Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Λάιος επί σχιστή οδό (5)

Παναγιώτης Οικονομίδης


Το σώμα του ήταν βαρύ. Δεν είχε διάθεση να κινηθεί. Να σηκωθεί. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Γύρισε το κεφάλι του προς τον νέο. Έλειπε. Πήδηξε πάνω όρθιος. Έπιασε το σπαθί του. Μια ελαφριά ζαλάδα. Το στομάχι του γουργούριζε. Πρωινή πείνα. Γύρισε το βλέμμα του γύρω γύρω με τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Το τόξο έλειπε. Χαμήλωσε το σώμα του. Δεν έπρεπε να δίνει στόχο. Άκουγε τον σφυγμό του να χτυπάει στα αυτιά του. Μετά από λίγο άκουσε την ελαφριά περπατησιά του νέου. Έκανε θόρυβο δεν φυλαγόταν. Ξανάβαλε το σπαθί στο θηκάρι του. Ο νέος φάνηκε με τα χέρια του ενωμένα σε μια χούφτα. Πλησίασε τον άρχοντα.

-Να σου έφερα καρπούς. Φράουλες και βατόμουρα.

Ο άρχοντας άπλωσε το χέρι του και πήρε από την χούφτα του. Μπούκωσε το στόμα του, μα την επόμενη στιγμή έσκυψε μπροστά και έφτυσε το περιεχόμενο του στόματος του. Συνέχισε να φτύνει μέχρι να καθαρίσει το στόμα του τελείως. Έβαλε τα δάκτυλά του μέσα και τράβηξε τα υπολείμματα από τα μάγουλά του. Ο νέος το κοιτούσε απορημένος. Κοίταζε μια την χούφτα του και μία τον άρχοντα που συνέχιζε να φτύνει.

-Τι έπαθες άρχοντά μου;

-Τίποτα. Να έτσι πεινασμένος που ήμουν δεν σκέφτηκα ότι αυτά τα βατόμουρα μου κάνουν διάρροια. Και δεν είναι να χάνουμε χρόνο. Άντε να ξεκινήσουμε.

Ο νέος έσκυψε να πάρει το τόξο και να το περάσει στον ώμο του.

-Άστο σε εμένα αυτό. Δεν χρειάζεται να το κουβαλάς στην κατάστασή σου. Θα χρειαστεί να προχωρούμε γοργά. Έδεσε το χιτώνα του και κίνησε να ανεβαίνει. Θα πηγαίναν από τον δρόμο. Το απόσπασμα θα είχε χάσει τα ίχνη τους και θα ανεβοκατέβαινε το βουνό. Από τον δρόμο σκέφτηκε, θα ήταν πιο γρήγορα και ο σακάτης δεν θα καθυστερούσε. Έφτασε στον δρόμο και κοίταξε πίσω του. Ο νέος τον ακολουθούσε κατά πόδας. Καλό σημάδι αυτό. Κίνησαν αμίλητοι. Ο νέος περπατούσε ελαφρός και με σβελτάδα. Προπορευόταν και σε κάθε στροφή περίμενε τον άρχοντα. Αυτός ερχόταν με πιο σταθερό και πιο βαρύ βήμα. Τι θα γινόταν όταν θα έφταναν στους Δελφούς; Δεν μπορούσε να τον στείλει στην Αιτωλία. Δεν μπορούσε να τον φέρει στο σπίτι. Αυτή η αντιφατική κατάσταση τυραννούσε το μυαλό του. Στο ένα βήμα του έλεγε ‘’θα τον στείλω στην Αιτωλία’’ και στο άλλο σκεφτόταν ότι αφού γύρισε πίσω μετά από τόσα χρόνια θα μπορούσε να ξαναγυρίσει. Στο επόμενο βήμα σκεφτόταν ότι θα τον έφερνε στο παλάτι και στο επόμενο σκεφτόταν την προφητεία. Έτσι κάθε βήμα του γινόταν όλο και πιο βαρύ. Κάθε βήμα πιο κοντά στους Δελφούς τον έστελνε πιο μακριά από τον σκοπό που είχε όταν ξεκίνησε να πάει εκεί. Περπατούσε χωρίς σκοπό. Ακολουθούσε έναν νέο που είχε αποφασίσει ότι δεν έχει σκοπό στην ζωή του. Καλά αυτός, ήταν νέος ακόμα.. είχε μπροστά του χρόνο να βρει σκοπό. Οι θεοί του είχαν δώσει έναν. Τι κι αν αυτός τον αρνιόταν. Σάμπως κι αυτός δεν αρνήθηκε την βουλή των θεών; Και να τώρα μπροστά του αυτή η βουλή αμείλικτη να τον κατατρέχει με τον πιο ύπουλο τρόπο. Να του τρώγει την ζωή του την ίδια. Έφτασε σε αυτήν την ηλικία και περιπλανιέται χωρίς σκοπό ακολουθώντας ένα παιδαρέλι. Αυτός στην ηλικία του ήταν άρχοντας και είχε ένα παιδί, που καθόλου δεν το ήθελε αλλά ας όψεται που μέθυσε και έτσι βρέθηκε αντιμέτωπος με τη βουλή των θεών. Και τι έκανε δηλαδή; Τον άφησε στον Κιθαιρώνα και μετά από τόσα χρόνια να τον που εμφανίστηκε. Δεν μπορείς να υπερβείς τις βουλές των θεών. Κι αυτός ο νέος τι νομίζει δηλαδή; Ότι θα μπορέσει να κάνει κάτι άλλο από αυτό που του έχει οριστεί; Ας γελάσω. Τι μικρός που φαντάζει. Κι εγώ που ένοιωσα κάτι γι’ αυτόν. Τι γελασμένος που είναι. Πως το είπε ο χωλός, αυτός που δεν βλέπει και δεν ακούει είναι τυφλός στο μυαλό. Αυτό είναι αυτός ο νέος. Τυφλός στο μυαλό. Γι’ αυτόν μιλούσε ο άνθρωπος με τα τρεισήμισι πόδια.

Παρόλα αυτά όμως δεν είχε βρει τι θα έκανε με τον νέο. Έπρεπε να τον ξεφορτωθεί. Κι εκείνοι οι στρατιώτες! Τι ανίκανοι. Θα είχαν όλα τελειώσει. Μόνο αυτή είναι η λύση; Ο θάνατός του; Εδώ! Σε μια πηγή δίπλα, στα κρυφά. Θα τελειώσει μέσα σε λίγα λεπτά. Κανείς δεν θα μπορέσει να τον δει. Ή καλύτερα στην μέση του δρόμου. Θα τον βρει ο Κρέων με τους ανιχνευτές και θα τους πει μετά ότι αναγκάστηκε να τον σκοτώσει γιατί του επιτέθηκε. Θα τον αναγνωρίσει ο δειλός που το έσκασε. Ναι. Αυτό είναι ένα καλό σχέδιο. Το μουδιασμένο μυαλό του είχε αρχίσει να δουλεύει. Όχι. Όχι. Δεν μπορούσε να βάψει τα χέρια του με αίμα.

Ήταν το παιδί του. Αλλά από την άλλη ήταν αυτός που θα τον σκότωνε. Μια λύσσα τον κυρίευε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Το μυαλό του είχε δεθεί κόμπος. Ότι και να σκεφτόταν κατέληγε πάλι στο ίδιο αδιέξοδο. Τα μάτια του θόλωναν. Σαν να σκοτείνιαζε ο κόσμος. Για την ακρίβεια σαν να στένευε το πεδίο της όρασής του. Κοίταξε μπροστά για να τα ξεθολώσει. Στον στενό κύκλο του οπτικού του πεδίου είδε τον νέο να στέκεται και να τον κοιτάζει. Να τώρα έρχεται προς τα εδώ. Τίναξε το κεφάλι του. Ο νέος τον πλησίασε.

-Τι έχεις άρχοντά μου; Εσύ έχεις χάσει το χρώμα σου. Κάτσε εδώ. Πιες λίγο νερό.

Ο άρχοντας τραβήχτηκε. Άπλωσε το χέρι του προς τον νέο.

-Καλά είμαι. Μια αδυναμία. Να θα φάω λίγο ψωμί και θα είμαι εντάξει.

-Ναι, να τσιμπήσεις κάτι γιατί είσαι άφαγος από το πρωί. Εμένα οι φράουλες και τα βατόμουρα με κρατάνε ακόμα. Θα φτάνουμε; Έτσι δεν είναι; Γιατί τα πόδια μου δεν θα με κρατήσουν για πολύ. Αχ! Να μπορούσες να μου τα τρίψεις πάλι. Θα μπορούσα να κάνω άλλο τόσο δρόμο. Σκεφτόμουν πάλι τότε που σου είπα ότι συνάντησα το πλάσμα εκείνο έξω από την πόλη σου. Τότε ήμουν θολωμένος. Μια σκοτούρα έσβηνε την σκέψη μου. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν ο χρησμός. Η βουλή των θεών δεν με άφηνε να δω την δική μου θέση. Τώρα το μυαλό μου είναι καθαρό, σαν το νερό που τρέχει στο ρυάκι. Ξέρω τι θα κάνω. Θα φύγω μακριά. Δεν θα ξαναγυρίσω πίσω. Θα γράψω στους δικούς μου και θα τους εξηγήσω το πώς και το τι. Μόλις φτάσουμε στους Δελφούς θα φτιάξω την γραφή και θα την στείλω με τον πρώτο αγγελιοφόρο. Μετά θα γυρίσω μαζί σου μέχρι τα τείχη της πόλης σου και θα ακολουθήσω τον δρόμο προς τα βόρεια. Θα γυρίσω σε έναν χρόνο και θα έρθω να σε συναντήσω. Ίσως για τελευταία φορά. Έτσι ξεκάθαρα είναι όλα. Κι όσο για το τέρας αν ήταν να το συναντήσω θα του γελούσα κατάμουτρα.

-Καλά καλά. Μέχρι το απόγευμα θα φτάσουμε. Τώρα ακόμα είναι νωρίς. Θα πρέπει όμως να βιαστούμε αν δεν θέλουμε να μας βρει το δείλι έξω από τις πύλες των Δελφών.

-Μπράβο άρχοντά μου σε βλέπω ανέλαβες. Ζωήρεψε το χρώμα σου άντε να κινήσουμε.

Ο άρχοντας σηκώθηκε. Τώρα ήταν όλα ξεκάθαρα μπροστά του. Πώς δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν. Όση ώρα ο νέος μιλούσε, είδε μπροστά του την λύση στο πρόβλημά του. Εδώ παρακάτω ο δρόμος είχε ένα σταυροδρόμι. Στην μια μεριά πήγαινε στους Δελφούς στην άλλη γυρνούσε και επέστρεφε στην πόλη. Θα έκαναν λίγο παραπάνω δρόμο μέσα από το δάσος αλλά έτσι δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Τι βολικά του τα έφερνε η τύχη. Θα τελείωναν όλα πριν το δείλι. Μετά θα ήταν ελεύθερος για πάντα. Μόνο οι θεοί μπορούν να αλλάξουν αυτό που μέλλεται. Ε, λοιπόν αυτό θα έκανε. Θα τον οδηγούσε στο πλάσμα που είναι γέννημα των θεών. Τα μυαλό του καθάρισε τελείως. Ένα φως κυριάρχησε μέσα του. Τόσο καθολικό σαν το φως στο χθεσινοβραδινό του όνειρο. Αυτή η αναλογία τον έκανε να νοιώσει ακόμα πιο σίγουρος. Να, έφταναν κιόλας στο σταυροδρόμι. Ο νέος τον περίμενε. Του έδειχνε τον έναν και τον άλλο δρόμο. Του έγνευσε στα δεξιά. Ο νέος σαν να απόρησε και το επιβεβαίωσε. Του ξαναέδειξε επιτατικά προς τα δεξιά. Είχε πλησιάσει.

-Θα πάμε από δω. Οι Δελφοί είναι πίσω από αυτό το βουνό. Θα κάνουμε τον γύρο έτσι κι αλλιώς. Από εδώ είναι πιο σκιερά. Λίγο παραπάνω, αλλά πιο καλά. Από κει θα μας κάψει η ζέστη. Προχώρα μπροστά εσύ.

Ο νέος ξεκίνησε. Το βήμα του σαν να είχε βαρύνει λίγο. Θα είχε αρχίσει να κουράζεται. Μόνο να βαστήξει μέχρι το δείλι. Μπα, και πιο νωρίς. Μέχρι να πιάσει ο ήλιος ένα καλάμι. Θα τον έστελνε να προπορευθεί και θα έτσι έβγαινε κατευθείαν πάνω στο τέρας. Εκεί, στην στενή στροφή που φέρνει από τα βόρεια. Απ’ ότι του είπε, αυτός το συνάντησε πηγαίνοντας από τα νότια. Έτσι δεν θα αναγνωρίσει τον τόπο όταν θα πλησιάζουν.

Περπατούσαν τώρα μέσα στο δάσος. Η κάψα του ήλιου δεν τους έφτανε. Ο νέος προχωρούσε κουτσαίνοντας. Είχε αρχίσει να στηρίζεται στο ραβδί του και πάλι. Στάθηκε κάποια στιγμή. Τέντωσε το κορμί του για λίγο και συνέχισε. Ο άρχοντας τον κοιτούσε με ανησυχία. Πλησίασε και τον κοίταξε. Ο νέος γύρισε και του χαμογέλασε.
-Άρχοντά μου να ξαποστάσουμε λίγο.

-Εδώ παρακάτω έχει μια πηγή. Πάμε.

Ο νέος μάζεψε τα κουράγια του. Έφτασαν στην πηγή, και σχεδόν σωριάστηκε σε έναν βράχο. Ο άρχοντας του άφησε το σακούλι.

-Φάε κάτι. Έρχομαι σε λίγο.

Χάθηκε μέσα σε μια λόχμη. Γύρισε με μερικά βότανα στα χέρια του. Βαρύθυμος γονάτισε μπροστά στον νέο και άρχισε να του τρίβει τα πόδια με τα βότανα. Τους έριξε νερό και τα ξανάτριψε. Γονατισμένος όπως ήταν η πλάτη του είχε καμπουριάσει. Είχε σκύψει πολύ. Σχεδόν τα μαλλιά του ακουμπούσαν τα πόδια του νέου. Όταν τελείωσε, σηκώθηκε και σκούπισε τα χέρια του στον χιτώνα του πολλές φορές. Με περισσή επιμέλεια. Ο νέος τον κοίταξε με ανακούφιση.

-Άρχοντά μου σε ευχαριστώ. Σου χρωστώ μεγάλη χάρη και σου ζητώ συγνώμη που σου γίνομαι βάρος.

Σηκώθηκε αργά. Τώρα μπορούσε να περπατάει πολύ άνετα. Σχεδόν όπως το πρωί. Προχώρησε μπροστά με κέφι. Ο άρχοντας έμεινε πίσω. Σε λίγη ώρα θα έφταναν. Οι σκέψεις άρχισαν πάλι να χορεύουν μέσα στο μυαλό του. Τώρα ήταν πολύ κοντά. Ο νέος στάθηκε και τον περίμενε. Μόλις πλησίασε τον ρώτησε.

-Θέλουμε πολύ ακόμα;

-Όχι. Μετά από εκείνη την στροφή που περνάει κάτω από τον βράχο που βλέπεις θα δεις τον ναό στο βάθος.

Ένας βράχος ψηλός ορθωνόταν μπροστά τους λες και έκλεινε τον δρόμο. Με λίγη προσοχή έβλεπες τον δρόμο να περνάει ίσα ίσα στην ρίζα του βράχου. Ο νέος κοίταζε γύρω γύρω. Ο άρχοντας τον αναμετρούσε.

-Τι σε ανησυχεί; Εδώ ο τόπος είναι ιερός. Δεν υπάρχει κάτι να φοβάσαι.

-Δεν είναι αυτό. Αλλά προσπαθώ να θυμηθώ.

-Όταν ήρθες εδώ η ψυχή σου ήταν βασανισμένη. Τώρα είναι ανάλαφρη. Έχει αλλάξει η ματιά σου. Μόλις στρίψεις θα δεις αριστερά σου τις Φαιδριάδες. Προχώρα εσύ. Εγώ θα σταθώ να φάω κάτι και θα σε προλάβω στην είσοδο του χώρου. Είναι εμένα τώρα η ψυχή μου βασανισμένη. Άντε και μην κοιτάξεις πίσω σου. Πορέψου όπως πορευόσουν τόσο καιρό. Άντε παιδί μου.

-Ο νέος τον κοίταξε για μια στιγμή. Αναθάρρησε και κίνησε με σίγουρο και γοργό βήμα. Λίγο πριν την στροφή γύρισε και του φώναξε.

-Μην αργήσεις. Θα σε περιμένω.Του ένευσε καταφατικά. Τον έχασε από τα μάτια του μόλις πέρασε πίσω από τον βράχο.

Συνεχίζεται...

Βρείτε όλες τις συνέχειες:  εδώ



Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου