Δημήτρης Μηλάκας
Η απουσία ενός πλαισίου για τη συντεταγμένη αντιμετώπιση εξελίξεων που κυοφορούνται στον περίγυρο της χώρας αρχίζει να αποτυπώνεται στην «ατμόσφαιρα» ανησυχίας και ανασφάλειας που εισπνέει η ελληνική κοινωνία καθώς διαπιστώνει ότι η χώρα είναι απροετοίμαστη.
Η ανησυχία, μάλιστα, εντείνεται καθώς είναι κοινή η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει «εθνική γραμμή», η κυβέρνηση δυσκολεύεται να ισορροπήσει (σε) και να συνθέσει διαφορετικές αντιλήψεις που διατυπώνονται στους κόλπους της και η αντιπολίτευση (κατά κύριο λόγο η αξιωματική) είναι διαρκώς σε ετοιμότητα να σπεκουλάρει με στόχο την άντληση μικροκομματικών - δημοσκοπικών κερδών.
Την ίδια στιγμή αρχίζει να γίνεται φανερό ότι στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, στην Τουρκία, υπάρχει σαφές σχέδιο, το οποίο στις γενικές γραμμές του υιοθετείται από το πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση) και διαχέεται προς την τουρκική κοινωνία. Όπως μπορούν να βεβαιώσουν όσοι έχουν αίσθηση της τουρκικής πραγματικότητας, το τελευταίο διάστημα η τουρκική κοινωνία πιστεύει ότι:
● Η Ελλάδα έχει καταλάβει και κατέχει παρανόμως τουλάχιστον δύο ντουζίνες βραχονησίδες και νησιά (κάποια εξ αυτών είναι κατοικημένα) στο Αιγαίο.
● Η Ελλάδα είναι εξάρτημα της αντι-τουρκικής πολιτικής που ασκούν μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και οι ΗΠΑ.
● Η Τουρκία οφείλει να δώσει ένα μάθημα στην Ελλάδα στην πρώτη ευκαιρία.
Απέναντι στο σαφές και αποδεκτό από την τουρκική κοινωνία αφήγημα του τουρκικού κράτους, το ελληνικό πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση, αντιπολίτευση και Πρόεδρος της Δημοκρατίας) εμφανίζεται αμήχανο να διατυπώσει μια αξιόπιστη απάντηση. Ο λόγος είναι ότι έχει καταρρεύσει η μέχρι τώρα, σε γενικές γραμμές, αποδεκτή γραμμή (στρατηγική) άμυνας. Σε χοντρές γραμμές, η ελληνική στρατηγική έναντι της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες περιλάμβανε δύο παραμέτρους:
● Την αποτροπή.
● Τον κατευνασμό.
Για την εξυπηρέτηση της αποτροπής οι κυβερνήσεις στο παρελθόν σπατάλησαν τεράστια ποσά σε αμυντικές δαπάνες οι οποίες όπως διαπιστώνουμε σήμερα δεν έπιασαν τόπο ή τουλάχιστον δεν πρόσφεραν αυτά που αναλογούν στο ύψος των χρημάτων που δαπανήθηκαν. Οι λόγοι είναι γνωστοί και δημόσια διατυπωμένοι.
Για παράδειγμα ο πρώην αρχηγός ΓΕΣ Κ. Παναγιωτάκης, καταθέτοντας στις 17.11.2008 ως μάρτυρας σε Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, που διερευνούσε τις προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων που έγιναν επί υπουργίας των Α. Τσοχατζόπουλου και Γ. Παπαντωνίου, είχε πει ότι η Ελλάδα επί πολλά χρόνια δεχόταν από τις ΗΠΑ ό,τι περίσσευε, αφού:
«Παίρναμε οπλικά συστήματα τα οποία ήταν σάπια, με τις λεγόμενες βοήθειες και τα προγράμματα FMF. Ό,τι περίσσευε μας δίνανε. Αυτό μας δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις μας και στις επιχειρήσεις μας, αν κάναμε, με τους Τούρκους. Το ΝΑΤΟ μπορεί να μας κάνει παρεμβολές όποτε θέλει» συνέχισε ο στρατηγός Κ. Παναγιωτάκης και υπογράμμισε ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη αρκετά όπλα για το ΝΑΤΟ:
«Πρέπει κάποτε να κρατάμε και κάποια οπλικά συστήματα για τη δική μας άμυνα, γιατί το ΝΑΤΟ, όταν κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία, δεν θα μας βοηθήσει, όπως ξέρετε».
Κάπως έτσι, όπως παραστατικά περιέγραψε ο Στρατηγός, και με το πάρτι των μιζών που συνόδεψε τα τεράστια εξοπλιστικά κονδύλια, υπονομεύτηκε ο αποτρεπτικός πυλώνας της ελληνικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας.
Ο έτερος πυλώνας, ο κατευνασμός, είχε να κάνει με την ψευδαίσθηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος (η οποία εξακολουθεί ακόμη να είναι ζωηρή ως τελευταία σανίδα σωτηρίας) ότι η πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε. θα αποφορτίσει τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Με άλλα λόγια, οι ελληνικές κυβερνήσεις πόνταραν στον έλεγχο που υποτίθεται ότι είχαν για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Οι ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν αφού σήμερα είναι ολοφάνερο ότι ούτε η Ε.Ε. επιθυμεί να δει την Τουρκία στους κόλπους της ούτε η Τουρκία του Ερντογάν είναι διατεθειμένη να δίνει λογαριασμό στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Το ολοφάνερο κενό στρατηγικής οδηγεί την ελληνική κυβέρνηση σε «εύκολες λύσεις», οι οποίες δεν έχουν κανένα ρεαλιστικό υπόβαθρο, καθώς όλες περιστρέφονται γύρω από την υποστήριξη που «οφείλουν» να δώσουν στην Ελλάδα οι εταίροι (Ε.Ε.) και σύμμαχοι (ΗΠΑ).
Καθώς οι πιέσεις από την πλευρά της Τουρκίας κλιμακώνονται, η ελληνική κυβέρνηση οδηγείται ταχύτατα στον δρόμο της ικανοποίησης προκαταβολικών ανταλλαγμάτων έναντι υποτιθέμενης μελλοντικής υποστήριξης.
Χαρακτηριστικό των ανταλλαγμάτων τα οποία προσφέρει χειροπιαστά η ελληνική κυβέρνηση, ελπίζοντας ότι την κρίσιμη στιγμή θα λάβει υποστήριξη, είναι το πλαίσιο της αναβάθμισης της ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής συνεργασίας, η οποία περιλαμβάνει αναβάθμιση της βάσης της Σούδας, εξυπηρέτηση των επισκευαστικών αναγκών του αμερικανικού στόλου στη Σύρο, βάσεις για αμερικανικά Μη Επανδρωμένα Μαχητικά Αεροσκάφη (Λάρισα και αλλού), βάση ελικοπτέρων στην Αλεξανδρούπολη. Ανάλογη προσφορά έναντι υποστήριξης (από αμερικανούς και Ε.Ε.) έχει αναλάβει η κυβέρνηση και για το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, εμφανιζόμενη έτοιμη για έναν συμβιβασμό.
Τις πιέσεις που δέχεται η Αθήνα προκειμένου να συμφωνήσει με την ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε. αντιλαμβάνεται και η αλβανική κυβέρνηση, η οποία σκληραίνει ολοένα και περισσότερο τη στάση της σε σχέση με κάποια ανοιχτά ζητήματα (καθορισμός των θαλάσσιων συνόρων) που δυσκολεύουν τις σχέσεις των δύο χωρών.
Όλα τα παραπάνω περιγράφουν την αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος να οργανώσει τις θέσεις της χώρας, να θέσει στόχους με βάση τα μέσα (διπλωματικά και στρατιωτικά) που διαθέτει και να πετύχει μια ελάχιστη κοινή συμφωνία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων η οποία με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να «κατέβει» στην κοινωνία, που σήμερα εμφανίζεται ανήσυχη και «ζαλισμένη» από τον άσκοπο θόρυβο των τοποθετήσεων των... υπευθύνων.
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Η απουσία ενός πλαισίου για τη συντεταγμένη αντιμετώπιση εξελίξεων που κυοφορούνται στον περίγυρο της χώρας αρχίζει να αποτυπώνεται στην «ατμόσφαιρα» ανησυχίας και ανασφάλειας που εισπνέει η ελληνική κοινωνία καθώς διαπιστώνει ότι η χώρα είναι απροετοίμαστη.
Η ανησυχία, μάλιστα, εντείνεται καθώς είναι κοινή η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει «εθνική γραμμή», η κυβέρνηση δυσκολεύεται να ισορροπήσει (σε) και να συνθέσει διαφορετικές αντιλήψεις που διατυπώνονται στους κόλπους της και η αντιπολίτευση (κατά κύριο λόγο η αξιωματική) είναι διαρκώς σε ετοιμότητα να σπεκουλάρει με στόχο την άντληση μικροκομματικών - δημοσκοπικών κερδών.
Την ίδια στιγμή αρχίζει να γίνεται φανερό ότι στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, στην Τουρκία, υπάρχει σαφές σχέδιο, το οποίο στις γενικές γραμμές του υιοθετείται από το πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση) και διαχέεται προς την τουρκική κοινωνία. Όπως μπορούν να βεβαιώσουν όσοι έχουν αίσθηση της τουρκικής πραγματικότητας, το τελευταίο διάστημα η τουρκική κοινωνία πιστεύει ότι:
● Η Ελλάδα έχει καταλάβει και κατέχει παρανόμως τουλάχιστον δύο ντουζίνες βραχονησίδες και νησιά (κάποια εξ αυτών είναι κατοικημένα) στο Αιγαίο.
● Η Ελλάδα είναι εξάρτημα της αντι-τουρκικής πολιτικής που ασκούν μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και οι ΗΠΑ.
● Η Τουρκία οφείλει να δώσει ένα μάθημα στην Ελλάδα στην πρώτη ευκαιρία.
Απέναντι στο σαφές και αποδεκτό από την τουρκική κοινωνία αφήγημα του τουρκικού κράτους, το ελληνικό πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση, αντιπολίτευση και Πρόεδρος της Δημοκρατίας) εμφανίζεται αμήχανο να διατυπώσει μια αξιόπιστη απάντηση. Ο λόγος είναι ότι έχει καταρρεύσει η μέχρι τώρα, σε γενικές γραμμές, αποδεκτή γραμμή (στρατηγική) άμυνας. Σε χοντρές γραμμές, η ελληνική στρατηγική έναντι της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες περιλάμβανε δύο παραμέτρους:
● Την αποτροπή.
● Τον κατευνασμό.
Η αποτροπή
Για την εξυπηρέτηση της αποτροπής οι κυβερνήσεις στο παρελθόν σπατάλησαν τεράστια ποσά σε αμυντικές δαπάνες οι οποίες όπως διαπιστώνουμε σήμερα δεν έπιασαν τόπο ή τουλάχιστον δεν πρόσφεραν αυτά που αναλογούν στο ύψος των χρημάτων που δαπανήθηκαν. Οι λόγοι είναι γνωστοί και δημόσια διατυπωμένοι.
Για παράδειγμα ο πρώην αρχηγός ΓΕΣ Κ. Παναγιωτάκης, καταθέτοντας στις 17.11.2008 ως μάρτυρας σε Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, που διερευνούσε τις προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων που έγιναν επί υπουργίας των Α. Τσοχατζόπουλου και Γ. Παπαντωνίου, είχε πει ότι η Ελλάδα επί πολλά χρόνια δεχόταν από τις ΗΠΑ ό,τι περίσσευε, αφού:
«Παίρναμε οπλικά συστήματα τα οποία ήταν σάπια, με τις λεγόμενες βοήθειες και τα προγράμματα FMF. Ό,τι περίσσευε μας δίνανε. Αυτό μας δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις μας και στις επιχειρήσεις μας, αν κάναμε, με τους Τούρκους. Το ΝΑΤΟ μπορεί να μας κάνει παρεμβολές όποτε θέλει» συνέχισε ο στρατηγός Κ. Παναγιωτάκης και υπογράμμισε ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη αρκετά όπλα για το ΝΑΤΟ:
«Πρέπει κάποτε να κρατάμε και κάποια οπλικά συστήματα για τη δική μας άμυνα, γιατί το ΝΑΤΟ, όταν κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία, δεν θα μας βοηθήσει, όπως ξέρετε».
Κάπως έτσι, όπως παραστατικά περιέγραψε ο Στρατηγός, και με το πάρτι των μιζών που συνόδεψε τα τεράστια εξοπλιστικά κονδύλια, υπονομεύτηκε ο αποτρεπτικός πυλώνας της ελληνικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας.
Ο κατευνασμός
Ο έτερος πυλώνας, ο κατευνασμός, είχε να κάνει με την ψευδαίσθηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος (η οποία εξακολουθεί ακόμη να είναι ζωηρή ως τελευταία σανίδα σωτηρίας) ότι η πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε. θα αποφορτίσει τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Με άλλα λόγια, οι ελληνικές κυβερνήσεις πόνταραν στον έλεγχο που υποτίθεται ότι είχαν για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Οι ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν αφού σήμερα είναι ολοφάνερο ότι ούτε η Ε.Ε. επιθυμεί να δει την Τουρκία στους κόλπους της ούτε η Τουρκία του Ερντογάν είναι διατεθειμένη να δίνει λογαριασμό στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Το ολοφάνερο κενό στρατηγικής οδηγεί την ελληνική κυβέρνηση σε «εύκολες λύσεις», οι οποίες δεν έχουν κανένα ρεαλιστικό υπόβαθρο, καθώς όλες περιστρέφονται γύρω από την υποστήριξη που «οφείλουν» να δώσουν στην Ελλάδα οι εταίροι (Ε.Ε.) και σύμμαχοι (ΗΠΑ).
Καθώς οι πιέσεις από την πλευρά της Τουρκίας κλιμακώνονται, η ελληνική κυβέρνηση οδηγείται ταχύτατα στον δρόμο της ικανοποίησης προκαταβολικών ανταλλαγμάτων έναντι υποτιθέμενης μελλοντικής υποστήριξης.
Χαρακτηριστικό των ανταλλαγμάτων τα οποία προσφέρει χειροπιαστά η ελληνική κυβέρνηση, ελπίζοντας ότι την κρίσιμη στιγμή θα λάβει υποστήριξη, είναι το πλαίσιο της αναβάθμισης της ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής συνεργασίας, η οποία περιλαμβάνει αναβάθμιση της βάσης της Σούδας, εξυπηρέτηση των επισκευαστικών αναγκών του αμερικανικού στόλου στη Σύρο, βάσεις για αμερικανικά Μη Επανδρωμένα Μαχητικά Αεροσκάφη (Λάρισα και αλλού), βάση ελικοπτέρων στην Αλεξανδρούπολη. Ανάλογη προσφορά έναντι υποστήριξης (από αμερικανούς και Ε.Ε.) έχει αναλάβει η κυβέρνηση και για το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, εμφανιζόμενη έτοιμη για έναν συμβιβασμό.
Τις πιέσεις που δέχεται η Αθήνα προκειμένου να συμφωνήσει με την ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε. αντιλαμβάνεται και η αλβανική κυβέρνηση, η οποία σκληραίνει ολοένα και περισσότερο τη στάση της σε σχέση με κάποια ανοιχτά ζητήματα (καθορισμός των θαλάσσιων συνόρων) που δυσκολεύουν τις σχέσεις των δύο χωρών.
Όλα τα παραπάνω περιγράφουν την αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος να οργανώσει τις θέσεις της χώρας, να θέσει στόχους με βάση τα μέσα (διπλωματικά και στρατιωτικά) που διαθέτει και να πετύχει μια ελάχιστη κοινή συμφωνία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων η οποία με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να «κατέβει» στην κοινωνία, που σήμερα εμφανίζεται ανήσυχη και «ζαλισμένη» από τον άσκοπο θόρυβο των τοποθετήσεων των... υπευθύνων.
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου