Κώστας Γκιώνης
Ένεκα της επικαιρότητας μου ήρθε στο μυαλό ένας πολύ παλιός γείτονας, πού έχει φύγει εδώ και καμιά 15 χρόνια σε ηλικία 93 χρονών.
Ο Κυρ. Παναγιώτης είχε ζήσει μιά πολύ δύσκολη ζωή, την ίδια μέρα πού γεννήθηκε η μητέρα του πέθανε, όταν τον ρωτούσες ποια ήταν η αιτία, αυτός με κάθε επισημότητα σου έλεγε ότι πήγε στο πηγάδι την πρώτη εκείνη νύκτα της γέννησης του και την πήραν οι νεράιδες....!!!!
Ναι έτσι ζούσε και σκεφτότανε ο Παναγιώτης, με νεράιδες, εξωτικά και μύθους κρυμμένων θησαυρών, με το πού πέθανε η μητέρα του, ο πατέρας του μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε μιά άλλη γυναίκα, όταν ήρθαν παιδιά από τον καινούργιο γάμο, ο Παναγιώτης ήταν παρείσακτος για τη μητριά του και ως εκ τούτου βρέθηκε στο δρόμο, να κοιμάται σε εγκαταλειμμένα μαντριά η μονές η τα περισσότερα χρόνια σε απάνεμα ημιορεινά μέρη της Κορινθίας.
Στο πόλεμο ο Παναγιώτης πολέμησε στη μάχη της Κρήτης, μέσα στη κατοχή ξαναγύρισε στα γνώριμα λημέρια του στη Κορινθία, όπου μετά από λίγο καιρό βρέθηκε στον ΕΛΑΣ, όχι από συνείδηση, αλλά γιατί ήθελε κάπου να ανήκει, να αρχίσει να μιλάει και να σταματήσει να γρυλίζει.
Στις συζητήσεις πού είχαμε τον ρωτούσα για τις μάχες και το αντάρτικο και τον έβλεπα ότι σαν να μην ήθελε να μιλήσει, όταν του έκανα την ερώτηση αν έχει σκοτώσει, τότε πετάχτηκε μέχρι το ταβάνι, φωνάζοντας ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο κακό, γιατί εκτός των άλλων ήταν φοβερά φοβητσιάρης, πού δεν θα μπορούσε να πυροβολήσει καν!
Τον ρώτησα τότε να μου πει αν έχει πυροβολήσει έστω στον αέρα, τα μάτια άνοιξαν τεράστια σαν δυο παράλληλους φάρους και με μιά παιδική αφέλεια μου είπε ΟΧΙ γιατί αν η σφαίρα ανέβαινε ψηλά κάποια στιγμή θα σταμάταγε η ανοδική της πορεία και θα ξανακατέβαινε προς τα κάτω, οπότε θα υπήρχε ο κίνδυνος να σκοτωθεί από την ίδια του τη σφαίρα!!!
Τον ρώτησα και για το αντάρτικο πως την γλύτωσε εκεί, μου είπε ότι τον έσωσε η πολύ καλή και δυνατή φωνή του στα αντάρτικα τραγούδια, αλλά και η μεγάλη του τύχη, τον είχαν καταλάβει ότι ήταν χέστης και μιά μέρα πού είχαν συλλάβει δυο αδέλφια ενός δωσίλογου, ο καπετάνιος τον πλησίασε και δίνοντας του ένα μαχαίρι του είπε η τους σφάζεις η τον εκτελούνε.
Ξεκίνησε μιά μικρή πορεία μέχρι το μέρος πού ήταν το σημείο της εκτέλεσης, ο Παναγιώτης έτρεμε σαν το ψάρι, ώσπου καμιά πεντακοσαριά μέτρα παρακάτω τους είχαν στήσει καρτέρι, έγινε μιά άγρια μάχη, τα αδέλφια του δωσίλογου προσπάθησαν να δραπετεύσουν, τους πήραν χαμπάρι και τους σκότωσαν επί τόπου, μετά από λίγη ώρα οι αντάρτες κατάφεραν να ξεφύγουν και έτσι γλύτωσε το θάνατο ο Παναγιώτης, γιατί σίγουρα δεν θα μπορούσε να σφάξει ούτε κουνέλι...
Όπως είπα και στην αρχή είχε μεγάλη τρέλα με κρυμμένους θησαυρούς, μου έλεγε για ιστορίες Γερμανών πού αποχωρώντας είχαν κρύψει χρυσές λίρες, μάλιστα προσπαθούσε να με πείσει να πάμε να ψάξουμε να τις βρούμε, ώσπου μιά μέρα αποφάσισα να τον ευχαριστήσω, πήγα και νοίκιασα ένα μηχάνημα αναζήτησης μετάλλων και με τη βοήθεια ενός φίλου μου, ξεκινήσαμε για την Κορινθία, ο Παναγιώτης τότε πρέπει να ήταν λίγο πάνω από 80 χρονών, θυμάμαι ότι έκανε ζέστη, πράγμα άσχημο γιατί ο Παναγιώτης είχε συνηθίσει να μην πλένεται, αλλά τι ήταν αυτό μπροστά στη χαρά μικρού παιδιού που το πηγαίνεις στο Λούνα-Πάρκ, έτοιμο να ανατιναχθεί σαν βεγγαλικό στον έναστρο ουρανό.
Πήγαμε πρώτα σε μιά ταβέρνα ενός μακρινού του συγγενή, ο οποίος δεν διέφερε και πολύ από τον Παναγιώτη στις ιδέες, η αλήθεια ήταν ότι το διασκεδάζαμε αφάνταστα, αλλά προσπαθούσα να του πω ότι και να μη βρούμε τίποτα δεν σημαίνει κάτι, μπορεί άλλη φορά να είμαστε πιο τυχεροί για να μην απογοητευτεί, μόλις έφτασε 11 η ώρα το βράδυ ξεκινήσαμε για το μέρος πού έπρεπε να πάμε και πού ήταν σχετικά λίγο έξω από το χωριό, όπου φτάσαμε μέσα από ένα χωματόδρομο.
Ανοίξαμε το μηχάνημα και αρχίσαμε να σαρώνουμε το μέρος, ώσπου ξαφνικά άρχισε να δείχνει ένδειξη ύπαρξης μετάλλου σε ένα συγκεκριμένο σημείο, πήγαμε και σε άλλο σημείο αλλά και πάλι μας έδειχνε κατεύθυνση προς το ίδιο σημείο, ο Παναγιώτης ήταν πλέον σε πλήρη οργασμό είχε φέρει τις αξίνες και τα φτυάρια και είχε πιάσει δουλειά, του είπαμε μην ζορίζεται λόγω ηλικίας και ότι θα σκάβαμε εμείς, μετά από δύο ώρες είχαμε γίνει κουρέλια και τίποτα δεν είχε βρεθεί, πράγμα πού σε εμάς ήταν σίγουρο, αλλά ο Παναγιώτης πού να το καταλάβει, ανένδοτος, του εξηγήσαμε ότι δεν μπορούμε άλλο, τότε σκέφτηκε τον συγγενή του και πήρε φόρα και εξαφανίστηκε.
Μετά από μισή περίπου ώρα ακούσαμε το θόρυβο ενός αυτοκινήτου, πού όσο μας πλησίαζε καταλάβαμε ότι ήταν τρακτέρ και κρυφτήκαμε αλλά αυτό ήρθε και μπήκε μέσα στο οικόπεδο, μέχρι πού είδαμε τον Παναγιώτη με τον συγγενή του να μας φωνάζουν, πλησιάσαμε και είδαμε ότι στο πίσω μέρος το τρακτέρ είχε και σκαπτικό και καταλάβαμε αμέσως τι θα γινότανε. Δούλεψε το τρακτέρ περίπου δύο ώρες δημιουργώντας έναν στρογγυλό κρατήρα περίπου 5 μέτρων, παρ´ όλα αυτά άνθρακας ο θησαυρός, φαντάζομαι την επόμενη μέρα όταν θα βρήκαν τον κρατήρα οι συγχωριανοί του, τι μύθους θα έπλασαν, είμαι σίγουρος ότι κάποιοι θα είχαν δει το διαστημόπλοιο να προσγειώνεται και τα πράσινα ανθρωπάκια να κατεβαίνουν τσιρκοπετακτά από τη σκάλα!!!
Το γεγονός που μου έφερε στη μνήμη μου τον Παναγιώτη, ήταν η περίπτωση της 29χρονης που την βίαζε ο πατριός της Παπάς (κατά άλλα!!) από την ηλικία των τεσσάρων χρονών και θυμάμαι το φίλο μου τον Παναγιώτη να μου λέει με αυτή τη πρωτόγονη ειλικρίνεια του, ότι όταν ήταν περίπου εφτά χρονών βρέθηκε σε ένα μοναστήρι, όπου ο Παπάς που ερχόταν εκεί τον έβαζε στα πόδια του, του έπιανε το χεράκι του και του το έβαζε κάτω από το ράσο λέγοντας του να του χαϊδέψει τα κατσικάκια του και όλα αυτά περίπου στις αρχές του 1920...
Κώστας Γκιώνης: Σχετικά με τον συντάκτη
Ένεκα της επικαιρότητας μου ήρθε στο μυαλό ένας πολύ παλιός γείτονας, πού έχει φύγει εδώ και καμιά 15 χρόνια σε ηλικία 93 χρονών.
Ο Κυρ. Παναγιώτης είχε ζήσει μιά πολύ δύσκολη ζωή, την ίδια μέρα πού γεννήθηκε η μητέρα του πέθανε, όταν τον ρωτούσες ποια ήταν η αιτία, αυτός με κάθε επισημότητα σου έλεγε ότι πήγε στο πηγάδι την πρώτη εκείνη νύκτα της γέννησης του και την πήραν οι νεράιδες....!!!!
Ναι έτσι ζούσε και σκεφτότανε ο Παναγιώτης, με νεράιδες, εξωτικά και μύθους κρυμμένων θησαυρών, με το πού πέθανε η μητέρα του, ο πατέρας του μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε μιά άλλη γυναίκα, όταν ήρθαν παιδιά από τον καινούργιο γάμο, ο Παναγιώτης ήταν παρείσακτος για τη μητριά του και ως εκ τούτου βρέθηκε στο δρόμο, να κοιμάται σε εγκαταλειμμένα μαντριά η μονές η τα περισσότερα χρόνια σε απάνεμα ημιορεινά μέρη της Κορινθίας.
Στο πόλεμο ο Παναγιώτης πολέμησε στη μάχη της Κρήτης, μέσα στη κατοχή ξαναγύρισε στα γνώριμα λημέρια του στη Κορινθία, όπου μετά από λίγο καιρό βρέθηκε στον ΕΛΑΣ, όχι από συνείδηση, αλλά γιατί ήθελε κάπου να ανήκει, να αρχίσει να μιλάει και να σταματήσει να γρυλίζει.
Στις συζητήσεις πού είχαμε τον ρωτούσα για τις μάχες και το αντάρτικο και τον έβλεπα ότι σαν να μην ήθελε να μιλήσει, όταν του έκανα την ερώτηση αν έχει σκοτώσει, τότε πετάχτηκε μέχρι το ταβάνι, φωνάζοντας ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο κακό, γιατί εκτός των άλλων ήταν φοβερά φοβητσιάρης, πού δεν θα μπορούσε να πυροβολήσει καν!
Τον ρώτησα τότε να μου πει αν έχει πυροβολήσει έστω στον αέρα, τα μάτια άνοιξαν τεράστια σαν δυο παράλληλους φάρους και με μιά παιδική αφέλεια μου είπε ΟΧΙ γιατί αν η σφαίρα ανέβαινε ψηλά κάποια στιγμή θα σταμάταγε η ανοδική της πορεία και θα ξανακατέβαινε προς τα κάτω, οπότε θα υπήρχε ο κίνδυνος να σκοτωθεί από την ίδια του τη σφαίρα!!!
Τον ρώτησα και για το αντάρτικο πως την γλύτωσε εκεί, μου είπε ότι τον έσωσε η πολύ καλή και δυνατή φωνή του στα αντάρτικα τραγούδια, αλλά και η μεγάλη του τύχη, τον είχαν καταλάβει ότι ήταν χέστης και μιά μέρα πού είχαν συλλάβει δυο αδέλφια ενός δωσίλογου, ο καπετάνιος τον πλησίασε και δίνοντας του ένα μαχαίρι του είπε η τους σφάζεις η τον εκτελούνε.
Ξεκίνησε μιά μικρή πορεία μέχρι το μέρος πού ήταν το σημείο της εκτέλεσης, ο Παναγιώτης έτρεμε σαν το ψάρι, ώσπου καμιά πεντακοσαριά μέτρα παρακάτω τους είχαν στήσει καρτέρι, έγινε μιά άγρια μάχη, τα αδέλφια του δωσίλογου προσπάθησαν να δραπετεύσουν, τους πήραν χαμπάρι και τους σκότωσαν επί τόπου, μετά από λίγη ώρα οι αντάρτες κατάφεραν να ξεφύγουν και έτσι γλύτωσε το θάνατο ο Παναγιώτης, γιατί σίγουρα δεν θα μπορούσε να σφάξει ούτε κουνέλι...
Όπως είπα και στην αρχή είχε μεγάλη τρέλα με κρυμμένους θησαυρούς, μου έλεγε για ιστορίες Γερμανών πού αποχωρώντας είχαν κρύψει χρυσές λίρες, μάλιστα προσπαθούσε να με πείσει να πάμε να ψάξουμε να τις βρούμε, ώσπου μιά μέρα αποφάσισα να τον ευχαριστήσω, πήγα και νοίκιασα ένα μηχάνημα αναζήτησης μετάλλων και με τη βοήθεια ενός φίλου μου, ξεκινήσαμε για την Κορινθία, ο Παναγιώτης τότε πρέπει να ήταν λίγο πάνω από 80 χρονών, θυμάμαι ότι έκανε ζέστη, πράγμα άσχημο γιατί ο Παναγιώτης είχε συνηθίσει να μην πλένεται, αλλά τι ήταν αυτό μπροστά στη χαρά μικρού παιδιού που το πηγαίνεις στο Λούνα-Πάρκ, έτοιμο να ανατιναχθεί σαν βεγγαλικό στον έναστρο ουρανό.
Πήγαμε πρώτα σε μιά ταβέρνα ενός μακρινού του συγγενή, ο οποίος δεν διέφερε και πολύ από τον Παναγιώτη στις ιδέες, η αλήθεια ήταν ότι το διασκεδάζαμε αφάνταστα, αλλά προσπαθούσα να του πω ότι και να μη βρούμε τίποτα δεν σημαίνει κάτι, μπορεί άλλη φορά να είμαστε πιο τυχεροί για να μην απογοητευτεί, μόλις έφτασε 11 η ώρα το βράδυ ξεκινήσαμε για το μέρος πού έπρεπε να πάμε και πού ήταν σχετικά λίγο έξω από το χωριό, όπου φτάσαμε μέσα από ένα χωματόδρομο.
Ανοίξαμε το μηχάνημα και αρχίσαμε να σαρώνουμε το μέρος, ώσπου ξαφνικά άρχισε να δείχνει ένδειξη ύπαρξης μετάλλου σε ένα συγκεκριμένο σημείο, πήγαμε και σε άλλο σημείο αλλά και πάλι μας έδειχνε κατεύθυνση προς το ίδιο σημείο, ο Παναγιώτης ήταν πλέον σε πλήρη οργασμό είχε φέρει τις αξίνες και τα φτυάρια και είχε πιάσει δουλειά, του είπαμε μην ζορίζεται λόγω ηλικίας και ότι θα σκάβαμε εμείς, μετά από δύο ώρες είχαμε γίνει κουρέλια και τίποτα δεν είχε βρεθεί, πράγμα πού σε εμάς ήταν σίγουρο, αλλά ο Παναγιώτης πού να το καταλάβει, ανένδοτος, του εξηγήσαμε ότι δεν μπορούμε άλλο, τότε σκέφτηκε τον συγγενή του και πήρε φόρα και εξαφανίστηκε.
Μετά από μισή περίπου ώρα ακούσαμε το θόρυβο ενός αυτοκινήτου, πού όσο μας πλησίαζε καταλάβαμε ότι ήταν τρακτέρ και κρυφτήκαμε αλλά αυτό ήρθε και μπήκε μέσα στο οικόπεδο, μέχρι πού είδαμε τον Παναγιώτη με τον συγγενή του να μας φωνάζουν, πλησιάσαμε και είδαμε ότι στο πίσω μέρος το τρακτέρ είχε και σκαπτικό και καταλάβαμε αμέσως τι θα γινότανε. Δούλεψε το τρακτέρ περίπου δύο ώρες δημιουργώντας έναν στρογγυλό κρατήρα περίπου 5 μέτρων, παρ´ όλα αυτά άνθρακας ο θησαυρός, φαντάζομαι την επόμενη μέρα όταν θα βρήκαν τον κρατήρα οι συγχωριανοί του, τι μύθους θα έπλασαν, είμαι σίγουρος ότι κάποιοι θα είχαν δει το διαστημόπλοιο να προσγειώνεται και τα πράσινα ανθρωπάκια να κατεβαίνουν τσιρκοπετακτά από τη σκάλα!!!
Το γεγονός που μου έφερε στη μνήμη μου τον Παναγιώτη, ήταν η περίπτωση της 29χρονης που την βίαζε ο πατριός της Παπάς (κατά άλλα!!) από την ηλικία των τεσσάρων χρονών και θυμάμαι το φίλο μου τον Παναγιώτη να μου λέει με αυτή τη πρωτόγονη ειλικρίνεια του, ότι όταν ήταν περίπου εφτά χρονών βρέθηκε σε ένα μοναστήρι, όπου ο Παπάς που ερχόταν εκεί τον έβαζε στα πόδια του, του έπιανε το χεράκι του και του το έβαζε κάτω από το ράσο λέγοντας του να του χαϊδέψει τα κατσικάκια του και όλα αυτά περίπου στις αρχές του 1920...
Κώστας Γκιώνης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου