας θα ήταν χωρίς διάδοχο. Τι κουτή σκέψη; Τώρα ο γιος του μπορεί να ήταν με την ομάδα των ανιχνευτών. Τι χαρά θα έκανε όταν θα εύρισκε τον πατέρα του. Η σκέψη αυτή τον σκοτείνιασε. Εκείνος δεν θα ξανάβλεπε τον δικό του. Μελαγχόλησε. Τα φρύδια του σμίχτηκαν. Το βλέμμα χαμήλωσε.
Ο άρχοντας γύρισε προς το μέρος του. Είδε την σκοτεινιά στο πρόσωπο του νέου.
Είδε και το δάκρυ που έτρεξε από την άκρη της μύτης του. Αυτός ό νέος σκέφτηκε έχει έναν πατέρα να τον περιμένει. Τι χαρά θα κάνει σαν τον δει. Θα τρέξει να ανοίξει την πύλη και θα σφάξει το καλύτερό του μοσχάρι. Και η μητέρα του τρελή από χαρά θα τρέξει να του πλύνει τα πόδια. Θα του βγάλει τα σανδάλια, θα τα ακουμπήσει στο στήθος της και θα τα τρίβει να ξεκουραστούν. Η χαρά των γονιών όταν ανταμώνουν με το παιδί τους είναι μεγάλη.
Ο νέος σηκώθηκε. Πήγε να κάνει ένα βήμα και αμέσως κρατήθηκε. Ένα ξάφνιασμα έκανε το πρόσωπό του να φωτιστεί. Τα πόδια του δεν πονούσαν. Λες και δεν είχε περπατήσει καθόλου όλη μέρα. Έκανε έναν πήδο. Ο άρχοντας γέλασε.
-Πάμε. Δεν θα κάνουμε πολύ δρόμο απόψε.
-Μα όχι άρχοντά μου. Μπορώ να περπατάω μέχρι το πρωί.
-Καλά. Πάμε και βλέπουμε. Πάρε το τόξο.
Ο νέος πέρασε το τόξο και την φαρέτρα σταυρωτά στο σώμα του. Τύλιξε τον μανδύα του και τον πέρασε από κάτω για να μη τον κόβει η χορδή στον ώμο. Πήρε το σπαθί με τη θήκη και το κράτησε στο χέρι του. Έπιασε το μπαστούνι του και κίνησε πίσω από τον άρχοντα. Ξαναβγήκαν στον δρόμο. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση διαδρομή είχαν μέχρι τους Δελφούς. Εκείνος δεν είχε ξαναπεράσει από εδώ. Θα το θυμόταν. Δεν τον ένοιαζε όμως. Ένοιωθε μια αλαφράδα στην καρδιά. Ο άρχοντας προχωρούσε σβέλτα μπροστά. Έριχνε που και που μια λοξή ματιά πάνω από τον ώμο, του να δει αν ο νέος ακολουθούσε. Ο ήλιος είχε γυρίσει στο άλλο μισό του ουρανού. Είχαν πολύ χρόνο μέχρι να βασιλέψει. Τα πουλιά ξεσηκώνονταν στο πέρασμα τους. Τα μικρά ζώα του δάσους ήταν κρυμμένα στις δροσερές τρύπες τους και περίμεναν το απόγευμα για να ξεμυτίσουν. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν υπήρχε περίπτωση να χτυπήσουν τίποτα. Θα είχαν το νου τους αργότερα. Περπάτησαν αρκετά. Ο ήλιος είχε κατέβει στα δυο καλάμια όταν ο άρχοντας έκοψε από τον δρόμο. Έκανε σινιάλο στον νέο να ακολουθήσει. Βρήκε έναν βράχο και κούρνιαξε από πίσω του. Ο νέος μαζεύτηκε δίπλα του απορημένος. Σε λίγο άκουσαν θόρυβο από άμαξα. Περίμεναν να ξεμακρύνει και βγήκαν στον δρόμο πάλι.
-Γιατί άρχοντα μου κρύβεσαι;
-Έχω τους λόγους μου. Θα ήθελα να φτάσω στο μαντείο χωρίς να καταλάβουν ποιος είμαι. Εκεί ξέρουν ήδη ότι πάω. Θα καταλάβεις όταν φτάσουμε. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά τώρα. Να χτυπήσουμε τίποτα γιατί το βράδυ θα την βγάλουμε πάλι με ελιές και ψωμί.
-Έννοια σου. Εδώ είναι λαγότοπος. Το βλέπω. Οι θάμνοι είναι γεμάτοι από σημάδια.
Ο νέος κρέμασε το σπαθί στην πλάτη του, έβγαλε το τόξο και πέρασε ένα βέλος στην χορδή.
Προχωρούσε μπροστά. Ο άρχοντας από πίσω τον κοιτούσε. Κινούταν αλαφροπάτητος χωρίς να έχει κόψει το βήμα του. Η πλάτη του ήταν ίσια και στιβαρή. Ένα μικρό καμπούριασμα, ίσως από την συνήθεια στην χρήση του μπαστουνιού που τώρα το είχε περάσει μαζί με το σπαθί του στην πλάτη. Το βήμα του σταθερό αλλά με μια μικρή καθυστέρηση την ώρα που πατούσε στην γη. Σαν να δοκίμαζε το έδαφος κάθε που πατούσε. Μια μικρή αδιόρατη κίνηση που δεν την έπιανε εύκολα το μάτι. Τι άραγε να είχε πάθει αυτό το παιδί όταν γεννήθηκε και του έμεινε αυτό το κουσούρι; Τι συνέβη στην γέννα του; Είπε ότι ήταν πριγκιπόπουλο. Κρίμα ίσως για έναν άνθρωπό μιας τέτοιας γενιάς. Μπορεί όμως και να μην ήταν αυτός ο διάδοχος. Να είχε άραγε άλλα αδέλφια; Αυτές οι σιωπές του και το βουβό σπάραγμα της ψυχής του. . . Τι σκοτούρα έχει στο κεφάλι του; Τι βάρος να κουβαλάει; Ο ίδιος ήξερε το βάρος που κουβαλούσε για το εαυτό του. Περίπου από την ηλικία αυτού του νέου. Αυτός όμως; Άγνωστες οι βουλές των θεών! Ας είναι. Τώρα ήταν μια καλή παρέα μέχρι το μαντείο. Τον εμπιστευόταν. Είχε καταλάβει ότι το βάρος της ψυχής του δεν θα του επέτρεπε να κάνει κάτι απειλητικό Αλλά και πέρα από αυτό είχε δείξει την ευγένεια της καταγωγής του. Ο νέος βράδυνε το βήμα του. Μια φτέρη που είχε πάρει να κιτρινίζει κουνήθηκε λίγο. Στάθηκε.
Συνεχίζεται...
Βρείτε όλες τις συνέχειες: εδώ
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου